Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κείμενο του Κώστα Βάρναλη για τον Ιωάννη Γρυπάρη

Σαν σήμε­ρα 9 Μαρ­τί­ου 1942 πέθα­νε ο ποι­η­τής Ιωάν­νης Γρυ­πά­ρης. Μεγά­λος ποι­η­τής από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους της γενιάς του

Γεν­νή­θη­κε στις 29 Ιου­λί­ου 1870 στη Σίφ­νο, από όπου κατα­γό­ταν και η οικο­γέ­νειά του, πέρα­σε όμως τα παι­δι­κά και μαθη­τι­κά του χρό­νια στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στην οποία επέ­στρε­ψε μετά τις σπου­δές του στην Αθήνα.

Εκπαι­δευ­τι­κός σε σχο­λεία της Πόλης,  της Μ. Ασί­ας και της ηπει­ρω­τι­κής Ελλά­δας. Από το 1911 υπό­τρο­φος σε Ιτα­λία, Γαλ­λία, Γερ­μα­νία και με την επι­στρο­φή του επι­θε­ω­ρη­τής Μέσης Εκπαί­δευ­σης. Μετα­φρα­στής  αρχαί­ων  συγ­γρα­φέ­ων  και ποι­η­τής. Είναι αυτός που σχο­λάρ­χης στην Αρτά­κη της Μ. Ασί­ας μύη­σε στο δημο­τι­κι­σμό  τον καθα­ρευου­σιά­νο δάσκα­λο Μενέ­λαο Φιλαν­θί­δη (Μένο Φιλή­ντα). Ως δημο­τι­κι­στής στά­θη­κες δίπλα τον  Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο και στην εκπαι­δευ­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση. Το 1898 ιδρύ­ει μαζί με τους Κώστα Χατζό­που­λο και Γιάν­νη Καμπύ­ση το  προ­ο­δευ­τι­κό περιο­δι­κό “Η Τέχνη”

Για να γνω­ρί­σου­με τον ποι­η­τή Ιωάν­νη Γρυ­πά­ρη επι­λέ­ξα­με ένα κεί­με­νο του Κώστα Βάρ­να­λη που δημο­σιεύ­τη­κε  στην «Πρω­ΐα», 15/3/1942.

***

Ιωάννης Γρυπάρης

ΕΝΑΣ μεγά­λος ποι­η­τής — από τους μεγα­λύ­τε­ρους της γενιάς του — που απο­τε­λού­σε μαζί με δυο τρεις άλλους αναμ­φι­σβή­τη­τη δόξα και τιμή του νεο­ελ­λη­νι­κού λόγου, πέθα­νε πριν από λίγες μέρες τόσο αθό­ρυ­βα όσο σεμνά είχε ζήσει: ο Ιωάν­νης Γρυπάρης.

Τ’ όνο­μα του ήτα­νε συνώ­νυ­μο με την ευσυ­νει­δη­σία και την τελειό­τη­τα. Ο,τι έγρα­ψε είχε τη σφρα­γί­δα της άψο­γης τέχνης. Ήτα­νε τεχνί­της του στί­χου. Η λέξη του δια­λε­μέ­νη, το επίθε­το του πάντα φρέ­σκο και στη θέση του και το σύνο­λον άρτιο, φωτει­νό και συγκινημένο.

Στα πρώ­τα του σονέ­τα παρ­νασ­σια­κός, στα «Ιντερ­μέ­ντια» συμ­βο­λι­κός. Αλλά και στα δεύ­τε­ρα τού­τα δε λεί­πει η παρ­νασ­σια­κή λαγα­ρά­δα κ’ η σιγου­ριά της σκέ­ψης και του στί­χου. Ο Γρυ­πά­ρης συνή­θως δεν είναι αισθη­μα­τι­κός και δε χρη­σι­μο­ποιεί παρά σπά­νια το εγώ του για  θέμα. Βλέ­πει τη ζωή σαν όρα­μα και τα ορά­μα­τά του αυτά τα δου­λεύ­ει σαν ένας επι­δέ­ξιος μεταλ­λο­τε­χνί­της — κι όλο το ποί­η­μά του έχει τη στε­ρε­ό­τη­τα και τον ήχο του μετάλ­λου. Τα πρώ­τα του σονέ­τα, που τα δημο­σί­ε­ψε στα 1895 στην «Εστία» του Ξενό­που­λου, νέος ακό­μα 24 χρο­νών, είχα­νε την πολυ­τέ­λεια του επι­θέ­του και τη σπά­νια δημο­τι­κή λέξη, που έφτα­νε τα όρια της εκζή­τη­σης, και προ­κα­λέ­σα­νε τον ενθου­σια­σμό των τότε λίγων δημο­τι­κι­στά­δων και την κατα­κραυ­γή των καθα­ρευου­σιά­νων. Σήμε­ρα μας φαί­νο­νται όλα στρω­τά και φυσι­κά — όπως και πραγ­μα­τι­κά είναι.

Ο έξω κόσμος, τα Ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα, οι λεζά­ντες του λαού είναι τα προ­τι­μη­μέ­να θέμα­τα της νιό­της του. Σαλώ­μη, Απά­μη ή Βαρ­τα­κού, Σαπ­φώ, Τσάιλ Χάρολντ κλπ. Αλλά τι ανε­χτί­μη­τοι ήχοι βγαί­νουν από τους στί­χους του!

Και του Λευ­κά­τα η θάλα­σαα ή μακριαντιλαλούσα
στρω­τή περίσ­σια απλώ­νε­ται σα σμα­ρα­γδέ­νιοι κάμποι·
τρί­σβαθ’ αγνή από­κρυ­φη στην άβυσ­σό της λάμπει,
όταν τα κύμα­τα στρω­θούν και πέσει αναρούνσα.

Δίχως τρα­γού­δια η Αλκυών περ­νά η κελαδούσα,
για­τί στα δάση των φυκιών, που βόσκ’ η Ιπποκάμπη,
μες στα κοράλ­λια, ανά­με­σα σε συντε­φέ­νια θάμπη
της μαρ­γα­ρι­τα­ρό­ρι­ζας, κοι­μά­ται η Μού­σα… η Μούσα !

Είναι τα δυο πρώ­τα τετρά­στι­χα του σονέ­του ή «Σαπ­φώ». Επί­τη­δες διά­λε­ξα αυτό το κομ­μά­τι, που έχει την ψυχρή ομορ­φιά των ανα­γλύ­φων, που ο πρώ­τος του στί­χος σου δίνει την άπλα της θάλασ­σας και τους βόγκους των κυμά­των, που αντι­λα­λού­νε μακριά, κι ωστό­σο έχουν ένα τεχνι­κό «λάθος»: τη χασμω­δία. Αλλά το «λάθος» αυτό δεν είναι λάθος. Είναι αρε­τή (αντί­δρα­ση στις φοβε­ρές συνι­ζή­σεις, που κάνουν άλλοι) αλλά και στοι­χείο πλα­στι­κό­τη­τας. Ο Γρυ­πά­ρης δεν από­φευ­γε τη χασμω­δία με κάθε θυσία, έστω και με το χάλα­σμα της αρμο­νί­ας του στί­χου. Του­να­ντί­ον με τη χασμω­δία σώζει την αρμο­νία. Το δημο­τι­κό τρα­γού­δι έχει κάπου κάπου χασμω­δί­ες (και συνή­θως στην τομή του δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βου) αλλά δικαιο­λο­γού­νται, εφ’ όσον το ποί­η­μα δεν είναι για  να δια­βά­ζε­ται παρά για  να τρα­γου­διέ­ται. Οι στί­χοι τού Γρυ­πά­ρη δεν είναι για να τρα­γου­διού­νται παρά για  ν’ απαγ­γέλ­λο­νται φωνα­χτά. Ο Σολω­μός κατά­λα­βε από τους πρώ­τους τον κακό μπε­λά της συνί­ζη­σης. Και γι’ αυτό στο τρί­το σχε­δί­α­σμα των «Ελεύ­θε­ρων Πολιορ­κη­μέ­νων» ζήτη­σε ν’ απο­φύ­γει και τη συνί­ζη­ση, και τη χασμω­δία, τοπο­θε­τώ­ντας αμέ­σως μετά τη λέξη, που τελειώ­νει σε φωνή­ε­ντο, άλλην, που αρχί­ζει από σύμφωνο.

Ο Γρυ­πά­ρης στην ώρι­μή του ηλι­κία έκα­νε μια στρο­φή από τον έξω κόσμο προς τον μέσα κόσμο. Αλλά κι από μέσα του έβγα­λε ό,τι έβρι­σκε κ’ έξω του: φως, αξιο­πρέ­πεια αρχαϊ­κή, μέτρο κι όλ’ αυτά πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­να «lege artis». Εν’ απ’ τα καλύ­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του αυτής της περιό­δου είναι το ακό­λου­θο κομ­μά­τι από τα «Ιντερ­μέ­ντια»:

Για  να ξοφλή­σω παλιό τάμα
ξεκί­νη­σα προσκυνητής·
ξυπό­λυ­τη μαζί μου αντάμα
βου­λή­θη­κες να πορπατείς,
μα από­τα­σες μεαοστρατίς.

Κ’ εγώ στα χέρια μου σε πήρα
και δρό­μο παίρ­νω και περνώ
βλέ­πω αντι­κρύ την Αγια Θύρα
και το εξω­κλή­σι στο βουνό…
να σε κοι­τά­ξω δε γυρνώ.

Στα­λι­κο­πό­δια­σα του δρόμου,
σφα­λά­ει το μάτι μου θαμπό
δίπλα με σένα στο πλευ­ρό μου,
στα σκα­λο­πά­τια σ’ ακουμπώ
της εκκλη­σί­ας, — που δε θα μπω!

Τρεις στρο­φές, ολά­κε­ρη απε­ρα­ντο­σύ­νη. Αλλά και πόση τελειό­τη­τα σ’ αυτόν τον αθά­να­το κόσμο!

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο