Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Θέατρο και Δημοκρατία»: Μία ενδιαφέρουσα θεωρητική παρέμβαση του Βασίλη Ρώτα στα 1977

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //
Συγ­γρα­φέ­ας — Δημοσιογράφος

Ο Βασί­λης Ρώτας (1889 — 1977) υπήρ­ξε σημα­ντι­κός αγω­νι­στής- πνευ­μα­τι­κός άνθρω­πος με τερά­στιο έργο στο θέα­τρο, στην ποί­η­ση και στην πεζογραφία.

Ήταν αφο­σιω­μέ­νος στα ιδα­νι­κά του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού  και το εξέ­φρα­σε και με το έργο και με τους αγώ­νες του. Ξεχω­ρι­στή η προ­σφο­ρά του στο  θέα­τρο. Να θυμί­σου­με εδώ ότι το 1942 ιδρύ­ει το «Θεα­τρι­κό Σπου­δα­στή­ριο» όπου διδά­σκουν μεγά­λες μορ­φές του θεά­τρου, αλλά και της Αντί­στα­σης, ενώ το καλο­καί­ρι του 1944 ο Βασί­λης Ρώτας με υπό­δει­ξη της ΠΕΕΑ ιδρύ­ει το «Θεα­τρι­κό όμι­λο της ΕΠΟΝ Θεσ­σα­λί­ας», αντα­πο­κρι­νό­με­νος στο επί­μο­νο αίτη­μα των αγω­νι­στών για θέα­τρο. Το θία­σο απο­τε­λούν επαγ­γελ­μα­τί­ες ηθο­ποιοί, αλλά και ερα­σι­τέ­χνες από τους αντάρτες.

Σήμε­ρα παρου­σιά­ζου­με ένα θεω­ρη­τι­κό έργο του που αφο­ρά το θέα­τρο. Πιο συγκε­κρι­μέ­να, λίγους μήνες πριν από τον θάνα­το του στον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στις 6/3/1977 δημο­σιεύ­τη­καν εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα από εισή­γη­ση του Βασί­λη Ρώτα σε σεμι­νά­ριο του Κέντρου Μαρ­ξι­στι­κών Ερευ­νών (ΚΜΕ) στις 28/2/1977 με τίτλο «Θέα­τρο και Δημοκρατία»

«Η «Γιορ­τή» είναι καθο­λι­κό κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο. Η γιορ­τή  με λαμπρό­τη­τα, ήχο και θέα­μα παρου­σιά­ζει τον αγώ­να για τη ζωή, την ηθι­κή δηλα­δή πνευ­μα­τι­κή όψη, τη συνεί­δη­ση που εμψυ­χώ­νει αυτό τον αγώ­να, που συγκρα­τεί, στε­ρε­ώ­νει, σώζει και προ­κό­βει το κοι­νω­νι­κό σχή­μα που κάνει τη «Γιορ­τή».

Σ’ όλα τα μάκρη και πλά­τη της Γης και σ’ όλους και­ρούς, σ’ όλες τις κοι­νω­νι­κές μορ­φές ανέ­κα­θεν και σήμε­ρα η «Γιορ­τή» παρα­κο­λου­θεί την ανθρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα σ’ όλα τα φανε­ρώ­μα­τα. Κι έχου­με γιορ­τές εθνι­κές, θρη­σκευ­τι­κές, επαγ­γελ­μα­τι­κές τελε­τές μυστη­ρια­κές και μαγευ­τι­κές, οργια­στι­κές τρο­μο­κρα­τι­κές, με κορύ­φω­μα τους το όργιο και κύριο στοι­χείο τους τον μύθο.

Δείγ­μα­τα από γιορ­τές έχου­με από τα πρώ­τα κιό­λα φανε­ρώ­μα­τα της κοι­νω­νι­κής ζωής, από τους σπη­λαιό­διους της λίθι­νης επο­χής, από πρω­τό­γο­νους που ακό­μα φυτο­ζω­ούν. Αλλά και στους πολι­τι­σμέ­νους λαούς σήμε­ρα έχου­με απο­λει­φά­δια από τελε­τουρ­γί­ες, όπως είναι τ’ ανα­στε­νά­ρια- για να φέρω ένα παρά­δειγ­μα- οι απο­κριές, η Πρω­το­μα­γιά, οι γιορ­τές του κρα­σιού. Αλλά η πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κή γιορ­τή που επι­κρα­τεί σ’ όλους τους πολι­τι­σμέ­νους λαούς και σ’ όλα τα κοι­νω­νι­κά σχή­μα­τα είναι το Θέατρο.

Το Θέα­τρο είναι η γιορ­τή της Δημο­κρα­τί­ας. Γεν­νή­θη­κε με την πρώ­τη δημο­κρα­τία, που στε­ρε­ώ­θη­κε στην Αθή­να, μετά τους νικη­φό­ρους περ­σι­κούς πολέ­μους και δείγ­μα­τα από το πρώ­το αυτό Θέα­τρο,  ευτυ­χή­σα­με να εύχυ­με ανε­χτί­μη­τη κλη­ρο­νο­μιά τ’ αρχαία θέα­τρα σ’ όλο τον ελλη­νι­κό χώρο, όπως το Θέα­τρο του Διο­νύ­σου στην Αθή­να, το Θέα­τρο  στην Επί­δαυ­ρο κλπ. Και έργα από τους μεγά­λους του και­ρού εκεί­νους, τους τρα­γι­κούς Αισχύ­λο, Σοφο­κλή, Ευρι­πί­δη και τον κωμι­κό Αριστοφάνη.

Το Θέα­τρο δεν είναι ούτε φιλο­σο­φι­κό φρο­ντι­στή­ριο, ούτε μιού­ζικ χωλ, ούτε προ­βλη­μα­τι­σμός, ούτε σουα­ρέ-νουάρ ‚ούτε νευ­ρι­κός ερε­θι­σμός, ούτε νοε­ρή ασέλ­γεια, ούτε εξω­φρε­νι­σμός, ούτε όργιο. Στο Θέα­τρο επι­δεί­χνε­ται το πνευ­μα­τι­κό κεφά­λαιο, ο πολι­τι­στι­κός οπλι­σμός μια πολι­τεί­ας, η κοι­νω­νι­κή αρε­τή ενός λαού. Το πρό­σω­πο της επο­χής τέτοιο που είναι, παρου­σιά­ζε­ται κι ελέγ­χε­ται από την ίδια τη λαϊ­κιά παρου­σία. Γι’αυτό το Θέα­τρο είναι η κατε­ξο­χήν πνευ­μα­τι­κή  τρο­φή του λαού. Εδώ ο λαός βλέ­πει, ακού­ει, κρί­νει. Αυτή η πνευ­μα­τι­κή δίαι­τα- το Θέα­τρο – μαζί με άλλες παι­δευ­τι­κές λει­τουρ­γί­ες που τις συμπλη­ρώ­νει και τις ξεπερ­νά­ει όλες σε δρα­στι­κό­τη­τα, πλά­θει, καλ­λιερ­γεί και μορ­φώ­νει την κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση, καθα­ρί­ζει τ’ άτο­μα από τις ατο­μι­κές τους ροπές και τα κάνει άξια μέλη του συνό­λου. Το Θέα­τρο επη­ρε­ά­ζει άμε­σα και δρα­στι­κά μεγά­λο πλή­θος ενή­λι­κους πολί­τες και απ’ αυτή την άπο­ψη σωστά ο Αρι­στο­φά­νης το είπε «Σχο­λείο για μεγάλους…»

Οι κοι­νω­νι­κός ρόλος του Θεάτρου

…Τα έργα που παί­ζο­νται στο Θέα­τρο παρου­σιά­ζουν έναν αγώ­να σε υψη­λό επί­πε­δο. Με το  λόγο και τον αντί­λο­γο προ­σπα­θούν να πεί­σουν για κάτι πολύ σπου­δαίο, κάτι που ενδια­φέ­ρει όλη την πολι­τεία και τις αξί­ες της. Βλέ­που­με τη δοκι­μα­σία ‚την κρί­ση και την κάθαρ­ση των ηθών, των θεσμών, των νόμων της πολι­τεί­ας, την ίδια  τη μορ­φή του πολι­τι­σμού της. Κι ο αγώ­νας αυτός, κι η κρί­ση του στον και­ρό του Αισχύ­λου – του πατέ­ρα του Θεά­τρου- γινό­ταν ολο­φά­νε­ρα χωρίς κανέ­ναν περιο­ρι­σμό. Κι οι διο­ρι­σμέ­νοι κρι­τές είχαν τα αφτιά τους στις φωνές του λαού, που αυτός ο λαός με την επι­δο­κι­μα­σία  ή την απο­δο­κι­μα­σία τους  είχε τον τελευ­ταίο λόγο. Όποιος παρα­κο­λού­θη­σε παρά­στα­ση σε αρχαίο  θέα­τρο δε μπο­ρεί να μην ένιω­σε τη συγκί­νη­ση από το μεγα­λείο της  λαϊ­κής παρου­σί­ας, την επι­ση­μό­τη­τα που ντύ­νε­ται η σεμνό­τη­τά του, την αγαλ­λί­α­ση από έναν γεν­ναίο λόγο επά­νω στη σκη­νή, όταν βλέ­πει πως η αγαλ­λί­α­σή του αυτή τη συμ­με­ρί­ζε­ται όλο το ακροατήριο…

Είναι αυτο­νό­η­το πως το Θέα­τρο, έχο­ντας πρώ­τη και κύρια προ­ϋ­πό­θε­ση τη λαϊ­κή παρου­σία, που βλέ­πει ‚κρί­νει και ελέγ­χει, δεν μπο­ρεί ν’ ανθί­σει παρά μόνο σε κλί­μα δημο­κρα­τι­κό. Όταν σήμε­ρα σ’ ένα μέρος ξεθά­βου­με ένα αρχαίο θέα­τρο, μπο­ρού­με να πού­με με βεβαιό­τη­τα: «Εδώ κάπο­τε έζη­σε λαός με δημο­κρα­τία». Η δημο­κρα­τία και το προ­ϊ­όν αυτό- το Θέα­τρο- πέρα­σε και σ’  άλλες χώρες του κόσμου και μαζί με το πράγ­μα το ίδιο πέρα­σε κι η ονο­μα­σία του και γι ‘ αυτό οι λέξεις: Δημο­κρα­τία, Θέα­τρο, Δρά­μα, Τρα­γω­δία, Κωμω­δία, Χορός , Ορχή­στρα, Σκη­νή και τα παρά­γω­γά τους, πολι­το­γρα­φή­θη­καν από τότε παντού και σημαί­νουν τα ίδια πράγ­μα­τα σ’ όλες τις γλώσ­σες του κόσμου ως σήμε­ρα.  Το Θέα­τρο, η γιορ­τή της Δημο­κρα­τί­ας, γεν­νιέ­ται και πεθαί­νει μαζί της. Κι είναι το βαθ­μό­με­τρο της δημο­κρα­τι­κό­τη­τας κάθε και­ρού και τόπου. Προ­κό­βει η Δημο­κρα­τία , είναι ο Λαός στο ρόλο του, στο ρόλο του δημιουρ­γού, δια­μορ­φώ­νει μόνος του ο ίδιος το πρό­σω­πο του πολι­τι­σμού του; Το Θέα­τρο ανθί­ζει. Καταρ­γεί­ται η Δημο­κρα­τία, κυνη­γιέ­ται, παρα­γκω­νί­ζε­ται ο Λαός; Μαραί­νε­ται, πεθαί­νει το  Θέα­τρο. Στο Μεσαί­ω­να, την πιο μαύ­ρη επο­χή για τη δημο­κρα­τία και το λαό ‚το Θέα­τρο, εξο­στρα­κί­ζε­ται από τη ζωή, οι θεα­τρί­νοι καί­γο­νται στην πυρά σαν μάγοι κι οι νόμοι δεν τους ανα­γνω­ρί­ζουν κανέ­να απ’ τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα κι ο καθέ­νας μπο­ρεί να τους σκο­τώ­σει σαν σκυ­λιά ώσπου με την Ανα­γέν­νη­ση ανα­τέλ­λει για ολά­κε­ρη την ανθρω­πό­τη­τα  μια μεγά­λη επο­χή , όπου το ανθρώ­πι­νο πνεύ­μα παρου­σιά­ζε­ται πάλι φτε­ρω­μέ­νο  και το Θέα­τρο, με κύριο εκπρό­σω­πο του τον Σαίξ­πηρ, ξανα­βρί­σκει  τη συνέ­χειά  του και γίνε­ται ο καθρέ­πτης της κοινωνίας.

Και τώρα ερχό­μα­στε να ρωτή­σου­με : Ποια η σχέ­ση η δική μας των Νεο­ελ­λή­νων με κεί­να τα Θέα­τρα και  τα έργα, δηλα­δή με το πνεύ­μα που τα δημιούρ­γη­σε ; Πόσα Θέα­τρα λει­τουρ­γούν σήμε­ρα στην Ελλά­δα; Στην Αθή­να κάμπο­σα, τα περισ­σό­τε­ρα να χωρούν τρια­κό­σια ως πεντα­κό­σια άτο­μα, κι άλλα ως χίλια, ελά­χι­στα και λίγο περισ­σό­τε­ρα. Κανά – δύο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ‚κάποιο στην Πάτρα, στην Κέρ­κυ­ρα ή το Βόλο. Τίπο­τε μπου­λού­κια ανεκ­δι­ή­γη­τα που αλω­νί­ζουν την ύπαι­θρο – άσε πια το «Άρμα της Θέσπι­δος» — κι όλα να εκπο­ρεύ­ο­νται από  την πρω­τεύ­ου­σα. Τίπο­τε που να δια­γρά­φει αντί­θε­τη πορεία. Η δια­πί­στω­ση είναι πως ο πολύς κόσμος, ακό­μα και της πρω­τεύ­ου­σας –άσε πια του Πει­ραιά  και της υπό­λοι­πης χώρας- οι ελεύ­θε­ροι πολί­τες, αυτοί που ψηφί­ζουν- όταν έχουν απερ­γία τα τανκς- θέα­τρο δεν βλέ­πουν! Ο ελλη­νι­κός λαός ο ίδιος κι όχι με αντι­προ­σώ­πους ‚όσο κι αν το λαχτα­ρά­ει, ούτε έχει ούτε βλέ­πει Θέα­τρο. Η μόνη συμ­με­το­χή του στη θεα­τρι­κή ζωή είναι να πλη­ρώ­νει. Κι όχι μόνο αυτά παρά έχα­σε και το πανη­γύ­ρι του και τη γιορ­τή του, το πρω­το­κύ­τα­ρο του θεάτρου.

Έλλει­ψη θεα­τρι­κής ζωής

Απο­βλέ­πο­ντας στο Θέα­τρο όλης της χώρας κι όχι μόνο στη βιτρί­νας της Αθή­νας, δια­πι­στώ­νου­με πως στον τόπο μας δεν έχου­με θεα­τρι­κή ζωή. Για να το δού­με και σχη­μα­τι­κά ας βάλου­με το νου μας πλάι σε κάθε εκκλη­σία και ποδο­σφαι­ρι­κό γήπε­δο, που τέτοια έχει και το πιο μικρό χωριό ‚να ήταν κι από­να Θέα­τρο, για να μπο­ρού­σε να μαζευό­ταν εκεί ο λαός του χωριού και να ‘βλε­πε πνευ­μα­τι­κό αγώ­να, το θέα­μα που θα του ‘πλα­θε το φρό­νη­μά του και την πολι­τι­κή του συνεί­δη­ση. Αυτό θα’ ταν και θεα­τρι­κή ζωή και δημο­κρα­τία. Τα έργα που παί­ζο­νται στα θέα­τρα της Αθή­νας, τόσο τα ξένα όσο και τα ντό­πια, είναι κατά το πλεί­στον έργα που πιά­νουν θέμα­τα που θυμί­ζουν κου­τσο­μπο­λιά, αρε­στά στη μόδα του και­ρού, κι απο­φεύ­γουν εκεί­νο που δίνει αξία στο πνευ­μα­τι­κό έργο, το καθό­λου. Την κατά­στα­ση αυτή βρή­καν τον τρό­πο να τη δικαιο­λο­γούν οι αρμό­διοι και υπεύ­θυ­νοι με διά­φο­ρους χαρα­κτη­ρι­σμούς, όπως «συμ­βο­λι­κό», «επικό»,»παράλογο»  κλπ. Θέα­τρο, ακό­μα – παρα­δέ­χτη­καν – και τον χαρα­κτη­ρι­σμό ελα­φρό. Τού­τη η αξία: ελα­φρό, έχει πολύ πέρα­ση στον και­ρό μας και θυμί­ζει το λόγο «μικρέ­μπο­ροι στους δρό­μους, μεγα­λο­φτώ­χια στα σπί­τια ». Το μικρο­ε­μπό­ρευ­μα αυτό, το ελα­φρό –ελα­φρό τρα­γού­δι, ελα­φρά μου­σι­κή, ελα­φρό έργο- έχει πάρει θέση ανά­με­σα στο άξιο και ανά­ξιο πολύ τιμη­τι­κή και βρα­βεύ­ε­ται. Όμως όλα αυτά τα ελα­φρά είναι απλού­στα­τα κακή ποί­η­ση και κακή τέχνη. Είναι οι μικρο­α­ξί­ες του και­ρού μας που κυκλο­φο­ρούν ελεύ­θε­ρα. Αυτές σηκώ­νει το κλί­μα και οι πραγ­μα­τι­κές αξί­ες θάβονται…

Οσο κι αν φωνά­ζου­με πως εδώ γεν­νή­θη­κε το  Θέα­τρο, όσο κι αν επι­μέ­νου­με να λεγό­μα­στε τρι­σχι­λιε­τείς όσο κι αν του Αγνώ­στου Στρα­τιώ­τη μας του φορά­με περι­κε­φα­λαία, με τέτοιο πεί­σμα  που πεσμέ­νος ανά­σκε­λα δεν του φεύ­γει απ’το κεφά­λι, μ’ όλα μας αυτά τα καμώ­μα­τα δεί­χνου­με πως δεν έχου­με καμιά σχέ­ση μ’ αυτή την κλη­ρο­νο­μιά. Μάλι­στα ο  φωτι­σμέ­νος, κρε­μα­σμέ­νος ψηλά Παρ­θε­νώ­νας, αλλά ξεκρέ­μα­στος γι’ αυτό, που όσο κι αν οι δημιουρ­γοί του το ‘φτια­ξαν μνη­μείο αθά­να­το, εμείς το κατα­δι­κά­σα­με σε θάνα­το, και τα «ήχος και φως» πιστο­ποιούν ότι ούτε νιώ­θου­με καν τίπο­τα απ’ αυτά, ούτε το  πνεύ­μα τους, ούτε την αξία τους…

Δημο­κρα­τία λέγε­ται το πολί­τευ­μα της σημε­ρι­νής Ελλά­δας, αλλά με τη Δημο­κρα­τία εκεί­νη που ‘φτια­ξε  το Θέα­τρο, έχει τόση σχέ­ση όση έχει το Θέα­τρο της οδού Αγ. Κων­στα­ντί­νου με το Θέα­τρο της Επι­δαύ­ρου ή το Χιλ­τον με τον Παρθενώνα.

Το Θέα­τρο, σύμ­φω­να με το πνεύ­μα  εκεί­νο,  είναι η γιορ­τή του Λαού, όταν ο Λαός είναι στην εξου­σία, όταν η εξου­σία ασκεί­ται από τους ψηφο­φό­ρους κι όχι από τους άρχο­ντες. Τότε το Θέα­τρο είναι ο θρό­νος του. Ο θρό­νος της μεγα­λειό­τη­τας του ελεύ­θε­ρου Λαού. Εκεί παρου­σιά­ζο­νται μπρο­στά του, για να τους κρί­νει, οι νόμοι, οι θεσμοί, η Αρε­τή και  η Κακία, το πνεύ­μα της προ­κο­πής και το  πνεύ­μα της αντί­δρα­σης, το πνεύ­μα το αγω­νι­στι­κό και το πνεύ­μα το  συντη­ρη­τι­κό του κατε­στη­μέ­νου.  Εκεί ο Λαός , καθι­σμέ­νος στο θρό­νο  του, ντυ­μέ­νος το μεγα­λείο  του, παρα­κο­λου­θεί τον αγώ­να ‚κάνει κρί­ση και στε­ρε­ώ­νε­ται και ο ίδιος, καθα­ρί­ζε­ται η συνεί­δη­σή του, το πνεύ­μα του, δια­μορ­φώ­νε­ται η κοι­νή γνώ­μη. Αλλά προ­ϋ­πό­θε­ση είναι η Δημο­κρα­τία. Η Δημο­κρα­τία όχι η νέα ή η παλιά, παρά η Δημο­κρα­τία σκέ­τη, αυτού­σια, γνή­σια και αυτοδύναμη»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο