Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καλαμάτα Μάιος 1934: Για Ένα κομμάτι ψωμί…

Παρου­σί­α­ση Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Μάης του 1934. Καλα­μά­τα, ημέ­ρα Τετάρ­τη, 9 του μήνα. Ημέ­ρα που στο λιμά­νι της πόλης φτά­νει το σιλο- παραγ­γε­λία των αλευ­ρο­βιο­μη­χά­νων της πόλης και που με την εγκα­τά­στα­ση του στο λιμά­νι θα ξεφορ­τώ­νει απευ­θεί­ας στους αλευ­ρό­μυ­λους. Τι σήμαι­νε αυτό; Οι μισοί περί­που από τους λιμε­νερ­γά­τες θα έχα­ναν την δου­λειά τους. Ταρα­χές, συμ­βού­λια, συσκέ­ψεις είχαν προη­γη­θεί πολ­λά και μάλι­στα από το ’33. Σημα­σία είχε ότι το σιλό-ρου­φή­χτρα που απορ­ρο­φού­σε το αλεύ­ρι μετα­φέ­ρο­ντας το κατευ­θεί­αν στο μύλο κι έτσι δεν χρεια­ζό­ταν μεταφορείς‑, ήρθε, εγκα­τα­στά­θη­κε και η εργα­τιά θα έμε­νε στο δρό­μο χωρίς καμιά μέρι­μνα από εργο­δο­σία και Κρά­τος για το μέλ­λον τους .

Σκλη­ροί αγώ­νες από τους λιμε­νερ­γά­τες και τους μυλερ­γά­τες με τις απερ­για­κές τους επι­τρο­πές να δίνουν μάχες για τα δικαιώ­μα­τα των συντρό­φων τους ήδη από το ‘33. Φτά­νο­με στην μοι­ραία ημέ­ρα της Τετάρ­της 9 Μαΐ­ου: Καλα­μά­τα-λιμά­νι και η γρα­φι­κή πανέ­μορ­φη πόλη βάφε­ται στο αίμα… Οι εργά­τες προ­σπα­θούν να εμπο­δί­σουν την λει­τουρ­γία του σιλό, οι φρου­ροί στρα­τιώ­τες ανοί­γουν πυρ, νεκροί εργά­τες, όλη η πόλη στους δρό­μους σε δια­δη­λώ­σεις υπέρ των λιμε­νερ­γα­τών και μυλερ­γα­τών και η απερ­γία που είχε την συμπα­ρά­στα­ση πολ­λών εργα­τι­κών σωμα­τεί­ων από όλη τη χώρα, τη συμπα­ρά­στα­ση όλου του λαού της Καλα­μά­τας θα γρα­φτεί στην πολι­τι­κο­βιο­μη­χα­νι­κή ιστο­ρία σαν μια από τις μη ελεγ­χό­με­νες κομ­μα­τι­κά απερ­γί­ες και που όπως ήταν μοι­ραίο δεν κατά­φε­ρε να ανα­κό­ψει την πορεία εκσυγ­χρο­νι­σμού της βιομηχανίας.

Τσαλ­δά­ρης, Βενι­ζέ­λος, Μετα­ξάς, οι πολι­τι­κοί της επο­χής, χρό­νια ταραγ­μέ­να, το σχό­λιο μας θα περιο­ρι­στεί στα ονό­μα­τα των 6 νεκρών στις συμπλο­κές με τις ένο­πλες δυνά­μεις στο λιμά­νι της Καλα­μά­τας, εργα­τών- θυμά­των της ασυ­δο­σί­ας των Κρα­τού­ντων της εποχής.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό της εργα­τι­κής εκεί­νης εξέ­γερ­σης η αλλη­λεγ­γύη όλου του λαού της πόλης της Καλα­μά­τας υπέρ των εργα­τών-απερ­γών και η συμ­με­το­χή όλου του ντό­πιου πλη­θυ­σμού στις κινη­το­ποι­ή­σεις που έλα­βαν μέρος στην πόλη εκεί­νη την ημέ­ρα. Δύο χρό­νια μετά ακο­λού­θη­σε η μεγά­λη απερ­γία λιμε­νερ­γα­τών στην Θεσ­σα­λο­νί­κη για την οποία έχουν γρα­φεί μέχρι και τρα­γού­δια ενώ της Καλα­μά­τας αυτή η εργα­τι­κή θυσία πέρα­σε στα ψιλά γράμ­μα­τα των ιστο­ρι­κών σελίδων…

Μαρα­γκου­δά­κης Αντώ­νης, Σπά­λας Ανδρέ­ας Μπλί­κος Πανα­γιώ­της, Κολι­τσι­δά­κης Ιωάν­νης ‚Για­τσε­ρι­νός Βασί­λης, Καπε­τα­νέ­ας Βασί­λης: οι εργά­τες που έπε­σαν νεκροί από τα πυρά των ενό­πλων στην απερ­γία των λιμε­νερ­γα­τών Καλα­μά­τας. Σ’ αυτούς αφιε­ρω­μέ­νο και το ποί­η­μα που ακολουθεί.

ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

-ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΛΙΜΕΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ 1934-

Εργα­τιά του λιμα­νιού, τίμιοι φτω­χοί κουβαλητές!

Μέσα στ’ αγιά­ζι του άγριου καιρού,

βαρυ­πα­τώ­ντας σκυ­φτοί πίσω από τ’ απο­στα­μέ­νο βήμα του άλλου,

σωριά­ζα­τε στις απο­θή­κες του Μύλου

σακί- σακί το στά­ρι, από των καρα­βιών τ’ αμπάρια.

Ο χιο­νιάς ανελέητος

ριπί­δω­νε τους κου­ρα­σμέ­νους ώμους

κι η λάβρα του θέρους έπνι­γε την ανασαιμιά.

Η αλμύ­ρα της θάλασ­σας σας πότι­ζε ίσα­με το κόκαλο.

………………….

Και οι και­ροί ήρθαν δύσκο­λοι στα χίλια εννια­κό­σια τριά­ντα τέσσερα.

Πρω­τό­γνω­ρες μηχα­νές άφη­σαν έξω εργα­τι­κά χέρια

και το ψωμί λιγόστεψε.

<Θα δου­λεύ­ουν οι μισοί>, πρό­στα­ξαν τα’ αφεντικά

κι’ εσύ, σήκω­σες ανά­στη­μα στου λιμα­νιού την αποβάθρα!

Ψήλω­σες σφιγ­μέ­νη τη γρο­θιά και ζήτη­σες ψωμί για όλους!

…………………

Ένω­σες-αλυ­σί­δες ατσά­λι­νες-τα χέρια και φώναξες:

<Αλλη­λεγ­γύη αδέρ­φια, το ψωμί στα δυο>.

Και γίνα­τε αδέρ­φια στου λιμα­νιού την αποβάθρα!

Στα φτω­χό­σπι­τα της γει­το­νιάς σφα­λί­σα­τε τη μιζέρια

και στις ασβε­στω­μέ­νες αυλές οι ανε­μώ­νες ξανανθίσαν.

Μου­σκέ­ψα­τε το ξερό ψωμί και το μοι­ρά­ζα­τε μονάχοι!

Για να χορ­τά­σουν τα παι­διά που χαρ­μο­παί­ζαν στις αλάνες.

Για να θεριέ­ψουν παλι­κα­ρό­που­λα στης ζωής τη βιοπάλη.

Για να αυγα­τή­σει κλω­στή- κλω­στή το προι­κιό της κόρης.

Για να τελέ­ψει το πικρο­δά­κρυ στων γερό­ντων τα μάτια.

………………..

Κι ήταν βαρύ το τίμη­μα, περή­φα­νη εργα­τιά του λιμανιού!

Εννιά ματω­μέ­να τρια­ντά­φυλ­λα, έβα­ψαν ρόδι­νη την αποβάθρα…

Ποι­η­τής: Σταύ­ρος Καλυβιώτης.

Ο Σταύ­ρος Καλυ­βιώ­της γεν­νή­θη­κε στην Καλα­μά­τα το 1944, είναι ζωγρά­φος με πολ­λές ατο­μι­κές και ομα­δι­κές εκδό­σεις, εικο­νο­γρά­φος βιβλί­ων, υπήρ­ξε δε καλ­λι­τε­χνι­κός συνερ­γά­της καθώς και εκδότης(2002–2013) του λογο­τε­χνι­κού και ιστο­ρι­κού περιο­δι­κού ΕΚΦΡΑΣΗ Καλαμάτας.

Διη­γή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα του δημο­σιεύ­ο­νται συχνά σε εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά, ενώ στην εργο­γρα­φία του συνα­ντά­με τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: <Η μικρή πολι­τεία του Νότου>/2008, <Αναζητήσεις>/2011,<Ωδή στις Αντρειω­μέ­νες Γυναί­κες της Χορηγόσκαλας>/2015, <Ρήσε­ων Αντικατροπτισμοί>/2015 καθώς και το θεα­τρι­κό <Η μεγά­λη Ανάσταση>/2002.

Το δημο­σιευ­μέ­νο ποί­η­μα ύμνος στην εργα­τι­κή πάλη ανή­κει στη συλ­λο­γή του Σταύ­ρου Καλυ­βιώ­τη <Ζωγρα­φί­ζο­ντας Ποίηση>/Καλαμάτα 2016, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή χωρι­σμέ­νη σε τρία μέρη: θέμα­τα μυθο­λο­γί­ας, θέμα­τα από την ιστο­ρία του τόπου μας και προ­βλη­μα­τι­σμούς-ανα­ζη­τή­σεις. Κάθε ποί­η­μα της συλ­λο­γής συνο­δεύ­ε­ται από αντί­στοι­χο πίνα­κα ζωγρα­φι­κής, δημιουρ­γία του ιδί­ου του ποιητή.

Βασι­κές πηγές: rizospastis.gr και <Ζωγρα­φί­ζο­ντας Ποίηση>-Σταύρου Καλυ­βιώ­τη-Καλα­μά­τα 2016.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο