Θυμάσαι…
Δακρύζεις, θυμάσαι όμως καθαρά δυο γυναίκες με ολόλευκα μαλλιά πίνοντας καφέ, να συζητούν με τη γλύκα της ανάμνησης και την αθιβολή της αγάπης. Ρόδο στης μνήμης το κλαδί άγγιχτο κι αμάραντο… Και η θύμηση έχει, ρίζες, κλαδιά, κλωνάρια, πετά φύλλα κι ανθούς και θεριεύει. Έρχονται οι σκέψεις, άλλες χαμοπετούν, άλλες κάθονται στα κλαδιά, άλλες αλαργεύουν κατά τον ουρανό.
Η Καλλιόπη, αδερφή του Γιώργη Χουρδάκη από τη Νεάπολη, που ήταν και αυτός οργανωμένος στην αντίσταση, σε μια επίσκεψή της στο Λασίθι πριν πολλά χρόνια, γριά πια, επικαλούμενη τον έναν και μοναδικό λόγο που δεν παντρεύτηκε, θα εκμυστηρευτεί με πόνο, στην καλή φιλενάδα της, επίσης γεροντοκόρη, την Εργίνα:
«Το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία, δεκαέξι χρονών κορασοπούλα, ο αδερφός μου, ο Γιώργης, με πήρε από το σπίτι μας, τ’ αποδιαφωτίσματα, χωστά από τη μάννα μου που είχε πάει στο Χουμεριάκο στη λαλά μου και αφού με όρκισε σε ζωή και θάνατο στο εκκλησάκι στο ύψωμα του Τιμίου Σταυρού, μ’ έβαλε να ξηλώσω το γυροπόδι στο φόρεμά μου. Εκεί, έκρυψε μέσα στο στρίφωμα, ένα σημείωμα κι ένα κομμάτι σημαδεμένο χάρτη κι απόει μ’ έβαλε και το ξανάραψα πιτήδεια — πιτήδεια όπως ήταν πριν.
Μετά, μού ’δειξε το στρατουλάκι που ανηφορίζοντας περνά ύστερα από κοντά τρεις ώρες δρόμο, από το Δράσι, μού ’δωσε κι ένα μουλάρι φορτωμένο ρουχική, τάχα μου πως ήτανε προίκα και μού ’πε πως, αν με ρωτούσαν πού πάω, να πω πως επήγαινα τση πεθεράς μου τση Φεβρώνας το σπίτι, στο Αργυρό Νερό, και πως ο γάμος ήτονε κανονισμένος σε δυο βδομάδες. Μια γυναίκα σ’ εκείνο το μετοχάκι, εκάτεχε να πει τα ίδια λόγια μ’ εμένα αν τύχαινε να χρειαστεί.
Στου Κατακαλού τσι μύλους θα συναντούσα κάποιον ψηλό, αδύνατο, με μαύρα μαλλιά και πυκνά γένια, ίσαμε είκοσι, εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι. Θα φορούσε φαντή κόκκινη ζώνη και θα ’χε διπλωμένο το ζερβό στιβάνι για να καταλάβω. Ποιος ήτονε και πώς τον ελέγανε δε μού ’πε. Σ’ εκείνον έπρεπε να βγάλω και να δώσω το φόρεμα που φορούσα, κι αυτός θα μού ’δινε ένα άλλο με μπλάβο χρώμα να το ντυθώ και με αυτό θα γύριζα την άλλη μέρα πίσω στη Νεάπολη, εννοείται και με το ίδιο μουλάρι φορτωμένο την υποτιθεμένη προίκα μου. Το μόνο που άλλαζε, ήταν πως αν με ρωτούσαν από πού έρχομαι, θ’ απαντούσα, από τη θεια μου την Εριθέλγη, τη γεροντοκόρη που μού χάρισε την προίκα τση, να την έχω πριν ποθάνει και την χαραμίσουν άλλοι κι άλλοι.
Πριν φτάσω στα Ζένια, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, έδεσα το μουλάρι στο κυπαρίσσι και διστακτικά μπήκα μέσα, ξαπόστασα, άναψα το καντήλι, έκαμα το σταυρό μου, ζήτησα βοήθεια. Είχα πολύ δρόμο μπροστά μου. Η αλήθεια είναι πως δεν εσυνάντησα εμπόδιο κανένα, μήτε το μουλάρι εξιπάστηκε πουθενά κι ας μη με κάτεχε κι ας είχε κάμει και τόση στράτα απότιστο κι ατάιστο.
Σε όλη τη διαδρομή, από τα Ζένια κι ύστερα, δεν εσταμάτησα να τραγουδώ μαντινάδες του γάμου, ίδια πως επήγαινα αλήθεια σε ψίκι. Εκελαηδούσανε βέβαια και τα πουλιά και τά ’χα θάρρος. Ο πρώτος φόβος είτε είχε θολώσει, είτε είχε εξασθενήσει μέσα μου. Πρώτη θαρρώ πως είχα φτάξει στο Μυλοτόπι στου Κατακαλού και είχε ακόμη τράτο η μέρα.
Απασιντάς, τον είδα ομπρός μου, έναν αορίτη τση Μαδάρας, όπως μου τον είχε περιγράψει ο αδερφός μου ο Γιώργης και πια διωματάρης. Εσμίξανε τα μάτια μας, Εργίνα, με τα μάτια μού ’ταξε τον ουρανό με τ’ άστρα, μόνο με τα μάτια ντου και το πίστεψα. Ώστε να βγάλω το φόρεμα να του το δώσω, σ’ ένα στενό παρασόκκακο και να βάλω τ’ άλλο, εστάθηκε στο ρούκουνα του μύλου και ήρχιξε να γλυκολαλεί τον Ερωτόκριτο :
«Tα μάτια δεν καλοθωρού
στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά
θωρεί η καρδιά του ανθρώπου
εκείνη βλέπει στα μακρά,
και στα κοντά γνωρίζει,
και σ’ έναν τόπο βρίσκεται,
και σε πολλούς γυρίζει.
Τα μάτια, να ’ναι κι ανοιχτά,
τη νύκτα δε θωρούσι
νύκτα και μέρα,
τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
Xίλια μάτια ’χει ο λογισμός,
μερόνυκτα βιγλίζουν,
χίλια η καρδιά, και πλιότερα,
κι ουδεποτέ σφαλίζουν.»
Εσίμωσα του, Εργίνα, ντυμένη με το μπλάβο φόρεμα και μού πήγαινε πιο πολύ από το δικό μου. Είχε μια βυσσινί περαματιστή αργαστιρένια ζώνη στη μέση, ακόμη την έχω, στον πάτο στην κασέλα, ενθύμιο, φυλακτό, δεν ξέρω, την έχω πάντως, όταν θα με θάψουν να μού δέσουν τα χέρια μ’ αυτή. Το φόρεμα τό ’λιωσα να το πλύνω και να το βάνω. Εθάρρουνα πως εφορούσα την ψυχή του.
Εστάθηκε, μιας αναπνιάς ώρα και με ξάνοιξε από την κορφή ως τα νύχια. Τα χείλη ντου ετρέμανε πια παρά τα δικά μου, εσμίξανε όμως, μια φορά για πάντα.
Από τη φλόγα της ψυχής, κατάλαβα πως ανέγνοιαστη δεν θα ήμουν ποτέ πια, πώς μια ζωή θα γιάτρευα την προθυμιά τσ’ αγάπης του. Εβουρκώνανε τα μάτια μας και τρέχανε βρύσες, μα δεν εμιλήσαμε, δεν είπαμε κουβέντα, δεν ήταν μπορετό να βρούμε λόγια. Ποια λόγια θαρρείς πως περισσεύουνε τέτοιαν ώρα;
Εξυπνήσανε οι αισθήσεις που δεν εκάτεχα πως είχα, μα μόνο εξυπνήσανε. Πολλές φορές συχναναστενάξαμε και οι δυο, ακάτεχοι κι αμάθητοι, μα δειλιάσαμε για το περίσσια παραπάνω του πόθου. Δεν το τρυγήσαμε αυτό το περίσσιο. Σπλαχνικά μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του, ίδια πως εκινδύνευα σε τρικυμισμένη θάλασσα.
Την ώρα που λύθηκαν τα κορμιά μας κι έκανε τα πρώτα ζάλα να φύγει, δεν το πολυσκέφτηκα, δεν το ζύγισα μέσα μου, έβγαλα το δαχτυλίδι από το χέρι μου και τού το ’δωσα σαν άλλη Αρετούσα και σαν εξεμάκραινε, θυμήθηκα τα λόγια, εβρήκα και φωνή:
Λέγει του «Nά, και βάλε το
εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως, ώστε να ζω,
είσαι δικό μου Tαίρι.
Και μην το βγάλεις από ’κεί,
ώστε να ζεις και νά ’σαι,
και φόρειε το, κι οπ’ σου τό ’δωκε,
κάμε να τση θυμάσαι».
Όταν έφυγαν οι αφορεσμένοι οι Γερμανοί από το Οροπέδιο, το Σεπτέμβρη του χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, ήρθαμε με τον αδερφό μου το Γιώργη στο Τζερμιάδω. Την τελευταία Κυριακή. Σε όλη τη διαδρομή ήτονε σκεφτικός και βαριοκαρδισμένος, και μού ’λεγε πως είχε μεγάλη υποχρέωση στην οικογένεια που πηγαίναμε.
Εγώ πάλι, μέσα μου, συντηρούσα τη λαχτάρα μήπως και συναντήσω εκείνο τον αετομαδαρίτη που τού ’χα χαρίσει την καρδιά μου, μα όσο κι αν επετάριζε το στήθος μου, δεν είπα στο Γιώργη πράμα.
Στο σπίτι ντου, όταν εφτάσαμε, αφού αγκαλιαστήκαμε με τη μάνα του, μια μαυροφορεμένη γυναίκα πού ’χε λιώσει ζωντανή από το μαράζι, σαν εμπήκαμε μέσα, είδα δίπλα στην ασβεστωμένη καμάρα μια οικογενειακή φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο. Απάνω τζη, έριχνε όλο το φως του ο ήλιος πού ’μπαινε από ένα στενό παραθύρι.
Πριν προλάβω να ρωτήσω με τρόπο τον αδερφό μου, ποιος ήτονε ο μεσακός που εθώρουνα κι εκάτεχα τα σουσούμια ντου, είπε αυτός, «αθάνατος Νίκανδρε, αθάνατος αδέρφι, άξιος ο αγώνας σου», και τότες έμαθα τ’ όνομά του Εργίνα, τότες, στο μνημόσυνο, κι από τότες δεν εξανάρθα ποτέ, και ποτέ δεν εμολόησα σε κανέναν τίποτα Εργίνα, μόνο τούτη την ώρα σ’ εσένα, πόσα χρόνια και δεν ήθελε η καρδιά μου. Εγώ με την αθιβολή του επέρασα τη ζήση μου ολάκερη.»
Η Εργίνα άνοιξε την αγκαλιά της, έκλεισε μέσα σφιχτά την Καλλιόπη. Άφησε και πέρασαν λίγες στιγμές, και ύστερα σιργουλευτά – σιργουλευτά, κανακεύοντας της τ’ άσπρα μαλλιά, «στην άλλη ζωή, θα σμίξετε και θα σε κρατεί σαφή απού τη χέρα Καλλιόπη…» , κατάφερε να την παρηγορήσει.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Λασίθι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, Μάης του 2020
H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα. Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ. Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι. Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…»
Βιβλία:
«Μια κούρσα για τη Χαριγένεια», εκδόσεις Φίλντισι, «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο», εκδόσεις Φίλντισι, «Ιστορίες για φεγγάρια», εκδόσεις Έψιλον.
Δημοσιευμένα ποιήματα και διηγήματα με το ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου. Δισκογραφική συνεργασία με Γιάννη Νικολάου και Νίκο Ανδρουλάκη.