Το τελευταίο τηλεφώνημα
Πολλοί μπορεί έστω και για λίγο να συγκινηθούν με την ιστορία της Ελπίδας, το θέμα είναι πόσοι πραγματικά θα νιώσουν τον πόνο της και θα της δώσουν ένα χέρι βοήθειας, μια ελπίδα.
Η Ελπίδα έγινε πια δεκαεννιά χρονών. Γεννήθηκε και αναστήθηκε στο Πέραμα, συνοικία το όνειρο- εφιάλτης! Ποτέ δεν είχε φύγει από το πατρικό της σπίτι, ούτε για πενθήμερες εκδρομές, ούτε για διακοπές, όπως συνηθίζουν οι νέοι της ηλικίας της, αφού η φτωχική της οικογένεια δεν επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες. Ο πατέρας της άνεργος, απολυμένος εδώ και τέσσερα χρόνια από τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και η μητέρα της μισοδούλευε σε συνοικιακό κρεοπωλείο, κάθε Σάββατο, αλλά και στις γιορτές, κι όποτε έπεφτε δουλειά. Γι’ αυτό και ξεκίνησε το μαντάρισμα και τις επιδιορθώσεις ρούχων, καλά δε λένε μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε… Πολύ δύσκολα τα βγάζουν πέρα.
Η Ελπίδα την προηγούμενη χρονιά πληγώθηκε, όταν τους έκοψαν το ρεύμα τρεις μήνες πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις και μέχρι να πάνε με τους κατοίκους της περιοχής να διαμαρτυρηθούν για να επανασυνδεθεί και να πάρουν μια παράταση, το κακό είχε γίνει. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί για μελέτη, δεν πήγαινε άλλωστε φροντιστήριο, πού να βρεθούνε τα λεφτά. Ας όψεται η δωρεάν παιδεία! Αποσυντονίστηκε, όχι ότι ήταν καλή μαθήτρια, αλλά θα τα κουτσοκατάφερνε να περάσει σε κανένα ΤΕΙ, νοσοκόμα ήθελε να γίνει το ολάνθιστο αυτό λουλούδι της γειτονιάς. Η γιαγιά της, όταν ζούσε, την έλεγε λευκό κρινάκι και τη χαρτζιλίκωνε όποτε μπορούσε με τη σύνταξη χηρείας που έπαιρνε, εκεί κοντά στα τετρακόσια ευρώ.
Απέτυχε η Ελπίδα στις πανελλαδικές, το’ βαλε πείσμα όμως, να περάσει φέτος. Διάβασμα από το πρωί μέχρι το απόγευμα, μετά στην κουζίνα σε πιτσαρία. «Θα αντέξω, θα αντέξω», έλεγε από μέσα της. «Το Πάσχα θα σταματήσω τη δουλειά και όλες τις δυνάμεις μου για τις εξετάσεις». Ονειρευόταν ότι θα’ ρθουν και γι’ αυτήν καλύτερες μέρες και να πώς τις σχεδίαζε: «Να κοιμηθώ έστω και για μια μέρα μέχρι το μεσημέρι. Αχ, ο ύπνος είναι τόσο γλυκός! Και να είμαι σε ένα σπίτι, όχι πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και πολύ μικρό, να έχω όμως ένα διπλό κρεβάτι, τι διπλό, ένα υπέρδιπλο, κι εγώ χωμένη κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα να χουχουλιάζω, ενώ έξω να βρέχει και να ακούω τον ήχο από τη βροχή πάνω στα κάγκελα. Κι αν γίνεται, να βρω ένα καλό παιδί που να με αγαπάει και να με σέβεται και να’ χουμε μια δουλειά, να στήσουμε το δικό μας σπιτικό, να κάνουμε ένα παιδάκι, κοριτσάκι ή αγοράκι δε με νοιάζει. Καλό να γίνει και να’ ναι γερό, να του λέω παραμύθια, γλυκά λογάκια, να το γαργαλάω στην κοιλίτσα και εκείνο να γελάει. Το γέλιο είναι ζωή και η ζωή είναι πάνω από όλα, έτσι μου έλεγε η γιαγιά μου».
Και βρήκε την αγάπη της….
Κι ήρθε ο κορωνoϊός……
«Είμαι σ’ ένα σπίτι σμπαραλιασμένο, σμπαραλιασμένες είναι κι οι σχέσεις των γονιών μου. Όλο τσακώνονται, βρίζονται, ο πατέρας μου πίνει και ξεσπά στη μάνα μου, τη χτυπάει κιόλας, κι αυτή κλειδώνεται στην κρεβατοκάμαρα και καπνίζει ασταμάτητα, το γύρισε κιόλας στα ψυχοφάρμακα, δεν είναι ότι είναι άνεργος ο πατέρας, αλλά δεν κάνει τίποτα για να τα αλλάξει όλα αυτά. Και ξεσπά συχνά και σε μένα, ηλίθια με λέει κάθε τόσο, ότι δεν αξίζω τίποτα. Τέτοια κι άλλα μου λέει που ντρέπομαι να στα πω. Μέρα νύχτα με ταπεινώνει, αχ πόσο με ταπεινώνει! Τότε, γιατί με έκανες, κύριε; Με ρώτησες; Αφού δεν μπορούσες να με θρέψεις, να καθόσουνα στα αυγά σου. Και ξέρεις τι κάνω, αγάπη μου; Παίρνω το ψαλίδι και κόβω τα μαλλιά από τις κούκλες που μου έκανε δώρο στα χρόνια της ευτυχίας και τα δάχτυλα τα κόβω και τα βάζω στο στόμα και τα φτύνω από το μπαλκόνι κάτω στον έρημο δρόμο, μόνο τα σκυλιά κυκλοφορούν τώρα, χωρίς να υπογράφουν κανένα έντυπο και οι γάτες και τα ποντίκια και κανένα τους δε φοράει μάσκα. Τρώω τα νύχια μου και τα ματώνω. Κλείνομαι στον εαυτό μου, αγάπη μου, δε θέλω κανέναν, όλους τους μισώ. Μόνο εσένα θέλω, μόνο εσένα αγαπώ».
Η Ελπίδα έκανε μια κρυφή σχέση με ένα παιδί που γνώρισε στην ψησταριά δίπλα στην πιτσαρία, πέντε χρόνια μεγαλύτερό της, ντελιβεράς ήταν, σουβλάκια, πανσέτες και κοτόπουλα ψητά κουβάλαγε κάθε βράδυ, καφέδες το πρωί, και στην εταιρεία κούριερ στο ρεπό του, όλη τη μέρα στο δρόμο, το εικοσάευρο κυνηγούσε, το μεροκάματο και τα μπουρμπουάρ, μαζί έκαναν όνειρα για ένα σπιτικό με νοίκι, να ξεφύγει από το δικό της το διαλυμένο.
Ύστερα κάποια στιγμή του τηλεφώνησε:
-Πήγα στο λαϊκό φροντιστήριο, αγάπη μου, θα με βοηθήσουν, μου είπαν, και δωρεάν, όπως τότε, που συνδέσαμε το ρεύμα, μου δίνουν μια ελπίδα για ζωή, είμαι χαρούμενη, έλα στην πλατεία να γιορτάσουμε, καρδιά μου. Θα στείλω στο 13033 μήνυμα και θα σε κεράσω σουβλάκι διπλόπιτο με απ’ όλα μέσα, με τζατζίκι και πατάτες, όχι όμως εγώ με τα άλλα καυτερά που θέλεις εσύ.
-Περίμενε πρώτα να πάω την τελευταία παραγγελία.
-Πρόσεχε, μην τρέχεις.
Όμως, το παλικαράκι βιαζόταν, το αφεντικό πίεζε, οι παραγγελίες πολλές. Πέρασε από έναν κήπο και στα κλεφτά έκοψε δυο κατακόκκινα τριαντάφυλλα και μετά φουλ για την τελευταία παράδοση.
-Δε θα αργήσω. Θα φέρω εγώ τα σουβλάκια, της είπε.
Και δε γύρισε….
_________________________________________________________
Το διήγημα του Θωμά Κασσελούρη «Το τελευταίο τηλεφώνημα» συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση «Σκληρός Απρίλης 2020 μ.Χ», με διηγήματα και ποιήματα εμπνευσμένα από τις ημέρες της πρώτης καραντίνας.