Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Στο παρόν άρθρο θα περάσουμε στο δεύτερο και το τρίτο μέρος του βιβλίου του Αποστόλη Χαρίση, Θρησκεία και Πολιτική στην Ελλάδα (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»), παρ’ όλο που θέματα από το πρώτο μέρος, όπως Δυτική Ευρώπη και Βυζάντιο, τουρκοκρατία, Ορθοδοξία και νεοελληνικός Διαφωτισμός θα άξιζαν να σταθούμε περισσότερο. Ωστόσο, το καλύτερο είναι να αποκτήσει κανείς το βιβλίο, γιατί ούτως ή άλλως μια παρουσίαση δεν μπορεί παρά να μένει πολύ πίσω από το ίδιο το έργο. Η γνώση που προσφέρει το βιβλίο του Α. Χαρίση, είναι πολύτιμη και ακόμα και αναγκαία, θα λέγαμε, για τον κάθε Έλληνα.
Φόβος, αγάπη, εξομολόγηση, παρηγοριά…
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο Λουδοβίκο Φόυερμπαχ «…όποιος παρηγορεί το δούλο, αντί να τον ξεσηκώνει ενάντια στη δουλεία, αυτός βοηθάει τους δουλοκτήτες». Αληθινές κουβέντες κι ας φαίνονται σκληρές. Είναι, όμως, η πραγματικότητα, την οποία πρέπει ο κάθε δούλος να αλλάξει. Γι’ αυτό ο Βάρναλης δεν μένει στο να κατηγορεί την παρηγοριά, αλλά κάνει μια αγωνιστική, ανατρεπτική πρόταση από την οποία παραθέσαμε ήδη μία φράση στο πρώτο μέρος:
«Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολονούς.
Καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Διότι αλλιώς…βοηθάμε τον κάθε δουλοκτήτη. Δηλαδή, η παρηγοριά είναι αντιδραστική; Πάντως, οι νέες κοινωνικές σχέσεις στην ιστορία έχουν δημιουργηθεί είτε με συμβιβασμούς ανάμεσα στη φεουδαρχία και τους νεόπλουτους εμπόρους-καπιταλιστές για παράδειγμα, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις επαναστατικά-καταστροφικά για τα κατάλοιπα του Μεσαίωνα περνώντας σε μια νέα εποχή. Το βιβλίο του Χαρίση δίνει παραδείγματα στις σελίδες 71/72. Το πέρασμα στις σοσιαλιστικές σχέσεις δεν προμηνύει παρά μόνο τον επαναστατικό δρόμο, μέχρι τώρα. Όλα τα σημάδια παραπέμπουν σε σύγκρουση. Κατά πόσο το θρησκευτικό ανάχωμα ενάντια στην κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση θα μπορέσει να παίξει τον παμπάλαιο ανασταλτικό ρόλο του, μένει να το δούμε με την προχωρημένη α‑θρησκεία και την απομάκρυνση από εκκλησιαστικές λειτουργίες σε πολλές αναπτυγμένες χώρες. Όπου πιάσει, το σύστημα προσπαθεί να ριζοσπαστικοποιήσει θρησκευτικά τους αδικημένους, όπως ζούμε σήμερα παραδείγματα με το Ισλάμ. Αν δεν μπορεί να διοχετεύσει την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση με «σκέτη» θρησκεία, «κοινωνικοποιεί» τη θρησκεία, όπως είδαμε με την λεγόμενη προοδευτική χριστιανική σκέψη στη «Δύση», με τον προτεσταντισμό στη Δυτική Ευρώπη (οι «κόκκινοι πάστορες» που έτρεχαν στις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ) , αλλά και στις ΗΠΑ (με Μάρτιν Λούθερ Κινγκ πχ) και στις ρωμαιοκαθολικές χώρες της Λατινικής Αμερικής με τη λεγόμενη «θεολογία της απελευθέρωσης». Ακόμα και στη Ρωσία παλαιότερα (με τον Τολστόι) είχε αναπτυχθεί αυτό που ονομάστηκε προοδευτική χριστιανική σκέψη. Όλα αυτά κάτω από την πίεση μιας προοδευτικής ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων στρωμάτων του λαού. Στον αντιαποικιοκρατικό αγώνα έχουν παρατηρηθεί μορφές θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης (πχ στην Ινδία με τον Γκάντι) ή ακόμα και μορφές «ισλαμικού σοσιαλισμού» σε αραβικές χώρες. Στην Ελλάδα δεν παρουσιάστηκε σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά, εκτός από κάποιους μεμονωμένους θεολόγους. Για τις αιτίες δείτε τις σελίδες 89 κοκ του βιβλίου του Αποστόλη Χαρίση που στο κεφάλαιο για την θρησκευτική ψυχολογία (σελ. 97 κοκ) πραγματεύεται το θέμα της θρησκευτικής προσωπικότητας η οποία βασικά είναι ο άνθρωπος «πάσχων». Στον «πάσχοντα» η εκκλησία καλλιεργεί «αρετές» σαν την υπομονή (λέξη που ακούγεται το τελευταίο διάστημα κατά κόρον στην Ελλάδα), το «καρτέρι», την παθητική ελπίδα, την αποδοχή του φιλανθρωπικού σιτισμού με ευχαριστίες στην εκκλησία και τον θεό. Η καταπίεση εσωτερικεύεται και γίνεται όπλο αντι-επαναστατικό προσφέροντας κάθε λογής διαφυγής από την ιστορική ευθύνη των καταπιεσμένων να αναπτύξουν ανατρεπτική ενέργεια. Στο κεφάλαιο για τη θρησκευτική ψυχολογία ο συγγραφέας μπαίνει και σε πτυχές της θρησκευτικής ιδεολογίας της ορθοδοξίας προσφέροντας στον αναγνώστη εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σελίδες.
Ο θεός επιστρέφει;
Το ένα κεφάλαιο είναι πιο ενδιαφέρον από τα’ άλλο. Έτσι, το τρίτο μέρος του βιβλίου μπαίνει στις σημερινές καταστάσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 του περασμένου αιώνα μιλώντας για τη λεγόμενη «επιστροφή του θεού». Δηλαδή για τις θρησκευτικές αναβιώσεις, το φονταμενταλισμό και τον εθνικισμό. Εδώ μπαίνει και το θέμα του ψευδοδιαχωρισμού Ανατολής-Δύσης και την ορθοδοξία, το ακανθώδες ζήτημα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος στην Ελλάδα με την ιστορία της αστικής εκκοσμίκευσης. Στα κεφάλαια για την ελληνορθόδοξη πολιτική ιδεολογία, τις κοινωνικές τάξεις και το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα ακολουθούν σαν τελευταίο, αλλά σίγουρα όχι τελευταίο σε σημασία, τα κεφάλαια για το μαρξισμό, σοσιαλισμό, τον επιστημονικό αθεϊσμό και θρησκεία, τη στάση του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη θρησκεία και την εκκλησία: τη λαϊκομετωπική πολιτική και την πολιτική ορθοδοξία στην Ελλάδα σήμερα. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε βέβαια το 2001, αλλά τελικά…δεν άλλαξαν πολλά και σίγουρα όχι ριζικά!
Οι θρησκευτικές «αναβιώσεις»
Γιατί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έχουμε αναβιώσεις της θρησκείας; Η αναβίωση ή η υποχώρηση της θρησκείας ακολουθεί την καθοδική ή ανοδική πορεία της οικονομικής συγκυρίας. Στη λεγόμενη «κοινωνία της ευημερίας» που άρχισε να παρουσιάζει ένα πρώτο «ράγισμα» στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η θρησκεία είχε γίνει πιο κοινωνική/πολιτική, μια τάση που συναντήθηκε με το λεγόμενο «ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» και έτσι μπορούσε τότε να παρατηρηθεί από τη μία μια ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης μέσα από τη θρησκεία και από την άλλη μια «κοινωνικοποίηση» της θρησκείας και της εκκλησίας σαν κοινωνούντα δοχεία. Με τη βαθμιαία κάθοδο της οικονομίας, της κοινωνικής βάσης δηλαδή, η θρησκεία πάλι «επιστρέφει στο θεό»: «Η Επιστροφή του θεού είναι ο τίτλος ενός διάσημου βιβλίου του Gilles Keppel, που αναφέρεται στο φαινόμενο της ενίσχυσης της θρησκείας σήμερα στον κόσμο και της αυξανόμενης επίδρασης στην πολιτική. Το φαινόμενο αυτό της «θρησκευτικής αναβίωσης» ξεκινά περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και συνοδεύει την εκδήλωση της βαθιάς διεθνούς οικονομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος που σηματοδότησε το τέλος των ουτοπικών προσδοκιών για την επ’ άπειρον παράταση της «κοινωνίας της ευημερίας» των δυτικών κοινωνιών. Είχαν προηγηθεί τριάντα περίπου χρόνια διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης και ανόδου του βιοτικού επιπέδου, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τουλάχιστον, τα οποία συνοδεύονταν από ενίσχυση των αστικοδημοκρατικών θεσμών σε αυτές τις χώρες, την έντονη ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών και της διεθνούς τους επιρροής, την ολοκλήρωση, στα βασικά της σημεία, της αντιαποικιοκρατικής πάλης των εξαρτημένων χωρών, που οδήγησαν στην εμφάνιση δεκάδων νεοαπελευθερωμένων ανεξάρτητων κρατών. Η κορύφωση αυτής της περιόδου ήλθε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 – αρχές του 1970. Η σχετική ισορροπία στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ ιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών χωρών και η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική άμιλλα-ανταγωνισμός ανάμεσά τους διαμόρφωνε το γενικό πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής κατάστασης και συντελούσε στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στις αναπτυσσόμενες. Σε αυτές τις συνθήκες, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις με σαφή αντιδημοκρατική κατεύθυνση έδειχναν σταδιακά να υποχωρούν, ενώ ανέβαινε διαρκώς ο ρόλος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των αστικορεφορμιστικών φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων.
Η γενική αυτή κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάσταση επηρέαζε καθοριστικά και την ιδεολογική και πνευματική ζωή και πάλη» (σελ. 172, Α. Χαρίση).
Οι θρησκευτικές και εκκλησιαστικές οργανώσεις δεν μπορούσαν παρά να προσαρμοστούν σε αυτή την εξέλιξη, στο κάλεσμα της εποχής αυτής προκειμένου να μη χάσουν σημαντικό μέρος του ποίμνιού τους: “O επίσημος «ιδεολογικοποιημένος» χριστιανισμός και «νεοευσεβισμός» ήταν μια απόπειρα απάντησης στην υπαρκτή και εκδηλωμένη στους κόλπους της εκκλησίας απαίτηση για εκδημοκρατισμό, στροφή στον εργαζόμενο άνθρωπο και τα προβλήματά του, για πρακτική συνεισφορά της εκκλησίας και των θρησκευτικών οργανώσεων στη βελτίωση της κοινωνίας, στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου, στην καταπολέμηση των κοινωνικών προβλημάτων, της φτώχειας και της πείνας στις αναπτυσσόμενες χώρες, του πολέμου, του φασισμού κλπ. Ουσιαστικά, αυτή η στροφή στην κοινωνική συνείδηση (και στη θρησκευτική), καθώς και η συνεπακόλουθη αλλαγή τακτικής των θρησκευτικών οργανώσεων (ιδιαίτερα στην περίπτωση της καθολικής εκκλησίας, που διατήρησε σε πολλές περιπτώσεις αγαστές σχέσεις συνεργασίας με τον ιταλικό και δευτερευόντως με το γερμανικό φασισμό, ενώ οι διανοούμενοί της έπαιρναν δραστήρια μέρος στην ιδεολογική πάλη του ψυχρού πολέμου, από την πλευρά, εννοείται, του «ελεύθερου κόσμου»), οφειλόταν στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης-εκβιομηχάνισης και στη γενική βελτίωση του διεθνή συσχετισμού ισχύος υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού και των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων» (στο ίδιο, σελ. 173/174).
Γνώση απαραίτητη
Πιστεύουμε ότι η μακριά παράθεση άξιζε. Άλλωστε, το βιβλίο είναι ένας πειρασμός, από τον οποίο σου έρχεται να παραθέτεις. Πχ. και το θέμα των λεγόμενων αναβιώσεων θρησκευτικότητας στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που κατά κόρον έχει τονιστεί από τα μέσα αντι-κομμουνιστικής προπαγάνδας, δεν έγινε καθόλου στο βαθμό που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε. Συνιστούμε λοιπόν να πάρετε το βιβλίο και μαζί μ’ αυτό τη νέα έκδοση της ‘Σύγχρονης Εποχής’ Σοσιαλισμός και Θρησκεία, κείμενα του Λένιν για να καταλάβουμε καλύτερα τις βασικές θέσεις του επιστημονικού αθεϊσμού, καθώς και την πολυδιαστρεβλωμένη στάση του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη θρησκεία και την εκκλησία.
Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