Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κάτι χτυπάει την πόρτα μας και δεν είναι ο Βοριάς

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Εσύ δεν είσαι για μια συγκέ­ντρω­ση. Δεν κάνεις «επα­να­στα­τι­κή γυμνα­στι­κή». Έχεις σοβα­ρά κι ενδια­φέ­ρο­ντα ν’ ασχο­λη­θείς. Δεν σπα­τα­λιέ­σαι σε μονο­ή­με­ρη απερ­γία. Γι αυτό και δεν έχεις συμ­με­τά­σχει σε καμία. «Να χάνεις το μερο­κά­μα­το για μαλα­κί­ες»; «Δεν γίνε­ται τίπο­τα έτσι», «τι φταί­με οι υπό­λοι­ποι που μας ανα­στα­τώ­νουν», «τι κλεί­νουν το μετρό για λίγες ώρες – εμείς την πλη­ρώ­νου­με», «τι θέλουν κι οι για­τροί και απερ­γούν», «πρέ­πει να τα κλεί­σου­με όλα», «να βγού­με στους δρό­μους όλοι, να…».
«Οι υδραυ­λι­κοί είναι κλέ­φτες», «οι δικη­γό­ροι είναι απα­τε­ώ­νες», «οι μηχα­νι­κοί είναι… λιγό­τε­ρο μηχα­νι­κοί», «οι δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι είναι τεμπέ­λη­δες», «να κοπούν τα δώρα και στους ιδιωτικούς».

Δεν είσαι γι αυτά εσύ. Για τα μικρά και καθη­με­ρι­νά. Θέλεις κάτι μεγά­λο! Κάτι επα­να­στα­τι­κό! Αλλά σ’ εμπο­δί­ζουν. Θέλεις μα… δεν κινεί­ται τίπο­τα, κανείς δεν σ’ ακο­λου­θεί, τι να κάνεις κι εσύ.

Αλλά και στις, σπά­νιες, πολυ­ή­με­ρες κινη­το­ποι­ή­σεις, πάλι στην απ’ όξω είσαι. Αυτές είναι… καθο­δη­γού­με­νες, τις κάνει το… ΚΚΕ, δεν είναι για σένα.

Απερ­γο­σπά­στης από κού­νια. Υπο­σκά­πτεις αλή­τι­κα τους αγώ­νες των συνα­δέλ­φων σου, στέ­κε­σαι απέ­να­ντί τους, γλεί­φο­ντας τον πισι­νό τού αφε­ντι­κού σου και κομπορ­ρη­μο­νείς παράλ­λη­λα. Αυθα­διά­ζεις. Κι αν κάτι κερ­δί­σουν οι άλλοι — μίζε­ρο και περιο­ρι­σμέ­νο απ’ την απου­σία σου, το τσε­πώ­νεις ξεδιά­ντρο­πα κι εσύ. Εσύ που στά­θη­κες εμπό­διο στον αγώ­να τους. Και κομπά­ζεις! Αντί να ντρέ­πε­σαι. Ή να φοβάσαι.

Και τρέ­χεις έξω απ’ τα μαγα­ζιά τις Κυρια­κές να χαζεύ­εις τις βιτρί­νες και να τρέ­χουν τα σάλια σου. Για­τί για ν’ αγο­ρά­σεις ούτε λόγος. Ήδη έχεις κάνει το «σκα­τό σου παξι­μά­δι». Κι όλο κόβεις, περιο­ρί­ζεις, αφαι­ρείς, στερείσαι.

Βρί­ζεις τον για­τρό που στο 36ωρο της εφη­με­ρί­ας του δεν άφη­σε την ψυχή του – για­τί αυτό του ‘μει­νε μόνο, στην μίζε­ρη, άθλια, βρο­με­ρή, πάσχου­σα, ανω­φε­λή βιο­λο­γι­κά κι επι­βλα­βή κοι­νω­νι­κά, ελα­χι­στό­τη­τά σου.

Περι­φέ­ρεις την δύσμοι­ρη και θλι­βε­ρή ύπαρ­ξή σου σερ­νό­με­νος, σκυ­φτός και φοβι­σμέ­νος. Κι όλο υπο­χω­ρείς. Κρύ­βε­σαι και ντρέ­πε­σαι. Ντρέ­πε­σαι για την αθλιό­τη­τά σου και μισείς ότι ξεφεύ­γει απ’ αυτήν. Υπάρ­χει και κάτι χει­ρό­τε­ρο κι επι­μέ­νω σ’ αυτό: Άθλια, ως έζη­σες, δια­παι­δα­γώ­γη­σες τα παι­διά σου και τα ‘μαθες να σέρ­νο­νται κι αυτά, να επαι­τούν και να εκλι­πα­ρούν, αδιά­φο­ρα για το κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι και το απο­λύ­τως εχθρι­κό περι­βάλ­λον. Λίγο να γλεί­ψεις για να πάει ο μικρός φαντά­ρος κάπου κοντά, να πιά­σει η μικρή σερ­βι­τό­ρα κι ας της πιά­νει το αφε­ντι­κό τον κώλο, αφού πρώ­τα την ξεκω­λώ­νει για 25 ευρώ. Λίγο να συρ­θείς ακό­μη για μια τετρά­ω­ρη δου­λί­τσα στο παι­δί κι όχι αγώ­νες, τι αγώ­νες; Αυτά είναι για τους βλάκες.

Κι είναι ήδη νεκρά τα παι­διά σου. Ξοφλη­μέ­να. Μια γενιά θυσια­σμέ­νη στον βωμό του κέρ­δους των αφε­ντι­κών. Κι όσο το παι­δί σου δεν κοι­νω­νι­κο­ποιεί­ται, δεν συνται­ριά­ζει με τα άλλα παι­διά της τάξης του, δεν θυμώ­νει, δεν αγα­να­χτεί, δεν εξε­γεί­ρε­ται, δεν οργα­νώ­νε­ται ενα­ντί­ον στο ζοφε­ρό μέλ­λον που του προ­δια­γρά­φουν, τόσο θα χώνε­ται πιο βαθιά στον κοι­νω­νι­κό τάφο πριν τον βιολογικό.

Κι όμως, έχει κι άλλο για τον πάτο. Πει­νάς, διψάς, κρυώ­νεις, στε­ρεί­σαι αυτο­νό­η­τα δικαιώ­μα­τα και κατα­κτή­σεις της επι­στή­μης, της τεχνι­κής και του πολι­τι­σμού. Έφτα­σες να πλέ­νε­σαι λιγό­τε­ρο. Να μη μιλή­σου­με για περί­θαλ­ψη και προ­λη­πτι­κή ιατρι­κή. Εξευ­τέ­λι­σαν τις συντά­ξεις (που ήταν δικά σου χρή­μα­τα) κι έκο­ψαν ακό­μη κι αυτές της χηρεί­ας. Βάρος και στο θάνα­τό σου σε κατά­ντη­σαν άμοι­ρε. Θλι­βε­ρό και σιχα­μέ­νο απο­κύ­η­μα ανθρώ­που. Κι άντε να περά­σεις απα­ρα­τή­ρη­τος, να την βγά­λεις όπως-όπως, τι έμει­νε ακό­μη; Σε λίγο «φεύ­γεις». Εξα­νε­μί­στη­κε η μία και μονα­δι­κή ζωή που τους την χάρισες.

Κιν­δυ­νεύ­εις να σου φέρ­νουν τα παι­διά σου σε φέρε­τρα – θύμα­τα κάποιας μεγά­λης ιδέ­ας ή ενός εχθρού που θα χουν κατα­σκευά­σει τ’ αφε­ντι­κά σου. Έχει γίνει πολ­λές φορές αυτό – μέχρι την επα­να­στα­τι­κή Ρωσία τα έφτα­σαν και στα γύρι­ζαν νεκρά, στα βάθη της Μικράς Ασί­ας αργό­τε­ρα τα πήγαν, στην Κορέα, στην Γιου­γκο­σλα­βία απ’ όπου γύρι­ζαν με καρ­κί­νους από το απε­μπλου­τι­σμέ­νο ουρά­νιο. Κοντά είμα­στε και σήμερα.

Αλλά και οι διά­φο­ροι Πήτερ και Γιό­χαν που έφευ­γαν κάπο­τε υπε­ρή­φα­νοι καλο­ζω­ι­σμέ­νοι και κορ­δω­μέ­νοι, για το ταξί­δι ανα­ψυ­χής – έτσι τους είχαν παρα­μυ­θιά­σει, με στό­χο την εξα­φά­νι­ση των «υπαν­θρώ­πων Σλά­βων» έσπει­ραν με τα κου­φά­ρια τους την Σοβιε­τι­κή γη. Αφού προη­γού­με­να είχαν φρο­ντί­σει να δολο­φο­νή­σουν εκα­τομ­μύ­ρια Σοβιε­τι­κούς και άλλους πολί­τες, να κάψουν χιλιά­δες πόλεις και χωριά να εξα­φα­νί­σουν εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες βιο­μη­χα­νί­ες, σπί­τια, νοσο­κο­μεία, μου­σεία, όπε­ρες, θέατρα.
Πρό­σε­χε θλι­βε­ρέ ανθρω­πά­κο για­τί και όλα αυτά είναι στην πόρ­τα σου πάλι.

Αλλά εσύ, είπα­με, για άλλα είσαι κι όχι γι αυτά. Αλλά το παρόν σου ανύ­παρ­κτο και των παι­διών σου το μέλ­λον ζοφε­ρό. Και το τρα­γι­κό θα είναι που δεν θα ξέρεις από πού και για­τί σου έρχεται.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο