Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θέοφιλος, αθάνατος λαϊκός ζωγράφος

Αστε­γος, περι­πλα­νώ­με­νος, παρα­μυ­θάς, αν και τραυ­λός. Επαι­ζε ακορ­ντε­όν κι αυτο­σχε­δί­α­ζε κλέ­φτι­κα τρα­γού­δια. Βρώ­μι­κος, ψει­ρια­σμέ­νος. Φου­στα­νε­λο­φο­ρε­μέ­νος και με στο­λί­δια, ολο­χρο­νίς σαν Μεγα­λέ­ξαν­δρος. Καμιά γυναί­κα δεν τον ήθε­λε. Οι μεγά­λοι των φώνα­ζαν αχμά­κη (αφε­λής, κου­τός, βρα­δύ­νους). Τα παι­διά τον πετρο­βο­λού­σαν. Τύπος παρά­ξε­νος, σαλός. Ενας «φτω­χού­λης του θεού», με σπά­νια «προί­κα» στην ψυχή και στο ζερ­βί του χέρι. Ζωγρά­φι­ζε μικρο­μά­γα­ζα και σπι­τι­κά, για λίγη τρο­φή. Ετσι περι­γρά­φουν οι μαρ­τυ­ρί­ες τον — μετά θάνα­το διε­θνώς φημι­σμέ­νο — λαϊ­κό ζωγρά­φο, τον οποίο οι καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι της γενιάς του ’30 θεω­ρού­σαν «πατριάρ­χη τους» ανα­φο­ρι­κά με την ελλη­νι­κή πολι­τι­στι­κή τους «ταυ­τό­τη­τα», Θεό­φι­λο Χατζημιχαήλ.
Περί αυτού και η μελέ­τη της ιστο­ρι­κού της Μεθο­δο­λο­γί­ας της Τέχνης, Αννας Χατζη­γιαν­νά­κη, που κυκλο­φό­ρη­σε η εκδο­τι­κή «Κ. Αδάμ», εικο­νο­γρα­φη­μέ­νη εξαι­ρε­τι­κά και πλου­σιό­τα­τα, ανά­λο­γα με τις εξε­τα­ζό­με­νες περιό­δους του βίου και της ζωγρα­φι­κής, τις γνω­στές από παλαιό­τε­ρους μελε­τη­τές, αλλά και ελά­χι­στα γνω­στές ή θολές πτυ­χές αυτού του δημιουρ­γού — που έγι­νε ο συναρ­πα­στι­κό­τε­ρος «μύθος» της νεο­ελ­λη­νι­κής Λαϊ­κής Τέχνης.

Ο Θεό­φι­λος γεν­νή­θη­κε, μάλ­λον, το 1867. Στα δεκα­πέ­ντε του έφυ­γε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτι­λή­νης για τη Σμύρ­νη (όπου έζη­σε 15–18 χρό­νια). Τρια­ντά­χρο­νος περί­που, πήγε εθε­λο­ντής στον ελλη­νο­τουρ­κι­κό πόλε­μο του 1897. Πρω­τό­το­κος γιος του τσα­γκά­ρη Γαβρι­ήλ Κεφά­λα και της Πηνε­λό­πης, κόρης του Μοσχο­νη­σιώ­τη αγιο­γρά­φου Κων­στα­ντί­νου, που στο επί­θε­τό του είχε το πρό­θε­μα «Χατζή». Ο Θεό­φι­λος , από παι­δά­κι, κλει­νό­ταν στο υπό­γειο του σπι­τιού του και έλε­γε δικά του τρα­γού­δια. Κι από παι­δά­κι «κολ­λη­μέ­νος» δίπλα στον παπ­πού του (όπως ανέ­φε­ρε ο αξέ­χα­στος λαο­γρά­φος Κίτσος Μακρής, ο οποί­ος γνώ­ρι­σε τον Θεό­φι­λο και διέ­σω­σε πολ­λές τοι­χο­γρα­φί­ες και άλλες ζωγρα­φιές του στο Πήλιο και το Βόλο) «μπο­γιά­τι­ζε» συνε­χώς. Παι­δί ακό­μα από το θείο του έμα­θε την τέχνη της τοι­χο­γρα­φί­ας. Κι όπως διη­γιό­ταν ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, ο αγιο­γρά­φος παπ­πούς τα βρά­δια έλε­γε στον εγγο­νό του Θεό­φι­λο ιστο­ρί­ες για τον Μεγα­λέ­ξαν­δρο, τον Εκτο­ρα, τον Ερω­τό­κρι­το. «Πάντα κλει­σμέ­νο στον εαυ­τό του, χωρίς να απο­χτή­σει μήτε φίλους, μήτε εχθρούς», τον θυμό­ταν ο ένας αδελ­φός του. «Ποτές του δε θύμω­νε ούτε βλα­στη­μού­σε. Ούτε πήγαι­νε στην εκκλη­σιά, ούτε μετα­λά­βαι­νε», ο άλλος.

Δεκα­πε­ντά­χρο­νος στις Απο­κριές ντύ­θη­κε σαν ήρω­ας του ’21. Δεν ξανά­βγα­λε ποτέ τη φου­στα­νέ­λα. Το χωριό τον κορόι­δευε κι έτσι έρι­ξε μαύ­ρη πέτρα πίσω του. Πήγε στη Σμύρ­νη. Εμει­νε στο σπι­τι­κό της καλό­ψυ­χης Μυτι­λη­νιάς χήρας Πολυ­ξέ­νης Χιλια­δά και βοη­θού­σε στις δου­λιές. Οταν είχε χρό­νο, έβγα­ζε μερο­κά­μα­το με τη ζωγρα­φι­κή. Σώθη­καν κάποιες «πηγές» για τη ζωγρα­φι­κή του στη Σμύρ­νη, όμως δε σώθη­κε κανέ­νας πίνα­κας ή τοι­χο­γρα­φία του. Θαύ­μα­ζαν τα χρώ­μα­τά του, μα εκεί­νος ποτέ δεν απο­κά­λυ­ψε πώς ακρι­βώς τα έφτια­χνε. Ο ίδιος έφτια­χνε και τις στο­λές, τους θώρα­κες, τα ξίφη, τις ασπί­δες που φορού­σε. Ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης έγρα­φε πως ο Θεό­φι­λος «(…) κάθε 25η Μαρ­τί­ου, ντυ­νό­ταν με φου­στα­νέ­λες και πήγαι­νε στο Βερ­χα­νέ του ελλη­νι­κού προ­ξε­νεί­ου». Ντυ­μέ­νος με αυτά παρί­στα­νε πατριω­τι­κά και ηρω­ι­κά θέμα­τα και μετά, μαζί με το «μπου­λού­κι» του, έβγα­ζε ανα­μνη­στι­κές φωτο­γρα­φί­ες (κάποιες σώθη­καν στη Σμύρνη).

Γύρω στα τριά­ντα του, έφυ­γε απ’ τη Σμύρ­νη. Περι­πλα­νή­θη­κε, μέχρι που έφτα­σε στο Βόλο, όπου κατα­τά­χθη­κε εθε­λο­ντής στον πόλε­μο. Οπως έγρα­φε ο ίδιος, «βρέ­θη­κε στις μάχες του Βελε­στί­νου και του Δομο­κού, μαζί με άλλους αντάρ­τες». Κάποια έργα του αντα­να­κλούν τα βιώ­μα­τά του από τον πόλε­μο. Μετά το τέλος του πολέ­μου έμει­νε στις Μηλιές του Πηλί­ου, κοντά στο Βόλο. Εκεί τον γνώ­ρι­σε ο Κίτσος Μακρής, που επι­σή­μα­νε: «Οταν αντι­πα­ρα­βάλ­λει κανέ­νας φωτο­γρα­φί­ες του Θεό­φι­λου με έργα του, ανα­ρω­τιέ­ται αν ο ζωγρά­φος έπλα­σε τις ζωγρα­φιές ή εκεί­νες τον ζωγρά­φο». Ο Πηλιο­ρεί­της προ­στά­της του Γιάν­νης Κοντός, που του παράγ­γει­λε να φτιά­ξει προ­σω­πο­γρα­φί­ες σε χαρ­τό­νι, συνό­ψι­σε με μια φρά­ση την περί­πτω­ση Θεό­φι­λος : «Αυτός ήταν τρε­λός στο μυα­λό και σοφός στα χέρια».

Ο Θεό­φι­λος ψωμο­ζού­σε ζωγρα­φί­ζο­ντας παρα­γκο­κα­φε­νέ­δες κι άλλα φτω­χο­μά­γα­ζα. Κυρί­ως, όσα που­λού­σαν τρο­φές. Κάμπο­σες αστεί­ες ιστο­ρί­ες σώζο­νται για ζωγρα­φιές του σε μαγα­ζά­κια. Αντλού­με μία από τη μελέ­τη της Α. Χατζη­γιαν­νά­κη. Σ’ ένα φούρ­νο ζωγρά­φι­σε πολ­λά ψωμιά. Ο φούρ­να­ρης αστειεύ­τη­κε ότι έτσι που ζωγρά­φι­σε τα ψωμιά θα πέσουν. «Μόνο τα αλη­θι­νά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγρα­φι­σμέ­να στέ­κο­νται», αντα­πά­ντη­σε ο Θεό­φι­λος . Η υπο­γρά­φου­σα παρα­θέ­τει και μια άλλη ιστο­ρία που της διη­γή­θη­κε ο αλη­σμό­νη­τος Κίτσος Μακρής. Σε ένα γαλα­κτο­πω­λείο ο ιδιο­κτή­της τού ζήτη­σε να ζωγρα­φί­σει στην πρό­σο­ψη του μαγα­ζιού μια αγε­λά­δα. Και για πλη­ρω­μή θα του ‘δινε λίγο γάλα ή για­ούρ­τι. «Πώς θες να ζωγρα­φί­σω τη γελά­δα, λυτή ή δεμέ­νη;», ρώτη­σε ο Θεό­φι­λος τον γαλα­τά. «Ποια η δια­φο­ρά;», από­ρη­σε εκεί­νος. «Αν είναι δεμέ­νη θα πίνω κάμπο­σες μέρες γάλα». Τσι­γκού­νι­κα ο μαγα­ζά­το­ρας, είπε «να είναι λυτή». Ετσι τη ζωγρά­φι­σε. Ομως, την άλλη ή την παράλ­λη μέρα έβρε­ξε πολύ και σβή­στη­κε η ζωγρα­φιά. Ο μαγα­ζά­το­ρας θύμω­σε με τον Θεό­φι­λο που χάθη­κε η ζωγρα­φιά, μα εκεί­νος ατά­ρα­χος απά­ντη­σε: «Δε φταίω εγώ. Εσύ την ήθε­λες λυτή!».

Εξη­ντά­χρο­νος, γερα­σμέ­νος πρό­ω­ρα, γύρι­σε στη Μυτι­λή­νη ο Θεό­φι­λος . Εκεί ανα­κά­λυ­ψε τη δημιουρ­γία του Θεό­φι­λου , τη δικαί­ω­σε, την προ­στά­τε­ψε και την πρό­βα­λε στην Ευρώ­πη ο Τεριάντ (Στρα­τής Ελευ­θε­ριά­δης), που τον έβλε­πε, κρα­τώ­ντας μπα­στού­να, με σαρά­βα­λα τσα­ρού­χια, που σόλια­ζε ο ίδιος, με πετρώ­μα­τα στο σελά­χι του για να φτιά­χνει χρώ­μα­τα, να γυρ­νά «από ταβέρ­να σε ταβέρ­να, από χωριό σε χωριό, παί­ζο­ντας φυσαρ­μό­νι­κα» και «τ’ αλα­φρο­γά­λα­να μάτια του καθρέ­φτι­ζαν θησαυ­ρούς από χρώ­μα­τα ευγε­νι­κά». Από τις 22 του Μάρ­τη του 1934 δεν τον ξανά­δε κανείς. Παρα­μο­νή της 25ης Μάρ­τη τον βρή­καν νεκρό στο σπί­τι του. Δεν ξανα­ντύ­θη­κε ποτέ ήρω­ας του ’21… Ομως, πέρα­σε — πρώ­τι­στος και μέγι­στος — στο Πάν­θε­ον της Νεο­ελ­λη­νι­κής Λαϊ­κής Τέχνης.
Πηγή: Ριζο­σπά­στης / Αρι­στού­λα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο