Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Θυμάσαι… ιστορίες μνήμης”

Γρά­φει η Μαριάν­θη Αλει­φε­ρο­πού­λου Χαλ­βα­τζή //

Την συγ­γρα­φέα τη γνώ­ρι­σα μέσα από το βιβλίο της και προ­σω­πι­κά σήμε­ρα μόλις σήμε­ρα. Αισθά­νο­μαι όμως μεγά­λη οικειό­τη­τα, σα να έχου­με ζήσει μαζί, πολ­λά από τα δρώ­με­να του βιβλίου.

Δεν θα προ­σεγ­γί­σω το βιβλίο σαν ειδι­κός, επει­δή δεν είμαι. Θα το προ­σεγ­γί­σω σαν ανα­γνώ­στρια με τις δικές μου κοι­νω­νι­κές-ιδε­ο­λο­γι­κές, από­ψεις, εμπει­ρί­ες και ιδιό­τη­τες. Αυτές που μέτρη­σαν στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση είναι της ώρι­μης γυναί­κας, μάνας και πρό­σφα­τα για­γιάς και ενερ­γό μέλος του ριζο­σπα­στι­κού γυναι­κεί­ου κινή­μα­τος της Ομο­σπον­δί­ας Γυναι­κών Ελλά­δας και άλλων κοι­νω­νι­κών κινη­μά­των που στο­χεύ­ουν στον εξαν­θρω­πι­σμό της κοι­νω­νί­ας και του ανθρώπου.

Το βιβλίο ξεκι­νά­ει με το επί­γραμ­μα ” Το θάνα­το δεν τον φέρ­νει το γήρας, αλλά η λήθη” του Cabriel Carcia Marquez.

Δεν θα μπο­ρού­σα, λοι­πόν, αγα­πη­τοί φίλοι να μιλή­σω για το βιβλίο που παρου­σιά­ζου­με, του οποί­ου τα βασι­κά πρό­σω­πα είναι γυναί­κες, αγω­νί­στριες της ζωής, που ανα­φέ­ρε­ται και στους αγώ­νες του λαού μας στο EAM, στην EΠΟΝ, στις φυλα­κές κλπ, αν δεν το συν­δέ­σω με τη σημε­ρι­νή ημέ­ρα. 8 του Μάρ­τη. Ημέ­ρα της εργα­ζό­με­νης γυναί­κας. Ημέ­ρα μνή­μης και δέσμευ­σης ότι δεν θα ξεχά­σου­με, ότι θα συνε­χί­σου­με τον αγώ­να τους. Μπο­ρεί το ιστο­ρι­κό να είναι γνω­στό στους περισ­σό­τε­ρους, όμως νομί­ζω ότι έχου­με χρέ­ος να ανα­φερ­θού­με έστω και με λίγα λόγια. Θα ξεκι­νή­σω από αυτό.

Σαν σήμε­ρα στις 8/ Μάρ­τη το 1857 οι εργά­τριες στα υφα­ντουρ­γεία και στα ραφτά­δι­κα της Ν Υόρ­κης, που δού­λευαν απο την παι­δι­κή ή εφη­βι­κή ηλι­κία, κάτω από απάν­θρω­πες συν­θή­κες κατέ­βη­καν σε απερ­γία και πορεί­ες. Ζητού­σαν να μειω­θούν οι ώρες εργα­σί­ας από 16 σε 10. Ζητού­σαν ακό­μα εξί­σω­ση μισθών με τους άνδρες. Ήξε­ραν πολύ καλά τους κιν­δύ­νους, όχι μόνο ότι μπο­ρεί να χάσουν τη δου­λειά τους, αλλά και τη ζωή τους. Η εργο­δο­σία κινη­το­ποί­η­σε τους μπρά­βους της, έκα­νε απο­λύ­σεις, αλλά εκεί­νες συνέ­χι­ζαν τον αγώ­να. Οι εργά­τριες χτυ­πή­θη­καν άγρια απο την αστυ­νο­μία. Η απερ­γία τους βάφτη­κε με το αίμα τους. Η μέρα αυτή ήταν σταθ­μός για τη συμ­με­το­χή των γυναι­κών στο εργα­τι­κό, συν­δι­κα­λι­στι­κό και γενι­κό­τε­ρα στο ανερ­χό­με­νο λαϊ­κό κίνη­μα των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών Αμε­ρι­κής και οχι μόνο. 

Οι αγώ­νες συνε­χί­στη­καν στην Αμε­ρι­κή, στην Αγγλία, αργό­τε­ρα και στην Ελλά­δα. Το 1892 έχου­με τις πρώ­τες κινη­το­ποι­ή­σεις των γυναι­κών στο υφα­ντουρ­γείο Ρετσί­να του Πει­ραιά. Το 1924 στις καπνερ­γά­τριες, όπου σκο­τώ­νε­ται η Μαρία Χου­σιά­δου στην Καβά­λα, το 1926 δολο­φο­νεί­ται η Βασι­λι­κή Γεωρ­γα­τζέ­λη, μάνα δύο παι­διών και έγκυος στο Αγρί­νιο, το 1927 η καπνερ­γά­τρια Κων­στα­ντέ­λη, το 1936 η Ανα­στα­σία Καρα­νι­κό­λα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Και έρχε­ται ο πόλε­μος, η κατο­χή, ο Δεκέμ­βρης του 44, που κατα­γρά­φτη­καν στη μνή­μη και στο βιβλίο της συγ­γρα­φέ­ως και δεν υπάρ­χει τέλος, μέχρι σήμερα.

Το 1910 στη Β Συν­διά­σκε­ψη των Σοσια­λι­στριών γυναι­κών στην Κοπεγ­χά­γη, η επα­να­στά­τρια Κλά­ρα Τσέτ­κιν, πρό­τει­νε και έγι­νε δεκτό, η ημέ­ρα της απερ­γί­ας στη Ν Υόρ­κη, η 8/ Μάρ­τη, να καθιε­ρω­θεί ως Παγκό­σμια Ημέ­ρα της Γυναί­κας. Τότε στο ανερ­χό­με­νο φεμι­νι­στι­κό κίνη­μα, που έβλε­πε σαν υπεύ­θυ­νο της ανι­σο­τι­μί­ας και της κατα­πί­ε­σης της γυναί­κας, άρα και σαν αντί­πα­λο τον άντρα, μπή­κε για πρώ­τη φορά η άπο­ψη ότι η ανι­σο­τι­μία και η κατα­πί­ε­ση των γυναι­κών δεν οφεί­λε­ται στους άνδρες, αλλά στην εκμε­τάλ­λευ­ση της εργα­σί­ας, στο ίδιο το εκμε­ταλ­λευ­τι­κό σύστη­μα. Από τότε στο ριζο­σπα­στι­κό γυναι­κείο κίνη­μα οι άνδρες δεν θεω­ρού­νται αντί­πα­λοι, αλλά συνα­γω­νι­στές, στο αγώ­να για την ισο­τι­μία της γυναί­κας και την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο. Αυτό έδω­σε μεγά­λη ώθη­ση στο γυναι­κείο κίνη­μα και γενι­κό­τε­ρα έως τις μέρες μας. 

Σήμε­ρα μέσα από την ΟΓΕ και τους συλ­λό­γους της εξα­κο­λου­θού­με να παλεύ­ου­με για τη χει­ρα­φέ­τη­ση και ισο­τι­μία των γυναι­κών, αφού η διπλή εκμε­τάλ­λευ­ση και η κατα­πί­ε­ση εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν, καθώς δεν εξα­λεί­φθη­καν οι αιτί­ες που τις γεν­νούν. Ανα­δει­κνύ­ου­με και αντι­πα­λεύ­ου­με τις σύγ­χρο­νες μορ­φές ανι­σο­τι­μί­ας, της εκμε­τάλ­λευ­σης και κατα­πί­ε­σης στη δου­λειά, στη μητρό­τη­τα, στις σπου­δές, στην οικο­γέ­νεια. Τις νεο­φαι­μι­νι­στι­κές από­ψεις, που καλ­λιερ­γού­νται και πολ­λές θεσμο­θε­τού­νται στη ΕΕ, τις αντι­δρα­στι­κές θεω­ρί­ες για το κοι­νω­νι­κό φύλο που διδά­σκο­νται και στα πανε­πι­στή­μια. Σήμε­ρα διεκ­δι­κού­με τις σύγ­χρο­νες ανά­γκες των γυναι­κών, των νέων κορι­τσιών των λαϊ­κών στρω­μά­των, στη μόρ­φω­ση, στη μητρό­τη­τα με τον κοι­νω­νι­κό της χαρα­χτή­ρα, στη δου­λειά, στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο. Παράλ­λη­λα προ­σπα­θού­με να ανα­δεί­ξου­με τις ρίζες, τις πραγ­μα­τι­κές αιτί­ες της ανι­σο­τι­μί­ας, που βρί­σκο­νται στο εκμε­ταλ­λευ­τι­κό σύστη­μα και μαζί με το ταξι­κό κίνη­μα να τις αντιπαλέψουμε. 

Και έρχο­μαι πιο συγκε­κρι­μέ­να στο βιβλίο.

Αν προ­σπα­θή­σω να συμπυ­κνώ­σω τι μου ‘δωσε αυτό το βιβλίο, θα έλε­γα δύο πράγ­μα­τα. Το ένα, βαθιά συγκί­νη­ση και συναι­σθή­μα­τα, που σχε­τί­ζο­νται με τη μάνα, συδαύ­λι­σε και τις δικές μου αντί­στοι­χες ανα­μνή­σεις. Το άλλο, ζωντά­νε­ψε εικό­νες, παρα­δό­σεις, γεγο­νό­τα, από την Αθή­να και το χωριό. Μέσα από τη ζωή της μάνας ξετυ­λί­γε­ται ολό­κλη­ρος ο προη­γού­με­νος αιώνας. 

Το βιβλίο αν και έχει προ­σω­πι­κό χαρα­κτή­ρα, ακό­μα και προ­σω­πι­κές φωτο­γρα­φί­ες, κατα­φέρ­νει να κάνει τον ανα­γνώ­στη κοι­νω­νό, δημιουρ­γώ­ντας τα δικά του αντί­στοι­χα συναι­σθή­μα­τα, πιστεύω για­τί προ­σεγ­γί­ζει τις κοι­νές τους ρίζες.

Δια­βά­ζο­ντάς το, πολ­λές φορές ταυ­τί­στη­κα με την κόρη και στο πρό­σω­πο της μάνας είδα τη δική μου μάνα. Βρή­κα δικά μου και δικά της λόγια, στά­σεις, εκφρά­σεις, στοι­χεία του χαρα­κτή­ρα της.

Δεν είναι σύμ­πτω­ση. Είναι η ικα­νό­τη­τα του βιβλί­ου να εκφρά­ζει τις βαθύ­τε­ρες κοι­νές ανά­γκες μας. Να συγκι­νεί, να κινη­το­ποιεί τη μνή­μη πάνω σε καί­ριες βασι­κές βιο­λο­γι­κές και υπαρ­ξια­κές ανά­γκες σχέ­σε­ων, στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση, μάνας και κόρης.

Μια τέτοια ανά­γκη πισεύω είναι, η ώρι­μη γυναί­κα, όταν πια η ζωή μετρά­ει χρο­νι­κά αντί­στρο­φα, να ανα­ζη­τά­ει περισ­σό­τε­ρο τη μάνα της και μέσα απο αυτή να προ­σεγ­γί­ζει τη μητρό­τη­τα, την ίδια τη ζωή. 

Δεν θέλω να παρε­ξη­γη­θώ. Δεν υπο­τι­μώ, δεν υπο­βαθ­μί­ζω ούτε εγώ ούτε το ριζο­σπα­στι­κό γυναι­κείο κίνη­μα που υπη­ρε­τώ, ούτε το βιβλίο για το οποίο μιλά­με τον πατέ­ρα και το ρόλο του. Είναι ο σύντρο­φος, ο άλλος ανα­γκαί­ος πόλος, χωρίς αυτόν δεν θα υπήρ­χε ούτε η μητρό­τη­τα, ούτε η οικο­γέ­νεια, ούτε η ζωή. Είναι νόμος της φύσης και θέλω να ελπί­ζω ότι δεν θα τον αλλά­ξει στην κοι­νω­νία η ματαιο­δο­ξία του ανθρώ­που, ούτε οι αντι­δρα­στι­κές αντι­λή­ψεις που προανέφερα. 

Η φυσιο­γνω­μία του πατέ­ρα ανα­δύ­ε­ται αρκε­τές φορές στη μνή­μη της συγ­γρα­φέ­ως και σημα­το­δο­τεί το δικό του ρόλο μέσα στην οικο­γέ­νεια. Η μάνα, όμως, ενσω­μα­τώ­νει τη μητρό­τη­τα. Κου­βα­λά­ει τη δύνα­μη της αντο­χής, της συγ­χώ­ρε­σης, της θυσί­ας, της υπέρ­βα­σης του εαυ­τού της για τα παι­διά της. Γι αυτό νομί­ζω με συγκί­νη­σε τόσο πολύ το κομ­μά­τι που ανα­φέ­ρε­ται στις ενο­χές, θα ‘λεγα, της κόρης, της κάθε κόρης, στην ώρι­μη ηλι­κία απέ­να­ντι στη μάνα της. Η ανά­γκη της βαθιάς συγνώ­μης για ότι δεν της δώσα­με όταν έπρε­πε, αυτό που και εκεί­νη είχε ανάγκη.

Αχ μάνα, όποια μάνα σ’ όλη τη γη. Όταν η καρ­διά σου είχε σφι­χτεί, όταν η έκφρα­σή σου έκρυ­βε τον πόνο που σου προ­κα­λέ­σα­με, έκρυ­βε τις δικές σου ανά­γκες! Όταν το μάτι της νιό­της μας δεν έβλε­πε το δικό σου πόνο. Τον κατά­πι­νες, χαμο­γε­λού­σες και το ξεπερ­νού­σες. Δια­βά­ζω δυο σει­ρές: « Δεν μας βάζεις τις φωνές .…. Δεν παρα­πο­νιέ­σαι. Έπρε­πε να έρθω στα χρό­νια σου για να κατα­λά­βω εκεί­νο το πικρό παρά­πο­νο που θα είχε σκιά­σει την καρ­διά σου. Όλα τα μαθαί­νου­με με άργη­τα. Και πως να τα διορ­θώ­σεις…»

Δυνα­τές και οι στιγ­μές του χωρι­σμού. Όταν η ζωή μας τρά­βα­γε σε άλλες χώρες, σε άλλες πόλεις, μακριά σας. « Χρό­νια τώρα, εμείς με τις βαλί­τσες έτοι­μοι για φευ­γιό και συ στο κεφα­λό­σκα­λο κρα­τώ­ντας τον αγια­σμό στο χέρι, βρέ­χεις τα δάχτυ­λά σου και τα περ­νάς στο μέτω­πό μας ένα χάδι. Μας στέλ­νεις στο καλό και κρα­τάς την πίκρα σου για σένα.» θυμά­μαι και εγώ εκεί­νη την έκφρα­ση του απο­χω­ρι­σμού στο πρό­σω­πο της μάνας μου. Ζητάω Μάνα συγ­γνώ­μη για όσες φορές σε πίκρα­να, όσες δεν σου φίλη­σα το χέρι, όσες δεν διέ­σχι­σα απο­στά­σεις να ρθώ κοντά σου όταν η ψυχή σου με ζητούσε.

Επι­τρέψ­τε μου να σας πω και μια δική μου ανά­μνη­ση, που μού ‘ρθε στο μυα­λό δια­βά­ζο­ντας αυτό το κομ­μά­τι.. Στο Αγρο­τι­κό ιατρείο σε ένα χωριό του Ταύ­γε­του, που ήταν για μένα μεγά­λη σχο­λή ιατρι­κής και κοι­νω­νιο­λο­γί­ας, μια για­γιά όταν πήγα στο σπί­τι της να την δω, στη δεκα­ε­τία του 70, κάποια στιγ­μή μου ΄πια­σε το χέρι και μου είπε.…

—- Πόσες μέρες θα μας πάρει γιά­τρισ­σά μου να πάμε με το άλο­γο στη Γερ­μα­νία; Θα πεθά­νω και δε θα προ­λά­βω να ιδώ το γιό μου. Εκεί­νος δεν μπο­ρεί να ρθεί. Δε μπο­ρώ να κατα­φέ­ρω το γέρο μου να πάμε. Πες μου.… 

Τα μάτια της είχαν βουρ­κώ­σει. Μάνα του μετα­νά­στη όπου κι αν είσαι, υποκλίνομαι.

Μια άλλη ανά­μνη­ση της συγ­γρα­φέ­ως, που αισθά­νο­μαι την ανά­γκη να επι­ση­μά­νω, πολύ περισ­σό­τε­ρο για­τί σχε­τί­ζε­ται με την σημε­ρι­νή ημέ­ρα, είναι αυτή, που δεν άφη­σαν τη μάνα της να γίνει δάσκά­λα. Θυμά­μαι και τη δική μου μάνα και τόσες άλλες που εκεί­να τα χρό­νια είχαν την τύχη να μη τις εμπο­δί­ζει, του­λά­χι­στον, η φτώ­χεια. Τις εμπό­δι­σαν όμως οι συντη­ρη­τι­κές αντι­λή­ψεις για τα κορί­τσια, για το ρόλο της γυναί­κας. Που θα πάνε μόνες, τι θα πει η κοι­νω­νία; Δεν είναι αυτά για τις γυναίκες. 

Και τα όνει­ρα σας, γυναί­κες, έμει­ναν ανι­κα­νο­ποί­η­τα, όχι όμως χαμέ­να. Για­τί το πεί­σμα και οι αγώ­νες σας, έδω­σαν στη δική μας γενιά την δυνα­τό­τη­τα να μπο­ρού­με να τα ικα­νο­ποι­ή­σου­με. Για­τί μέχρι τα βαθιά γερά­μα­τά σας έμει­νε ζωντα­νή και αγέ­ρα­στη η δίψα σας για γνώ­ση. Αυτή είναι η μοί­ρα των ονεί­ρων, πολ­λά να μένουν ανι­κα­νο­ποί­η­τα. Αν όλα ικα­νο­ποιού­νταν, αγα­πη­τοί φίλοι, θα πεθαί­να­με εκεί­νη την στιγ­μή. Αυτό μας δίνει δύνα­μη και κου­ρά­γιο να συνε­χί­σου­με να ζού­με, να παλεύουμε.

Ένα άλλο σημείο του βιβλί­ου που με συγκί­νη­σε, που και σε αυτό είδα τη δική μου μάνα (το ίδιο πιστεύω και πολ­λοί απο εσας που το δια­βά­σα­τε ή θα το δια­βά­σε­τε ) είναι τού­το. « Η καρ­διά σου παρά­θυ­ρο ανοι­χτό όπως και η πόρ­τα του σπι­τιού μας και το χαμο­γε­λο σου φιλό­ξε­νο, ανυ­πό­κρι­το για όλους και το τρα­πέ­ζι στρωμένο.……»

Μάνα αφέ­ντρα και υπη­ρέ­τρια του σπι­τιού. Δεν σε θυμά­μαι να κοι­μά­σαι, δε σε θυμά­μαι να κάθε­σαι. Ακό­μα και στο τρα­πέ­ζι καθη­με­ρι­νές και γιορ­τε­ρές ποτέ δεν ήσου­να καθι­σμέ­νη. Πηγαι­νο­ερ­χό­σου­να να φέρεις ό,τι έλλει­πε. Πότε στην κου­ζί­να πότε στην αυλή, πότε στα χωρά­φια, πότε στους δρό­μους. Κάποιες από σας και στις φυλα­κές, στις εξο­ρί­ες, στα αποσπάσματα.

Όλες οι σχέ­σεις και τα συναι­σθή­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται στο βιβλίο δένο­νται με τη ζωή της μάνας, της για­γιάς, αλλά και του πατέ­ρα και μέσα από αυτές με την ιστο­ρία της γενιάς τους.

Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον έχουν και οι σελί­δες που ανα­φέ­ρο­νται σε μνή­μες και εικό­νες της κατο­χής. Της Μεγά­λης Πέμ­πτης με την εισβο­λή των Γερ­μα­νών στην Αθή­να, στην πεί­να, η φρι­κτή εικό­να του νεκρο­τα­φεί­ου στον αυλό­γυ­ρο του Αγ Παντε­λε­ή­μο­να, στις επι­σκέ­ψεις στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ, με τη συγκλο­νι­στι­κή εικό­να της φυλα­κι­σμέ­νης θεί­ας και για­γιάς στο παρά­θυ­ρο πίσω από τα κάγκε­λα, στο Δεκέμ­βρη του 44, στις μάχες στην Αθή­να, στην επί­σκε­ψη και ανα­ζή­τη­ση του αντάρ­τη Ναπο­λέ­ο­ντα, στη Μεση Ανα­το­λή, στον εμφύ­λιο, στα στρα­το­δι­κεία, στη δρα­κο­γε­νιά εκεί­νων των χρόνων.

Παράλ­λη­λα με αυτά υπάρ­χουν και όμορ­φες περι­γρα­φές του κέντρου της Αθή­νας, στην Ομό­νοια το “εστια­τό­ριον Ελλάς”, τα προ­σφυ­γι­κά στην Αλε­ξάν­δρας και του τότε χωριού στο Μαρ­κό­που­λο στο σπί­τι της για­γιάς. Οικο­γε­νεια­κές και κοι­νω­νι­κές εκδηλώσεις. 

Δια­βά­ζο­ντας το βιβλίο ο ανα­γνώ­στης και αυτή είναι η ομορ­φιά του, φέρ­νει και τις δικές του εικό­νες, κάνει κρί­σεις και συγκρί­σεις στη ζωή.

Εμέ­να με συγκί­νη­σαν ιδιαί­τε­ρα και οι περι­γρα­φές του χωριού, καθώς και γω μεγά­λω­σα σε χωριό, παι­δί παρα­δο­σια­κής αγρο­τι­κής οικο­γέ­νειας. Οι δικές μου παι­δι­κές και νεα­νι­κές μνή­μες ανα­κα­τεύ­τη­καν, συγ­χω­νεύ­τη­καν με αρκε­τές του βιβλί­ου. Τα άλο­γα αυτά τα περή­φα­να, δου­λευ­τά­ρι­κα και πάντα όρθια ζώα, που ήταν στοι­χείο, για να μην πω, μέλη της οικογένειας.

Πέρα απο τα παι­χνί­δια, τις βόλ­τες, μου μένει το χλι­μί­ντρι­σμα, το μαγκα­νο­πή­γα­δο, ο ιδρώ­τας τους στη δου­λειά, το ήσυ­χο βλέμ­μα το βρά­δυ στο παχνί και το δάκρυ του Κοτσό­ρου μας μπρο­στά στα παι­δι­κά μας μάτια, καθώς τον χαϊ­δεύ­α­με όταν γέρος ξεψυ­χού­σε ξαπλω­μέ­νος στην πίσω αυλή του σπι­τιού μας.

Αχνές και οι δικές μου παι­δι­κές μνή­μες με τις γυναί­κες στη “ρού­γα” το από­βρα­δο, τη μόνη στιγ­μή που ήταν καθι­σμέ­νες, να συζη­τά­νε τα προ­βλή­μα­τά τους , το κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι του χωριού με τόσο απλά λόγια, που κάποιοι τα ονο­μά­ζουν, κατά τη γνώ­μη μου, υπο­τι­μη­τι­κά κου­τσο­μπο­λιό. Ήταν όμως επι­κοι­νω­νία, κοι­νω­νι­κή ανά­γκη, που νομί­ζω ότι χρειά­ζε­ται βαθύ­τε­ρη ανά­λυ­ση, στο πνεύ­μα που την προ­σεγ­γί­ζει και η συγγραφέας. 

Η συγ­γρα­φέ­ας δεν ξεχνά­ει και την προ­σφο­ρά της τέχνης. 

Οι μνή­μες ξεκι­νά­νε με το Εικο­νο­στά­σι των Ανώ­νυ­μων Αγί­ων του Ρίτσου. Δυνα­τός και συμ­βο­λι­κός τίτλος που αντα­να­κλά και στο βιβλίο. Κλεί­νουν με τη συναυ­λία στο θέα­τρο Καλου­τά, “Το τρα­γού­δι του νεκρού Αδελ­φού” και το γενι­κό­τε­ρο κλί­μα τρο­μο­κρα­τί­ας το 1960 — 61 στην Αθή­να και μετά το 1993 στο Ηρώ­δειο με το “Αξιον Εστί”.

Αγα­πη­τοί φίλοι, εικό­νες, σχέ­σεις, ιστο­ρί­ες παρά­δο­σης, αγώ­νων ενός αιώ­να που έφυ­γε, αλλά δεν πρέ­πει να λησμο­νη­θούν , να σβή­σουν. Αυτή είναι η προ­σφο­ρά του βιβλίου.

Γρά­φου­με για να μην πεθά­νου­με ή για να μην αφή­σου­με να πεθά­νουν όσους και ό,τι αγα­πά­με. Η μνή­μη απο­τε­λεί το γερό θεμέ­λιο, το θυσαυ­ρο­φυ­λά­κιο του μέλ­λο­ντος. Απο­τε­λεί στοι­χείο της νοή­μο­νος ζωής. Ευχα­ρι­στού­με τη συγ­γρα­φέα για­τί έβα­λε και το δικό της λιθαράκι.

Ευχα­ρι­στού­με και τιμού­με, ιδιαί­τε­ρα σήμε­ρα 8η Μάρ­τη όλες τις γυναί­κες της δου­λειάς και του αγώ­να. Δεσμευό­μα­στε να συνεχίσουμε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο