Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Ο Νίκος Καρβούνης – ποιητής, κριτικός, στοχαστής, δημοσιογράφος — γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1880. Άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στις 5.30 το απόγευμα της 17ης Φλεβάρη 1947, εξαιτίας της ουραιμίας η οποία τον ταλαιπώρησε για μήνες.
Από τριών χρόνων όμως έζησε στη Ρουμανία. Τέλειωσε το γυμνάσιο στη Βράιλα και ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Στην Ελλάδα γύρισε το 1898 οπότε πρωτοεμφανίζεται στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων», με το ποίημα «Βασιλόπιττα», που πήρε το πρώτο βραβείο.
Το 1903, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, για να ολοκληρώσει τις φιλολογικές και νομικές σπουδές του, χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Δε σταμάτησε όμως να μελετά, να αυτομορφώνεται και μάλιστα να ασκείται στις ξένες γλώσσες. Υπήρξε χαρακτηριστική η ευρυμάθεια και γλωσσομάθειά του. Ενδεικτικό της γλωσσομάθειας και της ποιητικής του φύσης είναι το περιστατικό που αφηγούνται σύγχρονοί του. Κάποτε συναγωνίστηκε με έναν Άγγλο ποιητή να περιγράψουν τις «εσωτερικές» εντυπώσεις τους από μια επίσκεψη στην Ακρόπολη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Αγγλος ποιητής να σκίσει το δικό του χειρόγραφο.
Στο φλέγον ζήτημα της εποχής συμπορεύεται με τους δημοτικιστές. Το 1907 συμμετέχει στην ομαδική προσπάθεια για την έκδοση του περιοδικού «Ηγησώ». Με το κλείσιμο του περιοδικού, αφήνει τη δουλειά στο εφοπλιστικό γραφείο και μπαίνει στη δημοσιογραφία. Εξελίσσεται ΜΑΧΗΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ολκής. Συνεργάστηκε στο «Σκριπ» το οποίο αργότερα διηύθυνε, δούλεψε στην «Πολιτεία», στην «Εστία» και στην «Πρωΐα».
Ξεχωριστή σημασία και απήχηση είχαν οι επιφυλλίδες του στην «Πρωΐα» μετά το 1930, με όλο και πιο έντονο τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα, τις οποίες σταμάτησε την περίοδο της Δικτατορίας Μεταξά με παρέμβαση του Γενικού Επιτελείου. Ένα μέρος αυτών των επιφυλλίδων συγκεντρώθηκε σ’ ένα βιβλίο 240 σελίδων υπό τον τίτλο «Νίκου Καρβούνη, Εκλογή από το έργο του» («Εκλεκτά Βιβλία» ‑Δεκέμβρη του 1960) με πρόλογο και επιμέλεια του Πάνου Πολίτη.
Έγραφε στους «Νέους Πρωτοπόρους» — φιλοξένησαν πολλά και σημαντικά άρθρα του — και για κάποιο διάστημα και στον «Ριζοσπάστη» (και με το ψευδώνυμο Μαυροθαλασσίτης) μέχρι που τον έκλεισε ο Μεταξάς. Αργότερα στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στη «Νέα Ελλάδα» κ.α.
Μετά από περιπλανήσεις και ιδεολογικές αναζητήσεις – ξεκίνησε εθνικιστής και νιτσεϊκός, θεοσοφιστής και στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μεταφράζει κείμενα τεκτονικά — εντάχθηκε στις τάξεις του ΚΚΕ. «Άλλαζε όσο άλλαζε και ο έξω κόσμος κι όσο μεγάλωνε η κατανόησή του, δηλαδή συνειδητοποιούσε περισσότερο τις αιτίες και τους σκοπούς του κοινωνικού γίγνεσθαι. Και βοηθούσε τη νίκη του μέλλοντος»[1].
Το 1909 πήρε μέρος στην Επανάσταση στο Γουδί όμως αργότερα διαχώρισε τη θέση του από τη βενιζελική παράταξη. Έκτοτε βασιλόφρων. Το 1910 προσπάθησε να οργανώσει εθελοντική ομάδα για αποστολή στο Μεξικό, το οποίο βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Το 1912 κατατάχθηκε μαζί με τον Λορέντζο Μαβίλη στο Τάγμα των Γαριβάλδων. Στο Βορειοηπειρωτικό Πόλεμο τραυματίζεται και αργότερο στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο τραυματίζεται και παρασημοφορείται με «Αριστείο Ανδρείας». Τις εντυπώσεις του από την εμπειρία του πολέμου κατέγραψε στο βιβλίο του Πόλεμος Ελλάδος Βουλγαρίας.
Εζησε τη Μικρασιατική Εκστρατεία ως πολεμικός ανταποκριτής, ενώ στήριξε το κίνημα του 1922 των Πλαστήρα, Γονατά, Φωκά. Όμως το προσφυγικό, η διαμορφωμένη πολιτική κατάσταση στη χώρα, η εμφάνιση του ΚΚΕ και η επιρροή του, η κρίση του 1929 βοηθούν να ξεκαθαρίσουν οι ιδεολογικοί του ορίζοντες μέχρι που στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 εγκατέλειψε το χώρο του ιδεαλισμού και ασπάστηκε τη μαρξιστική ιδεολογία και στη συνέχεια εντάχθηκε στις τάξεις του ΚΚΕ. Στο 10ο τεύχος του περιοδικού «Νέοι Πρωτοπόροι» (1932) δημοσιεύεται απόσπασμα από ανέκδοτο άρθρο του για την Οχτωβριανή Επανάσταση, όπου ανάσα στα άλλα λέει: «Έτσι, μέσα στο νέο το καθεστώς που εθεμελίωσε η Οχτωβριανή Επανάσταση, όλες οι σημερινές κατακτήσεις του ανθρώπινου νου της επιστήμης – γίνονται κτήμα δικαιωματικά του συνόλου».
Ανήκει στους μεγάλους στοχαστές που υπηρέτησαν πιστά, με το πνευματικό έργο και την προσωπική δράση τους, την υπόθεση της κοινωνικής και πολιτικής απελευθέρωσης της Ελλάδας. Ο Καρβούνης σε μεγάλη ηλικία («πατημένα» τα 50), Γληνός (και αυτός 50άρης) και ο Βάρναλης (στα 35 του) ανήκοντας σον παλιό κόσμο έκαναν το μεγάλο άλμα και πέρασαν στον κόσμο του εργάτη και με το κύρος τους και τη στάση τους έκαναν πολλούς διστακτικούς διανοούμενους να τους ακολουθήσουν[2].
Η συμπόρευσή του και η ένταξη το 1933 στο ΚΚΕ αναστάτωσε τους αστικούς πολιτικούς και πνευματικούς κύκλους γιατί περισσότερο ακόμα και από τον Γληνό και τον Βάρναλη, θαυμαζόταν από την αστική διανόηση.
Το Μάρτη του 1934 δικάζεται για τη μετάφραση και τον πρόλογο της «Καστανής Βίβλου»[3] (Ο Καρβούνης έγραψε μόνο τον πρόλογο, δεν έκανε τη μετάφραση παρότι η μήνυση από την κυβέρνηση Τσαλδάρη αφορούσε και αυτή). Η δίκη – είχε προηγηθεί η κατάσχεση του βιβλίου — έγινε με βάση τα νόμο περί τύπου που απαγόρευε την εξύβριση ξένων κυβερνήσεων μετά από παρέμβαση της γερμανικής πρεσβείας που ενοχλήθηκε τόσο από περιεχόμενο του βιβλίου και του προλόγου όσο και από το εξώφυλλο. Η κατηγορία ήταν πως με τον πρόλογο καθύβρισε και συκοφάντησε την κυβέρνηση φιλικού κράτους, της χιτλερικής Γερμανίας. Η απολογία του ήταν ένα δριμύ κατηγορώ κατά του χιτλερικού φασισμού. Τελικά η δίκη ολοκληρώθηκε στις 5 Απρίλη με καταδίκη σε 15 ημέρες κράτηση με δικαίωμα εξαγοράς.
Και η πριν την κυκλοφορία του βιβλίου περίοδος είναι περίοδος έντονης αντιφασιστικής δράσης. Ο Νίκος Καρβούνης βρίσκεται επικεφαλής σειράς επιτροπών που αγωνίζονται ενάντια στο φασισμό και την απειλή να επεκταθεί σε πολλές χώρες. Πρώτο — πρώτο το όνομά του σ’ αυτούς που υπέγραφαν την αντιφασιστική διακήρυξη.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου συνελήφθη από την Ασφάλεια μαζί με άλλους διανοούμενους, όπως ο Βάρναλης, ο Κορδάτος και ο Πανσέληνος για αντιφασιστική αρθρογραφία. Στην Κατοχή, στις 22 Ιούνη 1941 συλλαμβάνεται μαζί με τον Δ. Γληνό και στέλενεται σε ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα. Επιστρέφει στην Αθήνα αρχές Οκτώβρη και περνά στην παρανομία. Φεύγει για το Βουνό και η συγκυρία τον φέρνει να φιλοξενεί στη σπηλιά του τον Αγγλο Εντυ. Ξαναγυρίζει στην Αθήνα και όλο το 42 και το 43 συμμετέχει στη Συντακτική Επιτροπή της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα». Συμμετέχει στην έκδοση του παράνομου «Ριζοσπάστη» και στους «Πρωτοπόρους» της Κατοχής και προσπαθεί να τραβήξει στον αγώνα τους διανοούμενους της εποχής. Το άρθρο στους «Πρωτοπόρους» τον Δεκέμβρη του 1943 υπό τον τίτλο «Εργα πίστεως» είναι εγερτήριο σάλπισμα πνευματικής αντίστασης. Αρχές του 44 ξαναφεύγει για το Βουνό όπου στην αρχή διευθύνει την εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» και στη συνέχεια το Γραφείο Τύπου της ΠΕΕΑ. Υπήρξε Εθνοσύμβουλος και, μετά τη Βάρκιζα, διηύθυνε το εξωτερικό Τμήμα Τύπου του ΕΑΜ. Το Νοέμβριο του 1945 συμμετείχε σε αντιπροσωπεία του ΕΑΜ που επισκέφτηκε Γαλλία, Αγγλία και Αμερική. Ένα χρόνο περίπου κράτησε αυτό το ταξίδι. Δυστυχώς το συνεχές αυτό κυνηγητό είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν σχεδόν όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και κυρίως τα χειρόγραφα και οι σημειώσεις που είχε κρατήσει από αυτό το ταξίδι και τις επαφές που είχε με τους προοδευτικούς κύκλους, που τότε ακριβώς είχαν πάρει θετική στάση για τον αγώνα του ΕΑΜ. Τα υλικά αυτά ουσιαστικά δεν αξιοποιήθηκαν, καθώς ο Ν. Καρβούνης αρρώστησε και έμεινε πολύ καιρό στο νοσοκομείο.
Το αμιγώς λογοτεχνικό του έργο – ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις — είναι διάσπαρτο σε εφημερίδες και περιοδικά. Γνωστότερο όλων ο θούριος της Εθνικής Αντίστασης, «Βροντάει ο Όλυμπος» που τραγουδήθηκε από χιλιάδες στόματα. Μετέφρασε στην Ελλάδα, για πρώτη φορά, τα έργα των ποιητών Γουόλτ Γουίτμαν, Σέλεϊ, Πόε, Μαγιακόφσκι.
Το 1967 σε επιμέλεια Μ.Μ. Παπαϊωάννου κυκλοφόρησε η εκλογή «Νίκος Καρβούνης, Διηγήματα, Αναμνήσεις, Μεταφράσεις», (εκδ. Ιστορικό Ινστιτούτο Γιάννη Κορδάτου).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Νίκου Καρβούνη ήταν η φυσιολατρία. Με επικεφαλής τον Ν. Καρβούνη, λειτουργούσε πολλά χρόνια μια εκδρομική ομάδα, που είχε κυριολεκτικά οργώσει τα βουνά της Αττικής, αλλά και εκτός Αττικής. Δεν υπήρχε ελληνική βουνοκορφή, διάσελο ή πλαγιά που να μην την είχε περπατήσει και ούτε παραλία της Αττικής που να μην είχε κολυμπήσει. Ήταν από τους πρώτους Έλληνας που καλλιέργησαν το σπορ της πεζοπορίας.
Και κάτι τελευταίο που είναι ενδεικτικό μιας πολυσύνθετης προσωπικότητας, είναι η αγέραστη αγάπη του για το βιολί, στο οποίο ήταν και οι βασικές του σπουδές.
Στην περίπτωση του Νίκου Καρβούνη χαιρόμαστε το σπάνιο πνευματικό τύπο, τον ακατάπαυστα δονισμένο από κατηγορηματικές επιταγές. Οι αντιφατικότερες εσωτερικές του παρορμήσεις, οι πιο ετερόκλητες ψυχοπνευματικές του εκδηλώσεις, οι πιο ανόμοιες κοινωνικές του αρχές δεν τον ξεστράτισαν, ούτε για λίγο, από την ηθική ευθεία του όλο συνέπεια, με τις κάθε τόσο πεποιθήσεις του, δρόμο του. Οδυνηρά ανήσυχος, ευπαθέστατος δέκτης, πληθωρικός στοχαστής, ευρύτατα καλλιεργημένος, στο έπακρο ευγενιστής, με μετριοφροσύνη που έφτανε ως την αυτοϋποτίμηση, ασκητικά απλός, εχθρός του θορύβου και των τιμών, με καλοσύνη και ανεξικακία, με ανοχή όχι συγκαταβατική μα μυχιαίτατα χριστιανική, μ’ αλύγιστη μονολιθική αρρενωπότητα, διχασμένος από ρευστό συναισθηματισμό – που γι’ άλλους θάταν επικίνδυνα παραπλανητικός – κι από χαλινωτική ρασιοναλιστική σοβαρότητα, σ’ αδιάκοπη αντιμετώπιση της ανομοιογενούς, σύνθετης ιδιοσυγκρασίας του, κατόρθωνε, μακριά από τις θλιβερές μιζέριες των ρωμέικων αδυναμιών, να προβάλλει πάντα μια ζηλευτή προσωπικότητα.
(…)
Ο Νίκος Καρβούνης δεν ανήκει σε μια πολιτική παράταξη μόνο. Ανήκει στην Ελλάδα. Ορθοτόμησε κατευθύνσεις ηθικότητας. Στάθηκε πρότυπο και παράδειγμα πολύπλευρου πνευματικού ανθρώπου, έξω από ταπεινούς συμβατικούς επηρεασμούς, υπολογισμούς, ιδιοτέλειες»Από τη νεκρολογία του Γιάννη Καχτσόγλου στο περιοδικό «Εστία», 1 Μάρτη 1947
[1] Κώστας Βάρναλης σε ομιλία του σε εκδήλωση για τα 20 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καρβούνη.
[2] Ο πρώτος που έκανε το μεγάλο άλμα ήταν ο Κ. Βάρναλης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
[3] Τα σχετικά με το κάψιμο του Ράιχσταγκ. Είναι υλικά που αποδείκνυε ότι ο εμπρησμός ήταν έργο των Ναζί, το οποίο συγκέντρωσε διεθνή επιτροπή που συγκροτήθηκε με πρόεδρο τον λόρδο Μάρλεϊ και επίτιμο πρόεδρο τον Α. Αϊνστάιν. Τα πρακτικά της δίκης της Λειψίας και της αντιδίκης που οργανώθηκε το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1933 σε Παρίσι και Λονδίνο και στο ειδώλιο του κατηγορουμένου ήταν ο χιτλερικός φασισμός. Το βιβλίο εκδόθηκε από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο», που ήταν το βιβλιοπωλείο του ΚΚΕ