Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Θρηνεί σήμερα ο λαός, έφυγε ο Μίκης που έκανε μουσική το αίμα και τον ιδρώτα του

 Θρη­νεί σήμε­ρα η Ελλά­δα.  Ο άνθρω­πος που συν­δέ­θη­κε με τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας της, ο αστεί­ρευ­τος μου­σι­κο­συν­θέ­της και ακα­τά­βλη­τος αγω­νι­στής, δεν βρί­σκε­ται πια ανά­με­σά μας. Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης «έφυ­γε» σε ηλι­κία 96 ετών για τη συνοι­κία των αγγέ­λων αφή­νο­ντας πίσω του ανε­κτί­μη­τη παρακαταθήκη.

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης έχει γρά­ψει όλων των ειδών μου­σι­κής, από όπε­ρες, συμ­φω­νι­κή μου­σι­κή, μου­σι­κή δωμα­τί­ου, ορα­τό­ρια, μπα­λέ­τα και χορω­δια­κή εκκλη­σια­στι­κή, έως μου­σι­κή για αρχαίο δρά­μα, θέα­τρο, κινη­μα­το­γρά­φο, έντε­χνο λαϊ­κό τρα­γού­δι και μετα­συμ­φω­νι­κά έργα. Το έργο του μπο­ρεί να δια­κρι­θεί σε τρεις κύριες περιό­δους: Στην πρώ­τη περί­ο­δο (1937–1960) συν­θέ­τει έργα συμ­φω­νι­κά και μου­σι­κής δωμα­τί­ου σύμ­φω­να με δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές μορ­φές και σύγ­χρο­νες τ:εχνικές, στη δεύ­τε­ρη περί­ο­δο (1960–1980) επι­χει­ρεί σύζευ­ξη της συμ­φω­νι­κής ορχή­στρας με λαϊ­κά όργα­να και δημιουρ­γεί νέες φόρ­μες με βάση τη φωνή, ενώ από το 1981 επι­στρέ­φει στις συμ­φω­νι­κές μορ­φές και ασχο­λεί­ται με την όπερα.

   Η μελο­ποί­η­ση ποι­η­μά­των έχει θεω­ρη­θεί ως ο «κεντρι­κός πυλώ­νας της δημιουρ­γι­κό­τη­τάς του», όπως έχει πει η ερμη­νεύ­τρια Νένα Βενε­τσά­νου. Εκεί οι ποι­η­τές παρε­λαύ­νουν: Άγγε­λος Σικε­λια­νός, Ανδρέ­ας Κάλ­βος, Γιώρ­γος Σεφέ­ρης, Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Γιάν­νης Ρίτσος, Μανό­λης Ανα­γνω­στά­κης, αλλά και Πάμπλο Νερού­δα, Λόρ­κα, Μπέρ­ναρντ Μπί­αμ. Οι στί­χοι τους γίνο­νται έτσι προ­σι­τοί στο ευρύ κοι­νό, πλαι­σιώ­νο­ντας λαϊ­κά τρα­γού­δια που θέτουν θεμε­λιώ­δεις αξί­ες και στα­θε­ρές στη σύγ­χρο­νη ελλη­νι­κή μου­σι­κή δημιουρ­γία. Ο ίδιος εξάλ­λου, όταν ήταν κρα­τού­με­νος στις φυλα­κές Ωρω­πού, έγρα­φε: «Εν αρχή ήν ο λόγος.…η μεγα­λύ­τε­ρή μου φιλο­δο­ξία είναι να υπη­ρε­τή­σω πιστά τη νεο­ελ­λη­νι­κή κυρί­ως ποί­η­ση. Σε τέτοιο βαθ­μό, ώστε ακού­γο­ντας ένα τρα­γού­δι, να μη μπο­ρείς να φαντα­στείς τη μου­σι­κή σε άλλο κεί­με­νο, ούτε όμως και το ποί­η­μα με δια­φο­ρε­τι­κή μου­σι­κή». Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης ουσια­στι­κά δημιούρ­γη­σε το κίνη­μα της Μελο­ποι­η­μέ­νης Ποί­η­σης, συμ­βάλ­λο­ντας στην ανά­δυ­ση μιας πλειά­δας ποι­η­τών και στην ανα­βάθ­μι­ση του τρα­γου­διού. Συγ­χρό­νως, βοή­θη­σε μια ολό­κλη­ρη γενιά να απο­κτή­σει τον δικό της λόγο.

   Η φήμη του ξεπέ­ρα­σε από νωρίς τα σύνο­ρα της χώρας. Συνέ­θε­σε τον πιο ανα­γνω­ρί­σι­μο, ίσως, ελλη­νι­κό ρυθ­μό διε­θνώς, το συρ­τά­κι από την ται­νία «Αλέ­ξης Ζορ­μπάς» (1964), ενώ τρα­γού­δια του ερμη­νεύ­τη­καν από διά­ση­μους καλ­λι­τέ­χνες, όπως οι Beatles, η Σίρ­λεϊ Μπά­σεϊ και η Εντίθ Πιάφ. Επέν­δυ­σε μου­σι­κά γνω­στές ται­νί­ες, όπως το «Ζ» (1969), που τιμή­θη­κε με το βρα­βείο BAFTA πρω­τό­τυ­πης μου­σι­κής, η «Φαί­δρα» (1962), με τρα­γού­δια σε στί­χους Νίκου Γκά­τσου και «Σέρ­πι­κο» (1973), για τη μου­σι­κή της οποί­ας ήταν υπο­ψή­φιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βρα­βείο διεκ­δί­κη­σε και για τη μου­σι­κή του «Αλέ­ξη Ζορ­μπά» το 1966).

   Παράλ­λη­λα, από πολύ νέος ανέ­πτυ­ξε πλού­σια αντι­στα­σια­κή και πολι­τι­κή δρά­ση, ενώ με ποι­κί­λες παρεμ­βά­σεις, βιβλία και συνε­ντεύ­ξεις παρέ­μει­νε ενερ­γός ως το τέλος της ζωής του.

   Βιογραφικό σημείωμα

   Ο Μιχα­ήλ (Μίκης) Θεο­δω­ρά­κης γεν­νή­θη­κε στη Χίο στις 29 Ιου­λί­ου 1925, από πατέ­ρα Κρη­τι­κό και μητέ­ρα Μικρα­σιά­τισ­σα. Ο πατέ­ρας του ήταν ανώ­τε­ρος δημό­σιος υπάλ­λη­λος, γι’ αυτό πέρα­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια μετα­κι­νού­με­νος σε διά­φο­ρες πόλεις της Ελλά­δας, από τη Μυτι­λή­νη, τη Σύρο και την Αθή­να έως τα Ιωάν­νι­να, το Αργο­στό­λι, την Πάτρα, τον Πύρ­γο και την Τρί­πο­λη. Τα πρώ­τα του μου­σι­κά ακού­σμα­τα ήταν οι ψαλ­μω­δί­ες της ορθό­δο­ξης εκκλη­σί­ας, στις οποί­ες έπαιρ­νε μέρος σαν ψάλτης.

   Τη διε­τία 1937–1939 πήρε τα πρώ­τα μαθή­μα­τα βιο­λιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούρ­γη­σε τα πρώ­τα του τρα­γού­δια, συν­θέ­σεις οι οποί­ες βασί­στη­καν σε στί­χους των Σολω­μού, Παλα­μά, Δρο­σί­νη και Βαλα­ω­ρί­τη, τους οποί­ους έβρι­σκε άλλο­τε στα σχο­λι­κά βιβλία και άλλο­τε στη βιβλιο­θή­κη του σπι­τιού του. Στην Τρί­πο­λη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώ­τη του συναυ­λία παρου­σιά­ζο­ντας το έργο του «Κασ­σια­νή» και παίρ­νει μέρος στην αντί­στα­ση κατά των κατα­κτη­τών. Στη μεγά­λη δια­δή­λω­ση της 25ης Μαρ­τί­ου 1943 συλ­λαμ­βά­νε­ται για πρώ­τη φορά από τους Ιτα­λούς και βασανίζεται.

Δια­φεύ­γει στην Αθή­να, όπου το 1943 ξεκι­νά­ει μου­σι­κές σπου­δές στο Ωδείο Αθη­νών και γνω­ρί­ζε­ται με την έντε­χνη ευρω­παϊ­κή μου­σι­κή. Ως εκεί­νη την επο­χή, έχει επη­ρε­α­στεί από τη βυζα­ντι­νή μου­σι­κή, έχει σχη­μα­τί­σει χορω­δία και έχει συν­θέ­σει τρα­γού­δια και κομ­μά­τια για βιο­λί και πιά­νο. Παράλ­λη­λα ανα­πτύσ­σει αντι­στα­σια­κή δρά­ση. Εντάσ­σε­ται στην ΕΠΟΝ και το 1944 γίνε­ται γραμ­μα­τέ­ας εκπο­λι­τι­σμού. Τον ίδιο χρό­νο εντάσ­σε­ται στον εφε­δρι­κό ΕΛΑΣ Αθη­νών και λαμ­βά­νει μέρος σε μάχες κατά των Γερ­μα­νών και των Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας, καθώς και στα Δεκεμ­βρια­νά. Λόγω των προ­ο­δευ­τι­κών του ιδε­ών, κατα­διώ­κε­ται από τις αστυ­νο­μι­κές αρχές. Για ένα διά­στη­μα ζει παρά­νο­μος στην Αθή­να χωρίς να στα­μα­τή­σει την επα­να­στα­τι­κή του δρά­ση. Το 1947 εξο­ρί­ζε­ται στην Ικα­ρία και ένα χρό­νο αργό­τε­ρα μετα­φέ­ρε­ται στη Μακρό­νη­σο, από την οποία απο­λύ­ε­ται τον Αύγου­στο του 1949.

   Εξαι­τί­ας της πολι­τι­κής του δρά­σης και των διώ­ξε­ων που υπέ­στη καθυ­στέ­ρη­σε να πάρει το δίπλω­μά του από το Ωδείο στην αρμο­νία, την αντί­στι­ξη και τη φού­γκα, γεγο­νός που συνέ­βη το 1950. Από το 1954 μέχρι το 1957, σπού­δα­σε στο Παρί­σι με υπο­τρο­φία και συνέ­γρα­ψε τις τρεις μου­σι­κές μπα­λέ­του «Αντι­γό­νη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποί­ες γνώ­ρι­σαν επι­τυ­χία στη γαλ­λι­κή πρω­τεύ­ου­σα και στο Λον­δί­νο, ενώ την ίδια περί­ο­δο συνέ­θε­σε και το έργο «Οιδί­πους Τύραν­νος». Το 1957 λαμ­βά­νει το χρυ­σό μετάλ­λιο στο Φεστι­βάλ της Μόσχας για την «Πρώ­τη Συμ­φω­νία για πιά­νο και ορχήστρα».

   Το 1960 επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα. Ήδη από το Παρί­σι είχε πάρει τις μεγά­λες μου­σι­κές απο­φά­σεις του. Δια­φω­νώ­ντας ριζι­κά με τις νέες τάσεις και φορ­τω­μέ­νος συναι­σθη­μα­τι­σμό, λυρι­σμό και παρά­δο­ση, συνέ­θε­σε το 1958 τον «Επι­τά­φιο», σε στί­χους Γιάν­νη Ρίτσου, έργο που έμελ­λε να επη­ρε­ά­σει σοβα­ρά την εξέ­λι­ξη της ελλη­νι­κής λαϊ­κής μουσικής.

   Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώ­το μεγά­λο έργο του με χορω­δία, το οποίο ο συν­θέ­της ονο­μά­ζει «λαϊ­κό ορα­τό­ριο — μετα­συμ­φω­νι­κό», χαρα­κτη­ρι­σμός που δηλώ­νει «όχι τόσο την χρο­νι­κή από­στα­ση όσο την ποιο­τι­κή δια­φο­ρά ανά­με­σα στη δυτι­κή και την νεο­ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή τέχνη». Έμπνευ­σή του είναι η ποί­η­ση του Ελύ­τη, αλλά και το δημο­τι­κό τρα­γού­δι, ενώ πολ­λά είναι τα νεω­τε­ρι­στι­κά στοι­χεία που πλαι­σιώ­νουν το έργο, όπως η ταυ­τό­χρο­νη παρου­σία αφε­νός του αφη­γη­τή-ψάλ­τη και του λαϊ­κού τρα­γου­δι­στή και αφε­τέ­ρου της κλα­σι­κής και της λαϊ­κής ορχήστρας.

   Το 1963 ιδρύ­ει μαζί με τον Μάνο Χατζι­δά­κι τη Μικρή Συμ­φω­νι­κή Ορχή­στρα Αθη­νών και δίνει πολ­λές συναυ­λί­ες σ’ όλη την Ελλά­δα προ­σπα­θώ­ντας να εξοι­κειώ­σει τον κόσμο με τα αρι­στουρ­γή­μα­τα της συμ­φω­νι­κής μου­σι­κής. Στο μετα­ξύ, συνε­χί­ζει την πολι­τι­κή του δρά­ση. Γίνε­ται ιδρυ­τι­κό μέλος της Δημο­κρα­τι­κής Νεο­λαί­ας Λαμπρά­κη, της οποί­ας διε­τέ­λε­σε και πρό­ε­δρος (1964–67), ενώ το 1963 συλ­λαμ­βά­νε­ται επει­δή έλα­βε μέρος στην 1η Μαρα­θώ­νια Πορεία Ειρή­νης και ενώ ήταν ήδη γνω­στός ως συν­θέ­της και μάλι­στα με μεγά­λη δημοτικότητα.

   Το 1964 εκλέ­γε­ται για πρώ­τη φορά βου­λευ­τής της ΕΔΑ στη Β’ εκλο­γι­κή περι­φέ­ρεια Πει­ραιά και, ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, μέλος της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής του ίδιου κόμ­μα­τος. Το 1967, η δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών απα­γο­ρεύ­ει την εκτέ­λε­ση, την πώλη­ση και την ακρό­α­ση των τρα­γου­διών του. Την ίδια χρο­νιά (1967) γίνε­ται ιδρυ­τι­κό μέλος της αντι­στα­σια­κής οργά­νω­σης «Πατριω­τι­κό Αντι­δι­κτα­το­ρι­κό Μέτω­πο» (ΠΑΜ) και λόγω της δρά­σης του συλ­λαμ­βά­νε­ται τον Αύγου­στο του 1967. Ακο­λου­θεί η φυλά­κι­σή του στην οδό Μπου­μπου­λί­νας, η απο­μό­νω­ση, οι φυλα­κές Αβέ­ρωφ, η μεγά­λη απερ­γία πεί­νας, το νοσο­κο­μείο, η απο­φυ­λά­κι­ση και ο κατ’ οίκον περιο­ρι­σμός, η εκτό­πι­ση με την οικο­γέ­νειά του στη Ζάτου­να Αρκα­δί­ας και, τέλος, το στρα­τό­πε­δο Ωρω­πού. Όλο αυτό το διά­στη­μα συν­θέ­τει συνε­χώς, ενώ πολ­λά από τα έργα του κατορ­θώ­νει με διά­φο­ρους τρό­πους να τα στέλ­νει στο εξω­τε­ρι­κό, όπου ερμη­νεύ­ο­νται από τη Μαρία Φαρα­ντού­ρη και τη Μελί­να Μερκούρη.

   Στον Ωρω­πό η κατά­στα­ση της υγεί­ας του επι­δει­νώ­νε­ται επι­κίν­δυ­να. Στο εξω­τε­ρι­κό ξεση­κώ­νε­ται θύελ­λα δια­μαρ­τυ­ριών. Προ­σω­πι­κό­τη­τες, όπως οι Ντμί­τρι Σοστα­κό­βιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολι­βιέ και Ιβ Μοντάν, δημιουρ­γούν επι­τρο­πές για την απε­λευ­θέ­ρω­σή του. Τελι­κά, το 1970, υπό τις πιέ­σεις αυτές και με τη μεσο­λά­βη­ση του Γάλ­λου πολι­τι­κού και συγ­γρα­φέα Ζαν Ζακ Σρε­βάν Σρε­μπέρ, η δικτα­το­ρία τον αφή­νει να φύγει στο Παρίσι.

   Το ίδιο έτος γίνε­ται πρό­ε­δρος του ΠΑΜ και μέλος του Πολι­τι­κού Γρα­φεί­ου του ΚΚΕ­εσ. Από την απε­λευ­θέ­ρω­σή του και μέχρι την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας τον Αύγου­στο του 1974, δίνει συναυ­λί­ες σε όλο τον κόσμο προ­πα­γαν­δί­ζο­ντας την αντί­στα­ση του ελλη­νι­κού λαού και ζητώ­ντας την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας. Ταυ­τό­χρο­να, στην Ελλά­δα τα τρα­γού­δια του ακού­γο­νται παρά­νο­μα και γίνε­ται σύμ­βο­λο αντίστασης.

   Το 1972 ιδρύ­ει την πολι­τι­κή κίνη­ση «Νέα Ελλη­νι­κή Αρι­στε­ρά» και γίνε­ται συνι­δρυ­τής του Εθνι­κού Συμ­βου­λί­ου Αντί­στα­σης. Το 1974 ήταν υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής Β΄ Πει­ραιά με την «Ενω­μέ­νη Αρι­στε­ρά». Το 1975 επα­νε­ξε­λέ­γη μέλος της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμ­με­τεί­χε στις δημο­τι­κές εκλο­γές ως υπο­ψή­φιος δήμαρ­χος Αθη­ναί­ων υπο­στη­ρι­ζό­με­νος από το ΚΚΕ. Έναν χρό­νο αργό­τε­ρα έγι­νε ιδρυ­τι­κό μέλος της Κίνη­σης για την Ενό­τη­τα της Αρι­στε­ράς (ΚΕΑ).

Μου­σι­κά, στο διά­στη­μα 1967 έως 1980 στρέ­φε­ται ιδιαί­τε­ρα στη σύν­θε­ση κύκλων τρα­γου­διών, συν­θέ­το­ντας 22 κύκλους, ανά­με­σά τους και τα «Τρα­γού­δια του αγώ­να», «Ο ήλιος και ο χρό­νος», «Μυθι­στό­ρη­μα», «Αρκα­δί­ες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπα­λά­ντες» και άλλα. Αξιο­μνη­μό­νευ­τη είναι η σύν­θε­ση του Canto General, ένα παγκο­σμί­ως αγα­πη­μέ­νο έργο βασι­σμέ­νο στο ποί­η­μα του Πάμπλο Νερού­ντα. Το έργο άρχι­σε να συντί­θε­ται στο Παρί­σι το 1972, όπου πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε στο φεστι­βάλ της Humanité τον Σεπτέμ­βριο του ’74, ενώ στην Ελλά­δα ακού­στη­κε για πρώ­τη φορά στις μεγά­λες συναυ­λί­ες που έγι­ναν στο Στά­διο Καραϊ­σκά­κη και στο Γήπε­δο του Πανα­θη­ναϊ­κού τον Αύγου­στο του 1975.

   Το 1981 εξε­λέ­γη βου­λευ­τής Β΄ Πει­ραιά με το ψηφο­δέλ­τιο του ΚΚΕ και το 1985 βου­λευ­τής Επι­κρα­τεί­ας πάλι με το ΚΚΕ. Το 1987 υπήρ­ξε ιδρυ­τι­κό μέλος της Ελλη­νο­τουρ­κι­κής Επι­τρο­πής Φιλί­ας. Το 1989 γίνε­ται, μαζί με τον σκη­νο­θέ­τη Θεό­δω­ρο Αγγε­λό­που­λο, ιδρυ­τι­κό μέλος της Ευρω­παϊ­κής Ακα­δη­μί­ας Κινη­μα­το­γρά­φου, η οποία απο­νέ­μει τα βρα­βεία «Φελίξ». Στις 16 Οκτω­βρί­ου 1989 συμπε­ρι­λή­φθη­κε στο ψηφο­δέλ­τιο Επι­κρα­τεί­ας της Νέας Δημο­κρα­τί­ας. Εξε­λέ­γη στις εκλο­γές της 5ης Νοεμ­βρί­ου και επα­νε­ξε­λέ­γη στις εκλο­γές του Απρι­λί­ου του 1990. Και στις δύο περι­πτώ­σεις κατέ­θε­σε δήλω­ση ανε­ξαρ­τή­του βου­λευ­τή, συνερ­γα­ζό­με­νου με τη ΝΔ. Όπως είχε δηλώ­σει στον Τύπο, στρα­τεύ­τη­κε με τη ΝΔ «η οποία είναι η ισχυ­ρή έπαλ­ξη που μπο­ρεί να βγά­λει τον τόπο από τα εθνι­κά αδιέ­ξο­δα στα οποία οδη­γή­θη­κε από την οκτά­χρο­νη πολι­τι­κή του ΠΑΣΟΚ». Από τις 29 Νοεμ­βρί­ου 1989, έως τις εκλο­γές της 8ης Απρι­λί­ου 1990 υπήρ­ξε ανε­ξάρ­τη­τος βου­λευ­τής συνερ­γα­ζό­με­νος με τη Νέα Δημοκρατία.

   Τον Απρί­λιο του 1990 ανέ­λα­βε για πρώ­τη φορά κυβερ­νη­τι­κό αξί­ω­μα ως υπουρ­γός Άνευ Χαρ­το­φυ­λα­κί­ου στην κυβέρ­νη­ση του Κων­στα­ντί­νου Μητσο­τά­κη, μέχρι τον Αύγου­στο του 1991, οπό­τε ανέ­λα­βε υπουρ­γός Επι­κρα­τεί­ας. Στις 30 Μαρ­τί­ου 1992, παραι­τή­θη­κε από το αξί­ω­μα του υπουρ­γού για να αφο­σιω­θεί, όπως ανέ­φε­ρε, στο συν­θε­τι­κό του έργο. Ταυ­τό­χρο­να, δήλω­σε υπο­στή­ρι­ξη στην κυβέρ­νη­ση Μητσο­τά­κη και συμ­με­το­χή στις εργα­σί­ες της Βου­λής ως ανε­ξάρ­τη­τος βου­λευ­τής συνερ­γα­ζό­με­νος με τη ΝΔ.

   Στις αρχές Σεπτεμ­βρί­ου του 1992 υπέ­βα­λε την παραί­τη­σή του από την Ευρω­παϊ­κή Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου, επει­δή δέχθη­κε στο δια­γω­νι­στι­κό της τμή­μα ται­νία προ­ερ­χό­με­νη από τη δημο­κρα­τία των Σκο­πί­ων, ως προ­ερ­χό­με­νη από τη «Δημο­κρα­τία της Μακε­δο­νί­ας». Το 1992 συνέ­θε­σε τον ύμνο των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων της Βαρ­κε­λώ­νης και την ίδια χρο­νιά, στις 12 Οκτω­βρί­ου, κατέ­θε­σε δήλω­ση ανε­ξαρ­τη­σί­ας στο προ­ε­δρείο της Βου­λής, τερ­μα­τί­ζο­ντας τη συνερ­γα­σία του με την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομά­δα της ΝΔ, δηλώ­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να ότι στη­ρί­ζει την πολι­τι­κή της κυβέρ­νη­σης Μητσο­τά­κη. Στις 9 Μαρ­τί­ου 1993 παραι­τή­θη­κε από βου­λευ­τής και ανέ­λα­βε γενι­κός διευ­θυ­ντής των μου­σι­κών προ­γραμ­μά­των της ΕΡΤ.

   Στις 16 Ιου­νί­ου 1994 παραι­τή­θη­κε από τη θέση του γενι­κού διευ­θυ­ντή των μου­σι­κών συνό­λων της ΕΡΤ, καταγ­γέλ­λο­ντας την κυβέρ­νη­ση του Α. Παπαν­δρέ­ου και τη γενι­κή διεύ­θυν­ση της ΕΡΤ για προ­σπά­θεια θανά­τω­σης του οργα­νι­σμού δια της μεθό­δου της ασφυ­ξί­ας. Η παραί­τη­σή του έγι­νε δεκτή από το ΔΣ της ΕΡΤ στις 5 Οκτω­βρί­ου. Τον Ιού­νιο του 1996, ορί­στη­κε μέλος του Εθνι­κού Συμ­βου­λί­ου Του­ρι­σμού που συστά­θη­κε από την υπουρ­γό Ανά­πτυ­ξης Βάσω Παπανδρέου.

   Την 1η Δεκεμ­βρί­ου του 2010 ανα­κοί­νω­σε την ίδρυ­ση Κίνη­σης Ανε­ξάρ­τη­των Πολι­τών με το όνο­μα «Σπί­θα» ενά­ντια στο καθε­στώς του «Μνη­μο­νί­ου», με στό­χο τη συμ­με­το­χή του κάθε ανε­ξάρ­τη­του πολί­τη για την έξο­δο της χώρας από τη βαθιά κρί­ση, στην οποία την υπο­χρέ­ω­σαν η διε­θνής κρί­ση του καπι­τα­λι­σμού και οι εξαρ­τη­μέ­νοι από διε­θνή κέντρα εξέ­χο­ντες πολι­τι­κοί και οικο­νο­μι­κοί κύκλοι. Την 1η Φεβρουα­ρί­ου 2012 μαζί με τον Μανώ­λη Γλέ­ζο και τον καθη­γη­τή Συνταγ­μα­τι­κού Δικαί­ου Γιώρ­γο Κασι­μά­τη παρου­σί­α­σαν την πολι­τι­κή κίνη­ση «ΕΛΑΔΑ» (Ενιαία Λαϊ­κή Δημο­κρα­τι­κή Αντί­στα­ση) με σκο­πό τη συγκρό­τη­ση ενός μεγά­λου αντι­μνη­μο­νια­κού μετώπου.

 Στις 19 Σεπτεμ­βρί­ου του 2013 ανα­κοί­νω­σε την «απο­στρα­τεία» του από την πολι­τι­κή ζωή της χώρας, χωρίς ωστό­σο να στα­μα­τή­σει τις παρεμ­βά­σεις ως το τέλος, όπως όταν τον Μάιο του 2017, μαζί με άλλους ανθρώ­πους του πνεύ­μα­τος, καλού­σε τον κόσμο να κατέ­βει στο Σύνταγ­μα για να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί «ενά­ντια στο πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κό και κατα­στρο­φι­κό 4ο μνημόνιο».

Τέλος, δυο σημα­ντι­κά μου­σι­κά γεγο­νό­τα σημά­δε­ψαν το 2017 όσον αφο­ρά τον σπου­δαίο συν­θέ­τη: Η συναυ­λία που έδω­σε στις 24 Μαΐ­ου 2017 στο Ντί­σελ­ντορφ της Γερ­μα­νί­ας η ιστο­ρι­κή ορχή­στρα της πόλης, παί­ζο­ντας τρία συμ­φω­νι­κά έργα του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη (2η και 3η Συμ­φω­νία και το «Οιδί­πους Τύραν­νος») υπό τη διεύ­θυν­ση του Baldur Brönnimann, καθώς και η παρά­στα­ση — αφιέ­ρω­μα «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ» στο Καλ­λι­μάρ­μα­ρο στις 19 Ιου­νί­ου. Για πρώ­τη φορά 1.000 χορω­δοί από 30 πόλεις της Ελλά­δας σχη­μά­τι­σαν μία πελώ­ρια χορω­δία, η οποία με τη συνο­δεία Συμ­φω­νι­κής Μαντο­λι­νά­τας απέ­δω­σαν μερι­κά από τα αρι­στουρ­γή­μα­τα του μεγά­λου δημιουργού.

   Βραβεία και διακρίσεις

   Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης έχει τιμη­θεί με πολ­λά βρα­βεία και δια­κρί­σεις, όπως το βρα­βείο ειρή­νης «Λένιν» της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης (1983), το παρά­ση­μο του Ταξιάρ­χη του Τάγ­μα­τος του Φοί­νι­κος που του απο­νε­μή­θη­κε στις 24 Ιου­λί­ου 1995 από τον πρό­ε­δρο της Δημο­κρα­τί­ας Κωστή Στε­φα­νό­που­λο , καθώς και το παρά­ση­μο του αξιω­μα­τι­κού της Λεγε­ώ­νας της Τιμής, ανώ­τα­τη διά­κρι­ση της Γαλ­λι­κής Δημο­κρα­τί­ας (Μάρ­τιος 1996). Στις 27 Μαΐ­ου 1996 το Πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών τον ανα­γό­ρευ­σε «ομο­θύ­μως» επί­τι­μο διδά­κτο­ρα του Τμή­μα­τος Μου­σι­κών Σπου­δών και τον Μάρ­τιο του 2000 ανα­γο­ρεύ­τη­κε επί­τι­μος διδά­κτο­ρας του Τμή­μα­τος Μου­σι­κών Σπου­δών στο Αρι­στο­τέ­λειο Πανε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης (ΑΠΘ). Τον Ιού­λιο του 2002 τιμή­θη­κε με το γερ­μα­νι­κό μου­σι­κό βρα­βείο «Έριχ Κόρν­γκολντ» και τον Μάιο του 2005 με το διε­θνές βρα­βείο μου­σι­κής για το 2005 από το Διε­θνές Συμ­βού­λιο Μου­σι­κής και την UNESCO. Επί­σης, τον Μάρ­τιο του 2007 τιμή­θη­κε με τον Ταξιάρ­χη της Λεγε­ώ­νας της Τιμής της Γαλ­λι­κής Δημο­κρα­τί­ας, ενώ τον Μάιο του 2013 η Ολο­μέ­λεια της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών τον εξέ­λε­ξε επί­τι­μο μέλος της και τον Δεκέμ­βριο του ίδιου έτους έγι­νε η επί­ση­μη τελε­τή υπο­δο­χής του.

   Βιβλία

   Πλού­σιο είναι και το συγ­γρα­φι­κό έργο του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη. Μετα­ξύ άλλων έγρα­ψε τα βιβλία «Το χρέ­ος» (δύο τόμοι), εκδ. Τετρά­δια της Δημο­κρα­τί­ας 1970–1971, «Μου­σι­κή για τις μάζες», εκδ. Ολκός, 1972, «Στοι­χεία για μια νέα πολι­τι­κή», «Δημο­κρα­τι­κή και συγκε­ντρω­τι­κή αρι­στε­ρά», εκδ. Παπα­ζή­ση, 1976, «Οι μνη­στή­ρες της Πηνε­λό­πης», εκδ. Παπα­ζή­σης, 1976, «Περί Τέχνης», 1976, εκδ. Παπα­ζή­ση, «Η αλλα­γή. Προ­βλή­μα­τα ενό­τη­τας της Αρι­στε­ράς», 1978, «Μαχό­με­νη Κουλ­τού­ρα», 1982, «Για την ελλη­νι­κή μου­σι­κή», 1983 (το 1986 επα­νεκ­δό­θη­κε από τις εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη), «Ανα­το­μία της σύγ­χρο­νης μου­σι­κής», εκδ. Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 1983, «Star Sυstem», εκδ. Κάκτος, 1984, «Οι δρό­μοι του αρχάγ­γε­λου» (αυτο­βιο­γρα­φία σε πέντε τόμους), εκδ. Κέδρος, 1986–1995, «Ζητεί­ται Αρι­στε­ρά», εκδ. Σιδέ­ρη, 1989, «Αντι­μα­νι­φέ­στο», εκδ. Γνώ­σεις, «Πού πάμε;», εκδ. Γνώ­σεις, 1989, «Ανα­το­μία της Μου­σι­κής», εκδ. Αλφειός, 1990, «Να μαγευ­τώ και να μεθύ­σω», 2000, εκδ. Λιβά­νη, «Το μανι­φέ­στο των Λαμπρά­κη­δων», εκδ. Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, 2003, η τρι­λο­γία «Πού να βρω την ψυχή μου…», 2003, εκδ. Λιβά­νη, με απο­σπά­σμα­τα από συνε­ντεύ­ξεις, άρθρα και ομι­λί­ες του της τελευ­ταί­ας δεκα­ε­τί­ας, «Μάνου Χατζη­δά­κι εγκώ­μιον», 2004, εκδ. Ιανός, «Σπί­θα για μια Ελλά­δα ανε­ξάρ­τη­τη και δυνα­τή», εκδ. Ιανός, 2011, «Διά­λο­γοι στο λυκό­φως-90 συνε­ντεύ­ξεις», εκδ. Ιανός, 2016, και «Μονό­λο­γοι στο λυκαυ­γές», εκδ. Ιανός, 2017.

Επί­σης, συνέ­γρα­ψε πολ­λούς κύκλους ποι­η­μά­των που μελο­ποί­η­σε ο ίδιος, μετα­ξύ των οποί­ων και «Το τρα­γού­δι του νεκρού αδελ­φού», «Ο Ήλιος και ο Χρό­νος», «Αρκα­δία Ι», «Αρκα­δία VI» και «Αρκα­δία X» και το «Τρα­γού­δι της γης» από τη συμ­φω­νία Νο 2. Έχει επί­σης δημο­σιεύ­σει πολ­λά έργα στα Γαλλικά.

Το προ­σω­πι­κό αρχείο του παρα­χω­ρή­θη­κε από τον ίδιο στη Μου­σι­κή Βιβλιο­θή­κη Λίλιαν Βου­δού­ρη και είναι προ­σβά­σι­μο στους ενδια­φε­ρό­με­νους μελετητές.

 

ΠΗΓΕΣ: Αρχείο βιο­γρα­φιών ΑΠΕ-ΜΠΕ, Μου­σι­κή Βιβλιο­θή­κη Λίλιαν Βου­δού­ρη, Κίνη­ση Ανε­ξάρ­τη­των Πολι­τών κ.α.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο