Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιούλιος Φούτσικ, διαλεχτή μορφή κομμουνιστή δημοσιογράφου (Κείμενο του Νίκου Καραντηνού)

Στις 8 Σεπτεμ­βρί­ου 1943 εκτε­λεί­ται στο Βερο­λί­νο ο Ιού­λιος Φού­τσικ. Στέ­λε­χος του τσε­χο­σλο­βά­κι­κου κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κός και δημο­σιο­γρά­φος, εθνι­κός ήρω­ας της Τσεχοσλοβακίας.

Ο Φού­τσικ γεν­νή­θη­κε το 1903 και από νεα­ρή ηλι­κία άρχι­σε να εργά­ζε­ται ως συντά­κτης στην εφη­με­ρί­δα του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας «Ρού­ντε Πρά­βο», ενώ το 1921 έγι­νε μέλος του Κόμ­μα­τος. Από το Φλε­βά­ρη του 1941 ήταν μέλος της παρά­νο­μης Κεντρι­κής Επι­τρο­πής και καθο­δη­γού­σε τις παρά­νο­μες εκδό­σεις. Τον Απρί­λη του 1942 έπε­σε στα χέρια της Γκε­στά­πο, η οποία τον μετέ­φε­ρε στη Γερ­μα­νία όπου και εκτε­λέ­στη­κε. Οσο ήταν στη φυλα­κή της Πρά­γας έγρα­ψε το συγκλο­νι­στι­κό βιβλίο «Αντα­πό­κρι­ση με τη θηλιά στο λαι­μό» που μετα­φρά­στη­κε σε 70 γλώσσες.

Ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με από το Ριζο­σπά­στη άρθρο του αντι­στα­σια­κού δημο­σιο­γρά­φου και επί χρό­νια εκπρο­σώ­που της μαχό­με­νης δημο­σιο­γρα­φί­ας, Νίκου Καραντηνού

ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ
(Το μήνυ­μα του ήρωα Φούτσικ)

ΗΤΑΝ σαν προ­χτές — 18 του Σεπτέμ­βρη 1943 — εδώ κι εξή­ντα χρό­νια, που οι χιτλε­ρι­κοί δήμιοι ανέ­βα­ζαν στην κρε­μά­λα έναν ήρωα, τον Τσε­χο­σλο­βά­κο κομ­μου­νι­στή δημο­σιο­γρά­φο Ιού­λιο Φού­τσικ . Εναν κορυ­φαίο αντι­φα­σί­στα, έναν φλο­γε­ρό αγω­νι­στή, που σ’ εκεί­να τα μαύ­ρα χρό­νια που ζού­σε η πατρί­δα του αλλά κι η Ευρώ­πη είχε βρε­θεί στις πρώ­τες γραμ­μές του αντι­φα­σι­στι­κού αγώνα.

ΔΙΑΛΕΧΤΗ μορ­φή στο ευρω­παϊ­κό δημο­σιο­γρα­φι­κό στε­ρέ­ω­μα σ’ εκεί­να τα μακρι­νά άγρια χρό­νια, ο δημο­σιο­γρά­φος θα ανα­δει­χτεί με την πένα στην καθη­με­ρι­νή μάχη που έδι­ναν τότε οι κομ­μου­νι­στές μαζί με τους Τσε­χο­σλο­βά­κους πατριώ­τες ενά­ντια στους χιτλε­ρι­κούς εισβο­λείς. Πάνω σ’ αυτή την καθη­με­ρι­νή αστα­μά­τη­τη μάχη ο Φού­τσικ , τον Απρί­λη του 1942 θα πέσει στα χέρια της Γκε­στά­πο, που θα τον κλεί­σει στο κάτερ­γο του Πάνκρακ.

ΣΤΟ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟ αυτό κολα­στή­ριο θα γρά­ψει το πολύ γνω­στό και συγκλο­νι­στι­κό βιβλίο «Με τη θηλιά στο λαι­μό». Είναι ό,τι πιο ανθρώ­πι­νο, που μπο­ρεί ν’ αφή­σει κλη­ρο­νο­μιά, μήνυ­μα ένας μελ­λο­θά­να­τος, ένα στερ­νό ρεπορ­τάζ δημο­σιο­γρά­φου που καρ­τε­ρώ­ντας να φτά­σει το ύστα­το της ζωής ξημέ­ρω­μα δε λογα­ριά­ζει καθό­λου το δήμιο, το θάνα­το που τον εγγί­ζει αλλά ο νους τρέ­χει στη φωτει­νή αυρια­νή μέρα του ανθρώ­που. Αυτήν αντι­κρί­ζει ο μελ­λο­θά­να­τος και γι’ αυτήν γρά­φει. Θυμί­ζου­με μερι­κά λόγια που μας έδω­σε η αξέ­χα­στη αντι­στα­σια­κή συγ­γρα­φέ­ας Εφη Παν­σέ­λη­νου, που έχει μετα­φρά­σει το βιβλίο αυτό από τα γαλλικά.

ΕΙΝΑΙ, γρά­φει, ένα βιβλίο που σε συγκλο­νί­ζει όχι με το φόβο του θανά­του μα με την αγά­πη στη ζωή. Βλέ­πεις να πεθαί­νει τρα­γου­δώ­ντας τη ζωή για­τί ξέρει και πιστεύ­ει πως χιλιά­δες άλλοι θα πάρου­νε το τρα­γού­δι του σαν λαμπά­δα αναμ­μέ­νη, να το παρα­δώ­σουν σ’ άλλους για να γίνει χαρά των ανθρώπων.

ΝΑ θυμά­στε… Να θυμά­στε… Να μην ξεχά­στε αν ζήσε­τε. Αυτό είναι ένα μήνυ­μα που ο ανα­γνώ­στης του βιβλί­ου συνα­ντά μέσα στις εικό­νες του. «Μην ξεχά­σε­τε ούτε τους καλούς ούτε τους κακούς. Μαζέψ­τε υπο­μο­νε­τι­κά τη μαρ­τυ­ρία εκεί­νων που πέσα­νε γι’ αυτούς και για σας. Κάποια μέρα το σήμε­ρα θα γίνει παρελ­θόν. Και θα μιλά­νε για μια επο­χή μεγά­λη και για ανώ­νυ­μους που δημιουρ­γούν ιστο­ρία…». Ο κομ­μου­νι­στής δημο­σιο­γρά­φος Φού­τσικ ανα­δεί­χτη­κε δάσκα­λος για πολ­λές γενιές δημο­σιο­γρά­φων. Τα ρεπορ­τάζ τα δικά του μπή­καν σαν υπο­δείγ­μα­τα γρα­φής στις δημο­σιο­γρα­φι­κές σχο­λές. «…Δεν υπάρ­χουν — έλε­γε ο Φού­τσικ — δημο­σιο­γρά­φοι ουδέ­τε­ροι, δεν υπάρ­χουν δημο­σιο­γρά­φοι που τοπο­θε­τούν τον εαυ­τό τους έξω από τα πράγ­μα­τα. Αυτός που δια­λέ­γει το δημο­σιο­γρα­φι­κό επάγ­γελ­μα οφεί­λει να το υπη­ρε­τή­σει και να το ασκή­σει σαν λει­τούρ­γη­μα…». Μονα­δι­κές δημο­σιο­γρα­φι­κές εμπει­ρί­ες, θησαυ­ρός γνώ­σης για τους νέους δημοσιογράφους…

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΕΙΣ το αγα­πη­τό αντι­στα­σια­κό αυτό βιβλίο. Μετράς κι εσύ μαζί του τα βήμα­τα μέσα στο κελί της φυλα­κής. «Πόσες φορές — γρά­φει — δε μέτρη­σα αυτή την από­στα­ση από την πόρ­τα ως το παρά­θυ­ρο. Εφτά όλα κι όλα βήμα­τα». Κι ο δια­λο­γι­σμός αυτός του μελ­λο­θά­να­του συμπλη­ρώ­νει: «…Πόσους αιώ­νες χρειά­ζε­ται ο άνθρω­πος για ν’ ανοί­ξει τέλος τα μάτια; Πόσα κελιά πρέ­πει να γνω­ρί­σει ο άνθρω­πος για να μπο­ρέ­σει να πάει μπρο­στά; Ω! Παι­δί Ιησού του Νερού­ντα το τέρ­μα του δρό­μου για τη σωτη­ρία της ανθρω­πό­τη­τας βρί­σκε­ται ακό­μα πολύ μακριά… Ομως μην κοι­μά­σαι πια, μην κοι­μά­σαι πια…».

ΕΞΗΝΤΑ χρό­νια από τα χαρά­μα­τα, που στο Βερο­λί­νο οι χιτλε­ρι­κοί δήμιοι κρε­μού­σαν τον ήρωα δημο­σιο­γρά­φο. Τα λόγια του και τα μηνύ­μα­τά του έχουν δρα­μα­τι­κή επι­και­ρό­τη­τα. Ο δρό­μος για τη σωτη­ρία της ανθρω­πό­τη­τας βρί­σκε­ται πολύ μακριά. Η στερ­νή λέξη μάς θυμί­ζει: «…Μέσα στη ζωή δεν υπάρ­χουν θεα­τές. Η αυλαία σηκώ­νε­ται. Ανθρω­ποι, σας αγά­πη­σα. Αγρυπνάτε».
Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο