Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κατίνα Παΐζη: Λησμονημένη ποιήτρια του Μεσοπολέμου.

Γρά­φει η Τασ­σώ Γαΐλα.

Πόσο πολύ σ’ αγά­πη­σα… ποτέ δε θα το μάθης,
καλέ, που δεν εχά­ρη­κες στα χεί­λη μου φιλιά.
Απ’ τη ζωή μου επέ­ρα­σες κι αλάρ­γε­ψες κι εχάθης
καθώς τα δια­βα­τά­ρι­κα κι αγύ­ρι­στα πουλιά…

Στα πλαί­σια μιας έρευ­νας για λογα­ρια­σμό λογο­τε­χνι­κού έντυ­που περιο­δι­κού με θέμα τις γυναί­κες εκπαι­δευ­τι­κούς-λογο­τέ­χνι­δες  του 20ου αιώ­να “συνά­ντη­σα” την Κατί­να Παΐ­ζη, εκπαι­δευ­τι­κό και ποι­ή­τρια που ναι μεν γνώ­ρι­ζα εκ των προ­τέ­ρων την λογο­τε­χνι­κή ιδιό­τη­τα της αν και είχα χρό­νια να δια­βά­σω στί­χους της, αλλά όχι τη σημα­ντι­κή της παρου­σία στο χώρο της εκπαί­δευ­σης που υπη­ρε­τώ κι εγώ. Το ομο­λο­γώ , δυσά­ρε­στα τα συναι­σθή­μα­τα μου εφό­σον η εκλε­κτή εκπαι­δευ­τι­κός και λόγια υπη­ρέ­τη­σε πολ­λά χρό­νια στην πόλη μου την Καλλιθέα.

Η Κατί­να Παΐ­ζη –προ­σω­πι­κή μου άποψη‑, δια­θέ­τει αρκε­τές καλές λυρι­κές στιγ­μές , αυθε­ντι­κό­τη­τα και δια­χρο­νι­κό­τη­τα. Χαμη­λών τόνων η ιδία επι­σκιά­στη­κε από άλλες ποι­ή­τριες της γενιάς της, ξεχά­στη­κε και αίφ­νης το 1998 θα τη γνω­ρί­σει όλη η Ελλά­δα από τη μελο­ποί­η­ση ενός ποι­ή­μα­τος της το <Πόσο πολύ σ’αγάπησα> για τις ανά­γκες της τηλε­ο­πτι­κής σει­ράς <Ο μεγά­λος Θυμός> με  σενά­ριο βασι­σμέ­νο στο ομό­τι­τλο βιβλίο της Ντό­ρας Γιαν­να­κο­πού­λου, σκη­νο­θε­σία Κώστα Κου­τσο­μύ­τη. Μου­σι­κή σύν­θε­ση: Βασί­λης Δημη­τρί­ου και ερμη­νεία μονα­δι­κή του τρα­γου­δο­ποιού Χρή­στου Θηβαίου.

Κάτι παρό­μοιο είχε συμ­βεί και με την αισθα­ντι­κή ποι­ή­τρια Αιμι­λία Δάφ­νη 1881–1941 στε­νή φίλη του Κωστή Παλα­μά που έμε­λε και σε εκεί­νη –όπως και στην Κατίνα‑,να γίνει γνω­στή στο πλα­τύ κοι­νό από ένα μελο­ποι­η­μέ­νο της ποί­η­μα το ΄Τρείς φίλοι τρία παι­διά’. Ελλά­σων ποι­ή­τρια χαρα­κτη­ρί­ζουν οι ειδι­κοί της λογο­τε­χνί­ας την Κατί­να Παΐ­ζη αν και προ­σω­πι­κά ποτέ δεν κατά­λα­βα τη διά­κρι­ση: μεί­ζων ή ελάσ­σων ποιητής.

Η Κατί­να ήταν κόρη του Ιθα­κί­σιου δασκά­λου Κων­στα­ντί­νου Δ. Παΐ­ζη και της Σφα­κια­νής Ελέ­νης Πάτε­ρου από ιστο­ρι­κή οικο­γέ­νεια των Σφα­κί­ων. Ο Παΐ­ζης που διο­ρί­στη­κε στην Ανώ­πο­λη των Σφα­κί­ων γνώ­ρι­σε εκεί την Ε.Π, παντρεύ­τη­καν και το 1911 γεν­νή­θη­κε η Αικατερίνη(Κατίνα) το πρώ­το τους παι­δί. Η οικο­γέ­νεια θα απο­κτή­σει κατό­πιν δυο αγό­ρια τους Μίμη και Παύ­λο κι ένα κορί­τσι την Αλε­ξάν­δρα (Αλέ­κα) Παΐ­ζη τη γνω­στή σε όλους μας αντι­στα­σια­κή ηθο­ποιό του ΕΑΜ.

Ας ξεκι­νή­σου­με το αφιέ­ρω­μα στην Κατί­να με το ποί­η­μα της “Το θέρος”, το ποί­η­μα της που ξεχώ­ρι­ζε κι αγα­πού­σε ιδιάι­τε­ρα η αδελ­φής της Αλέκα.

Το θέρος

Πέρα­σε το κορίτσι
με το πρά­σι­νο φουστάνι,
μια παπα­ρού­να στα μαλ­λιά της
ονει­ρεύ­ο­νταν,
στο λαι­μό της ανάσαινε
ένας φιό­γκος,
στα χέρια της
ένα δεμά­τι στάχια
θρόι­ζε στ’ αλα­φρό της
πέρα­σμα τ’ αγέρι.

Μια πετα­λού­δα ετόξευε
τον ήλιο
ένα στε­γνό πηγάδι
αφου­γκρα­ζό­ταν
την προ­σευ­χή του θερισμένου
κάμπου.

Τρα­γου­δού­σε το κορίτσι
και πήγαι­νε
το πέλ­μα της λαμποκοπούσε
σα φτε­ρό περιστεριού.

Τα μάτια της παιζογελούσαν
με τη μέρα,
τα χεί­λη της μια προσφορά
μαζί και δίψα.

Κι όλα τα τύλιγε
μια διά­φα­νη χρυσόσκονη
των αστε­ριών
σα να θρυμματιστήκαν
τα πετρά­δια.

Πέρα­σε το κορίτσι
με το πρά­σι­νο φουστάνι
κι έτρε­χε πίσω του
το καλο­καί­ρι
σαν παρα­λοϊ­σμέ­νο παλληκάρι.

Κατί­να Παΐ­ζη, συλ­λο­γή “Παραλ­λα­γές”, 1955

Ο δάσκα­λος πατέ­ρας των κορι­τσιών διέ­κο­ψε την εκπαι­δευ­τι­κή του καριέ­ρα, μετα­κό­μι­σαν οικο­γε­νεια­κώς στο Ηρά­κλειο κι εκεί ασχο­λή­θη­κε με το καπνε­μπό­ριο. Αρκε­τά εύπο­ρη αστι­κή οικο­γέ­νεια, τα κορί­τσια σπού­δα­σαν δασκά­λες στο Διδα­σκα­λείο Ηρα­κλεί­ου κι άρχι­σαν να εργά­ζο­νται εκεί στο Ηράκλειο.

Η Κατί­να στο σχο­λείο προ­σφύ­γων και κατό­πιν στο Πρό­τυ­πο Σχο­λείο Ηρα­κλεί­ου κι η Αλέ­κα στο Αρμέ­νι­κο Σχο­λείο. Κι ευτυ­χώς γι αυτές για­τί αρχές του ’30 με την κατάρ­γη­ση του μονο­πω­λί­ου καπνού η οικο­γέ­νεια θα βρε­θεί από τα σαλό­νια στα αλώ­νια ‚που­λά­νε τα πάντα στο Ηρά­κλειο κι έρχο­νται στην Αθή­να. Εδώ, η μεν Κατί­να συνε­χί­ζει τις Πανε­πι­στη­μια­κές σπου­δές της και εργά­ζε­ται ως εκπαι­δευ­τι­κός αλλά η μικρό­τε­ρη αδελ­φή της Αλέ­κα δια­κό­πτει την καριέ­ρα της ως δασκά­λα και σπου­δά­ζει θέα­τρο στη Σχο­λή του Εθνι­κού θεάτρου.

Η Αλέ­κα ως γνω­στόν εντά­χθη­κε στο ΕΑΜ κι είχε ενερ­γή δρά­ση στην  Εθνι­κή Αντί­στα­ση με απο­τέ­λε­σμα τις συνε­χείς διώ­ξεις, φυλα­κί­σεις κι εξο­ρί­ες. Η Κατί­να παρά την αντι­στα­σια­κή της δρά­ση, είχε συμ­με­τά­σχει και  το 1943 στην δια­μαρ­τυ­ρία για την πολι­τι­κή επι­στρά­τευ­ση, κι ήταν αυτή που σε πορεία με την Γαλά­τεια Καζαντζάκη(στενή της φίλη από το Ηρά­κλειο) και τον δημο­σιο­γρά­φο-συγ­γρα­φέα Κού­λη Ζαμπα­θά κρα­τού­σε το πανό με το σύν­θη­μα Η Τέχνη στο Λαό, στά­θη­κε τυχε­ρή – σε σχέ­ση με την Αλέκα‑, η τιμω­ρία της για την Αντι­στα­σια­κή της δρά­ση υπήρ­ξε μία δυσμε­νής μετά­θε­ση από το Μαρά­σλειο στο 2ο Εξα­τά­ξιο Καλ­λι­θέ­ας όπου υπη­ρέ­τη­σε πολ­λά χρό­νια και μάλι­στα από τη θέση του Διευ­θυ­ντή. Υπήρ­ξε αξιό­λο­γη εκπαι­δευ­τι­κός με και­νο­τό­μες ιδέ­ες, λει­τουρ­γός κι όχι απλή  εκπαιδεύτρια.

Όλα τα δύσκο­λα χρό­νια ήταν πάντα δίπλα στην Αλέ­κα, οι δυο αδελ­φές ήταν πολύ αγα­πη­μέ­νες κι ενω­μέ­νες κι η Κατί­να στή­ρι­ζε οικο­νο­μι­κά κι ηθι­κά την Αλέκα.

Η Αγω­νί­στρια Αλέ­κα θα χάσει το στή­ριγ­μα της ‚την Κατί­να, όταν αυτή απε­βί­ω­σε στις 28 Νοεμ­βρί­ου 1996 ενώ η ιδία απε­βί­ω­σε πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα στις 4 Φεβρουα­ρί­ου 2009 .

Επιστρέφουμε στην Κρήτη, το Ηράκλειο;

Η Κατί­να από πολύ νέα δημο­σιεύ­ει στα τοπι­κά έντυ­πα ποί­η­ση της και το 1931 σε ηλι­κία 20 ετών θα κυκλο­φο­ρή­σει την πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή: Ροδο­πέ­τα­λα.

Όλα θα σβύσουν.
Όλα θα σβύ­σουν ‚θα χαθούν αγύριστα,
τίπο­τα δεν θα μεί­νη στον αιώνα,
του κόσμου αυτού συντρίμ­μια η ζωή,
θα πέση, σαν ναού παληά κολόνα.


Ο χαλα­σα­μός κι ο χρό­νος θ’ αφανίσουνε
όλα μέσ’ στο πυρό τους το καμίνι,
κι’ από του κόσμου τού­του τις ζωές
ασά­λευ­τη θα καμ­μιά δε θ’ απομείνει.


Μ’ απ’ όλους πιο στερ­νά θε να χαθή
ο ποι­η­τής στην ώρα τη μεγάλη,
της γένε­σης παληός τραγουδιστής,
και του χαμού ωδή στερ­νή να ψάλλη.

Κι αυτή η πρώ­τη συλ­λο­γή Ροδο­πέ­τα­λα,1931, καθώς κι η δεύ­τε­ρη Απλοί σκο­ποί, 1936, προ­κα­λούν θετι­κές αντι­δρά­σεις στο χώρο των γραμ­μά­των, η Κατί­να αλλη­λο­γρα­φεί με δια­νο­ού­με­νους της επο­χής όπως ο Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας, ο Νίκος Πλου­μπί­δης, ο Νίκος Καζαν­τζά­κης, ο Γιάν­νης Ρίτσος κά

Από την συλ­λο­γή  Απλοί σκο­ποί: Ενώ Βρέχει

Με την ψυχή περί­λυ­πη στο παρα­θύ­ρι στέκω,
έξω σκο­τά­δι κι ερη­μιά βαθειά και πάντα βρέχει.
Ένας φτω­χός ξυπό­λυ­τος που διά­βη­κε στην στράτα
τη σκέ­ψη μου στο διά­βα του συνε­παρ­μέ­νην έχει.

(…)
Που πάει; Ποιος τον σκέ­πτε­ται και ποιος τον περιμένει,
με κάποιο λόγο τρυ­φε­ρό χαρά να τον γεμίσει;
Πέρα­σε αργά σαν άνθρω­πος από­κλη­ρος και μόνος
που μήτε αγά­πες τον τρα­βούν μήτε τον διώ­χνουν μίση.

(…)
Που πήγε; Τι να γίνη­κε; Με κρυ­φο­καί­ει η έγνοια
που ο νους μου στέ­κει ανή­μπο­ρος να την αποκοιμήσει.
Θα γεί­ρει από την κού­ρα­ση μπρο­στά σε κάποια θύρα
κι’ ίσως δε θα θα’ χει δύνα­μη και να βαρυγγωμήσει.

(…)
Με την ψυχή περί­λυ­πη στο παρα­θύ­ρι στέκω
και πάντα ο νους μου ακο­λου­θεί τον θλι­βε­ρό αλήτη
}και τον πονώ σαν αδελ­φή με μιαν βαθειάν αγάπη.
Κάπο­τε βρέ­θη­κα και γω στο δρό­μο δίχως σπίτι.

Στην εργο­γρα­φία της θα προ­σθέ­σει τους τίτλους : Τρα­γού­δια για μικρά παι­διά,1930, Παραλ­λα­γές 1955, τη συλ­λο­γή παι­δι­κών ποι­η­μά­των Τα παι­διά τρα­γου­δούν, 1985 και τελευ­ταία της δου­λειά τα διη­γή­μα­τα Σφα­κια­νές κου­βέ­ντες ‑1989, με αφη­γή­σεις της μητέ­ρας της.

Η ποι­ή­τρια παρό­λο που έγρα­φε διαρ­κώς και δημο­σί­ευε στον τύπο στί­χους της δεν επε­δί­ω­κε την προ­βο­λή. Πρώ­τες της προ­τε­ραιό­τη­τες η διδα­σκα­λία, η οικο­γέ­νεια της κι η αδελ­φή της Αλέ­κα στη σκιά της οποί­ας επέ­λε­ξε να ζει.

Κατίνα Παΐζη, φωτισμένη εκπαιδευτικός,
εργάστηκε και στο σύστημα Μοντεσόρι,
πνευματικός άνθρωπος με καλή μόρφωση
και καλλιέργεια, αντιστασιακή,
ενταγμένη στο ΕΑΜ, μητέρα κι αδελφή

Κλεί­νου­με το λιτό αφιέ­ρω­μα στην ποι­ή­τρια του μεσο­πο­λέ­μου Κατί­να Παΐ­ζη με το ιστο­ρι­κό του τρα­γου­διού που την γνώ­ρι­σε στο πλα­τύ κοι­νό το <Πόσο πολύ σ’αγάπησα>, ιστο­ρι­κό που είχε απο­κα­λύ­ψει ο τρα­γου­δο­ποιός κι ερμη­νευ­τής του τρα­γου­διού Χρή­στος Θηβαί­ος σε συνέ­ντευ­ξη του κατά την διάρ­κεια της προ­βο­λής του σήριαλ “Ο μεγά­λος θυμός”. Τη ρομα­ντι­κή αυτή ιστο­ρία του την είχε αφη­γη­θεί ο μονά­κρι­βος γιος της Κατί­νας ο Ορέστης.

Όταν η εύπο­ρη οικο­γέ­νεια Παΐ­ζη ζού­σε στο Ηρά­κλειο έκα­νε ένα ταξί­δι στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου με την τότε ακμά­ζου­ζα εκεί Ελλη­νι­κή παροι­κία. Ένα βρά­δυ ως προ­σκε­κλη­μέ­νη σε φιλι­κό σπί­τι για να ακού­σει μου­σι­κή δωμα­τί­ου η νεα­ρή Κατί­να κατα­γοη­τεύ­ε­ται από τον βιο­λον­τσε­λί­στα της ορχή­στρας κι εμπνευ­σμέ­νη από αυτόν τον νεα­νι­κό έρω­τα θα γρά­ψει  το ποί­η­μα. Ας το θυμηθούμε.

Πόσο πολύ σ’αγάπησα…

Πόσο πολύ σ’ αγά­πη­σα, ποτέ δε θα το μάθεις.
Απ’ τη ζωή μου πέρα­σες κι αλάρ­γε­ψες κι εχάθης
καθώς τα δια­βα­τά­ρι­κα κι αγύ­ρι­στα πουλιά.
Τα χέρια μου δεν έδε­σα τρι­γύ­ρω στο λαι­μό σου,
Δεν έστα­ξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.

Κου­νού­σα το μαντή­λι μου αλα­φρά στο μισε­μό σου
και σιω­πη­λά σου ευχό­τα­νε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρε­μού­λια­σμα των κου­ρα­σμέ­νων μου ώμων.
Δεν μάντε­ψες τη θύελ­λα που εκλειού­σα στην ψυχή .

Μήτε πως ήμουν σύντρο­φος των μακρυ­νών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέ­ψη ανέκ­φρα­στη σ’ άγγι­ζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πέν­θι­μες και νύχτες θολωμένες,
που η μονα­ξιά με τρό­μα­ζε και μού­παιρ­νε το νου,
τώρα κρα­τώ στη θύμη­ση στιγ­μές ευτυχισμένες
κάποιου και­ρού αλη­σμό­νη­του ωραί­ου κι αληθινού.

Κι αν δεν προ­σμέ­νεις να με δεις, κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
Ω εσύ του πρώ­του ονεί­ρου μου γλυ­κύ­τα­τη πνοή
Αιώ­νια θα το τρα­γου­δώ, κι εσύ δε θα το μάθεις,
πως οι στιγ­μές που μου ‘δωκες αξί­ζουν μια ζωή.
Πόσο πολύ σ’ αγά­πη­σα, ποτέ δε θα το μάθεις…

Κατί­να Παΐ­ζη- συλ­λο­γή: Παραλλαγές.

Και μπο­ρεί η νεα­ρή ποι­ή­τρια μόλις επέ­στρε­ψαν σπί­τι τους να εξο­μο­λο­γή­θη­κε στην αγα­πη­μέ­νη της αδελ­φή Αλέ­κα τα συμ­βά­ντα και αμέ­σως μετά έγρα­ψε το ποί­η­μα αλλά τα γεγο­νό­τα δεν υπήρ­ξαν δρα­μα­τι­κά όπως έγρα­ψε στους στί­χους της: “Πόσο πολύ σ’ αγά­πη­σα ποτέ δεν θα το μάθεις”… εφό­σον οι δύο νέοι συνα­ντή­θη­καν ξανά μετά από λίγο και­ρό και παντρεύ­τη­καν. Η Κατί­να με τον σύζυ­γο της Γιώρ­γο Ζωγρά­φο μου­σι­κό-βιο­λον­τσε­λί­στα αργό­τε­ρα στην Αθή­να και στην αρχή της Κατο­χής θα απο­κτή­σουν το γιό τους Ορέστη.

(Το τρα­γού­δι μπο­ρεί­τε να το ακού­σε­τε στο τέλος του άρθρου)

Τον Φεβρουά­ριο του 2011 από τις εκδό­σεις Δοκι­μά­κης κυκλο­φό­ρη­σε το βιβλίο  της συγ­γρα­φέ­ας Νίκης Τρουλ­λι­νού με τίτλο: Κατί­να Παΐ­ζη και στη σει­ρά: Οι Λησμο­νη­μέ­νοι του τόπου,4. Το βιβλίο περι­λαμ­βά­νει ανθο­λό­γιο των ποι­η­μά­των της και των πεζών της, τόσο από τις εκδό­σεις των βιβλί­ων της, όσο και κεί­με­να για τη ζωή της από τη συγ­γρα­φέα, Νίκη Τρουλ­λι­νού, καθώς και ένα μέρος της αλλη­λο­γρα­φί­ας της με τον Νίκο Πλου­μπί­δη, τον Γιάν­νη Ρίτσο, τον Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα, τον Νίκο Καζαν­τζά­κη, τον Τάκη Καλ­μού­χο, τον Βάσο Δασκα­λά­κη (σύζυ­γο της Έλλης Αλε­ξί­ου), τον Κ. Θ. Δημα­ρά και άλλους, με σχό­λια από την επι­με­λή­τρια του τόμου.

Βοη­θή­μα­τα: Μιχά­λη Περάν­θη: Μεγά­λη Ανθο­λο­γία της Ελλη­νι­κής ποι­ή­σε­ως, περιο­δι­κό: Πνευ­μα­τι­κή Ζωή,  εφη­με­ρί­δα ΠΑΤΡΙΣ/2011, από το δια­δί­κτυο το φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό που προ­έρ­χε­ται από το ανω­τέ­ρω βιβλίο.

Τασ­σώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο