Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης* //

Παρα­κο­λου­θώ τις δυο τελευ­ταί­ες μέρες ποι­κί­λες συζη­τή­σεις για τον αν η Κού­βα έχει δικτα­το­ρία ή δημο­κρα­τία. Το ερώ­τη­μα αυτό το θέτουν όχι μόνο άτο­μα που αντι­πα­θούν το σοσια­λι­σμό, αλλά ενί­ο­τε και κάποιοι που αυτο­προσ­διο­ρί­ζο­νται ως αριστεροί.

Το ερώ­τη­μα από τη φύση του ται­ριά­ζει σε αστι­κο- φιλε­λεύ­θε­ρους δια­νο­ού­με­νους, οι οποί­οι φαντα­σιώ­νο­νται μια ιστο­ρία δημιουρ­γη­μέ­νη όχι από την πάλη των τάξε­ων, αλλά από τη σύγκρου­ση των «δημο­κρα­τιών» με τα «ολο­κλη­ρω­τι­κά» καθεστώτα.

Το ερώ­τη­μα δημο­κρα­τία ή δικτα­το­ρία είναι από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά κενό περιε­χο­μέ­νου, δεδο­μέ­νου ότι βρί­σκε­ται πέραν της εξέ­τα­σης των ταξι­κών συμ­φε­ρό­ντων και των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων που υπε­ρα­σπί­ζε­ται και υπη­ρε­τεί μια κρα­τι­κή εξουσία.

Από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά η πιο ανε­πτυγ­μέ­νη και ισχυ­ρή δημο­κρα­τία στον κεφα­λαιο­κρα­τι­κό κόσμο είναι πάντα μια δικτα­το­ρία του κεφα­λαί­ου – της αστι­κής τάξης. Και είναι τόσο πιο φιλε­λεύ­θε­ρη, δημο­κρα­τι­κή, ανε­κτι­κή και … γοη­τευ­τι­κή (για ορι­σμέ­νους), όσο πιο ισχυ­ρή, ακλό­νη­τη, αδιαμ­φι­σβή­τη­τη είναι η εξου­σία της κυρί­αρ­χης αστι­κής τάξης.

Και φυσι­κά τέτοιες είναι οι δημο­κρα­τί­ες των πλέ­ον ανε­πτυγ­μέ­νων και ισχυ­ρών κεφα­λαιο­κρα­τι­κών χωρών, όπου ο ελεύ­θε­ρος πολυ­κομ­μα­τι­σμός και κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός είναι η άλλη όψη μιας αδιαμ­φι­σβή­τη­της συν­θή­κης: ότι δεν επη­ρε­ά­ζουν ούτε στο ελά­χι­στο τις κυρί­αρ­χες κεφα­λαιο­κρα­τι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής – ιδιο­κτη­σί­ας, την ελεύ­θε­ρη αγο­ρα­πω­λη­σία της εργα­τι­κής δύνα­μης, την ελεύ­θε­ρη συσ­σώ­ρευ­ση ιδιω­τι­κού πλούτου.

Τώρα, όσον αφο­ρά τον εμφα­νώς ισχυ­ρά συγκε­ντρω­τι­κό χαρα­κτή­ρα των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών καθε­στώ­των (συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και αυτού της Κού­βας), τον ιδιαί­τε­ρο ρόλο της (συχνά προ­σω­πο­πα­γούς) ηγε­σί­ας σε αυτά, θα πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί εμφα­τι­κά ότι στις συν­θή­κες του 20ου αιώ­να τα εν λόγω καθε­στώ­τα δε θα μπο­ρού­σαν σε καμία περί­πτω­ση να έχουν άλλα χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Αν δεν ήταν συγκε­ντρω­τι­κά (και ενί­ο­τε ιδιαί­τε­ρα αυταρ­χι­κά απέ­να­ντι στους αντι­πά­λους τους) δε θα είχαν υλο­ποι­ή­σει κανέ­να στό­χο τους, δε θα είχαν υπάρξει.

Η συσπεί­ρω­ση γύρω από την επα­να­στα­τι­κή πρω­το­πο­ρία, γύρω από τον ιστο­ρι­κό ηγέ­τη (η δια­δο­χή του οποί­ου ήταν πάντα εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λο και αβέ­βαιο εγχεί­ρη­μα) είχε πρω­τί­στως να κάνει με το γεγο­νός ότι στις συν­θή­κες του 20ου αιώ­να μόνο λίγες ηγε­τι­κές μορ­φές και επα­να­στα­τι­κές πρω­το­πο­ρί­ες μπο­ρού­σαν να έχουν την τερά­στια οξυ­δέρ­κεια, βού­λη­ση και αυτα­πάρ­νη­ση που απαι­τού­νταν για να οδη­γή­σουν τα τμή­μα­τα των εξε­γερ­μέ­νων (πλην όμως στε­ρού­με­νων την ικα­νό­τη­τα της στρα­τη­γι­κής σκέ­ψης και στο­χο­θε­σί­ας) προ­λε­τα­ρί­ων σε ένα παντε­λώς άγνω­στο και ιδιαι­τέ­ρως δύσκο­λο δρό­μο ριζι­κής ανα­διορ­γά­νω­σης των κοι­νω­νι­κών σχέσεων.

Στις συν­θή­κες του 20ου αιώ­να μόνο λίγες επα­να­στα­τι­κές πρω­το­πο­ρί­ες και ηγε­σί­ες μπο­ρού­σαν να απο­τολ­μή­σουν ένα εγχεί­ρη­μα εξαι­ρε­τι­κά συγκρου­σια­κό, το οποίο απαι­τού­σε μεγά­λες θυσί­ες, απει­λού­με­νο διαρ­κώς τόσο από τις πανί­σχυ­ρες δυνά­μεις των ιμπε­ρια­λι­στι­κών κρα­τών, όσο και από την εσω­τε­ρι­κή αντε­πα­νά­στα­ση και κυρί­ως από τις εσω­τε­ρι­κές δια­τη­ρού­με­νες αντι­θέ­σεις της εργα­σί­ας που ανα­πα­ρή­γαν καθη­με­ρι­νά και αυθόρ­μη­τα σε σημα­ντι­κά τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού στά­σεις αδια­φο­ρί­ας ή και εχθρό­τη­τας προς τη νέα σοσια­λι­στι­κή κοινωνία.

Και είναι γεγο­νός ότι οι ηγέ­τες των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών επα­να­στά­σε­ων υπήρ­ξαν μορ­φές ηρω­ι­κές, μεγά­λες ιστο­ρι­κές προσωπικότητες.

Ο συγκε­ντρω­τι­κός χαρα­κτή­ρας των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών καθε­στώ­των ήταν ανα­πό­δρα­στη συνέ­πεια του εξαι­ρε­τι­κά αστα­θούς χαρα­κτή­ρα τους, της ανα­πό­δρα­στης αδυ­να­μί­ας τους να εξα­λεί­ψουν τις μεγά­λες απει­λές που αντι­με­τώ­πι­ζαν και κυρί­ως να κατα­στή­σουν τις νέες κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις μη αναστρέψιμες.

Η κραυ­γα­λέα «γερο­ντο­κρα­τία» που παρα­τη­ρεί­ται στις πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες ήταν συνέ­πεια του ισχυ­ρού φόβου ότι σε συν­θή­κες άσκη­σης τερά­στιας πίε­σης από το εξω­τε­ρι­κό (και ενί­ο­τε από το εσω­τε­ρι­κό) πάνω στο κυβερ­νών κόμ­μα και πρω­τί­στως πάνω στην ηγε­σία του και απου­σί­ας σαφούς – δοκι­μα­σμέ­νης στρα­τη­γι­κής οικο­δό­μη­σης της νέας κοι­νω­νί­ας (όταν απαι­τού­ταν ακό­μη πολύ μεγά­λη δια­δρο­μή μέχρι αυτή η κοι­νω­νία να κατα­στεί μη ανα­στρέ­ψι­μη) η πιθα­νή μη ασφα­λής δια­δο­χή ηγε­σί­ας μπο­ρού­σε να απο­βεί μοι­ραία για την τύχη του καθεστώτος.

Σαφώς την ίδια κατά­στα­ση αντι­με­τώ­πι­ζε και αντι­με­τω­πί­ζει (τώρα με μεγα­λύ­τε­ρη έντα­ση, δεδο­μέ­νου του εξαι­ρε­τι­κά αρνη­τι­κού διε­θνούς συσχε­τι­σμού δυνά­με­ων) και η Κούβα.

Εν κατα­κλεί­δι, ας έχου­με υπό­ψη ότι η πραγ­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία εμφά­νι­σης και ανά­πτυ­ξης της νέας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας δεν ήταν και δε θα μπο­ρού­σε να είναι ποτέ απο­τέ­λε­σμα εφαρ­μο­γής κάποιου καλού – καθα­ρού – ατσα­λά­κω­του μοντέλου.

Μερι­κοί έχουν υπό­ψη ένα μοντέ­λο σοσια­λι­στι­κού κρά­τους του τύπου της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού, το οποίο ειση­γή­θη­κε ο Μαρξ. Αν εξε­τά­σου­με όμως προ­σε­κτι­κά τις σχε­τι­κές ιδέ­ες που δια­τύ­πω­σε ο Μαρξ θα δια­πι­στώ­σου­με ότι στις συν­θή­κες όλου του 19ου και του 20ού αιώ­να απο­τε­λού­σαν καθα­ρή ουτοπία.

Η μεγά­λη κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δος που συνε­τε­λέ­σθη στις πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες (η οποία, ειρή­σθω εν παρό­δω, άσκη­σε εξαι­ρε­τι­κά ευερ­γε­τι­κή επί­δρα­ση στη θέση των εργα­ζο­μέ­νων και στον καπι­τα­λι­στι­κό κόσμο) συνο­δευό­ταν ανα­πό­φευ­κτα από ανε­πί­λυ­τες αντι­φά­σεις, διαρ­κείς σκλη­ρές συγκρού­σεις, μεγά­λα σφάλ­μα­τα, ανα­πό­δρα­στους ελιγ­μούς, συμ­βι­βα­σμούς και οπισθοχωρήσεις!

Σε αυτή τη συγκλο­νι­στι­κή, ηρω­ι­κή και συνά­μα δρα­μα­τι­κή ιστο­ρι­κή πορεία των νέων κοι­νω­νιών η διαρ­κής παρέκ­κλι­ση από την εφαρ­μο­γή ενός «καθα­ρού» κομ­μου­νι­στι­κού ιδε­ώ­δους ήταν τελι­κά ανα­γκαί­ος όρος για την όποια εφι­κτή υλο­ποί­η­σή του. Φυσι­κά, η παρέκ­κλι­ση αυτή πέραν συγκε­κρι­μέ­νου (και πάντα δυσ­διά­κρι­του) μέτρου, μπο­ρού­σε να είναι και ο όρος της ήττας του επα­να­στα­τι­κού εγχειρήματος.

*Επί­κου­ρος καθη­γη­τής ΠΤΔΕ ΑΠΘ

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

«Εφυ­γε» ο κομα­ντά­τε της Επα­νά­στα­σης – ο Φιντέλ Κάστρο της καρ­διάς μας
90 χρό­νια Φιντέλ
Φιντέλ Κάστρο: Πώς έγι­να Κομμουνιστής
Felicidades comandante…!

Περισ­σό­τε­ρα για τον Φιντέλ Κάστρο μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο