Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θα μυρίζει γιασεμί

Γρά­φει η Ελπί­δα Πουρ­να­ρά //

Έκλει­νε τα μάτια και χόρευε μονά­χη. Η γει­το­νιά την περ­νού­σε για τρε­λή. «Μα καλά, ποιος βγαί­νει μες στη νύχτα να χορέ­ψει;». Λάτρευε το σκο­τά­δι, ο ήλιος της προ­κα­λού­σε ίλιγ­γο. Κάτω από το φως του φεγ­γα­ριού ονει­ρευό­ταν τον δικό της κόσμο.

elpida35

Ζού­σε σε ένα σπί­τι με κήπο. Έναν κήπο γεμά­το για­σε­μιά. Ειδι­κό­τε­ρα όταν ήταν στην επο­χή τους, μοσχο­βο­λού­σε τρι­γύ­ρω η πλά­ση. Ήταν εθι­σμέ­νη σε αυτά. Όταν δεν την έβλε­πε κανείς, μασου­λού­σε δια­κρι­τι­κά τα άνθη. Αυτό ήταν το μόνο της πάθος. Το μόνο πράγ­μα για το οποίο άφη­νε τον εαυ­τό της να μιλά, ήταν αυτές τις οι τάσεις «λου­λου­δο­φα­γί­ας». Ένα ξημέ­ρω­μα πριν δύο ή τρία καλο­καί­ρια, δε θυμά­μαι αυτή τη στιγ­μή, την είδα κρυ­φά από το παρά­θυ­ρό μου να κόβει μια χού­φτα για­σε­μιά και κλεί­νο­ντας τα μάτια να τρώ­ει τα μισά από αυτά. Τα σπί­τια μας ήταν μεσο­τοι­χία. Με κατά­λα­βε και ήρθε προς το μέρος μου. Μιλή­σα­με για κάτι λιγό­τε­ρο από μισή ώρα και μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε κάποια πράγ­μα­τα για εκεί­νη. Έτσι, στο εξής, ήμουν η μόνη που γνώ­ρι­ζε λίγο καλύ­τε­ρα το κορί­τσι με τα γιασεμιά.

Κάθε βρά­δυ, λοι­πόν, όταν όλοι στη γει­το­νιά κλεί­ναν τα πατζού­ρια και τα φώτα στα παρά­θυ­ρα σβή­ναν, έβγαι­νε στον κήπο. Έπλε­κε τα μαλ­λιά της μια κοτσί­δα και φορού­σε στα μαλ­λιά ένα στε­φά­νι με για­σε­μιά. Όλοι έλε­γαν πως ξαγρυ­πνά για­τί πάσχει από μία σπά­νια ψυχι­κή ασθέ­νεια. Μια ασθέ­νεια που επι­δρά με τέτοιον τρό­πο στον οργα­νι­σμό, που απο­τρέ­πει τον εγκέ­φα­λο από το να ηρε­μή­σει, τον κρα­τά συνε­χώς σε εγρή­γορ­ση. Είχε χρό­νια να κοι­μη­θεί. Έκλει­νε τα μάτια της, καθό­ταν ακί­νη­τη, συγκε­ντρω­νό­ταν στην ανά­σα της, αλλά μάταια. Ήταν σχε­δόν κατα­δι­κα­σμέ­νη σε μία αιώ­νια αγρύπνια.

Την ημέ­ρα κλει­σμέ­νη στο δωμά­τιό της, έγρα­φε με μανία. Κάθε πρωί έπι­νε μία κού­πα τσάι με άρω­μα κανέ­λα. Ο δεύ­τε­ρος εθι­σμός της μετά το για­σε­μί, ήταν η κανέ­λα. Ύστε­ρα κλει­νό­ταν στο δωμά­τιο της για ώρες, γρά­φο­ντας και γεμί­ζο­ντας μου­τζού­ρες κάτι κιτρι­νι­σμέ­να, πολυ­και­ρι­σμέ­να χαρ­τιά. Γέμι­ζε σελί­δες που κάθε βρά­δυ έκαι­γε σε ένα τσί­γκι­νο κου­βά. Μια φορά είχε γλυ­τώ­σει ένα κομ­μά­τι χαρ­τί. Φυσού­σε πολύ και το είχε φέρει ο άνε­μος στο κατώ­φλι μου. Έγρα­φε σε μία περί­ερ­γη γλώσ­σα. Όποιον και να ρώτη­σα δεν ήξε­ρε να μου πει. Προ­σπά­θη­σα να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω κάτι μισό­λο­γα. Μάταια. Θα έλε­γε κανείς πως επί­τη­δες είχε σκί­σει σε εκεί­νο το σημείο το χαρ­τί, για να μη μάθει κανείς το μυστι­κό της. Οποιοσ­δή­πο­τε, στην προ­σπά­θειά του να την κατα­λά­βει, έβρι­σκε μπρο­στά του έναν τοί­χο. Έχτι­ζε οχυ­ρά γύρω της, ήταν κάστρο απόρ­θη­το. Κάθε της κίνη­ση, έτσι καμω­μέ­νη για να κρα­τά μακριά όποιον ήθε­λε να την προσεγγίσει.

Η μόνη της συντρο­φιά πλην των για­σε­μιών, ήταν ένα πικάπ. Ο αγα­πη­μέ­νος της δίσκος ήταν το Dark side of the moon. Είχε μια λατρεία στο φεγ­γά­ρι. Σχε­δόν την υπνώ­τι­ζε. Μπο­ρού­σε να το κοι­τά για ώρες χωρίς να κου­ρά­ζε­ται. Ύστε­ρα έκλει­νε τα μάτια και καθώς το πικάπ γύρι­ζε και μετρού­σε στρο­φές, περι­στρε­φό­ταν γύρω από τον εαυ­τό της. Στα χεί­λη της όσο έπαι­ζε η μου­σι­κή φυτε­μέ­νο διαρ­κώς ένα χαμό­γε­λο. Ένα ελα­φρύ χαμό­γε­λο, ίσα να σπα τη χλω­μή της όψη. Έμοια­ζε να ζει για τις νύχτες με Pink Floyd και γιασεμί.

Ίσως αυτές οι νυχτε­ρι­νές απο­δρά­σεις να ήταν ό,τι την κρα­τού­σε στη ζωή. Η μελαγ­χο­λία στο βλέμ­μα της και η επι­θυ­μία της να απο­μο­νώ­νε­ται τις περισ­σό­τε­ρες ώρες της ημέ­ρας, αυτό μαρ­τυ­ρού­σαν. Το ταξί­δι της στη σελή­νη την όρι­ζε. Ήταν αυτό που έστω και για λίγες ώρες την έκα­νε να ελπί­ζει, να χαμο­γε­λά, να ονει­ρεύ­ε­ται, να ζει.

*Αυτή ήταν η ιστο­ρία του κορι­τσιού που αγα­πού­σε το για­σε­μί και την κανέ­λα, το φως του φεγ­γα­ριού και τη μου­σι­κή των Pink Floyd. Μη ρωτή­σεις τι έγι­νε αυτή η κοπέ­λα. Έχω να την δω 57 νύχτες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο