Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ινγκμαρ Μπέργκμαν

Στις 14 Ιου­λί­ου 1918 γεν­νιέ­ται ο Σου­η­δός σκη­νο­θέ­της του θεά­τρου και του κινη­μα­το­γρά­φου Ινγκ­μαρ Μπέρ­γκ­μαν.  Μια μεγά­λη μορ­φή της 7ης Τέχνης, που άνοι­ξε νέους δρό­μους στον κινη­μα­το­γρά­φο στην περί­ο­δο μετά τον πόλε­μο. Οι ται­νί­ες του επη­ρέ­α­σαν βαθύ­τα­τα τον ευρω­παϊ­κό, αλλά και τον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο, θέτο­ντας στον επί­κε­ντρο της θεμα­το­λο­γί­ας του τις θεμε­λιώ­δεις ανα­ζη­τή­σεις του ανθρώ­που.  Εξί­σου σημα­ντι­κές είναι και οι θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις που σκη­νο­θέ­τη­σε ο Ινγκ­μαρ Μπέργκμαν.

«Το να κάνω ται­νί­ες είναι για μένα ένστι­κτο, μια ανά­γκη, όπως η πεί­να, η δίψα, ο έρω­τας», έλε­γε, αν και, μετά την αυτο­βιο­γρα­φι­κή ται­νία «Φάνι και Αλέ­ξαν­δρος» (1983) και παρά τα τέσ­σε­ρα «Οσκαρ» που αυτή απέ­σπα­σε, δήλω­σε ότι εγκα­τα­λεί­πει τον κινη­μα­το­γρά­φο. «Υπό­σχε­ση» που κρά­τη­σε, με μια «παρέν­θε­ση» το 2003, οπό­τε γυρί­ζει το «Saraband», για τη σου­η­δι­κή τηλε­ό­ρα­ση, ως «ελεύ­θε­ρη συνέ­χεια» της μίνι σει­ράς «Σκη­νές από ένα γάμο» (1973). Ωστό­σο, συνέ­χι­ζε να συμ­με­τέ­χει στη συγ­γρα­φή κινη­μα­το­γρα­φι­κών σενα­ρί­ων άλλων σκη­νο­θε­τών, να γυρί­ζει ται­νί­ες για την τηλε­ό­ρα­ση και να σκη­νο­θε­τεί στην άλλη μεγά­λη του αγά­πη, το θέατρο.

Ο Μπέρ­γκ­μαν γεν­νή­θη­κε στην Ουψά­λα και μεγά­λω­σε στη Στοκ­χόλ­μη. Τα παι­δι­κά του χρό­νια — «οδυ­νη­ρά και περι­πλεγ­μέ­να» τα χαρα­κτή­ρι­ζε — «σφρα­γί­ζο­νται» από την αυστη­ρή πει­θαρ­χία του λου­θη­ρα­νού πάστο­ρα πατέ­ρα του. Ξεκί­νη­σε να σκη­νο­θε­τεί φοι­τη­τι­κές θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις, σπου­δά­ζο­ντας Φιλο­λο­γία και Καλές Τέχνες στο Πανε­πι­στή­μιο της Στοκ­χόλ­μης. Ανέ­βα­σε στα σημα­ντι­κό­τε­ρα θέα­τρα της Σου­η­δί­ας έργα μεγά­λων θεα­τρι­κών συγ­γρα­φέ­ων (Στρίντ­μπεργκ, Σαίξ­πηρ, Πιρα­ντέ­λο, Καμύ, Ουί­λιαμς, Ανού­ιγ, Μπρεχτ, Τσέ­χοφ, και δικά του).

Επη­ρε­α­σμέ­νος από τον υπαρ­ξι­σμό και την ψυχα­νά­λυ­ση, επι­κε­ντρώ­θη­κε περισ­σό­τε­ρο στο άτο­μο και όχι στην κοι­νω­νία ή στην ιστο­ρία, αλλά έθε­σε ηθι­κά και φιλο­σο­φι­κά προ­βλή­μα­τα, με φόντο την κρί­ση και παρακ­μή της αστι­κής κοινωνίας.

Η πρώ­τη του ται­νία, «Κρί­ση», γυρί­στη­κε το 1945. Το 1955 γίνε­ται γνω­στός στην Ευρώ­πη με την ται­νία «Χαμό­γε­λα καλο­και­ρι­νής νύχτας». Η ται­νία που τον κατα­ξί­ω­σε ως δημιουρ­γό παγκό­σμιας κλί­μα­κας είναι «Η έβδο­μη σφρα­γί­δα» (1957). Ακο­λου­θούν αρι­στουρ­γη­μα­τι­κές ται­νί­ες: «Αγριες φρά­ου­λες», «Περ­σό­να», «Κραυ­γές και ψίθυ­ροι» και δεκά­δες άλλες. Το 1976 γύρι­σε στη Γερ­μα­νία «Το αυγό του φιδιού», μια ται­νία για την άνο­δο του ναζισμού.

Μετά το θάνα­το της τελευ­ταί­ας του συζύ­γου, Ινγκριντ (1995), έμε­νε μόνος στο νησί Φου­ρέ στη Βαλ­τι­κή, που χρη­σί­μευ­σε ως ντε­κόρ πολ­λών ται­νιών του. Παντρεύ­τη­κε πέντε φορές και απέ­κτη­σε εννέα παι­διά. Τιμή­θη­κε με πολ­λές διε­θνείς δια­κρί­σεις, ενώ το 1978 το Σου­η­δι­κό Ινστι­τού­το Κινη­μα­το­γρά­φου θεσμο­θέ­τη­σε βρα­βείο στο όνο­μά του.

Ο δημιουρ­γός, που από τη 10ετία του ’50 «έστρω­σε» το «έδα­φος» στο σύγ­χρο­νο κινη­μα­το­γρά­φο και έκα­νε σκη­νο­θέ­τες όπως ο Γκο­ντάρ να «υπο­κλι­θούν» στην ιδιο­φυ­ΐα του, δήλω­νε πριν λίγα χρό­νια, απο­κα­λύ­πτο­ντας τη σεμνό­τη­τα των μεγά­λων δημιουρ­γών: «Υστε­ρα από 60 χρό­νια στον κινη­μα­το­γρά­φο δεν μπο­ρώ να εγκα­τα­λεί­ψω τον τρό­πο με τον οποίο έχω μάθει να εργά­ζο­μαι. Μπο­ρώ όμως να τον βελτιώσω»..!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο