Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά

Πατρί­δα

Κανέ­νας δεν αφή­νει την πατρί­δα του,
εκτός αν πατρί­δα είναι το στό­μα ενός καρχαρία
τρέ­χεις προς τα σύνο­ρα μόνο όταν βλέπεις
ολό­κλη­ρη την πόλη να τρέ­χει κι εκείνη
οι γεί­το­νές σου τρέ­χουν πιο γρή­γο­ρα από σένα
με την ανά­σα ματω­μέ­νη στο λαι­μό τους
το αγό­ρι που ήταν συμ­μα­θη­τής σου
που σε φιλού­σε μεθυ­στι­κά πίσω από το παλιό εργο­στά­σιο τσίγκου
κρα­τά ένα όπλο μεγα­λύ­τε­ρο από το σώμα του
αφή­νεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρί­δα δε σε αφή­νει να μείνεις.
κανέ­νας δεν αφή­νει την πατρί­δα εκτός αν η πατρί­δα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοι­λιά σου
δεν είναι κάτι που φαντά­στη­κες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπί­δα χαρά­ζει απει­λές στο λαι­μό σου
και ακό­μα και τότε ψέλ­νεις τον εθνι­κό ύμνο
ανά­με­σα στα δόντια σου
και σκί­ζεις το δια­βα­τή­ριό σου σε τουα­λέ­τες αεροδρομίων
κλαί­γο­ντας καθώς κάθε μπου­κιά χαρτιού
δηλώ­νει ξεκά­θα­ρα ότι δεν πρό­κει­ται να γυρίσεις.
πρέ­πει να καταλάβεις
ότι κανέ­νας δε βάζει τα παι­διά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφα­λές από την ξηρά
κανέ­νας δεν καί­ει τις παλά­μες του
κάτω από τρέ­να, ανά­με­σα από βαγόνια
κανέ­νας δεν περ­νά μέρες και νύχτες στο στο­μά­χι ενός φορτηγού
τρώ­γο­ντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιό­με­τρα που ταξιδεύει
σημαί­νουν κάτι παρα­πά­νω από ένα ταξίδι.
κανέ­νας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανέ­νας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανέ­νας δε δια­λέ­γει τα στρα­τό­πε­δα προσφύγων
ή τον πλή­ρη σωμα­τι­κό έλεγ­χο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επει­δή η φυλα­κή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμο­φύ­λα­κας το βράδυ
είναι προ­τι­μό­τε­ρα από ένα φορτηγό
γεμά­το άντρες που μοιά­ζουν με τον πατέ­ρα σου
κανέ­νας δε θα το μπορούσε
κανέ­νας δε θα το άντεχε
κανέ­να δέρ­μα δε θα ήταν αρκε­τά σκληρό
για να ακού­σει τα:
γυρί­στε στην πατρί­δα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιά­νοι ασύλου
που ρου­φά­τε τη χώρα μας
αρά­πη­δες με τα χέρια απλωμένα
μυρί­ζε­τε περίεργα
απολίτιστοι
κάνα­τε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνε­τε και τη δική μας
πώς δε δίνου­με σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επει­δή τα χτυ­πή­μα­τα είναι πιο απαλά
από το ξερί­ζω­μα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκα­τέσ­σε­ρις άντρες
ανά­με­σα στα πόδια σου
ή οι προ­σβο­λές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομ­μα­τια­σμέ­νο κορ­μά­κι του παι­διού σου.
θέλω να γυρί­σω στην πατρίδα,
αλλά η πατρί­δα είναι το στό­μα ενός καρχαρία
πατρί­δα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανέ­νας δε θα άφη­νε την πατρίδα
εκτός αν η πατρί­δα σε κυνη­γού­σε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρί­δα σού έλε­γε να τρέ­ξεις πιο γρήγορα
να αφή­σεις πίσω τα ρού­χα σου
να συρ­θείς στην έρημο
να κολυ­μπή­σεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχά­σεις την υπερηφάνεια
η επι­βί­ω­σή σου είναι πιο σημαντική.
κανέ­νας δεν αφή­νει την πατρί­δα εκτός αν η πατρί­δα είναι
μια ιδρω­μέ­νη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέ­ξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπου­δή­πο­τε αλλού
θα είσαι πιο ασφα­λής απ΄ ό,τι εδώ»

Ποί­η­μα της Κενυά­τισ­σας ποι­ή­τριας που ζει στο Λον­δί­νο, Ουαρ­σάν Σάιρ. Το αλιεύ­σα­με στο fb.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο