Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Και γι’ απανωσκεπάσματα την τσάφνη και το χιόνι

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Μπρο­στά ο Λάκης, πίσω η Μπα­ντού­νω, παρα­πί­σω ο Τζε­ρέ­πης, αστα­μά­τη­γοι, συνη­θι­σμέ­νοι στ’ αγιά­ζι, όσο να πεις κίμι­νο έφερ­ναν γύρα τον τόπο απ’ τις κογκέ­λες του Μπα­λι­λά­κου ίσα­με τ’ αλώ­νια, κι ό,τι ήβρι­σκαν στο δρό­μο τους, πέτρες, φλού­δες από τα δέντρα, κλα­διά, κου­κου­νά­ρια όλα τά ’παιρ­ναν σβά­ρα, η Μπα­ντού­νω κι ο Τζε­ρέ­πης γαβγί­ζο­ντας, ο Λάκης σιου­ρί­ζο­ντας με τη σφε­ντό­να στο χέρι. Και ήταν καλός, μπο­ρεί και ο καλύ­τε­ρος στο σημά­δι. Αδύ­να­τος, ψηλός, τ’ αυτιά μεγά­λα, γκλα­μπαύ­τι­κο ντίπ και τα γόνα­τα πέτα­λα αλό­γου. Κου­ρε­μέ­νος με την ψιλή,  εκεί­νη τη χει­ρο­κί­νη­τη κου­ρευ­τι­κή μηχα­νή που έκο­βε τα μαλ­λιά ως τη ρίζα σύμ­φω­να με τις απαι­τή­σεις των δασκά­λων, κατά τις κυβερ­νη­τι­κές οδη­γί­ες πάντα, «υγιει­νής ένε­κεν, ίνα συμ­μορ­φω­θώ­μεν, προς απο­φυ­γήν της εγκα­τα­στά­σε­ως απρο­βλέ­πτου πλη­θυ­σμού ψεί­ρας εις την περιο­χήν»,  κόρ­δω­νε ο δάσκα­λος, άκουαν τα κού­τσι­κα, παι­διά και κοπέ­λες, «μην πάει και κολ­λή­σει ψεί­ρες η περιο­χή μας, ο τόπος δηλα­δή» , αυτό κατα­λά­βαι­ναν και φαντά­ζο­νταν τη Μουρ­γκά­να φορ­τω­μέ­νη ψεί­ρες απ’ την τσού­κα ως τον πάτο, «ούι μανού­λα μ’, μανού­λα μ’ τι θα παθαί­να­μαν τα σφά­λια­ρα, λες και δεν είχε αφή­σει τόσα κου­σού­ρια ο πόλεμος…»

Στα­μά­τη­σε στην αμυ­γδα­λιά στο γημά­ρι της βάβω Μιχά­λαι­νας. Κάτω απ’ το φρέ­σκο χιό­νι ήταν ακό­μη κάτι πρά­σα, τίπο­τις άλλο. Χου­χού­λια­σε με την ανά­σα του τα χερό­πλα πού ’χαν μαρα­γκιά­σει, τα ζέστα­νε ψίχα. Παρέ­κει έτρε­χε το ποτά­μι, άκου­γες τον αχό του νερού. Σήκω­σε το βλέμ­μα γυρεύ­ο­ντας να βρει κάνα ρου­βέ­λι στα κλα­διά, μα αντί για που­λί γιό­μι­σαν τα μάτια λου­λού­δια. Ούι τι θάμα! Άσπρα άνθια και ροζ μπου­μπού­κια στο κατα­χεί­μω­νο φορ­τω­μέ­να μέλισ­σες κι ως φύσα­γε ο αέρας, μια ανθο­βρο­χή, όλα ψηλά του έρχο­νταν. Ξαστό­χη­σε τη σφε­ντό­να την κρέ­μα­σε στο λαι­μό. Έμει­κε να τηρά­ει το θάμα.

Κάποια στιγ­μή, όπως έστρε­ψε το κεφά­λι, με την άκρη του ματιού του είδε πρώ­τα το γνώ­ρι­μο χιλιο­φο­ρε­μέ­νο κόκ­κι­νο παπού­τσι και το ταγά­ρι της κοπε­λί­τσας που κρύ­βο­νταν πίσω απ΄ τη βελα­νι­διά και μετά την ίδια, ένα βλέ­φα­ρο μόνο, λιγό­τε­ρο από αστρα­πή μα αρκε­τό σ’ εκεί­νο το πρω­το­ξύ­πνη­μα μέσα του. Δεν της έκρε­νε ντό­τι, δεν ήθε­λε να τη ντρο­πιά­σει, τού ’ρχο­νταν κρί­μα. Έκα­νε τον αδιά­φο­ρο κι ας πετού­σαν όλες οι πέρ­δι­κες της ράχης στο γκιό­ξι, τέτοιο φτε­ρού­γι­σμα, κατα­λά­βαι­νε πως αυτή ήτα­ντη η αιτία, η αρχή μιας άλλης ανο­μο­λό­γη­της παρά­τολ­μης ευχα­ρί­στη­σης. Άκου­σε ένα γέλιο πνι­χτό, το γέλιο της. Φαντά­στη­κε τα μάγου­λά της κατα­κόκ­κι­να, έτσι είχαν ανά­ψει παπα­ρού­νες και στα δικά του, γέλα­σε κι αυτός, από μέσα του, πάλι για να μην την ντρο­πιά­σει και να μη ντρο­πια­στεί, ίσως όμως και για να μην χάσει την αθέ­α­τη παρέα. Καμώ­θη­κε τον αδιά­φο­ρο, οκτώ χρο­νών παι­δί, παρα­δο­μέ­νο σ’ ό,τι ονει­ρεύ­τη­κε ξανα­κοί­τα­ξε απά­νου με τα μάτια ορθά­νοι­χτα. Εκεί στο πιο ψηλό κλα­δί θέλη­σε να την γλέ­πει, να κάθε­ται στο­λι­σμέ­νη και ροδο­μά­γου­λη και να του γνέ­φει, εκεί­νη η τσού­πρα, η ακά­τε­χη κι αμά­θη­τη που της έρχο­νταν αντρο­πή να φανερωθεί.

Κι ύστε­ρα πώς τού ’ρθε; Για να τη συγκι­νή­σει; Να την κάνει να τον προ­σέ­ξει; Πάντως για το χατί­ρι της έπια­σε τρα­γού­δι και χορό, αυτό μανα­χό  του. Με μια ανε­ξή­γη­τη χαρά, έσυ­ρε κεί­νο τον πρώ­το χορό στα τρί­για που τους είχαν μάθει στο σχο­λείο. Ο Λάκης, με τη Μπα­ντού­νω και τον Τζε­ρέ­πη, γύρω – γύρω από την ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά, κι εκεί­νη η σκα­σμέ­νη η δολιο­κό­πε­λη, μπο­ρεί να μην είχε βρει το θάρ­ρος να βγει απ’ την κρυ­ψώ­να, τρα­γού­δα­γε όμως μαζί του, χαμη­λό­φω­να, μα τραγούδαγε:

«Εψές με την αστρο­φεγ­γιά μιά ’βρε­χε, μια χιόνιζε,
με το λαμπρό φεγ­γά­ρι, ας βρέ­χει και ας χιονίζει.
Παίρ­νω το ντου­φε­κά­κι μου, μιά ’βρε­χε, μια χιόνιζε
και πάω για κυνή­γι, μια ’βρε­χε, μια χιόνιζε.
Κυνή­γι δεν μπο­ρώ να βρω, μιά ’βρε­χε, μια χιόνιζε,
πέρ­δι­κα να σκο­τώ­σω, ας βρέ­χει και ας χιονίζει.
Βρί­σκω μια κόρη όμορ­φη με το λαμπρό φεγγάρι
μες στα λευ­κά ντυ­μέ­νη, ας βρέ­χει και ας χιονίζει.»

Σαν σκό­λα­σε ο χορός κι άκου­σε το φευ­γιό της, έτρε­ξε ως εκεί που ήτα­ντη κρυμ­μέ­νη. Ζύγω­σε σιμά στο δέντρο, είδε τα σημά­δια από τα πατή­μα­τα της στο χιό­νι. Έσκυ­ψε τα φίλη­σε. Φίλη­σε και το δέντρο στον κορ­μό, εκεί που υπο­λό­γι­σε πως είχε ακου­μπή­σει τα χέρια της. Λογά­ρια­σε τ’ άγου­ρο πάθος που τον είχε κυριεύ­σει, το πήρε για παι­χνί­δι, κυλί­στη­κε κάτω με τα σκυ­λιά, ούτε οργιό λογά­ρια­ζε, ούτε το παγω­μέ­νο χώμα, κι όλο γελού­σε ψιθυ­ρί­ζο­ντας τ’ όνο­μά της σιγά – σιγά, από το φόβο μην ακού­σει η μάνα. Η μάνα της; Η δική του; Και οι δυό;

Είναι κάποιες φορές, που γεμί­ζουν τα μάτια χρω­μα­τι­στές πετα­λού­δες, που νομί­ζεις πως τρέ­χεις με τον άνε­μο για να μαζέ­ψεις τις σπί­θες του ήλιου, που ανοί­γει μια πόρ­τα στην καρ­διά και σού δεί­χνει το αύριο, τότε που όλα γρά­φο­νται και παί­ζο­νται θαρ­ρείς για να κρα­τή­σουν μια ολό­κλη­ρη ζωή.
Είναι κάποιες φορές, που νομί­ζεις πως ήρθες για να συμπλη­ρω­θεί ο κόσμος, για να τον κάνεις εσύ μεγα­λύ­τε­ρο και καλύ­τε­ρο με την αγάπη.
Είναι κάποιες φορές, που η αθω­ό­τη­τα γίνε­ται το πανω­φό­ρι της ευτυχίας.
Είναι κάποιες φορές, που η ζωή μπρο­στά σ’ απλώ­νει τα χαλιά και πίσω ανοί­γει λάκκο…

Κρα­τού­σε ακό­μη το τρα­γού­δι στα χεί­λη, όταν μια βαριά στα­γό­να αγιά­ζι τού ’πεσε στο χέρι. Το έχω­σε γρή­γο­ρα στην τσέ­πη του παντε­λο­νιού, έβγα­λε ένα κομ­μά­τι λαχα­νό­πι­τα πού τού ’χε δώσει η μαλέ­κω η Σωτή­ραι­να, κάθι­σε σε μια πέτρα, έκο­ψε την κρί­τσα απ’ το φύλ­λο στις άκριες, τό ’δωκε στα σκυ­λιά,  μπλέ­τσω­σε κι αυτός, και τι νόστι­μο, νά ’ταν κι άλλο. Όσο να κατα­πιεί την τελευ­ταία μπου­κιά, η Μπα­ντού­νω είχε πάρει να σκά­βει σ’ ένα τσέ­ρο παρέ­κει. Ο Τζε­ρέ­πης γαύ­γι­ζε πίσω της. Νόμι­σε πως κάποιο ζου­λά­πι ήταν κρυμ­μέ­νο στην κου­φά­λα του δέντρου, «άε μωρέ, άε σκυ­λιά μαύ­ρα», πήρε ένα κυπα­ρισ­σό­μη­λο, τους το πέτα­ξε μακριά, δε νοιά­στη­καν όπως άλλο­τε. Πέτα­ξε δεύ­τε­ρο και τρί­το, τίπο­τα. «Άε χαντα­κω­μέ­να, κου­τια­θή­κα­ταν» , σηκώθηκε.

Η Μπα­ντού­νω συνέ­χι­ζε να σκά­βει. Κι ο Τζε­ρέ­πης ήφερ­νε γύρα τον τσέ­ρο και γαύ­γι­ζε. Άξαφ­να θυμή­θη­κε πως το περα­σμέ­νο καλο­καί­ρι, στο πανη­γύ­ρι του άη Θανά­ση  — οι μεγά­λοι τό ’λεγαν — , είχαν έρθει κάποιοι ξένοι, είχαν χάρ­τες, πυξί­δα, τσα­πιά, φτυά­ρια, κασμά­δες, γιό­μι­σαν τον τόπο λάκ­κους να σκά­βουν, ήταν αυτοί που γύρι­σαν και γύρευαν χαμέ­νους θησαυ­ρούς απ’ τον πόλε­μο, «τέτοιοι πόνη­ροι και παλιάν­θρω­ποι, έρθαν μια φορά μας έκα­ψαν, έρθαν κι άλλη μια που να μην έσω­ναν…» , είχε ακού­σει κι άλλα, μα τώρα πού χρό­νος για τέτοιες λεπτο­μέ­ρειες, τώρα άλλα πράγ­μα­τα σκε­φτό­ταν, ο Λάκης μανα­χός του θά ’σωζε όλο το χωριό από τη φτώ­χεια και την πεί­να, μωρέ αφού θα χόρ­ται­ναν ψωμί και θα ποδέ­νο­νταν όλοι, παι­διά και κοπέ­λες, κι εκκλη­σιά θά ’χτι­ζε εκεί μπρο­στά απ’ τα σπί­τια, να μην ξενι­τεύ­ε­ται καέ­νας για ν’ ακού­σει το «κύριε ελέ­η­σον» στον Τσα­μα­ντά ή στην Πόβλα, έτσι τον λογά­ρια­σε κι έτσι τον μοι­ρά­στη­κε στη φαντα­σία του τον κρυμ­μέ­νο θησαυ­ρό, παι­δά­κι, πού να ήξερε;

Τώρα είχε πέσει κι αυτός στα τέσ­σε­ρα κι έσκα­βε με τα χέρια, βέβαιος για  τις κρυμ­μέ­νες λίρες, «ω Τζε­ρέ­πη, λες να είναι­το μεγά­λο το γκού­μι;» Κι έσκα­βε με μανία, με λαχτά­ρα, με μια τόσο μεγά­λη χαρά! Μια στιγ­μή έκα­νε να κλεί­σει τα μάτια κι είχαν δια­βεί από μπρο­στά του λαμα­ρί­νες και λαμα­ρί­νες ψωμιά, ντα­βά­δες πίτες και τι σακά­κια και πανω­φό­ρια μπού­τσι­ρα, όλα και­νούρ­για του κου­τιού, όχι από την  αμε­ρι­κά­νι­κη βοή­θεια την ΟΥΝΡΑ που μοί­ρα­ζε ο παπάς, και τι παπού­τσια… Στα παπού­τσια, τ’ άνοι­ξε τα μάτια, τον είχαν μπερ­δέ­ψει κάπως τα κορ­δό­νια που δε γρώ­νι­ζε να δένει, είχε μεί­κει από­ξω απ’ τα βλέ­φα­ρα κι η εκκλη­σιά μα δεν πεί­ρα­ζε, θα την έφτια­νε κι αυτή, «αγά­ντα Λάκη, αγά­ντα Μπα­ντού­νω, ε μω Τζε­ρέ­πη γκαργκανούλη… »

Σε λίγο φάνη­κε κάτι, δεν ήταν θαμ­μέ­νο και πολύ βαθιά, μα σφη­νω­μέ­νο κάτω από τα ριζά­ρια, κάτι λείο, στρογ­γυ­λε­μέ­νο κάπως σαν χάλ­κω­μα, κιτρι­νω­πό και το χώμα κολ­λη­μέ­νο πάνω του. Έβα­λε τα δυνα­τά του, τα χέρια κρυ­σταλ­λια­σμέ­να, προ­σπά­θη­σε, ξανα­προ­σπά­θη­σε, έφαε τα νύχια να σκά­βει, γιο­μί­στη­κε χώμα και χιό­νι, δεν πεί­ρα­ζε. «Σωθή­κα­μαν Μπα­ντού­νω, σωθή­κα­μαν» , και κρα­τώ­ντας αντί­στα­ση με το πόδι του ν’ αμπώ­χνει τον κορ­μό, το τρά­βη­ξε όσο πιο δυνα­τά μπό­ρε­σε για να το βγά­λει από τα σπλά­χνα της γη που ήταν ριζωμένο.

