Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ: ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΙΜΗΣ & ΜΝΗΜΗΣ για τους 200 εκτελεσμένους κομμουνιστές την 1η ΜΑΗ 1944

Σε λίγο ‑7.30μμ , οι Τομε­α­κές Οργα­νώ­σεις ΝΔ Συνοι­κιών | Ανα­το­λι­κών & ΑΕΙ – ΕΚ Αττι­κής του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, όπως κάθε χρό­νο τιμούν τους “200 πατριώ­τες \ κομ­μου­νι­στές της Και­σα­ρια­νής

Νωρί­τε­ρα γίνε­ται η ξενά­γη­ση στο στρα­τό­πε­δό του Χαϊ­δα­ρί­ου – Μπλοκ 15

Σκο­πευ­τή­ριο Και­σα­ρια­νής: Εκδή­λω­ση και προ­βο­λή της ται­νί­ας «Το τελευ­ταίο σημεί­ω­μα»

1η Μάη!

Μέρα αγώ­να. Μέρα γιορ­τής. Μέρα τιμής των αγώ­νων της τάξης μας.

Μια κόκ­κι­νη γραμ­μή συν­δέ­ει τους αγώ­νες… Δεν κατα­γρά­φει απλά ημε­ρο­μη­νί­ες, παρά μόνο αυτόν τον σκλη­ρό αγώ­να που δίνουν οι εργα­ζό­με­νοι όλου του κόσμου, για να «κατα­χτή­σου­νε τη γης, την οικουμένη»

Το Σκο­πευ­τή­ριο δια­μορ­φώ­νε­ται επί δημαρ­χί­ας Πανα­γιώ­τη Μακρή και φιλο­ξε­νεί Φεστι­βάλ της ΚΝΕ

Παναγιώτης Μακρής ηρωική μορφή του λαϊκού κινήματος

Εκδη­λώ­σεις τιμής και μνή­μης, που ξεκί­νη­σαν επί δημαρ­χί­ας του κομ­μου­νι­στή δημάρ­χου Πανα­γιώ­τη Μακρή, συνε­χί­στη­καν επί διοί­κη­σης ΛαΣυ (Ηλί­ας Στα­μέ­λος 2015–2019) και εκφυ­λί­στη­καν πλή­ρως επί δημαρ­χί­ας Βοσκό­που­λου

Το μήνυμα στο «Τελευταίο Σημείωμα»

«Όταν ο άνθρω­πος δίνει τη ζωή του για ανώ­τε­ρα ιδα­νι­κά δεν πεθαί­νει ποτέ…», έγρα­φε ένα απ’ τα δεκά­δες σημειώ­μα­τα τα σκορ­πι­σμέ­να κοντά στα άψυ­χα κορ­μιά των 200 κομ­μου­νι­στών – κρα­τού­με­νων στο στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου – που εκτε­λέ­στη­καν από τους ναζί κατα­κτη­τές την 1η Μάη του 1944 στην Και­σα­ρια­νή. Και πραγ­μα­τι­κά, το απα­ρά­μιλ­λο μεγα­λείο που απέ­πνεε αυτός ο ανθός του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος με την περή­φα­νη, την όρθια στά­ση του εμπνέ­ο­ντας ένα πλή­θος καλ­λι­τε­χνι­κών έργων εκεί­νη την περί­ο­δο, εξα­κο­λου­θεί, 73 χρό­νια μετά, να συγκι­νεί την τέχνη, όπως έδει­ξε η νέα ται­νία του Παντε­λή Βούλ­γα­ρη «Το Τελευ­ταίο Σημεί­ω­μα» σε σενά­ριο της Ιωάν­νας Καρυ­στιά­νη και του ίδιου του σκηνοθέτη.

Το εγχεί­ρη­μα ήταν τολ­μη­ρό, ειδι­κά για­τί το θέμα της ται­νί­ας προ­ϋ­πο­θέ­τει, εκτός από την καλή γνώ­ση της ιστο­ρί­ας και των μέσων της κινη­μα­το­γρα­φι­κής τέχνης – που ο Παντε­λής Βούλ­γα­ρης αναμ­φι­σβή­τη­τα δια­θέ­τει – σοβα­ρή εξοι­κεί­ω­ση με την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και δρά­ση. Παρά τις δυσκο­λί­ες της, η ται­νία δικαί­ω­σε τη φιλο­δο­ξία των δημιουρ­γών της: Να ξυπνή­σει τη διά­θε­ση για να ψάξου­με περισ­σό­τε­ρο την πρό­σφα­τη ιστο­ρία της ταξι­κής πάλης στη χώρα μας, ν’ ανα­ζη­τή­σου­με στην αγω­νι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά των γονιών και των παπ­πού­δων μας, στις πιο πολύ­τι­μες παρα­κα­τα­θή­κες του χτες, απα­ντή­σεις και ανα­λο­γί­ες για το πώς πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζου­με το σήμερα.

Και μόνο για­τί – σε και­ρούς που ο κινη­μα­το­γρά­φος βρί­θει από ανώ­φε­λες έως βλα­βε­ρές χολι­γου­ντια­νές υπερ­πα­ρα­γω­γές – οι εμπνευ­στές της ται­νί­ας ανα­γνω­ρί­ζουν και απο­δί­δουν στην τέχνη την κοι­νω­νι­κά χρή­σι­μη λει­τουρ­γία της, τους αξί­ζει έπαι­νος. Πολύ περισ­σό­τε­ρο που το έργο παίρ­νει θέση και σ’ ένα ακό­μη πιο κρί­σι­μο ζήτη­μα της πολι­τι­κής και ιδε­ο­λο­γι­κής δια­πά­λης, τη διε­θνή εκστρα­τεία του κεφα­λαί­ου για ταύ­τι­ση του φασι­σμού με τον κομμουνισμό.

Απέ­να­ντι στον κόσμο του κυνι­σμού, της βαρ­βα­ρό­τη­τας, της κτη­νω­δί­ας που αντι­προ­σω­πεύ­ουν οι δυνά­μεις του χιτλε­ρο­φα­σι­σμού, η ται­νία ορθώ­νει έναν κόσμο αλλη­λεγ­γύ­ης, ήθους, εντι­μό­τη­τας, αξιο­πρέ­πειας και βαθιάς ανθρω­πιάς που φτά­νει έως την ύστα­τη θυσία, χωρίς να κρύ­βει ότι βασι­κοί φορείς των ανώ­τε­ρων αυτών ψυχι­κών δυνά­με­ων του ανθρώ­που είναι οι κομ­μου­νι­στές, με επι­κε­φα­λής το στέ­λε­χός τους Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη, με κομ­μα­τι­κή απο­στο­λή διερ­μη­νέα του στρα­το­πέ­δου, ατσα­λω­μέ­νο – όπως οι περισ­σό­τε­ροι από τους 200 – στα μετα­ξι­κά στρα­τό­πε­δα εξο­ρί­ας και προ­πα­ντός στο μεγά­λο ταξι­κό σχο­λειό της Ακροναυπλίας.

Αυτό, άλλω­στε, είναι το περιε­χό­με­νο και το βαθύ­τε­ρο μήνυ­μα της ται­νί­ας, που προ­ε­κτεί­νε­ται στο σήμε­ρα: Η θεμε­λιω­μέ­νη στα πιο προ­ω­θη­μέ­να ανθρώ­πι­να ιδα­νι­κά ηθι­κή υπε­ρο­χή των λαϊ­κών αγω­νι­στών είχε τη δύνα­μη να σμπα­ρα­λιά­σει, να συντρί­ψει, να εκμη­δε­νί­σει το μύθο του αήτ­τη­του, σιδε­ρό­φρα­κτου χιτλε­ρι­κού οικο­δο­μή­μα­τος, τη σάπια τενε­κε­δέ­νια «υπε­ρο­χή» της «ανώ­τε­ρης άριας φυλής», μια υπε­ρο­χή για την οποία καυ­χιέ­ται άλλω­στε στην αρχή της ται­νί­ας ο Γερ­μα­νός διοι­κη­τής του στρα­το­πέ­δου, ο Φίσερ.

Με άλλα λόγια, «Το Τελευ­ταίο Σημεί­ω­μα», χωρίς να έχει την πρό­θε­ση να διδά­ξει ιστο­ρία, σέβε­ται την ιστο­ρι­κά χρή­σι­μη αλή­θεια της. Οι δεσμώ­τες του Χαϊ­δα­ρί­ου δεν απο­τε­λούν ένα παρα­δο­μέ­νο στο έλε­ος της ταπεί­νω­σης, του άγριου βασα­νι­σμού και της αγω­νί­ας από το καθη­με­ρι­νό προ­σκλη­τή­ριο του θανά­του, μπου­λού­κι, αλλά μια συγκρο­τη­μέ­νη κοι­νό­τη­τα, όπου καθέ­νας δεν νιώ­θει μόνος, καθώς βρί­σκει στα σπλά­χνα της ανθρώ­πι­νη ζεστα­σιά και αμέ­ρι­στη φρο­ντί­δα, παρη­γο­ριά και συμπα­ρά­στα­ση για να νικά τον πόνο, το φόβο, την απελ­πι­σία, την παραί­τη­ση και να ωρι­μά­ζει, να γίνε­ται ολο­έ­να πιο άξιος αγω­νι­στής. Οι κρα­τού­με­νοι ετοί­μα­σαν και χάρι­σαν ένα μακρύ παντε­λό­νι στο δεκα­τριά­χρο­νο σύντρο­φό τους με τα κοντά παντε­λο­νά­κια, που ανδρώ­θη­κε δίπλα τους και θα πάρει τη θέση τους, όταν αυτοί θα λείψουν.

Πρωτομαγιά. Γεια σας όλοι. Πάμε στη μάχη!

Οργα­νω­τής όλης αυτής της δου­λειάς είναι το Κόμ­μα, που ενσαρ­κώ­νε­ται στο πρό­σω­πο του ηλι­κιω­μέ­νου και έμπει­ρου ανώ­νυ­μου καθο­δη­γη­τή. Η κομ­μα­τι­κή ηλι­κία του – καθό­λου τυχαία – ταυ­τί­ζε­ται με τα χρό­νια της μέχρι τότε ζωής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος (1918 – 1944): «Εικο­σι­πέ­ντε χρό­νια αγώ­να και θυσί­ας δεν πήγαν χαμέ­να. Πεθαί­νω σαν άνθρω­πος… Για μια δίκαιη κοι­νω­νία…» λέει, όταν μαθαί­νει για την επι­κεί­με­νη εκτέ­λε­ση των 200 κομ­μου­νι­στών. Αυτός, δηλα­δή το Κόμ­μα, είναι που – έχο­ντας στή­σει έναν παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό άμε­σης πλη­ρο­φό­ρη­σης για τα επί­και­ρα πολι­τι­κά γεγο­νό­τα – εμψυ­χώ­νει τους κρα­τού­με­νους με τις ειδή­σεις για την προ­έ­λα­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού και τις επι­τυ­χί­ες των ΕΑΜι­κών και ΕΛΑ­Σί­τι­κων δυνά­με­ων ενά­ντια στα κατο­χι­κά στρα­τεύ­μα­τα. Αυτός πάλι, με τις εύστο­χες παρεμ­βά­σεις του και τις νηφά­λιες συμ­βου­λές του, στη­ρί­ζει κάθε βήμα τους, εμπο­δί­ζο­ντάς τους να λυγί­σουν, απο­τρέ­πο­ντας ακό­μη και τον ίδιο τον Σου­κα­τζί­δη να παραι­τη­θεί από διερ­μη­νέ­ας, κάτω από την αφό­ρη­τη συνει­δη­σια­κή πίε­ση του σκλη­ρού και άχα­ρου, μα καί­ριου αυτού ρόλου.

Όλοι οι ήρω­ες του Χαϊ­δα­ρί­ου, άλλω­στε, απο­δί­δο­νται ρεα­λι­στι­κά στην ται­νία. Δεν δεί­χνο­νται σαν υπερ­φυ­σι­κά, υπε­ράν­θρω­πα όντα, αλλά σαν κανο­νι­κοί, όπως κι εμείς άνθρω­ποι, υπο­φέ­ρουν, λαχτα­ρούν τις μικρο­χα­ρές, ερω­τεύ­ο­νται, παλεύ­ουν με τις αντι­φά­σεις τους, αγα­πούν με πάθος τη ζωή και γι’ αυτό πεθαί­νουν γι’ αυτήν. Για να την ημε­ρέ­ψουν, να την ομορφύνουν.

Η ται­νία, λιτή και αφαι­ρε­τι­κή, δεί­χνει απλή και ευκο­λο­διά­βα­στη, μα δεν κατα­να­λώ­νε­ται εύκο­λα στο σύνο­λό της. Μια πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη κατα­νό­η­ση και από­λαυ­σή της έχει απαι­τή­σεις για οξυ­μέ­νη παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα, ιστο­ρι­κή γνώ­ση και κινη­το­ποί­η­ση της σκέ­ψης. Για παρά­δειγ­μα, χρειά­ζε­ται έντα­ση της προ­σο­χής για να αντι­λη­φθεί κανείς την αντί­θε­ση ανά­με­σα στους ανορ­γά­νω­τους κρα­τού­με­νους – που με σκο­πό τον τέλειο εξευ­τε­λι­σμό τους οδη­γού­νται με τα εσώ­ρου­χα στην εκτέ­λε­ση, ένας τους μάλι­στα εκλι­πα­ρεί κλαί­γο­ντας να τον λυπη­θούν – και στους δια­κό­σιους κομ­μου­νι­στές, που την παρα­μο­νή της εκτέ­λε­σής τους πλέ­νο­νται, χτε­νί­ζο­νται, φορούν τα «καλά» τους και ρίχνο­νται σε ένα τρι­κού­βερ­το, ολο­νύ­χτιο χορό, περι­φρο­νώ­ντας κι εξευ­τε­λί­ζο­ντας όχι μόνο τους κατα­κτη­τές, αλλά τον ίδιο το θάνα­το. Με τα πρό­σω­πα σκο­τει­νά μέσα στην τρο­με­ρή τους προ­σπά­θεια, αδέ­κα­στα όμως και απο­φα­σι­σμέ­να, και τα κορ­μιά συντο­νι­σμέ­να στο ρυθ­μό λεβέ­ντι­κων παρα­δο­σια­κών τρα­γου­διών, σαν άξιοι κλη­ρο­νό­μοι της προ­γο­νι­κής φωτιάς για ανυ­πο­τα­γή, φεύ­γουν πάνο­πλοι για την εκστρα­τεία της ζωής ενά­ντια στο θάνα­το, σ’ αυτήν τη συγκλο­νι­στι­κή σκη­νή της ταινίας.

«Πρω­το­μα­γιά. Γεια σας όλοι. Πάμε στη μάχη», όπως έγρα­φε στο τελευ­ταίο του σημεί­ω­μα ένας ακό­μη εκτε­λε­σμέ­νος ήρω­ας της Και­σα­ρια­νής. Και πραγ­μα­τι­κά, στη σκη­νή της εκτέ­λε­σης, θα ταί­ρια­ζε μια πιο επι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή έκφρα­ση αυτού του ηρω­ι­σμού, για­τί τέτοιος και μόνο τέτοιος ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μεγα­λειώ­δης και επι­κός. Οι κομ­μου­νι­στές του Χαϊ­δα­ρί­ου, δια­λε­χτά στε­λέ­χη του πιο συνει­δη­τού τμή­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης, ήξε­ραν πως δεν ήταν τυχαία η επι­λο­γή τους για εκτέ­λε­ση, ούτε η μέρα που αυτή πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Ηξε­ραν όλοι τους ότι αυτήν την κρί­σι­μη ώρα δεν είχαν κανέ­να δικαί­ω­μα να εκφρά­σουν την ατο­μι­κό­τη­τά τους. Με την υπο­δειγ­μα­τι­κή στά­ση τους όφει­λαν να στεί­λουν μήνυ­μα όχι μονά­χα στην οικο­γέ­νειά τους, ούτε καν μόνο στον ελλη­νι­κό λαό, που μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μάχο­νταν ολο­έ­να και πιο απο­φα­σι­στι­κά το φασί­στα κατα­κτη­τή, αλλά στην παγκό­σμια εργα­τι­κή τάξη. Είναι το μήνυ­μα της ανα­πό­τρε­πτης νίκης της στον τιτά­νιο κι ασυμ­φι­λί­ω­το αγώ­να της, που θα καταρ­γή­σει τη βαρ­βα­ρό­τη­τα της ταξι­κής αδι­κί­ας και εκμε­τάλ­λευ­σης, όποια έκφρα­ση κι αν αυτή παίρ­νει. Το μήνυ­μα της ακλό­νη­της βεβαιό­τη­τάς τους ότι το ιδα­νι­κό της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης δεν απο­τε­λεί ουτο­πία, αλλά επι­στη­μο­νι­κά θεμε­λιω­μέ­νη και πρα­κτι­κά επι­βε­βαιω­μέ­νη ανα­γκαιό­τη­τα της ιστο­ρί­ας. Αυτή η βεβαιό­τη­τα έθρε­ψε τέτοιους γεν­ναί­ους επα­να­στά­τες και θα εξα­κο­λου­θεί πάντα ν’ ανα­θρέ­φει, ώσπου η ανθρω­πό­τη­τα να εξαν­θρω­πι­στεί. Η εικό­να της τελευ­ταί­ας ομά­δας των εκτε­λε­σμέ­νων, που πέφτουν στη γη με αλύ­γι­στη την υψω­μέ­νη σιδε­ρέ­νια τους γρο­θιά, αυτό είναι το τελευ­ταίο σημεί­ω­μα των δια­κο­σί­ων, η δια­θή­κη που μας εμπιστεύτηκαν.

Στα πλού­σια συναι­σθή­μα­τα που διε­γεί­ρει η ται­νία, σπου­δαία είναι η συμ­βο­λή των ηθο­ποιών και ειδι­κά του πρω­τα­γω­νι­στι­κού δίδυ­μου, του Ανδρέα Κων­στα­ντί­νου στο ρόλο του Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη και του Αντρέ Χένι­κε στο ρόλο του Καρλ Φίσερ, ενώ καθό­λου δεν υπο­λεί­πε­ται και η ερμη­νεία του Τάσου Δήμα στο ρόλο του «καθο­δη­γη­τή».

Το Τελευ­ταίο Σημείωμα

Πηγή

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο