Μπροστά ο Λάκης, πίσω η Μπαντούνω, παραπίσω ο Τζερέπης, ασταμάτηγοι, συνηθισμένοι στ’ αγιάζι, όσο να πεις κίμινο έφερναν γύρα τον τόπο απ’ τις κογκέλες του Μπαλιλάκου ίσαμε τ’ αλώνια, κι ό,τι ήβρισκαν στο δρόμο τους, πέτρες, φλούδες από τα δέντρα, κλαδιά, κουκουνάρια όλα τά ’παιρναν σβάρα, η Μπαντούνω κι ο Τζερέπης γαβγίζοντας, ο Λάκης σιουρίζοντας με τη σφεντόνα στο χέρι. Και ήταν καλός, μπορεί και ο καλύτερος στο σημάδι. Αδύνατος, ψηλός, τ’ αυτιά μεγάλα, γκλαμπαύτικο ντίπ και τα γόνατα πέταλα αλόγου. Κουρεμένος με την ψιλή, εκείνη τη χειροκίνητη κουρευτική μηχανή που έκοβε τα μαλλιά ως τη ρίζα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των δασκάλων, κατά τις κυβερνητικές οδηγίες πάντα, «υγιεινής ένεκεν, ίνα συμμορφωθώμεν, προς αποφυγήν της εγκαταστάσεως απροβλέπτου πληθυσμού ψείρας εις την περιοχήν», κόρδωνε ο δάσκαλος, άκουαν τα κούτσικα, παιδιά και κοπέλες, «μην πάει και κολλήσει ψείρες η περιοχή μας, ο τόπος δηλαδή» , αυτό καταλάβαιναν και φαντάζονταν τη Μουργκάνα φορτωμένη ψείρες απ’ την τσούκα ως τον πάτο, «ούι μανούλα μ’, μανούλα μ’ τι θα παθαίναμαν τα σφάλιαρα, λες και δεν είχε αφήσει τόσα κουσούρια ο πόλεμος…»
Σταμάτησε στην αμυγδαλιά στο γημάρι της βάβω Μιχάλαινας. Κάτω απ’ το φρέσκο χιόνι ήταν ακόμη κάτι πράσα, τίποτις άλλο. Χουχούλιασε με την ανάσα του τα χερόπλα πού ’χαν μαραγκιάσει, τα ζέστανε ψίχα. Παρέκει έτρεχε το ποτάμι, άκουγες τον αχό του νερού. Σήκωσε το βλέμμα γυρεύοντας να βρει κάνα ρουβέλι στα κλαδιά, μα αντί για πουλί γιόμισαν τα μάτια λουλούδια. Ούι τι θάμα! Άσπρα άνθια και ροζ μπουμπούκια στο καταχείμωνο φορτωμένα μέλισσες κι ως φύσαγε ο αέρας, μια ανθοβροχή, όλα ψηλά του έρχονταν. Ξαστόχησε τη σφεντόνα την κρέμασε στο λαιμό. Έμεικε να τηράει το θάμα.
Κάποια στιγμή, όπως έστρεψε το κεφάλι, με την άκρη του ματιού του είδε πρώτα το γνώριμο χιλιοφορεμένο κόκκινο παπούτσι και το ταγάρι της κοπελίτσας που κρύβονταν πίσω απ΄ τη βελανιδιά και μετά την ίδια, ένα βλέφαρο μόνο, λιγότερο από αστραπή μα αρκετό σ’ εκείνο το πρωτοξύπνημα μέσα του. Δεν της έκρενε ντότι, δεν ήθελε να τη ντροπιάσει, τού ’ρχονταν κρίμα. Έκανε τον αδιάφορο κι ας πετούσαν όλες οι πέρδικες της ράχης στο γκιόξι, τέτοιο φτερούγισμα, καταλάβαινε πως αυτή ήταντη η αιτία, η αρχή μιας άλλης ανομολόγητης παράτολμης ευχαρίστησης. Άκουσε ένα γέλιο πνιχτό, το γέλιο της. Φαντάστηκε τα μάγουλά της κατακόκκινα, έτσι είχαν ανάψει παπαρούνες και στα δικά του, γέλασε κι αυτός, από μέσα του, πάλι για να μην την ντροπιάσει και να μη ντροπιαστεί, ίσως όμως και για να μην χάσει την αθέατη παρέα. Καμώθηκε τον αδιάφορο, οκτώ χρονών παιδί, παραδομένο σ’ ό,τι ονειρεύτηκε ξανακοίταξε απάνου με τα μάτια ορθάνοιχτα. Εκεί στο πιο ψηλό κλαδί θέλησε να την γλέπει, να κάθεται στολισμένη και ροδομάγουλη και να του γνέφει, εκείνη η τσούπρα, η ακάτεχη κι αμάθητη που της έρχονταν αντροπή να φανερωθεί.
Κι ύστερα πώς τού ’ρθε; Για να τη συγκινήσει; Να την κάνει να τον προσέξει; Πάντως για το χατίρι της έπιασε τραγούδι και χορό, αυτό μαναχό του. Με μια ανεξήγητη χαρά, έσυρε κείνο τον πρώτο χορό στα τρίγια που τους είχαν μάθει στο σχολείο. Ο Λάκης, με τη Μπαντούνω και τον Τζερέπη, γύρω – γύρω από την ανθισμένη αμυγδαλιά, κι εκείνη η σκασμένη η δολιοκόπελη, μπορεί να μην είχε βρει το θάρρος να βγει απ’ την κρυψώνα, τραγούδαγε όμως μαζί του, χαμηλόφωνα, μα τραγούδαγε:
«Εψές με την αστροφεγγιά μιά ’βρεχε, μια χιόνιζε,
με το λαμπρό φεγγάρι, ας βρέχει και ας χιονίζει.
Παίρνω το ντουφεκάκι μου, μιά ’βρεχε, μια χιόνιζε
και πάω για κυνήγι, μια ’βρεχε, μια χιόνιζε.
Κυνήγι δεν μπορώ να βρω, μιά ’βρεχε, μια χιόνιζε,
πέρδικα να σκοτώσω, ας βρέχει και ας χιονίζει.
Βρίσκω μια κόρη όμορφη με το λαμπρό φεγγάρι
μες στα λευκά ντυμένη, ας βρέχει και ας χιονίζει.»
Σαν σκόλασε ο χορός κι άκουσε το φευγιό της, έτρεξε ως εκεί που ήταντη κρυμμένη. Ζύγωσε σιμά στο δέντρο, είδε τα σημάδια από τα πατήματα της στο χιόνι. Έσκυψε τα φίλησε. Φίλησε και το δέντρο στον κορμό, εκεί που υπολόγισε πως είχε ακουμπήσει τα χέρια της. Λογάριασε τ’ άγουρο πάθος που τον είχε κυριεύσει, το πήρε για παιχνίδι, κυλίστηκε κάτω με τα σκυλιά, ούτε οργιό λογάριαζε, ούτε το παγωμένο χώμα, κι όλο γελούσε ψιθυρίζοντας τ’ όνομά της σιγά – σιγά, από το φόβο μην ακούσει η μάνα. Η μάνα της; Η δική του; Και οι δυό;
Είναι κάποιες φορές, που γεμίζουν τα μάτια χρωματιστές πεταλούδες, που νομίζεις πως τρέχεις με τον άνεμο για να μαζέψεις τις σπίθες του ήλιου, που ανοίγει μια πόρτα στην καρδιά και σού δείχνει το αύριο, τότε που όλα γράφονται και παίζονται θαρρείς για να κρατήσουν μια ολόκληρη ζωή.
Είναι κάποιες φορές, που νομίζεις πως ήρθες για να συμπληρωθεί ο κόσμος, για να τον κάνεις εσύ μεγαλύτερο και καλύτερο με την αγάπη.
Είναι κάποιες φορές, που η αθωότητα γίνεται το πανωφόρι της ευτυχίας.
Είναι κάποιες φορές, που η ζωή μπροστά σ’ απλώνει τα χαλιά και πίσω ανοίγει λάκκο…
Κρατούσε ακόμη το τραγούδι στα χείλη, όταν μια βαριά σταγόνα αγιάζι τού ’πεσε στο χέρι. Το έχωσε γρήγορα στην τσέπη του παντελονιού, έβγαλε ένα κομμάτι λαχανόπιτα πού τού ’χε δώσει η μαλέκω η Σωτήραινα, κάθισε σε μια πέτρα, έκοψε την κρίτσα απ’ το φύλλο στις άκριες, τό ’δωκε στα σκυλιά, μπλέτσωσε κι αυτός, και τι νόστιμο, νά ’ταν κι άλλο. Όσο να καταπιεί την τελευταία μπουκιά, η Μπαντούνω είχε πάρει να σκάβει σ’ ένα τσέρο παρέκει. Ο Τζερέπης γαύγιζε πίσω της. Νόμισε πως κάποιο ζουλάπι ήταν κρυμμένο στην κουφάλα του δέντρου, «άε μωρέ, άε σκυλιά μαύρα», πήρε ένα κυπαρισσόμηλο, τους το πέταξε μακριά, δε νοιάστηκαν όπως άλλοτε. Πέταξε δεύτερο και τρίτο, τίποτα. «Άε χαντακωμένα, κουτιαθήκαταν» , σηκώθηκε.
Η Μπαντούνω συνέχιζε να σκάβει. Κι ο Τζερέπης ήφερνε γύρα τον τσέρο και γαύγιζε. Άξαφνα θυμήθηκε πως το περασμένο καλοκαίρι, στο πανηγύρι του άη Θανάση — οι μεγάλοι τό ’λεγαν — , είχαν έρθει κάποιοι ξένοι, είχαν χάρτες, πυξίδα, τσαπιά, φτυάρια, κασμάδες, γιόμισαν τον τόπο λάκκους να σκάβουν, ήταν αυτοί που γύρισαν και γύρευαν χαμένους θησαυρούς απ’ τον πόλεμο, «τέτοιοι πόνηροι και παλιάνθρωποι, έρθαν μια φορά μας έκαψαν, έρθαν κι άλλη μια που να μην έσωναν…» , είχε ακούσει κι άλλα, μα τώρα πού χρόνος για τέτοιες λεπτομέρειες, τώρα άλλα πράγματα σκεφτόταν, ο Λάκης μαναχός του θά ’σωζε όλο το χωριό από τη φτώχεια και την πείνα, μωρέ αφού θα χόρταιναν ψωμί και θα ποδένονταν όλοι, παιδιά και κοπέλες, κι εκκλησιά θά ’χτιζε εκεί μπροστά απ’ τα σπίτια, να μην ξενιτεύεται καένας για ν’ ακούσει το «κύριε ελέησον» στον Τσαμαντά ή στην Πόβλα, έτσι τον λογάριασε κι έτσι τον μοιράστηκε στη φαντασία του τον κρυμμένο θησαυρό, παιδάκι, πού να ήξερε;
Τώρα είχε πέσει κι αυτός στα τέσσερα κι έσκαβε με τα χέρια, βέβαιος για τις κρυμμένες λίρες, «ω Τζερέπη, λες να είναιτο μεγάλο το γκούμι;» Κι έσκαβε με μανία, με λαχτάρα, με μια τόσο μεγάλη χαρά! Μια στιγμή έκανε να κλείσει τα μάτια κι είχαν διαβεί από μπροστά του λαμαρίνες και λαμαρίνες ψωμιά, νταβάδες πίτες και τι σακάκια και πανωφόρια μπούτσιρα, όλα καινούργια του κουτιού, όχι από την αμερικάνικη βοήθεια την ΟΥΝΡΑ που μοίραζε ο παπάς, και τι παπούτσια… Στα παπούτσια, τ’ άνοιξε τα μάτια, τον είχαν μπερδέψει κάπως τα κορδόνια που δε γρώνιζε να δένει, είχε μείκει απόξω απ’ τα βλέφαρα κι η εκκλησιά μα δεν πείραζε, θα την έφτιανε κι αυτή, «αγάντα Λάκη, αγάντα Μπαντούνω, ε μω Τζερέπη γκαργκανούλη… »
Σε λίγο φάνηκε κάτι, δεν ήταν θαμμένο και πολύ βαθιά, μα σφηνωμένο κάτω από τα ριζάρια, κάτι λείο, στρογγυλεμένο κάπως σαν χάλκωμα, κιτρινωπό και το χώμα κολλημένο πάνω του. Έβαλε τα δυνατά του, τα χέρια κρυσταλλιασμένα, προσπάθησε, ξαναπροσπάθησε, έφαε τα νύχια να σκάβει, γιομίστηκε χώμα και χιόνι, δεν πείραζε. «Σωθήκαμαν Μπαντούνω, σωθήκαμαν» , και κρατώντας αντίσταση με το πόδι του ν’ αμπώχνει τον κορμό, το τράβηξε όσο πιο δυνατά μπόρεσε για να το βγάλει από τα σπλάχνα της γη που ήταν ριζωμένο.
Απάνω στην αντράλα, κάπου έμπλεξε η αριστερή γαλότσα σ’ ένα σπασμένο ριζάρι, δεν τό ’χε και πολύ, λιωμένη από καιρό, σκίστηκε. Την πέταξε πέρα, συνέχισε καταϊδρωμένος κι ας είχε γεμίσει ο τόπος παπλαμούδες, ο Λάκης, παιδί τση Γιώργαινας, πεισματάρης όπως κι αυτή, είχε τη γνώμη αλλού, αύριο κιόλας θά ποδένονταν άλλες καλύτερες, αλί από εκείνον το Χίλλη που είχε ξενιτευτεί, ή μήπως να τον έφερνε κι αυτόν και τη φαμελιά του πίσω , «α μω φούλη, φύγαταν μακριγιά, αν είχαταν μείκει, αν ήσουν εδώγια, το μπραγκάτσι μω φούλη, το μπραγκάτσι με τις λίρες θά ’φτανε και για τ’ εσάς…»
Από μακριά βόγκηξε η Μουργκάνα. Αντάρα σκοτεινή ροβόλησε στα καταράχια. Ξεσμιλιώθηκαν τ’ αγρίμια. Ένιωσε ως το κόκκαλο το κρύο μα δεν τα παράταγε, «τότσο ακόμη Τζερέπη, γέναμαν πλούσιοι μωρέ σκυλί μαύρο, έχε πίστη στ’ εμένα κι εγώ στο θεουλάκη…»
Στην τελευταία προσπάθεια άκουσε ένα κρακ. Κράτησε την ανάσα. Η Μπαντούνω έκαμε πίσω, σαν κάτι να σκιάχτηκε. Ο Τζερέπης έβαλε κάτω το κεφάλι και δεν γαύγισε άλλο, ίτσιου τίποτα. Δυο τζιέρμπες πέταξαν απ’ τον κίσσαρα και κάθισαν στην κορφή στον τσέρο. Τήραξε ολόγυρα, καένας. Έπεσε τα πίκουπα σκέπασε με το σώμα του το μέρος που έσκαβε. Είχε γίνει ένα με το χιόνι και το χώμα. Σίγουρος για το τι κρατούσε στα χέρια έτρεμε, από τη χαρά της συγκίνησης. Σκέφτηκε πως έπρεπε πριν το βγάλει και το ανοίξει, να το προσκυνήσει, εκείνο το λείο, κιτρινωπό στρογγυλεμένο αγγειό, έτσι για το καλό. Παραμέρισε τις λειχήνες, έσκυψε, το προσκύνησε. Μακάρισε την τύχη του κι ύστερα απότομα σηκώνοντας το ψηλά γύρισε ανάσκελα και κουνούσε τα γυμνά ποδάρια στον αέρα.
Λένε πως, απ’ όπου πέρασε η χαρά δεν άφησε σημάδι, κι από κείνο τον τσέρο ήταν φανερό πως χαρά δεν είχε περάσει και δεν επρόκειτο.
Λένε πως, όταν η ελπίδα απλώνει μεγάλα φτερά, η απογοήτευση κάθεται απάνω φορτωμένη μολύβι.
Λένε πως, όταν ο παγωμένος άνεμος ζυγιάζεται πάνω απ’ τα δακρυσμένα μάτια, η ανάγκη βαραίνει περισσότερο από την αμαρτία.
Λένε πως, τα άπραχτα χέρια τρέμουν το ανύπαρκτο, σαν τα φύλλα στο ξεροβόρι, για να κρατά το μονοπώλιο της απάτης η Μοίρα.
Αν τον κυνηγούσε λύκος ή και σιαϊτάνης ακόμη, δεν θά ’τρεχε έτσι. Με τη μια γαλότσα φορεμένη και βρεγμένος ως το κόκκαλο έτρεξε πανήδρομα από τον πάτο ως την κορφή σαν βολίδα. Είδε τον καπνό που έβγαινε πηχτός από τις καμινάδες, ένα χοντρό κορδόνι που γρήγορα σκόρπιζε σε μπακιρένια μικρά σύννεφα, ανέβαινε ψηλά πάνω απ’ τα δέντρα, γύρευε να φτάσει ουρανό, «ποιος τον ήφτασε ποτές, καένας…» Κοντανάσαινε, λίγα μέτρα ακόμη μέχρι να σκαπετήσει από το γρέκι του πάππου στο σπίτι. Τα σκυλιά σκιαγμένα έφτακαν πρώτα, λούφαξαν με τα κοτερά.
Ο Λάκης, είχε παραμερίσει τη βάβω στην αυλή χολιασμένος, ούτε στην αγκαλιά της ρίχτηκε όπως έκανε άλλοτε, ούτε την χαιρέτισε. Μπήκε μέσα στο χειμωνιάτικο, η στιά αναμμένη, η μαμάτσα ζεστή στη γάστρα, σημασία δεν έδωκε, ταύτο με θερμασιά, σήκωσε τη βελέντζα στο παραγώνι, χώθηκε από κάτω. Τόσο σκιαγμένο, δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Άρχισε να λέει το, «πάτερ ημών» , μα ως εκεί, ούτε λέξη παρακάτω δεν θυμόταν, το μυαλό ξαναγύριζε με φόρα πίσω στην τρομάρα που είχε πάρει, κι όλο δυνάμωνε η χιονοθύελλα μέσα του, κι όλο πάσκιζε να συμμαζέψει την ξεστρατισμένη σκέψη κι όλο αυτή σκαπέταε στο νερόλακκο.
Στο λιγοστό φως, κοίταξε τα χέρια του με δυσπιστία, «αν είχαν αρχέψει να σέπονται;» Τα άπλωσε κατά το τζάκι, να τα ιδεί μπροστά απ’ τις φλόγες. Του φαίνονταν αλλιώτικα, μια μάκραιναν τα δάχτυλα, μια κόνταιναν, κι αντί για το γκιούμι με τις λίρες που ονειρεύτηκε, έβλεπε να κρατάει ακόμη εκείνο το καύκαλο, ποιος ξέρει ποιανού στρατιώτη, και τον κοίταζαν αντί για μάτια δυο τρύπες γιομάτες χώμα κι όλο νυχτερίδες νόμιζε πως θά ’βγαιναν απ’ αυτές, κι έκλαιγε, από φόβο, από απογοήτευση, από την καινούργια γνώση στ’ άγγιγμα μια άλλης εξουσίας που δεν την λένε ζωή, κι απ’ τα τρίγια μαζί… Δεν τ’ άντεχε έκλεινε τα βλέφαρα, πάσκιζε να πιστέψει απελπισμένα ότι ήταν μόνο ένας εφιάλτης, μα στα χαμένα, και μ’ ανοιχτά και με κλειστά μάτια το ίδιο ήτανε, το καύκαλο σάματις τού μίλαγε κιόλας, σάματις χτυπούσε και τα δόντια, τα δικά του βέβαια ήταν που κροτάλιζαν μα στην τόση αντράλα που πήρε αυτό δεν το σκέφτονταν.
Όλη τη νύχτα χτυπιόταν στη βελέντζα, λασπωμένος, μύξες, δάκρυα, ντροπιασμένος, με θυμό, με φόβο, με τα χέρια, με τα πόδια, με το κεφάλι, αλάρωτος, ισκιοπατημένος κι όλα τα βουνά καμένα, είχαν γένει μαύρα κι άραχνα στον ύπνο του, κι από τα δέντρα πετάζονταν καύκαλα στον αέρα, κι ακούγονταν να σκάνε οι μπόμπες, να ξεσπλαχνίζεται η γη, να ξεκορμίζεται η Μουργκάνα, να ξερνά φωτιές ο ουρανός και θειάφι πηχτό. Κι αυτό τ’ άγουρο να τρεμουλιάζει σύγκορμο και μάναχα ένα μικρό λυκόπουλο έδειξε να το σπλαχνίζεται και τ’ άγλειφε τα χερόπλα…
«Ούι, ούι Παναγοπούλα μου…» , πετάχτηκε πάνω μεσάνυχτα.
«Είνορο, ήταντο παιδάκι, είνορο κακό, σό ’ρθε σκιόρημα» , παιδάκι του πάππου.
Ο πάππου Μιχάλης, είχε βρει τον τρόπο και τού ’βγαλε με το τσιγκέλι μέσες — άκρες δυο τρεις κουβέντες. «Ωρέ ευκημένο μου τι σού ’λαχε, έτσι βαραίνουν τ’ αθυμιάτιστα ισκιώματα τους ζωντανούς, έτσι κάνουν οι ψυχές που χάθηκαν άδικα κι άκλαυτες, γυρεύουν κι αυτές το μερτικό τους. Για, μη σκας, μάσε τη γνώμη σου, εσύ δεν είσαι φουρλαΐδας, θα πάει η βάβω, ξέρει αυτή τα λόγια που πρέπει, να μερώσει κείνη την ψυχή.» Πήρε ανάσα ο πάππους, φίλησε το παιδί στο κεφάλι, το κράτησε στην αγκαλιά. «Εσύ ευκημένο, να κλείνεις τα μάτια και να θέλεις να γλέπεις τη ζωή, τη ζωή και τη χαρά της ζωής. Κους λεβέντη μου; Κούγω να λες. Τήρα οι πέρδικες, δεν ξέρουν για την ώρα πό ’ρχεται ο κυνηγός, δεν την περιμένουν καν, φτερουγάνε, κακαρίζουν, ζευγαρώνουν, γεννούν αυγά, άλλα γένονται περδικόπουλα, άλλα όχι, ζουν σαν να μην είναι γραμμένη εκείνη η ώρα, κι άντα έρθει ήρθε, ίσαμε τότε όμως δεν την χάνουν τη ζωή, τη χαίρονται. Κείνη την ανθισμένη αμυγδαλιά να γλέπεις, παιδάκι του πάππου κι άντα μεγαλώσεις πλατανόφυλλα να πιάνεις, παράδες να γένονται και θα τη χτίσεις την εκκλησιά, φτάνει να μην ξαστοχήσεις, την ανθισμένη αμυγδαλιά και την τσούπρα που τραγούδαε για τ’ εσένα…»
Πέρασαν δυο — τρεις μέρες. Είχε καλοσυνέψει ο καιρός. Ο αέρας μύριζε μοσχολίβανο. Στη ρίζα του τσέρου άναψε μια λαμπαδούλα. Το καύκαλο τυλιγμένο σε μια μαντίλα πλυμένο με κρασί. Από μακριά το μοιρολόι:
«Τι έχεις μαυροκόρακα και βγάνεις τα φτερά σου
μήνα διψάς για αίματα, γι’ ανθρώπινα κουφάρια;
Σύρε στα τσέπια, στα βουνά απάνω στη Μουργκάνα
να ιδείς κορμιά παλικαριών γιομίσανε οι λόγγοι,
έχουνε σφαίρες συντροφιά, προσκέφαλο το χώμα
και γι’ απανωσκεπάσματα, την τσάφνη και το χιόνι,
νιάτα χλωρά, στη μαύρη γη λιώνουνε τα γραμμένα.»
Ο Λάκης, ψηλά στη στέγη καρτέρεψε τη βάβω Μιχάλαινα. «Αν έρθει απ’ το γιοφύρι, καίκνως, μπορεί και να ξαναπάω εκείγια, αν έρθει πανήδρομα, ώβυς, ούτε στα χίλια μέτρα δε ζυγώνω». Αγνάντια η ανθισμένη αμυγδαλιά. Έκλεισε τα μάτια…
«Εψές με την αστροφεγγιά μιά ’βρεχε, μια χιόνιζε,
με το λαμπρό φεγγάρι, ας βρέχει και ας χιονίζει…»
Έρχονταν η βάβω, πανήδρομα. Στάθηκε ορθός στις πλάκες της σκεπής. Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, δεν είδε το καύκαλο, ένα σύγνεφο χρυσό πέρναγε θαρρείς ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα. «Ώβυς», ψιθύρισε γαληνεμένος κι ορκίστηκε να μην ξαναπάει σ’ εκείνο το μέρος και δεν ξαναπήγε ποτέ, ούτε πό ’γινε άντρας μεγάλος ξαναπέρασε.
«Κάποια γυναικούλα είχε το χρέος να πονέσει κι γι’ αυτή την ψυχή, να την κλάψει όπως μοιρολογούν οι μανάδες, ν’ αλαφρώσει ο ίσκιος να μη βασανίζεται, τι κι αν ήταντος ξένος, τι κι αν δεν ήταντος, ο Χάρος μας κάνει όλους συγγενείς μω νύφη» , είχε πει η βάβω Μιχάλαινα στη Γιώργαινα.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 17 Γενάρη του 2022
Από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων
Σαν παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις …Καίκνως – Ώβυς
🔹 Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
🔹 Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
🔹 Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία
- Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
- Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Προσωπικές ποιητικές συλλογές
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
- Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
- «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα