Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θωμάς Κασσελούρης: Το τελευταίο τηλεφώνημα (Ένα διήγημα για τους διανομείς, τραγικά αληθινό)

Το τελευταίο τηλεφώνημα

Πολ­λοί μπο­ρεί έστω και για λίγο να συγκι­νη­θούν με την ιστο­ρία της Ελπί­δας, το θέμα είναι πόσοι πραγ­μα­τι­κά θα νιώ­σουν τον πόνο της και θα της δώσουν ένα χέρι βοή­θειας, μια ελπίδα.

 

Η Ελπί­δα  έγι­νε πια δεκα­εν­νιά χρο­νών. Γεν­νή­θη­κε και ανα­στή­θη­κε  στο Πέρα­μα, συνοι­κία το όνει­ρο- εφιάλ­της! Ποτέ δεν είχε φύγει από το πατρι­κό της σπί­τι, ούτε για πεν­θή­με­ρες εκδρο­μές, ούτε για δια­κο­πές, όπως συνη­θί­ζουν οι νέοι της ηλι­κί­ας της, αφού η φτω­χι­κή της οικο­γέ­νεια δεν επέ­τρε­πε τέτοιες πολυ­τέ­λειες. Ο πατέ­ρας της άνερ­γος, απο­λυ­μέ­νος εδώ και τέσ­σε­ρα χρό­νια από τη ναυ­πη­γο­ε­πι­σκευα­στι­κή ζώνη και η μητέ­ρα της μισο­δού­λευε  σε συνοι­κια­κό κρε­ο­πω­λείο, κάθε Σάβ­βα­το, αλλά και στις γιορ­τές, κι όπο­τε έπε­φτε  δου­λειά. Γι’ αυτό και ξεκί­νη­σε το μαντά­ρι­σμα και τις επι­διορ­θώ­σεις ρού­χων, καλά δε λένε  μάθε τέχνη κι άστη­νε κι αν πει­νά­σεις πιά­στη­νε… Πολύ δύσκο­λα τα βγά­ζουν πέρα.

Η Ελπί­δα την προη­γού­με­νη χρο­νιά πλη­γώ­θη­κε, όταν τους έκο­ψαν το ρεύ­μα τρεις μήνες πριν τις πανελ­λα­δι­κές εξε­τά­σεις και μέχρι να πάνε με τους κατοί­κους της περιο­χής να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν για να επα­να­συν­δε­θεί και να πάρουν μια παρά­τα­ση, το κακό είχε γίνει. Δεν μπο­ρού­σε  να συγκε­ντρω­θεί για μελέ­τη, δεν πήγαι­νε άλλω­στε φρο­ντι­στή­ριο, πού να βρε­θού­νε τα λεφτά. Ας όψε­ται η δωρε­άν παι­δεία! Απο­συ­ντο­νί­στη­κε, όχι ότι ήταν καλή μαθή­τρια, αλλά θα τα κου­τσο­κα­τά­φερ­νε να περά­σει σε κανέ­να ΤΕΙ, νοσο­κό­μα ήθε­λε να γίνει το ολάν­θι­στο αυτό λου­λού­δι της γει­το­νιάς. Η για­γιά της, όταν ζού­σε, την έλε­γε λευ­κό κρι­νά­κι και τη χαρ­τζι­λί­κω­νε όπο­τε μπο­ρού­σε με τη σύντα­ξη χηρεί­ας που έπαιρ­νε, εκεί κοντά στα τετρα­κό­σια ευρώ.

Απέ­τυ­χε η Ελπί­δα στις πανελ­λα­δι­κές, το’ βαλε πεί­σμα όμως, να περά­σει φέτος. Διά­βα­σμα από το πρωί μέχρι το από­γευ­μα, μετά στην κου­ζί­να σε πιτσα­ρία. «Θα αντέ­ξω, θα αντέ­ξω», έλε­γε από μέσα της. «Το Πάσχα θα στα­μα­τή­σω τη δου­λειά και όλες τις δυνά­μεις μου για τις εξε­τά­σεις». Ονει­ρευό­ταν ότι θα’ ρθουν και γι’ αυτήν καλύ­τε­ρες μέρες και να πώς τις σχε­δί­α­ζε: «Να κοι­μη­θώ έστω και για μια μέρα μέχρι το μεση­μέ­ρι. Αχ, ο ύπνος είναι τόσο γλυ­κός! Και να είμαι  σε ένα σπί­τι, όχι πολύ μεγά­λο, αλλά ούτε και πολύ μικρό, να έχω όμως ένα διπλό κρε­βά­τι, τι διπλό, ένα υπέρ­δι­πλο, κι εγώ χωμέ­νη  κάτω από ένα που­που­λέ­νιο πάπλω­μα να χου­χου­λιά­ζω, ενώ έξω να  βρέ­χει και να ακούω τον ήχο από τη βρο­χή πάνω στα κάγκε­λα. Κι αν γίνε­ται, να βρω ένα καλό παι­δί που να με αγα­πά­ει και να με σέβε­ται και να’ χου­με μια δου­λειά, να στή­σου­με το δικό μας σπι­τι­κό, να κάνου­με ένα παι­δά­κι, κορι­τσά­κι ή αγο­ρά­κι δε με νοιά­ζει. Καλό να γίνει και να’ ναι γερό, να του λέω παρα­μύ­θια, γλυ­κά λογά­κια, να το γαρ­γα­λάω στην κοι­λί­τσα και εκεί­νο να γελά­ει. Το γέλιο είναι ζωή και η ζωή είναι πάνω από όλα, έτσι  μου έλε­γε η για­γιά μου».

Και βρή­κε την αγά­πη της….

Κι ήρθε ο κορωνoϊός……

«Είμαι σ’ ένα σπί­τι σμπα­ρα­λια­σμέ­νο, σμπα­ρα­λια­σμέ­νες είναι κι οι σχέ­σεις των γονιών μου. Όλο τσα­κώ­νο­νται, βρί­ζο­νται, ο πατέ­ρας μου πίνει και ξεσπά στη μάνα μου, τη χτυ­πά­ει κιό­λας, κι αυτή κλει­δώ­νε­ται στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα και καπνί­ζει αστα­μά­τη­τα, το γύρι­σε κιό­λας στα ψυχο­φάρ­μα­κα, δεν είναι ότι είναι άνερ­γος ο πατέ­ρας, αλλά δεν κάνει τίπο­τα για να τα αλλά­ξει όλα αυτά. Και ξεσπά συχνά και σε μένα, ηλί­θια με λέει κάθε τόσο, ότι δεν αξί­ζω τίπο­τα. Τέτοια κι άλλα μου λέει που ντρέ­πο­μαι να στα πω. Μέρα νύχτα με ταπει­νώ­νει, αχ πόσο με ταπει­νώ­νει! Τότε, για­τί με έκα­νες, κύριε; Με ρώτη­σες; Αφού δεν  μπο­ρού­σες να με θρέ­ψεις, να καθό­σου­να  στα αυγά σου. Και ξέρεις τι κάνω, αγά­πη μου; Παίρ­νω το ψαλί­δι και κόβω τα μαλ­λιά από τις κού­κλες που μου έκα­νε δώρο στα χρό­νια της ευτυ­χί­ας και τα δάχτυ­λα τα κόβω και τα βάζω στο στό­μα και τα φτύ­νω από το μπαλ­κό­νι κάτω στον έρη­μο δρό­μο, μόνο τα σκυ­λιά κυκλο­φο­ρούν τώρα, χωρίς να υπο­γρά­φουν κανέ­να έντυ­πο και οι γάτες και τα ποντί­κια και κανέ­να τους δε φορά­ει μάσκα. Τρώω τα νύχια μου και τα ματώ­νω.  Κλεί­νο­μαι στον εαυ­τό μου, αγά­πη μου, δε θέλω κανέ­ναν, όλους τους μισώ. Μόνο εσέ­να θέλω, μόνο εσέ­να αγαπώ».

Η Ελπί­δα έκα­νε μια κρυ­φή σχέ­ση με ένα παι­δί που γνώ­ρι­σε στην ψηστα­ριά δίπλα στην πιτσα­ρία, πέντε χρό­νια μεγα­λύ­τε­ρό της, ντε­λι­βε­ράς ήταν, σου­βλά­κια, παν­σέ­τες και κοτό­που­λα ψητά κου­βά­λα­γε κάθε βρά­δυ, καφέ­δες το πρωί, και στην εται­ρεία κού­ριερ στο ρεπό του, όλη τη μέρα στο δρό­μο, το εικο­σά­ευ­ρο κυνη­γού­σε, το μερο­κά­μα­το και τα μπουρ­μπουάρ, μαζί έκα­ναν όνει­ρα για ένα σπι­τι­κό με νοί­κι, να ξεφύ­γει από το δικό της το διαλυμένο.

Ύστε­ρα κάποια στιγ­μή του τηλε­φώ­νη­σε:

-Πήγα στο λαϊ­κό φρο­ντι­στή­ριο, αγά­πη μου, θα με βοη­θή­σουν, μου είπαν, και δωρε­άν, όπως τότε, που συν­δέ­σα­με το ρεύ­μα, μου δίνουν μια ελπί­δα για ζωή, είμαι χαρού­με­νη, έλα στην πλα­τεία να γιορ­τά­σου­με, καρ­διά μου. Θα στεί­λω στο 13033 μήνυ­μα και θα σε κερά­σω σου­βλά­κι διπλό­πι­το με απ’ όλα μέσα, με τζα­τζί­κι και πατά­τες, όχι όμως εγώ με τα άλλα καυ­τε­ρά που θέλεις εσύ.

-Περί­με­νε πρώ­τα να πάω την τελευ­ταία παραγγελία.

-Πρό­σε­χε, μην τρέχεις.

Όμως, το παλι­κα­ρά­κι βια­ζό­ταν, το αφε­ντι­κό πίε­ζε, οι παραγ­γε­λί­ες πολ­λές. Πέρα­σε από έναν κήπο και στα κλε­φτά έκο­ψε δυο κατα­κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα και μετά φουλ για την τελευ­ταία παράδοση.

-Δε θα αργή­σω. Θα φέρω εγώ τα σου­βλά­κια, της είπε.

Και δε γύρισε….

_________________________________________________________

Το διή­γη­μα του Θωμά Κασ­σε­λού­ρη «Το τελευ­ταίο τηλε­φώ­νη­μα» συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην έκδο­ση «Σκλη­ρός Απρί­λης 2020 μ.Χ», με διη­γή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα εμπνευ­σμέ­να από τις ημέ­ρες της πρώ­της καραντίνας.

vivlio aprilis

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο