Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θ. Κορνάρος: Θεσσαλονίκη 9–11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)

mahs36a

Θεσ­σα­λο­νί­κη 9–11 του Μάη 1936 (οι αγώ­νες του Λαού). Συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου ο Θέμος Κορ­νά­ρος. Στη μέσα σελί­δα ανα­φέ­ρε­ται ότι «το μονα­δι­κό αντί­τυ­πο του έργου αυτού βρέ­θη­κε στη βιβλιο­θή­κη του φίλου Ο.Τ ο οποί­ος και μας το παραχώρησε».

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Θέμος Κορ­νά­ρος σε ρόλο ρεπόρ­τερ αρχι­κά γρά­φει «Δυο λόγια σαν εισαγωγή»:

“Με το να προ­σπα­θού­με να σημειώ­σου­με τη δρά­ση της Γενι­κής «Ασφά­λειας» και των χαφιέ­δων, σε τού­τες τις σελί­δες που ακο­λου­θού­νε, δε θα πει πως μας ξαφ­νιά­ζου­νε τα εγκλη­μα­τι­κά ένστι­κτα κι ο σαδι­σμός των ανθρώ­πων αυτών. Στο κάτω κάτω αυτά είναι τα προ­σό­ντα που ζητά­ει το κρά­τος απ’ αυτούς για να τους ταΐ­σει. Τους δια­λέ­γει όπως ο τσο­μπά­νος τα μαντρό­σκυ­λά του. Και τους περι­ποιεί­ται και τους μετα­χει­ρί­ζε­ται με τον ίδιον ακρι­βώς τρό­πο. Δε μας ξαφ­νιά­ζει λοι­πόν η δια­γω­γή εξ επαγ­γέλ­μα­τος δολο­φό­νων, πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν έχου­με υπό­ψη δια­γω­γή υπουρ­γών που ξεπερ­νά­νε κάθε τέτοιο υπάν­θρω­πο σ’ αυτό το κεφάλαιο.

Γι’ ας μιλή­σου­με πιο συγκε­κρι­μέ­να: Είτα­νε η απερ­γία των κερα­μο­ποιών. Ο Καρ­τά­λης, υπουρ­γός της Εθνι­κής Οικο­νο­μί­ας. Γυναί­κες, άνδρες και παι­διά από 10 χρο­νώ κι απά­νω, μαζευ­τή­κα­νε από το πρωί όξω από το υπουρ­γείο. Έβλε­πες τις χιλιά­δες αυτές των ανθρώ­πων, μέσα στο λιο­πύ­ρι, στον ιδρώ­τα, να φωνά­ζου­νε, να δια­μαρ­τύ­ρο­νται, να ζητού­νε να εξε­τα­σθού­νε τα αιτή­μα­τά τους. Και ταυ­τό­χρο­να να μάχο­νται με τις ομά­δες των οπλι­σμέ­νων αστυ­νο­μι­κών. Όποιος κι αν ήσου­νε, θα λύγι­ζες σ’ αυτό το θέα­μα μπρο­στά. Ο Καρ­τά­λης, θέλο­ντας να κάμει επί­δει­ξη της ζωώ­δι­κης αδια­φο­ρί­ας του, ρώτη­σε απα­θέ­στα­τα έναν υπάλ­λη­λο του υπουρ­γεί­ου, «αν δε θα’ τανε σωστό να στεί­λει μερι­κές λεμο­νά­δες σ’ αυτούς τους ανθρώπους!…»

- Από το πρωί φωνά­ζου­νε! Θα ξερά­θη­κε ο λαι­μός τους!… Έτσι εξή­γη­σε ύστερα.

Του άρε­σε να τους ακού­ει να φωνά­ζου­νε. Αισθα­νό­τα­νε ηδο­νή να βλέ­πει τόσον κόσμο να περι­μέ­νει απ’ αυτό­νε κάτι και κεί­νος να μη βιά­ζε­ται να δώσει καμιάν απά­ντη­ση. Και για να παρα­τεί­νει το σαδι­στι­κό ηδο­νι­σμό του, ζητού­σε σοβα­ρό­τα­τος πλη­ρο­φο­ρί­ες αν το καφε­νείο του υπουρ­γεί­ου είχε αρκε­τές λεμο­νά­δες. Και την ίδια στιγ­μή ειδο­ποιού­σε την Ασφά­λεια να στεί­λει περισ­σό­τε­ρη δύνα­μη για να τσα­κί­σει τους απερ­γούς, που υπε­ρα­σπί­ζο­νται το ψωμί των παι­διών τους με το έσχα­το όπλο άμυ­νας, τη μαχη­τι­κή απεργία.

mahs36c

Στη θέση του είναι σήμε­ρα ο καθη­γη­τής Κασι­μά­της. Ένας δια­νοη­τι­κός μόρ­της που δίνει τώρα εξε­τά­σεις μπρο­στά στους βιο­μη­χά­νους, προ­σπα­θώ­ντας να τους πεί­σει πως άδι­κα ως τα σήμε­ρα τον είχα­νε παρα­γνω­ρί­σει. Περιε­χό­με­νο στο κεφά­λι του μη ζητά­ει κανέ­νας. Όλη του την «επι­τυ­χία» τη στη­ρί­ζει σ’ ένα γνώ­ρι­σμα εξω­τε­ρι­κό, που ο καθρέ­φτης τον βοή­θη­σε πολύ να το καλ­λιερ­γή­σει και να το εκμεταλλευτεί.

Όταν δεν έχει τι να πει, μαζεύ­ει τα χεί­λια του. Στις άκρες τους, στις δυό γωνιές του στο­μά­του, σχη­μα­τί­ζο­νται δυό λακ­κά­κια. Κι όποιος δεν τον ξέρει, βλέ­πο­ντας αυτή τη δια­σκευή στο μού­τρο του, τόνε παίρ­νει για δυνα­τό άνθρω­πο, που έχει το κου­ρά­γιο να ειρω­νεύ­ε­ται το σύμπαν. Μ’ αυτά τα δυό λακ­κά­κια παρα­πλά­νη­σε, ξεγέ­λα­σε, ανέ­βη­κε σ’ έδρες καθη­γη­τι­κές και γίνη­κε υπουρ­γός. Αντί­γρα­ψε σ’ αυτό το κεφά­λαιο την ταχτι­κή της κοκέ­τας γυναί­κας. Και με τον ίδιο τρό­πο φαντά­στη­κε πως μπο­ρού­σε ν’ αντι­κρί­σει και την απερ­γία των καπνερ­γα­τών, σαν υπεύ­θυ­νος υπουργός.

Μα σαν άκου­σε τις δηλώ­σεις των απερ­γών του Βόλου, πως «για να βάλουν έστω και έναν απερ­γο­σπά­στη στα καπνο­μά­γα­ζα θα πρέ­πει να περά­σουν πάνω από τα πτώ­μα­τα των καπνερ­γα­τών και καπνερ­γα­τριών», τα’ χασε. Και κάλε­σε τους φυσι­κούς του συμ­βού­λους, τους καπνε­μπό­ρους και βιο­μη­χά­νους, να λύσου­νε το ζήτη­μα σε συνερ­γα­σία με την αστυ­νο­μία και τη χωρο­φυ­λα­κή. Από κεί­νη την ημέ­ρα, Τετάρ­τη 6 του Μάη, η κυβέρ­νη­ση του κρά­τους περ­νά­ει ολο­κλη­ρω­τι­κά στα χέρια των δυό Ασφα­λειών και των καπνεμπόρων.

Είναι η 8η μέρα της απερ­γί­ας των καπνεργατών.”

mahs36d

Στη συνέ­χεια ακο­λου­θεί σε μορ­φή ρεπορ­τάζ η περι­γρα­φή των κινη­το­ποι­ή­σε­ων των καπνερ­γα­τών, η προ­ε­τοι­μα­σία του κρά­τους να επέμ­βει με την αστυ­νο­μία, τη χωρο­φυ­λα­κή και το στρα­τό, παρου­σιά­ζει ανα­λυ­τι­κά τα γεγο­νό­τα και τις συγκρού­σεις, δίνει παρα­στα­τι­κά την ατμό­σφαι­ρα των ημε­ρών με πλού­σιους δια­λό­γους και πολ­λές φωτογραφίες.

Ο Μάης του 1936 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη με τη ματιά και την μαχη­τι­κή γρα­φή του Θέμου Κορνάρου .

“Σ’ αυτή τη δολο­φο­νι­κή ενέ­δρα πέσα­νε τα 9 ηρω­ι­κά παι­διά του λαού. Οι:

Τάσος Τού­σης
Ανα­στα­σία Καρανικόλα
Ίντο Σενόρ
Σαλ­βα­τόρ Μασαράνο
Δημ. Αγλαμίδης
Ι.Πανόπουλος
Ευαγ. Χόλης
Δ. Λαϊνάς
Ευθ. Αδα­μα­ντί­ου

Κανέ­νας στη Θεσ­σα­λο­νί­κη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονο­μα­σία. Λεγό­τα­νε πριν Στά­σις Κολόμ­βου. Πει­σμα­τι­κά αγνο­ού­νε οι κάτοι­κοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης αυτή την ονο­μα­σία και επι­βά­λα­νε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στά­σις των 9. Μπο­ρεί να υπάρ­χει άνθρω­πος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρί­σκε­ται ο Λευ­κός Πύρ­γος. Μα στη στά­ση των 9 ξέρου­νε να σε οδη­γή­σου­νε και τα μικρά παι­διά. Το ίδιο γίνε­ται και σε μερι­κά άλλα μέρη. Ώρα πολ­λή βασα­νι­ζό­μα­στε να βρού­με την οδό της Ελέ­νης Σβο­ρώ­νου. Δεν ξέρα­νε να μας οδηγήσουνε.

- Πού είναι το καπνερ­γα­τι­κό σωμα­τείο; ρωτούμε.
— Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώ­νου; Πώς την είπες;

Να, από δω θα στρί­ψε­τε, θα βγεί­τε στον τάδε δρό­μο. Θα δεί­τε μια μικρή τρί­γω­νη πλα­τε­ΐ­τσα με σωρούς χαλί­κια. Εκεί είναι.

mahs36e

Έτσι το βρή­κα­με. Με μόνη τη δια­φο­ρά πως τα χαλί­κια έχου­νε ακό­μα αίμα. Εκεί συγκρού­στη­κε την Παρα­σκευή η απερ­για­κή φρου­ρά του Κέντρου με τρι­πλά­σιες δυνά­μεις έφιπ­πης χωρο­φυ­λα­κής και κατά­φε­ρε να κρα­τή­σει επί ολό­κλη­ρη ώρα άμυ­να ενα­ντί­ον των συνε­χών επε­λά­σε­ων και της κανο­νι­κής βολής. Κεί­νη την ημέ­ρα έβα­ψαν αυτά τα χαλί­κια με το αίμα τους οι 150 ηρω­ι­κοί καπνερ­γά­τες για να διευ­κο­λύ­νου­νε την πορεία των υφα­ντουρ­γί­νων προς τη Γενι­κή Διοίκηση.

Πραγ­μα­τι­κοί κύριοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης γίνο­νται οι εργά­τες, γίνε­ται ο λαός όλος. Τ’ από­γευ­μα της 9ης Μάη. Δε φρου­ρού­νε την πόλη πια οι δολο­φό­νοι των αστυ­νο­μι­κών τμη­μά­των. Αυτούς τους έκλει­σε ο λαός μέσα στα τμή­μα­τα. Τους αφαί­ρε­σε κάθε εξου­σία, τους απο­μό­νω­σε. Ουσια­στι­κά τους προ­φυ­λά­κι­σε σαν ενό­χους φόνων και εκα­το­ντά­δων τραυματισμών.

Ένας ρίχνει το σύν­θη­μα: Να κάψου­με τα τμή­μα­τα. Μα στη φωνή αυτή της κορυ­φω­μέ­νης αγα­νά­χτη­σης, απα­ντά ο λαός που συναι­σθά­νε­ται βαθύ­τα­τα τις υπο­χρε­ώ­σεις που ανά­λα­βε ως φρου­ρός της τάξης.

- Τα χτή­ρια είναι δικά μας!
— Τίπο­τε να μην πειραχτεί.

Για­τί πραγ­μα­τι­κά τ’ από­γε­μα του Σαβ­βά­του, η χωρο­φυ­λα­κή είχε μόνη φρου­ρά τον κυρί­αρ­χο λαό και άμε­σο βοη­θό του τους στρα­τιώ­τες, που τόσο ξεκά­θα­ρα κι απο­φα­σι­στι­κά πήρα­νε μέρος στον αγώ­να υπέρ του λαού. Στους δρό­μους επι­τη­ρού­νε την τάξη οι καπνερ­γά­τες, οι υφα­ντουρ­γοί, οι εργά­τες γενι­κά κι ο στρα­τός. Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον ανα­βρα­σμό και την ανα­μπο­μπού­λα, είναι χαρα­χτη­ρι­στι­κό πως δε σημειώ­θη­κε μήτε το ελά­χι­στο κρού­σμα κλο­πής, διάρ­ρη­ξης ή τραυ­μα­τι­σμού, πρά­μα­τα που είναι καθη­με­ρι­νά, συνη­θι­σμέ­να επει­σό­δια, όλο τον και­ρό που η αστυ­νο­μία «επι­βλέ­πει την τάξη», σε μέρες ησυ­χί­ας σχετικής.”

Ένα ολό­κλη­ρο κεφά­λαιο αφιε­ρώ­νε­ται στη μάνα, «Η ώρα της μάνας. Σαβ­βα­το από­γε­μα. 9 του Μάη». Πρώ­τα η μάνα του δολο­φο­νη­μέ­νου 25χρονου σιδε­ρά Δημή­τρη Αγλα­μί­δη, τυφλή γερό­ντισ­σα ξεχύ­νε­ται στους δρό­μους ανα­ζη­τώ­ντας το παι­δί της

“…Πασπα­τεύω, παι­δί μου, και βρί­σκω πλά­κες. Κι απά­νω στις πλά­κες, είναι ξαπλω­μέ­νος κάποιος.
— Θα κρυώ­σει το παι­δί μου, σκέ­φτο­μαι. Μα μόλις και τον άγγι­ξα το μπρά­τσο, κατά­λα­βα. Κόκα­λο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρί­σκω το προ­σω­πά­κι του. Ολό­γρο! Κι ο λαι­μός του είναι πασα­λειμ­μέ­νος και γλιστρά…
Κατά­λα­βα τότες! Αίμα­τα του παι­διού μου ήτα­νε γεμά­τα τα χέρια μου.
Τα πιπί­λι­σα, τα ρού­φη­ξα. Του παι­διού μου ήτανε…
(κλαί­ει. Οι λυγ­μοί την πνί­γου­νε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
— Με τρα­βού­νε να με πάρου­νε. Ποιοι ήτα­νε; Για­τί με παίρ­να­νε από το παι­δά­κι μου, δεν κατά­λα­βα τίπο­τες παι­δί μου…”

mahs36f

Μετά η τρα­γι­κή φιγού­ρα της μάνας του 22χρονου επι­νι­κε­λω­τή Ίντο Σενόρ και η μάνα του 23χρονου λαστι­χά Γιάν­νη Πανό­που­λου, που σκού­πι­σε τα δάκρυα της, έσφι­ξε την καρ­διά της και ρίχτη­κε στη δου­λειά για κεί­νους που απο­μεί­να­νε, για τις οικο­γέ­νειες των δολοφονημένων.

“Οι καμπά­νες χτυ­πού­νε πέν­θι­μα το πρωί της Κυρια­κής. Καλού­νε το λαό να κηδέ­ψει τα 9 θύμα­τα της χτε­σι­νής σφα­γής. Δεν έδω­σε κανείς το σύν­θη­μα. Όμως δεν έμει­νε βου­βή καμιά καμπά­να, από τις μεγά­λες ως τα ξωκλή­σια. Όλος ο λαός ξεχύ­νε­ται στους δρό­μους. Νέοι γέροι, γυναί­κες και παι­διά απ’ όλες τις συνοι­κί­ες και τους συνοι­κι­σμούς ξεκι­νούν για το νεκρο­τα­φείο, κρα­τώ­ντας λου­λού­δια στα χέρια, μαύ­ρες σημαί­ες ή πλα­κάτ με τέτοια συνθήματα:

- Κάτω ο δολο­φό­νος Μεταξάς!
— Στο σκα­μνί ο Ντάκος!
— Τους σκό­τω­σαν για ένα κομ­μά­τι ψωμί.
— Εκδι­κη­θεί­τε το αίμα των αδελ­φιών μας.

Οι μικρές ομά­δες γίνο­νταν γρή­γο­ρα μεγά­λες δια­δη­λώ­σεις. Απ’ όπου περ­νούν μαζεύ­ουν λου­λού­δια. Από τη γλά­στρα του φτω­χό­σπι­του που προ­σφέ­ρει με συγκί­νη­ση, ως τον ανθό­κη­πο της έπαυ­λης που δίνει από φόβο. Οι κοπέ­λες πλέ­κουν στε­φά­νια για τα φέρε­τρα και τους τάφους των νεκρών και σκορ­πί­ζουν λου­λού­δια σ’ όλα τα σημεία των δρό­μων που βάφτη­καν από το αίμα των δολο­φο­νη­μέ­νων αδερ­φιών τους.

Όσο κατε­βαί­νουν στους κεντρι­κούς δρό­μους, οι δια­δη­λώ­σεις ογκώ­νο­νται. Η οδός Εγνα­τί­ας και οι πάρο­δοι έχουν πλημ­μυ­ρί­σει από μια φουρ­του­νια­σμέ­νη λαο­θά­λασ­σα. Απ’ όλες τις γωνιές ξεπε­τιού­νται ομι­λη­τές κι αδιά­κο­πα ο αέρας αντα­ριά­ζε­ται απ’ την κραυγή: 

- Εκδί­κη­ση!

Μπρος στο Γ΄ αστυ­νο­μι­κό τμή­μα υπάρ­χει ισχυ­ρή στρα­τιω­τι­κή δύνα­μη για να φυλά­ξει τους δολο­φό­νους, τους Ντά­κους, από την οργή του λαού. Η συγκί­νη­ση του πλή­θους μετα­δί­δε­ται στους φαντά­ρους. Κι όταν η δια­δή­λω­ση φτά­νει κοντά τους, αγκα­λιά­ζο­νται με το λαό(.…) Η μάζα των δια­κο­σί­ων χιλιά­δων λαού που’ θαψε τους νεκρούς της κατε­βαί­νει σ’ έναν απέ­ρα­ντο όγκο, κυριευ­μέ­νη από μια ασυ­γκρά­τη­τη ορμή(…)

Το τερά­στιο συλ­λα­λη­τή­ριο, που’ γινε το μεση­μέ­ρι στην πλα­τεία Ελευ­θε­ρί­ας, έδει­ξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα πλημ­μύ­ρι­ζε από μια απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα ακα­τά­βλη­τη. Για να την αντι­με­τω­πί­σουν, χρειά­ζο­νται μεγά­λες δυνά­μεις. Κι άρχι­σαν να κου­βα­λούν. Έφε­ραν στί­φη χωρο­φυ­λά­κων, ολό­κλη­ρα συντάγ­μα­τα, πυρο­βο­λι­κά, πολυ­βό­λα, ιππι­κά, αερο­πλά­να, πολε­μι­κά καρά­βια και περί­με­ναν τη νύχτα.

Ο λαός δε χάρη­κε παρά μια μέρα την κυριαρ­χία του. Μα η μέρα αυτή του’ δει­ξε το δρό­μο για να απο­κτή­σει την ελευ­θε­ρία του και να επι­βά­λει την ορι­στι­κή του κυριαρχία”.

mahs36b“Θέμος Κορ­νά­ρος, Θεσ­σα­λο­νί­κη 9–11 του Μάη 1936 (οι αγώ­νες του Λαού)”, εκδό­σεις χρό­νος, Αθή­να 1981

Οι φωτο­γρα­φί­ες από το βιβλίο.

 

(Αφιέ­ρω­μα του περιο­δι­κού στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορ­νά­ρου, με αφορ­μή την εκδή­λω­ση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο