Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καλοκαιρινές απορίες

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Βου­νό ή θάλασσα;
Αντάρ­της στον ΕΛΑΣ ή στο ΕΛΑΝ;
Όταν λέμε «τα μπά­νια του λαού» εννο­ού­με στον ιδρώτα;
Καλύ­τε­ρα να δου­λεύ­εις και να μη σου δίνουν ποτέ άδεια για δια­κο­πές ή να έχεις δια­κο­πές όλο το χρό­νο, λόγω ανερ­γί­ας, και να μην μπο­ρείς να πας που­θε­νά λόγω απο­ρί­ας (όχι σαν αυτές του τίτλου);

Ελεύ­θε­ρο ή οργα­νω­μέ­νο; Ή μήπως και τα δύο; Και ποιο σαφά­ρι κατα­σκη­νω­τών είναι καλύ­τε­ρο; Το ροζ, για να παρα­πέ­μπει σε φλα­μίν­γκο κι άλλα σπά­νια είδη, ή το γαλα­ζο­πρά­σι­νο, όπως τα νερά στην Κρή­τη, προς το Λιβυ­κό, όπου έγι­ναν οι τελευ­ταί­ες διώξεις;

Η Ικα­ρία είναι σοσια­λι­στι­κή νησίδα;
Η έφο­δος των σφων στα ξερο­νή­σια του Αιγαί­ου και τα θερι­νά τους ανά­κτο­ρα, είναι φόρος τιμής στους εξό­ρι­στους πολι­τι­κούς μας προγόνους;
Πόσοι γκρού­βα­λοι θα έκα­ναν πώς και πώς για μια εξο­ρία στην Ικα­ρία ή την Ανά­φη πχ;
Το σύν­θη­μα λέει: ούτε σε ξερο­νή­σια, ούτε σε ακρο­για­λιές, ποτέ δεν κολυ­μπή­σα­νε οι κομ­μου­νι­στές; Ή δεν το θυμά­μαι καλά;

Είσαι θεός ήλιος καλο­και­ρι­νός. Αλλά αν ο ήλιος είναι ο θεός της Ελλά­δας, τα αντη­λια­κά είναι κάτι σαν αντί­δο­το (όπως το σκόρ­δο για το εξα­πο­δώ) και τα σύμ­βο­λα των αλλό­θρη­σκων τζιχαντιστών;
Κι οι ψαρο­ντου­φε­κά­δες είναι φονιά­δες των βυθών (Αμε­ρι­κά­νοι);
Ψαρο­τα­βέρ­να ή χασα­πο­τα­βέρ­να; Τι θα μας έρθει φτηνότερα;

Ανε­μι­στή­ρας ή κλιματιστικό;
Ψύξη ή καλο­και­ριά­τι­κη ίωση;
Ανε­μο­μα­ζώ­μα­τα ή ανεμοσκορπίσματα;

Καρ­πού­ζι ή πεπό­νι; Και ποιος έχει το μαχαί­ρι; Με τυρί ή χωρίς; (Α ναι, εμείς στο βορ­ρά, λέμε τυρί τη φέτα. Ενώ φέτα καρ­πού­ζι με φέτα, πώς να πάει δηλ;)
Τα κου­κού­τσια τα κατα­πί­νου­με ή τα φτύ­νου­με; Και τα παρα­μύ­θια που μας σερ­βί­ρουν, για­τί τα τρώ­με αμάσητα;
Το αντί­θε­το του καρ­που­ζιού είναι ο Σύρι­ζα (απέ­ξω κόκ­κι­νος κι από μέσα πρά­σι­νος σαν Πασόκ); Και πότε θα κατα­λά­βουν όλοι οι απο­γοη­τευ­μέ­νοι ψηφο­φό­ροι του πως ήταν μάπα το καρ­πού­ζι, για να παν παρακάτω;

Μου­ντιάλ ή Ολυ­μπια­κοί Αγώνες;
Απο­χαύ­νω­ση ή ντε­μέκ Ολυ­μπια­κή μπίζ­να αθάνατη;
Και τι θα κάνου­με φέτος που δεν έχει τίπο­τα από τα δύο, χωρίς βαρ­βά­ρους, χού­λι­γκαν και λοι­πούς κανί­βα­λους να παθιά­ζο­νται με το όπιο του λαού; Ήταν κι αυτή μια κάποια λύση.
Πότε παί­ζει η Εθνι­κή στο Ευρω­μπά­σκετ; Πάλι πάνω στο Φεστι­βάλ πέφτει;
Θα κάνει καμιά μετα­γρα­φή ο πρό­ε­δρας αν βγού­με από το ευρώ;

Η χαρά για το δημο­ψή­φι­σμα ήταν μια αγά­πη για το καλο­καί­ρι –κι ούτε καν; Ή μήπως έμοια­ζε πιο πολύ με ξεπέτα;
Στα Ιου­λια­νά πώς άντε­χαν κι ήταν εβδο­μή­ντα μέρες στους δρό­μους; Δε γίνε­ται να κάνου­με εμείς τα δικά μας Ιου­λια­νά τον Οκτώ­βρη, για να είναι και κόκκινος;

Χάνεις κιλά ιδρώ­νο­ντας ή απλώς εξα­τμί­ζε­ται το μυα­λό; Κι αν είναι έτσι, εμείς οι απλά εύσω­μοι, δεν έχου­με μεγα­λύ­τε­ρα πνευ­μα­τι­κά απο­θέ­μα­τα από τους άλλους;
Η γονυ­πε­τής στά­ση στην Τήνο δεν είναι λίγο προ­κλη­τι­κή για τα θρη­σκευ­τι­κά δεδομένα;

Το ΓΑΠι­κό ρητό «αλλά­ζου­με ή βου­λιά­ζου­με» είναι εμπνευ­σμέ­νο και παρ­μέ­νο από τα σαπά­κια που κυκλο­φο­ρούν στο Αιγαίο, παί­ζο­ντας κάθε χρό­νο με τις πιθα­νό­τη­τες και τα όρια της ασφά­λειας; Κι αφού δεν αλλά­ζουν ποτέ, και κάνουν χρυ­σές μπίζ­νες, τι μας απο­μέ­νει ως επι­λο­γή; Ζήσε επι­κίν­δυ­να το μύθο σου στην Ελλά­δα: πήγαι­νε κι εσύ σε ένα νησί με ρετρό καρά­βι και νιώ­σε όπως οι παλιοί θαλασ­σο­πό­ροι, χωρίς να πάθεις σκορβούτο…

Είναι ιδέα μου ή η Μαντώ τρα­γου­δά­ει στην πραγματικότητα:
Αυτό το καλο­καί­ρι θα επα­να­στα­τή­σω, τίπο­τα δε θα σκεφτώ
Αυτό το καλο­καί­ρι θέλω να γνω­ρί­σω ακό­μα έναν «υπαρ­κτό»
(σ.σ.: εξ ου και «σοσια­λι­σμός που γνωρίσαμε»)

Στο σοσια­λι­σμό θα έχου­με καύσωνες;
Απά­ντη­ση: Πιθα­νό­τα­τα ναι, αλλά δε θα πεθαί­νει κόσμος από τις «ακραί­ες και­ρι­κές συν­θή­κες». Και δε θα αυξά­νε­ται τεχνη­τά η μέση θερ­μο­κρα­σία, εξαι­τί­ας της ανθρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τη­τας και της υπερ­θέρ­μαν­σης του πλανήτη.

Μήπως όμως όλα αυτά είναι όνει­ρα θερι­νής νυκτός;
Μα τα δικά μας όνει­ρα είναι παντός και­ρού. Κι είναι ο εφιάλ­της των εκμεταλλευτών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο