Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
The end of a picture is always an end of a life.
—Sam Peckinpah
Αστυνομική περιπέτεια, road movie και ψυχολογικό δράμα με έντονη κλιμάκωση της δράσης και με προσεκτικό ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών. Σε σενάριο του Γουόλτερ Χιλ και βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμσον. Η μία από τη δύο σκηνοθετικές δουλειές του Σαμ Πέκινπα που αναφέρεται στο Μεξικό. Η άλλη ταινία έχει τον τίτλο Bring Me the Head of Alfredo Garcia (1974).
Ένας κατάδικος “χρησιμοποιεί” τη σύντροφό του για να αποφυλακιστεί με αντάλλαγμα να κάνει μια ληστεία για λογαριασμό ενός διεφθαρμένου διευθυντή φυλακής. Η συνέχεια αποδεικνύεται απρόβλεπτη ενάντια σε κάθε ψύχραιμο και προσεκτικά προετοιμασμένο σχεδιασμό. Κορυφώνεται στην ίσως καλύτερη σκηνή δράσης από όλες τις ταινίες του Σαμ Πέκινπα και τελειώνει με ένα τέλος που αν και θετικό για το πρωταγωνιστικό δίδυμο απέχει αρκετά από το να θεωρηθεί ένα κλασικό happy end.
Ο αιρετικός σκηνοθέτης του Χόλιγουντ γνωστός για τις βίαιες, άκρως πεσιμιστικές ταινίες του – και γι’ αυτό άκρως ενδιαφέρουσες – εδώ κάνει μία μικρή παραχώρηση στην κλασική συνταγή των ταινιών του χωρίς όμως να μειώνει τη δράση και όλα όσα θέλει να πει. Για άλλη μια φορά, στο The Getaway άνθρωποι που δεν τους λες ακριβώς τίμιους ή/και διεφθαρμένους έρχονται αντιμέτωποι με τους προσωπικούς τους δαίμονες άλλα και με ανθρώπους τους οποίους οδηγεί αποκλειστικά το πάθος τους για την βία, το χρήμα και την πρόσκαιρη ηδονή.
Βασικό θέμα και στοίχημα στις ταινίες του Πέκινπα είναι ότι το διαφορετικό και το ανθρώπινο θα είναι πάντα ηττημένα από δυνάμεις που δύσκολα ερμηνεύονται και αντιμετωπίζονται όσους πυροβολισμούς κι αν ρίξει κάποιος. Μπορούμε να πούμε ότι στο τέλος του The Getaway ο σκηνοθέτης βάζει… λίγο νερό στο ουίσκι του όμως όσοι παρακολουθήσετε την συγκεκριμένη ταινία θα αντιληφθείτε ότι αυτό είναι μόνο ένα τέχνασμα για να αποφύγει την λογοκρισία του Χόλιγουντ που τόσο πολύ τον είχε ταλαιπωρήσει τα προηγούμενα χρόνια με τις σοβαρές ενστάσεις της στα θέματα της ταινίας και με τα καταστρεπτικά μοντάζ από τα μεγάλα στούντιο.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε και σε αυτή την ταινία ο σκηνοθέτης όπου άλλαξε, φαινομενικά, το τέλος του The Getaway για να προσπεράσει την απαίτηση των στούντιο που ζητούσαν ο κατάδικος που υποδύθηκε ο Στιβ ΜακΚουίν να επιστρέψει στη φυλακή. Δεν κατάφερε όμως να αντιμετωπίσει και όλα τα εμπόδια που του έβαλαν οι παραγωγοί. Για παράδειγμα ο μουσικοσυνθέτης Τζέρι Φίλντινγκ, επιλογή και συνεργάτης του Πέκινπα, αντικαταστάθηκε από τον Κουίνσι Τζόουνς καθώς το αρχικό μουσικό θέμα δεν άρεσε στους παραγωγούς. Παρ’ όλα αυτά, η συμμετοχή του Κουίνσι Τζόουνς εμπλούτισε την ταινία με την δική του ξεχωριστή μουσική γραφή.
Θα κλείσω το σχόλιο μου λέγοντας ότι στο The Getaway ο ρόλος της συντρόφου του μελαγχολικού, έξυπνου και άψογου στο σημάδι συντρόφου της και τον οποίο ερμηνεύει υπέροχα η Άλι ΜακΓκρόου δεν είναι διακοσμητικός όπως σε άλλες ταινίες του είδους, ούτε παρουσιάζει μια γυναίκα θύμα των καταστάσεων αλλά μια ενεργή και αποφασιστική πρωταγωνίστρια. Νομίζω αυτή η επισήμανση έχει την αξία της τόσο για το 1972 όσο και για το 2023.
Λοιπόν, όσοι – πόσοι άραγε; – ακολουθούν τον Σαμ Πέκινπα και αρέσκονται σε αντίστοιχες ταινίες καθώς και όσοι ψάχνουν κάτι το διαφορετικό για τα κινηματογραφικά βράδια τους δεν έχουν πάρα να επιλέξουν το The Getaway. Θα βγουν πολλαπλά κερδισμένοι.
Στοιχεία
Σκηνοθεσία: Sam Peckinpah
Σενάριο: Walter Hill • Jim Thompson
Μουσική: Quincy Jones
Ηθοποιοί: Steve McQueen • Ali MacGraw • Ben Johnson • Sally Struthers • Slim Pickens • Al Lettieri • Richard Bright • Jack Dodson
Τα γυρίσματα της ταινίας άρχισαν στο Χάντσβιλ του Τέξας στις 7 Φεβρουαρίου του 1972. Ο Πέκινπα γύρισε τις πρώτες σκηνές στις φυλακές του Χάντσβιλ, με τον ΜακΚουίν να περιβάλλεται από πραγματικούς καταδίκους. Άλλες τοποθεσίες γυρισμάτων περιλάμβαναν πολλές πόλεις του Τέξας όπως το Σαν Μάρκο, το Σαν Αντόνιο και το Ελ Πάσο. Προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 13 Δεκεμβρίου 1972 με σχεδόν αρνητικές κριτικές, ωστόσο, πολλοί κριτικοί εκ των υστέρων έδωσαν στην ταινία καλές κριτικές. Οι εισπράξεις έφτασαν περίπου 36 εκατομμύρια δολάρια και ήταν μία από τις πιο οικονομικά επιτυχημένες παραγωγές της καριέρας του Πέκινπα και του ΜακΚουίν. (Βίκιπαιδεία)
Η ταινία προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες με τον τίτλο Οι δύο φυγάδες.