Γράφει η Ελπίδα Πουρναρά //
Έκλεινε τα μάτια και χόρευε μονάχη. Η γειτονιά την περνούσε για τρελή. «Μα καλά, ποιος βγαίνει μες στη νύχτα να χορέψει;». Λάτρευε το σκοτάδι, ο ήλιος της προκαλούσε ίλιγγο. Κάτω από το φως του φεγγαριού ονειρευόταν τον δικό της κόσμο.
Ζούσε σε ένα σπίτι με κήπο. Έναν κήπο γεμάτο γιασεμιά. Ειδικότερα όταν ήταν στην εποχή τους, μοσχοβολούσε τριγύρω η πλάση. Ήταν εθισμένη σε αυτά. Όταν δεν την έβλεπε κανείς, μασουλούσε διακριτικά τα άνθη. Αυτό ήταν το μόνο της πάθος. Το μόνο πράγμα για το οποίο άφηνε τον εαυτό της να μιλά, ήταν αυτές τις οι τάσεις «λουλουδοφαγίας». Ένα ξημέρωμα πριν δύο ή τρία καλοκαίρια, δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή, την είδα κρυφά από το παράθυρό μου να κόβει μια χούφτα γιασεμιά και κλείνοντας τα μάτια να τρώει τα μισά από αυτά. Τα σπίτια μας ήταν μεσοτοιχία. Με κατάλαβε και ήρθε προς το μέρος μου. Μιλήσαμε για κάτι λιγότερο από μισή ώρα και μου εξομολογήθηκε κάποια πράγματα για εκείνη. Έτσι, στο εξής, ήμουν η μόνη που γνώριζε λίγο καλύτερα το κορίτσι με τα γιασεμιά.
Κάθε βράδυ, λοιπόν, όταν όλοι στη γειτονιά κλείναν τα πατζούρια και τα φώτα στα παράθυρα σβήναν, έβγαινε στον κήπο. Έπλεκε τα μαλλιά της μια κοτσίδα και φορούσε στα μαλλιά ένα στεφάνι με γιασεμιά. Όλοι έλεγαν πως ξαγρυπνά γιατί πάσχει από μία σπάνια ψυχική ασθένεια. Μια ασθένεια που επιδρά με τέτοιον τρόπο στον οργανισμό, που αποτρέπει τον εγκέφαλο από το να ηρεμήσει, τον κρατά συνεχώς σε εγρήγορση. Είχε χρόνια να κοιμηθεί. Έκλεινε τα μάτια της, καθόταν ακίνητη, συγκεντρωνόταν στην ανάσα της, αλλά μάταια. Ήταν σχεδόν καταδικασμένη σε μία αιώνια αγρύπνια.
Την ημέρα κλεισμένη στο δωμάτιό της, έγραφε με μανία. Κάθε πρωί έπινε μία κούπα τσάι με άρωμα κανέλα. Ο δεύτερος εθισμός της μετά το γιασεμί, ήταν η κανέλα. Ύστερα κλεινόταν στο δωμάτιο της για ώρες, γράφοντας και γεμίζοντας μουτζούρες κάτι κιτρινισμένα, πολυκαιρισμένα χαρτιά. Γέμιζε σελίδες που κάθε βράδυ έκαιγε σε ένα τσίγκινο κουβά. Μια φορά είχε γλυτώσει ένα κομμάτι χαρτί. Φυσούσε πολύ και το είχε φέρει ο άνεμος στο κατώφλι μου. Έγραφε σε μία περίεργη γλώσσα. Όποιον και να ρώτησα δεν ήξερε να μου πει. Προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω κάτι μισόλογα. Μάταια. Θα έλεγε κανείς πως επίτηδες είχε σκίσει σε εκείνο το σημείο το χαρτί, για να μη μάθει κανείς το μυστικό της. Οποιοσδήποτε, στην προσπάθειά του να την καταλάβει, έβρισκε μπροστά του έναν τοίχο. Έχτιζε οχυρά γύρω της, ήταν κάστρο απόρθητο. Κάθε της κίνηση, έτσι καμωμένη για να κρατά μακριά όποιον ήθελε να την προσεγγίσει.
Η μόνη της συντροφιά πλην των γιασεμιών, ήταν ένα πικάπ. Ο αγαπημένος της δίσκος ήταν το Dark side of the moon. Είχε μια λατρεία στο φεγγάρι. Σχεδόν την υπνώτιζε. Μπορούσε να το κοιτά για ώρες χωρίς να κουράζεται. Ύστερα έκλεινε τα μάτια και καθώς το πικάπ γύριζε και μετρούσε στροφές, περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της. Στα χείλη της όσο έπαιζε η μουσική φυτεμένο διαρκώς ένα χαμόγελο. Ένα ελαφρύ χαμόγελο, ίσα να σπα τη χλωμή της όψη. Έμοιαζε να ζει για τις νύχτες με Pink Floyd και γιασεμί.
Ίσως αυτές οι νυχτερινές αποδράσεις να ήταν ό,τι την κρατούσε στη ζωή. Η μελαγχολία στο βλέμμα της και η επιθυμία της να απομονώνεται τις περισσότερες ώρες της ημέρας, αυτό μαρτυρούσαν. Το ταξίδι της στη σελήνη την όριζε. Ήταν αυτό που έστω και για λίγες ώρες την έκανε να ελπίζει, να χαμογελά, να ονειρεύεται, να ζει.
*Αυτή ήταν η ιστορία του κοριτσιού που αγαπούσε το γιασεμί και την κανέλα, το φως του φεγγαριού και τη μουσική των Pink Floyd. Μη ρωτήσεις τι έγινε αυτή η κοπέλα. Έχω να την δω 57 νύχτες.