Απά­νω στην αντρά­λα, κάπου έμπλε­ξε η αρι­στε­ρή γαλό­τσα σ’ ένα σπα­σμέ­νο ριζά­ρι, δεν τό ’χε και πολύ, λιω­μέ­νη από και­ρό, σκί­στη­κε. Την πέτα­ξε πέρα, συνέ­χι­σε καταϊ­δρω­μέ­νος κι ας είχε γεμί­σει ο τόπος παπλα­μού­δες, ο Λάκης, παι­δί τση Γιώρ­γαι­νας, πει­σμα­τά­ρης όπως κι αυτή, είχε τη γνώ­μη αλλού, αύριο κιό­λας θά ποδέ­νο­νταν άλλες καλύ­τε­ρες, αλί από εκεί­νον το Χίλ­λη που είχε ξενι­τευ­τεί, ή μήπως να τον έφερ­νε κι αυτόν και τη φαμε­λιά του πίσω , «α μω φού­λη, φύγα­ταν μακρι­γιά, αν είχα­ταν μεί­κει, αν  ήσουν εδώ­για, το μπρα­γκά­τσι μω φού­λη, το μπρα­γκά­τσι με τις λίρες θά ’φτα­νε και για τ’ εσάς…»

Από μακριά βόγκη­ξε η Μουρ­γκά­να. Αντά­ρα σκο­τει­νή ροβό­λη­σε στα κατα­ρά­χια. Ξεσμι­λιώ­θη­καν τ’ αγρί­μια. Ένιω­σε ως το κόκ­κα­λο το κρύο μα δεν τα παρά­τα­γε, «τότσο ακό­μη Τζε­ρέ­πη, γένα­μαν πλού­σιοι μωρέ σκυ­λί μαύ­ρο, έχε πίστη στ’ εμέ­να κι εγώ στο θεουλάκη…»

Στην τελευ­ταία προ­σπά­θεια άκου­σε ένα κρακ. Κρά­τη­σε την ανά­σα. Η Μπα­ντού­νω έκα­με πίσω, σαν κάτι να σκιά­χτη­κε. Ο Τζε­ρέ­πης έβα­λε κάτω το κεφά­λι και δεν γαύ­γι­σε άλλο, ίτσιου τίπο­τα. Δυο τζιέρ­μπες πέτα­ξαν απ’ τον κίσ­σα­ρα και κάθι­σαν στην κορ­φή στον τσέ­ρο. Τήρα­ξε ολό­γυ­ρα, καέ­νας. Έπε­σε τα πίκου­πα σκέ­πα­σε με το σώμα του το μέρος που έσκα­βε. Είχε γίνει ένα με το χιό­νι και το χώμα. Σίγου­ρος για το τι κρα­τού­σε στα χέρια έτρε­με,  από τη χαρά της συγκί­νη­σης. Σκέ­φτη­κε πως έπρε­πε πριν το βγά­λει και  το ανοί­ξει, να το προ­σκυ­νή­σει, εκεί­νο το λείο, κιτρι­νω­πό στρογ­γυ­λε­μέ­νο αγγειό, έτσι για το καλό. Παρα­μέ­ρι­σε τις λει­χή­νες, έσκυ­ψε, το προ­σκύ­νη­σε. Μακά­ρι­σε την τύχη του κι ύστε­ρα από­το­μα σηκώ­νο­ντας το ψηλά γύρι­σε ανά­σκε­λα και κου­νού­σε τα γυμνά ποδά­ρια στον αέρα.

Λένε πως, απ’ όπου πέρα­σε η χαρά δεν άφη­σε σημά­δι, κι από κεί­νο τον τσέ­ρο ήταν φανε­ρό πως χαρά δεν είχε περά­σει και δεν επρόκειτο.
Λένε πως, όταν η ελπί­δα απλώ­νει μεγά­λα φτε­ρά, η απο­γο­ή­τευ­ση κάθε­ται απά­νω φορ­τω­μέ­νη μολύβι.
Λένε πως, όταν ο παγω­μέ­νος άνε­μος ζυγιά­ζε­ται πάνω απ’ τα δακρυ­σμέ­να μάτια, η ανά­γκη βαραί­νει περισ­σό­τε­ρο από την αμαρτία.
Λένε πως, τα άπρα­χτα χέρια τρέ­μουν το ανύ­παρ­κτο, σαν τα φύλ­λα στο ξερο­βό­ρι, για να κρα­τά το μονο­πώ­λιο της απά­της η Μοίρα.

Αν τον κυνη­γού­σε λύκος ή  και σιαϊ­τά­νης ακό­μη, δεν θά ’τρε­χε έτσι. Με τη μια γαλό­τσα φορε­μέ­νη και βρεγ­μέ­νος ως το κόκ­κα­λο έτρε­ξε πανή­δρο­μα  από τον πάτο ως  την κορ­φή σαν βολί­δα. Είδε τον καπνό που έβγαι­νε πηχτός από τις καμι­νά­δες, ένα χοντρό κορ­δό­νι που γρή­γο­ρα σκόρ­πι­ζε σε μπα­κι­ρέ­νια μικρά σύν­νε­φα, ανέ­βαι­νε ψηλά πάνω απ’ τα δέντρα, γύρευε να φτά­σει ουρα­νό, «ποιος τον ήφτα­σε ποτές, καέ­νας…» Κοντα­νά­σαι­νε, λίγα μέτρα ακό­μη μέχρι να σκα­πε­τή­σει από το γρέ­κι του πάπ­που στο σπί­τι. Τα σκυ­λιά σκιαγ­μέ­να έφτα­καν πρώ­τα, λού­φα­ξαν με τα κοτερά.

Ο Λάκης, είχε παρα­με­ρί­σει τη βάβω στην αυλή χολια­σμέ­νος, ούτε στην αγκα­λιά της ρίχτη­κε όπως έκα­νε άλλο­τε, ούτε την χαι­ρέ­τι­σε. Μπή­κε μέσα στο χει­μω­νιά­τι­κο, η στιά αναμ­μέ­νη, η μαμά­τσα ζεστή στη γάστρα, σημα­σία δεν έδω­κε, ταύ­το με θερ­μα­σιά, σήκω­σε τη βελέν­τζα στο παρα­γώ­νι, χώθη­κε από κάτω. Τόσο σκιαγ­μέ­νο, δεν είχε ξανα­νιώ­σει ποτέ. Άρχι­σε να λέει το, «πάτερ ημών» , μα ως εκεί, ούτε λέξη παρα­κά­τω δεν θυμό­ταν, το μυα­λό ξανα­γύ­ρι­ζε με φόρα πίσω στην τρο­μά­ρα που είχε πάρει, κι όλο δυνά­μω­νε η χιο­νο­θύ­ελ­λα μέσα του, κι όλο πάσκι­ζε να συμ­μα­ζέ­ψει την ξεστρα­τι­σμέ­νη σκέ­ψη κι όλο αυτή σκα­πέ­ταε στο νερόλακκο.

Στο λιγο­στό φως, κοί­τα­ξε τα χέρια του με δυσπι­στία, «αν είχαν αρχέ­ψει να σέπο­νται;» Τα άπλω­σε κατά το τζά­κι, να τα ιδεί μπρο­στά απ’ τις φλό­γες. Του φαί­νο­νταν αλλιώ­τι­κα, μια μάκραι­ναν τα δάχτυ­λα, μια κόνται­ναν, κι αντί για το γκιού­μι με τις λίρες που ονει­ρεύ­τη­κε, έβλε­πε να κρα­τά­ει ακό­μη εκεί­νο το καύ­κα­λο, ποιος ξέρει ποια­νού στρα­τιώ­τη, και τον κοί­τα­ζαν αντί για μάτια δυο τρύ­πες γιο­μά­τες χώμα κι όλο νυχτε­ρί­δες νόμι­ζε πως θά ’βγαι­ναν απ’ αυτές, κι έκλαι­γε, από φόβο, από απο­γο­ή­τευ­ση, από την και­νούρ­για γνώ­ση στ’ άγγιγ­μα μια άλλης εξου­σί­ας που δεν την λένε ζωή, κι απ’ τα τρί­για μαζί… Δεν τ’ άντε­χε έκλει­νε τα βλέ­φα­ρα, πάσκι­ζε να πιστέ­ψει απελ­πι­σμέ­να ότι ήταν μόνο ένας εφιάλ­της, μα στα χαμέ­να, και μ’ ανοι­χτά και με κλει­στά μάτια το ίδιο ήτα­νε, το καύ­κα­λο σάμα­τις τού μίλα­γε κιό­λας, σάμα­τις χτυ­πού­σε και τα δόντια, τα δικά του βέβαια ήταν που κρο­τά­λι­ζαν μα στην τόση αντρά­λα που πήρε αυτό δεν το σκέφτονταν.

Όλη τη νύχτα χτυ­πιό­ταν στη βελέν­τζα, λασπω­μέ­νος, μύξες, δάκρυα, ντρο­πια­σμέ­νος, με θυμό, με φόβο, με τα χέρια, με τα πόδια, με το κεφά­λι, αλά­ρω­τος, ισκιο­πα­τη­μέ­νος κι όλα τα βου­νά καμέ­να, είχαν γένει μαύ­ρα κι άρα­χνα στον ύπνο του, κι από τα δέντρα πετά­ζο­νταν καύ­κα­λα στον αέρα, κι ακού­γο­νταν να σκά­νε οι μπό­μπες, να ξεσπλα­χνί­ζε­ται η γη, να ξεκορ­μί­ζε­ται η Μουρ­γκά­να, να ξερ­νά φωτιές ο ουρα­νός και θειά­φι πηχτό. Κι αυτό τ’ άγου­ρο να τρε­μου­λιά­ζει σύγκορ­μο και μάνα­χα ένα μικρό λυκό­που­λο έδει­ξε να το σπλα­χνί­ζε­ται και τ’ άγλει­φε τα χερόπλα…

 «Ούι, ούι Πανα­γο­πού­λα μου…» , πετά­χτη­κε πάνω μεσάνυχτα.
«Είνο­ρο, ήτα­ντο παι­δά­κι, είνο­ρο κακό, σό ’ρθε σκιό­ρη­μα» , παι­δά­κι του πάππου.

Ο πάπ­που Μιχά­λης, είχε βρει τον τρό­πο και τού ’βγα­λε με το τσι­γκέ­λι μέσες — άκρες δυο τρεις κου­βέ­ντες. «Ωρέ ευκη­μέ­νο μου τι σού ’λαχε, έτσι βαραί­νουν τ’ αθυ­μιά­τι­στα ισκιώ­μα­τα τους ζωντα­νούς, έτσι κάνουν οι ψυχές που χάθη­καν άδι­κα κι άκλαυ­τες, γυρεύ­ουν κι αυτές το μερ­τι­κό τους. Για, μη σκας, μάσε τη γνώ­μη σου, εσύ δεν είσαι   φουρ­λα­ΐ­δας, θα πάει η βάβω, ξέρει αυτή τα λόγια που πρέ­πει, να μερώ­σει κεί­νη την ψυχή.» Πήρε ανά­σα ο πάπ­πους, φίλη­σε το παι­δί στο κεφά­λι, το κρά­τη­σε στην αγκα­λιά. «Εσύ ευκη­μέ­νο, να κλεί­νεις τα μάτια και να θέλεις να γλέ­πεις τη ζωή, τη ζωή και τη χαρά της ζωής. Κους λεβέ­ντη μου; Κού­γω να λες. Τήρα οι πέρ­δι­κες, δεν ξέρουν για την ώρα πό ’ρχε­ται ο κυνη­γός, δεν την περι­μέ­νουν καν, φτε­ρου­γά­νε, κακα­ρί­ζουν, ζευ­γα­ρώ­νουν, γεν­νούν αυγά, άλλα γένο­νται περ­δι­κό­που­λα, άλλα όχι, ζουν σαν να μην είναι γραμ­μέ­νη εκεί­νη η ώρα, κι άντα έρθει ήρθε, ίσα­με τότε όμως δεν την χάνουν τη ζωή, τη χαί­ρο­νται. Κεί­νη την ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά να γλέ­πεις, παι­δά­κι του πάπ­που κι άντα μεγα­λώ­σεις πλα­τα­νό­φυλ­λα να πιά­νεις, παρά­δες να γένο­νται και θα τη χτί­σεις την εκκλη­σιά, φτά­νει να μην ξαστο­χή­σεις, την ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά και την τσού­πρα που τρα­γού­δαε για τ’ εσένα…»

Πέρα­σαν δυο — τρεις μέρες. Είχε καλο­συ­νέ­ψει ο και­ρός. Ο αέρας μύρι­ζε μοσχο­λί­βα­νο. Στη ρίζα του τσέ­ρου άνα­ψε μια λαμπα­δού­λα. Το καύ­κα­λο τυλιγ­μέ­νο σε μια μαντί­λα πλυ­μέ­νο με κρα­σί. Από μακριά το μοιρολόι:

«Τι έχεις μαυ­ρο­κό­ρα­κα και βγά­νεις τα φτε­ρά σου
μήνα διψάς για αίμα­τα, γι’ ανθρώ­πι­να κουφάρια;
Σύρε στα τσέ­πια, στα βου­νά απά­νω στη Μουργκάνα
να ιδείς κορ­μιά παλι­κα­ριών γιο­μί­σα­νε οι λόγγοι,
έχου­νε σφαί­ρες συντρο­φιά, προ­σκέ­φα­λο το χώμα
και γι’ απα­νω­σκε­πά­σμα­τα, την τσάφ­νη και το χιόνι,
νιά­τα χλω­ρά, στη μαύ­ρη γη λιώ­νου­νε τα γραμμένα.»

Ο Λάκης, ψηλά στη στέ­γη καρ­τέ­ρε­ψε τη βάβω Μιχά­λαι­να. «Αν έρθει απ’ το γιο­φύ­ρι, καί­κνως, μπο­ρεί και να ξανα­πάω εκεί­για, αν έρθει πανή­δρο­μα, ώβυς, ούτε στα χίλια μέτρα δε ζυγώ­νω». Αγνά­ντια η ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά. Έκλει­σε τα μάτια…

 «Εψές με την αστρο­φεγ­γιά μιά ’βρε­χε, μια χιόνιζε,
με το λαμπρό φεγ­γά­ρι, ας βρέ­χει και ας χιονίζει…»

Έρχο­νταν η βάβω, πανή­δρο­μα.  Στά­θη­κε ορθός στις πλά­κες της σκε­πής. Σήκω­σε τα χέρια του στον ουρα­νό, δεν είδε το καύ­κα­λο, ένα σύγνε­φο χρυ­σό πέρ­να­γε θαρ­ρείς ανά­με­σα απ’ τα δάχτυ­λα. «Ώβυς», ψιθύ­ρι­σε γαλη­νε­μέ­νος κι ορκί­στη­κε να μην ξανα­πά­ει σ’ εκεί­νο το μέρος και δεν ξανα­πή­γε ποτέ, ούτε πό ’γινε άντρας μεγά­λος ξαναπέρασε.

Βάβω Μιχάλαινα

Βάβω Μιχά­λαι­να

«Κάποια γυναι­κού­λα είχε το χρέ­ος να πονέ­σει κι γι’ αυτή την ψυχή, να την κλά­ψει όπως μοι­ρο­λο­γούν οι μανά­δες, ν’ αλα­φρώ­σει ο ίσκιος να μη βασα­νί­ζε­ται, τι κι αν ήτα­ντος ξένος, τι κι αν δεν ήτα­ντος, ο Χάρος μας κάνει όλους συγ­γε­νείς μω νύφη» , είχε πει η βάβω Μιχά­λαι­να στη Γιώργαινα.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου
Κέρ­κυ­ρα 17 Γενά­ρη του 2022

Από την υπό έκδο­ση συλ­λο­γή διηγημάτων
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς


Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

 

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο