Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κι αν κελαηδάει η οχιά, δεν είναι καρδερίνα…

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Στον άη Γιώρ­γη στην Καμί­τσια­νη, την επο­χή που ήταν ξακου­στό μανα­στή­ρι, ο γού­με­νος Ιγνά­τιος τού ’χε μάθει λίγα γράμ­μα­τα απά­νω στο ψαλ­τή­ρι, το τρα­γού­δι του Ρήγα και την αριθ­μη­τι­κή, μα εκεί­νο τον παλιό και­ρό ζύγι­ζαν για πολ­λά, για­τί μ’ αυτά, τού ’δει­χνε πώς να πορευ­τεί στον κόσμο με τα μάτια ανοι­χτά, να μην αστο­χή­σει, να μη γελά­σει άνθρω­πο, μα και να μην αφή­κει να τον πιά­κουν στον ύπνο, να τον γελά­σουν. Παι­δό­που­λο ακό­μη, άγου­ρο, πάγαι­νε πρό­θυ­μα, βόη­θα­γε πότε να συγυ­ρί­σουν τα κελιά, πότε να κου­βα­λή­σουν στά­ρι και καλα­μπό­κι στο νερό­μυ­λο για τ’ άλε­σμα, ζαλώ­νο­νταν ξύλα για τις ανά­γκες στο μαγε­ριό, σανό και άχυ­ρο στους στά­βλους τρο­φή για  τα ζωντα­νά, νερό να γεμί­σουν βαρέ­λες και κορί­τες. Γρώ­νι­ζε και τους πεζο­λά­τες, πηγαι­νο­έρ­χο­νταν κάποιοι ακό­μη για καζά­ντιο ίσα­με απά­νου ψηλά στη Ρου­μα­νία, μάθαι­νε κι από δαύ­τους ιστο­ρί­ες γι’ άλλους τόπους, γι’ άλλους ανθρώ­πους, θάμα­τα και πρά­μα­τα. Ο παπ­πά Ιγνά­τιος τού ’χε δεί­ξει και τις ζωγρα­φιές στους τοί­χους, αυτές που μολο­γού­σαν τον κόσμο του θεου­λά­κη τον γιο­μά­το θυμιά­μα­τα, μ’  αυτός, αφό­ντις σκα­πέ­ταε στη ρεμα­τιά κι άνοι­γε τα ρου­θού­νια στο βου­νί­σιο αγέ­ρα, τον ξαστό­χα­γε εκεί­νο τον άγνω­στο κόσμο που μύρι­ζε κερί και λιβάνι.

Βαβου­λέ­τσω Θοδώ­ρα & Χαρούλα

«Μω παπ­πού­λη, μό ’ρθε ζαλα­ριά, σώνει, σώνει» , έκλει­νε τ’ αυτιά «έχει και βουρ­κο­λά­κους ο τοί­χος, τήρα, τήρα εδώ­για κάποιος διά­τα­νος μαυ­ρι­δε­ρός με κέρα­τα, ούι σκιά­ο­μαι, σκιά­ο­μαι» , τού ’λεγε όταν τον έπια­νε βαρε­μά­ρα. Έβγαι­νε τότες όξω, ζαλώ­νο­νταν ένα λάγιο αρνί γκα­λι­γκό­τσι, σκα­πέ­ταε απ’ τα γκρε­μί­θια, κι αρέ­ντα στο γρέ­κι που είχαν τα γαλά­ρια σια­πέ­ρα. Έφτα­νε στο βιρό, άκουε ένα βοσκο­κα­λό­γε­ρο με τη φλο­γέ­ρα κι έλε­γε στον εαυ­τό του τον αρού­μα­γο: «κάλιο με τη φλο­γέ­ρα Γιωρ­γά­κη στην τσού­κα στη Μουρ­γκά­να, στον κόσμο τού­το με τις πολ­λές μυρω­διές να σαλα­γάς τα πρό­βα­τα, παρά με τις ζωγρα­φιές και τα μοσχο­θυ­μιά­μα­τα στον άλλο το ζωγρα­φι­στό, τόπο Γιωρ­γά­κη, τόπο…» , τάχυ­νε το βήμα.

Απ’ όλες τις ιστο­ρί­ες πού άκουε, μια ξεχώ­ρι­ζε παρα­πά­νω κι αυτή δεν την είχε ξαστο­χή­σει μέχρι το τέλος της ζωής του. Κάποια φορά, τού ’χε διη­γη­θεί ο παπ­πά Ιγνά­τιος, ένας καλό­γε­ρος που όμοια­ζε να μην είχε κορ­μί παρά μόνο ράσο, τόσο κοκα­λιά­ρης, σκε­λε­τω­μέ­νος απ’ τις νηστεί­ες και τη στέ­ρη­ση, ήγλε­πε είνο­ρο μια γυναι­κού­λα που τού ’κρε­νε, μα χωρίς φωνή. Δεν ξεχώ­ρι­ζε πρό­σω­πο, μήτε μάτια, μήτε στό­μα, μήτε άλλο τίπο­τις, κι από λόγια, λέξη, ίτσιου καμιά, άκουε μάνα­χα κάτω από την ποτα­μιά μια κραυ­γή να του σκί­ζει τα σωθι­κά, βάι και βάι, και βάι σάμα­τις κιντυ­νε­μέ­νη σε θάνα­το. Ύστε­ρα, όλη η πλά­ση πήρε κι έσβη­σε, γένη­κε μια σκο­τει­νιά, κι ο τσέ­ρος κι ο γρά­βος στην αυλή της εκκλη­σιάς άπλω­ναν σια­πά­νω τα κλω­νά­ρια και κάθο­νταν οι τζέρ­μπες, αυτές, καέ­να άλλο από τα πετει­νά τ’ ουρα­νού δεν κόταε να κουρ­νιά­σει, δεν τ’ άφη­ναν. Και κρύ­γιο, κι αγέ­ρας, ούι, ούι, τι γένο­νταν σε κεί­νο το είνο­ρο, χαλα­σμός κόσμου. Ως και το χιό­νι πό ’ρινε, κι αυτό μαύ­ρες παπλα­μού­δες έπε­φτε στις ντού­φες, και παρέ­κει λέει σ’ ένα γύρι­σμα του ποτα­μού, στην  ανθι­σμέ­νη κου­τσου­πιά , μια φώταε και μια έσβη­νε μια λαμπαδούλα.

Είχε πετα­χτεί στον ύπνο ορθός, τού ’τρε­μαν τα τσια­ού­λια, έκα­με το σταυ­ρό του να ξορ­κί­σει το κακό, έβα­λε λάδι στο καντη­λά­κι, νερό δεν έπιε μην του πάρει τη λαλιά ο Σιαϊ­τά­νης, είπε όλα τα πατε­ρη­μά που ήξε­ρε,  τζα­ρού­χι το στό­μα, τυλί­χτη­κε με την πατα­τού­κα στην τσέρ­γα, έπε­σαν τα ματό­φυλ­λα βαριά σαν αμπά­ρες, ξανα­κοι­μή­θη­κε. Ίσα­με να ξημε­ρώ­σει τρεις φορές ματάρ­θε το ίδιο είνο­ρο κι αβγά­τι­ζε φόβος και ίσκιω­μα στη σκέψη.

Όταν πήρε και φώτι­σε η μέρα, μήτε τζέρ­μπες, μήτε μαύ­ρο χιό­νι, μήτε αγέ­ρας, χαρά Θεού, άνοι­ξη. Σύμ­μα­σε το κελά­κι του, έστρω­σε την τσέρ­γα στο πεζού­λι, έβρα­σε νερό στη στιά, έκα­με μια τσάφ­κα τσιάι βου­νί­σιο, έπιε, δόξα­σε το θεου­λά­κη, περαί­τε­ψε τα ζωντα­νά, νίφτη­κε,  πήρε σβά­ρα αγγέ­λους κι αγί­ους, τους προ­σκύ­νη­σε στα κονί­σμα­τα και στους τοί­χους που ήτα­ντοι ζωγρα­φι­σμέ­νοι. Μα σαν έφτα­κε στο τέμπλο ν’ ασπα­στεί τον άη Γιώρ­γη πάνω στο Γρί­βα του, κεί­νος ο αλα­λαγ­μός, κεί­νη η απελ­πι­σιά της φωνής που δεν έκρε­νε μα όλα τα μολο­γού­σε, πετά­χτη­κε μέσα από το κεφά­λι του και τού ’σκι­σε τ’ αυτιά. Αλα­φιά­στη­κε ο μαύ­ρος, το είνο­ρο τον εξου­σί­α­ζε, μα σαν άφου­γκρά­στη­κε την άλλη φωνή να τον προ­στά­ζει μέσα του, ‑να σκιά­ζε­σαι και φόβο να μην έχεις- , απο­τί­να­ξε τρο­μά­ρα και δισταγ­μό, πήρε ένα σκό­πι, είπε για να πάρει θάρ­ρος πως αυτό ήταν όμοιο με το κοντά­ρι τ’ αγί­ου, του καβα­λά­ρη, πετά­χτη­κε όξω, άρχε­ψε να τρέ­χει κατά το ποτά­μι, κι όσο πλη­σί­α­ζε, τόσο κατα­λά­βαι­νε πως πλή­θαι­νε η ανά­γκη απ’ αυτό που τον καλούσε.

Βασι­λέ­μα­τα ήλιου, γύρι­σε. Από μακριά τον είχαν δει να φτά­νει, παρα­λοϊ­σμέ­νος, κατά­κο­πος, σάμα­τις και λαβω­μέ­νος, πάντως κάπως αλλιώς σβα­ρί­ζο­νταν ο δόλιος με τα γόνα­τα κομ­μέ­να και την ψυχή στο στό­μα. Το ράσο ξεσκι­σμέ­νο, βρεγ­μέ­νος ως το κόκ­κα­λο, τα ποδά­ρια ζόρ­κα, τα μάγου­λα γδαρ­μέ­να, τα γένια βου­τηγ­μέ­να στο αίμα, έτσι έφτα­κε σε μαύ­ρα χάλια. Στα χεί­λη αλύ­χταε μια η λύπη και μια ο πόνος, μα στο γλέμ­μα είχε μαζω­χτεί τόση γαλή­νη, τόση καλο­σύ­νη πού ’φεγ­γε όπως τ’ ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι σε σκο­τει­νό γκρεμό.

Δεν τον δια­φέ­ντευε πια ο φόβος. Ανα­στέ­να­ξε, άπλω­σε τα χέρια ξεπνε­μέ­νος, κάτι κρά­ταε που τους τό ’δει­χνε. Πλη­σί­α­σαν κι άλλο αυτοί. Ένας τον έπια­σε απ’ την αμα­σχά­λη να μη σωρια­στεί. Κάποιος άλλος πήρε το μπό­γο κι άνοι­ξε τα λαγου­δο­τό­μα­ρα. Παρα­ξε­νε­μέ­νοι τήρα­ξαν μια τον ουρα­νό και μια την ασπαρ­γά­νω­τη, την πονε­μέ­νη κεί­νη και­νούρ­για ζωή που είχ’ έρθει χωρίς να το ξέρει, να τους κινή­σει την περιέρ­γεια, να τους βάλει σε μεγά­λη προ­σευ­κή, να στε­ρε­ώ­σει πίστη κι ελπί­δα, να δυνα­μώ­σει την ψυχή. Κού­νη­σε τα δαχτυ­λά­κια, ίσα π’ ανά­σαι­νε, με κόπο άνοι­ξε και τα μάτια, γιο­μά­τα θάλασ­σα, ανοι­χτο­γά­λα­ζα. Σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν γονα­τι­στοί πάνω στο καλ­ντε­ρί­μι. Μια σου­σου­ρά­δα μπερ­δεύ­τη­κε στα πόδια τους. Καλό σημά­δι, χαμο­γέ­λα­σαν κι ύστε­ρα χτύ­πη­σαν όλα τα σήμα­ντρα ανάσταση.

Από την έρη­μη μάνα δεν είχε μεί­κει τίπο­τα, εξόν ένα κομ­μά­τι ύφα­σμα απ’ το ρου­τί που ήταν ντυ­μέ­νη. Όταν είχε φτά­κει κεί­νος ο καλό­γε­ρος στο ποτά­μι, ήταν αργά. Ένας λύκος καθι­σμέ­νος σιά­δη αγλεί­φο­νταν χορ­τα­σμέ­νος. Ως φαί­νο­νταν, αυτό το θρα­σί­μι, πει­να­σμέ­νο, είχε μυρί­σει το αίμα της γέν­νας τη νύχτα, έτσι την ήβρε και την είχε κατα­σπα­ρά­ξει την άμοι­ρη γυναι­κού­λα. Με δαύ­τον έδω­κε αμά­χη κι αυτός. Απά­λε­ψε με νύχια και με δόντια, ώσπου κατά­φε­ρε από­κο­ντα, τού ’δωκε μια με το σκό­πι στην γκλά­βα, του πελέ­κη­σε τ’ αυτί, ούρ­λια­ξε, άνοι­ξε το στό­μα, δίχα­λη φάνη­κε η γλώσ­σα, έτρι­ξε τα δόντια του, σκιά­χτη­κε περ­σό­τε­ρο ο γέρο­ντας, «ούι μ’ έφαε, μ’ έφαε, ούι ο σφά­λια­ρος» σκέ­φτη­κε. Πριν προ­λά­βει να γυρέ­ψει βοή­θεια απ’ τον άη Γιώρ­γη, ο λύκος τρέ­κλι­σε, παρα­πά­τη­σε, έπε­σε με γδού­πο στο ποτά­μι. Άρπα­ξε την ευκαι­ρία, πάτη­σε η καλο­σύ­νη στο ανά­στη­μα της τιμής, στο ανά­στη­μα της αγνό­τη­τας, χωρίς να χάσει λεπτό ο καλό­γε­ρος, και μισο­χω­ρι­σμέ­νος όπως ήτα­ντος, άκου­σε το κλά­μα σιγα­νά, τα που­λιά διά­βαι­ναν πάνω απ’ το κεφά­λι του, μια πετα­λού­δα πέτα­ξε στη λυγα­ριά,  ο ουρα­νός έγρα­φε άλλα σύν­νε­φα, μπα­μπα­κέ­νια, βαμ­μέ­να ώρι­μα  κού­μπου­λα, ψήλω­σε ο νους, βρή­κε λίγη δύνα­μη, σύρ­θη­κε με κόπο, τώρε κατα­λά­βαι­νε, αγκά­λια­σε τα λαγου­δο­τό­μα­ρα κατα­ής, εκεί στη ρίζα της ανθι­σμέ­νης κου­τσου­πιάς κι έκλαιε…

Για κεί­νη την άμοι­ρη τη μάνα, ποια ήτα­ντη, πού­θε έρχο­νταν, πού πάγαι­νε δεν είχε μάθουν ποτές και καέ­νας δεν τους είχε ρωτή­σει. Από δαύ­τη δεν ήβραν να θάψουν κορ­μί. Τη διά­βα­σαν για συγ­χώ­ριο στο ποτά­μι. Κεί­νη την ψυχού­λα, την τσού­πρα της, που την είχαν γλι­τώ­σει απ΄ του Χάρου τα δόντια, της έδω­καν όνο­μα Ανα­στα­σία, μια που ήτα­ντες μέρες Πασχα­λιάς, και μια που την είχε γυρί­σουν πίσω απ’ τον άλλο κόσμο. Την κου­νά­ρη­σαν και την ανά­θρε­ψαν στο μανα­στή­ρι, εκεί έμα­θε όλα τα γράμ­μα­τα κι όταν γένη­κε κοπέ­λα, της έδω­καν φυλα­κτό κεί­νο το κομ­μα­τά­κι το ύφα­σμα απ’ το σκι­σμέ­νο ρου­τί της μάνας, και με ταύ­το την έστει­λαν με συνο­δεία στην Πόλη, να μάθει ακό­μη περ­σό­τε­ρα γράμ­μα­τα, το γένος είχε ανά­γκη από δια­βα­σμέ­νους ωρέεε…

Με τέτοιες ιστο­ρί­ες μεγά­λω­σε και ψυχώ­θη­κε ο Γιωρ­γά­κης. Με το γέλιο στο στό­μα, να τον δέρ­νει το δρο­λά­πι το χει­μώ­να κι αυτός εκεί, να ξεκλα­ρί­ζει αριά και πουρ­νά­ρι στο χιό­νι να ταγί­σει τα ζωντα­νά, μ’ απα­ντο­χή, γκαρ­δια­κά, με γνώ­μη καλή. Τον χαί­ρο­νταν ο γού­με­νος. Ήτα­ντος προ­κο­μέ­νος, ούτε χιο­νού­ρα λογά­ρια­ζε ούτε κίντυ­νο. Με την τρα­γί­σια κάπα, τι στην Ταβέ­ρα, τι στη Στα­ρό­δα, τι στο παγω­μέ­νο ποτά­μι, τι στο ξεχει­μα­διό στην Πλά­κα πού ’χε χτί­σει πρώ­τος ο Γιάν­νος Μπά­ντιος ο πατέ­ρας του κονά­κι και μαντρί, αρέ­ντα σ’ όλα, ένας λεβέ­ντης που ροβό­λα­γε θεριω­μέ­νος κι έπια­νε την πέτρα και την έστυ­βε. Καμιά φορά, όταν μούζ­γκω­νε κι είχε ανά­γκη από λίγο ύπνο, έρι­νε τη μισή κάπα στρώ­μα απά­νω στα κλα­ριά και με την άλλη μισή σκεπαίνονταν.

Έτσι ήτα­ντος ο Γιωρ­γά­κης. Με τη φλο­γέ­ρα και το τρα­γού­δι, ένιω­θε πως πετού­σε με δυο φτε­ρού­γες από λόγ­γο σε λόγ­γο, από δέντρο σε δέντρο, από κορ­φή σε κορ­φή, και σαν μέστω­σε και γένη­κε παλ­λη­κά­ρι, τα χεί­λη του φωτιά και κρού­σταλ­λο μαζί, κι όταν πατού­σε με πεί­σμα τη φτέρ­να στη βασα­νι­σμέ­νη γη, όμοια όπως τ’ άλο­γα χτυ­πούν τις οπλές στο χώμα σαν μυρί­ζο­νται το νερό, άνοι­γε η αση­μό­φλε­βα της περη­φά­νιας κι έτρε­χε μέσα του να ποτί­σει τιμή, ανθρω­πιά κι αγάπη.

Μια μαλέ­κω ζβα­ρο­ρού­τα, όταν τον αντά­μω­νε στο μαχα­λά του Πράν­θη, τον πρό­γκι­ζε, «ωρέ να σού χέσει ο διά­γου­λος τον πατέ­ρα, ωρέ να μη χορ­τά­σεις κου­λιά­τσι, ωρέ που να γιο­μί­σεις μαντρα­βί­τσες, συ που δεν θέλη­σες γυναί­κα τη μότρι­μά μου, ωρέ λιθο­σουρ­μέ­νε πααί­νεις και στο μανα­στή­ρι, να σ’ είχε φάει το φίδι» , κι αυτός γελώ­ντας, δίχως μαλω­μό, «εγώ δεν πάω για κίσ­σα­ρας μπά­μπω, κάλ­λιο στη λυκου­νιά μπά­μπω, στη λυκουνιά».

Πυρω­μέ­νη πνοή ο πόθος όταν δεν ψηλαρ­μέ­νι­ζε, βόσκα­γε στα χλω­ρο­νό­μια της καρ­διάς, ανθο­βο­λού­σε ο νους και τα πυρω­μέ­να μελίγ­για απ’ το τσί­που­ρο, αυτά που τα κρού­ει  όπως θέλει κι όπο­τε θέλει η αλά­βω­τη νιό­τη, τον έκα­ναν να μη σκιά­ζε­ται, ούτε θεριά, ούτε ξεγυ­μνω­μέ­να σπα­θιά, ούτε βόλια. Μοί­ρα δια­λα­λή­τρα, φορ­τω­μέ­νη θυμά­ρι και μοσφα­κί­δι, πλα­νεύ­τρα  Ελλη­νι­κή, βου­νί­σια των συνό­ρων, πότε στης λευ­τε­ριάς το άγιο αίμα βου­τηγ­μέ­νη και πότε βρύ­ση καθα­ρό νερό τον καλού­σε να ξεδι­ψά­σει με τη μυρω­διά της απο­βρο­χά­ρι­κης γης, στης Δερό­πο­λης τον κάμπο…

Στης Δερό­πο­λης τον κάμπο, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ,
δέντρος ήταν φυτε­μέ­νος, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ,
κι από κάτω από τον δέντρο, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ.
ο Γιωρ­γά­κης ξαπλω­μέ­νος, αχ μωρέ Μπιρμπίλω,
μωρέ κιαϊμηλιώ.
με το Γρί­βα του δεμέ­νο, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ.

Χλι­μι­ντρά­ει και λέει ο Γρί­βας, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ,
σήκου αφέ­ντη καβα­λί­κα, αχ μωρέ Μπιρμπίλω,
μωρέ κιαϊμηλιώ
αχ, δεν μπο­ρώ καη­μέ­νε Γρί­βα, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ
μ’ έχει η αγά­πη λαβω­μέ­νο, αχ μωρέ Μπιρ­μπί­λω, μωρέ κιαϊμηλιώ.

Την πρω­το­χρο­νιά του 1888 την πήρε την Ρίνα. Γυναί­κα Δερο­πο­λί­τισ­σα, απ’ την Πέπε­λη. Είχε πει για ’κεί­νο το μέρος ο Πατρο­κο­σμάς, «εἰς τὰ χωρία Πέπε­λη, σεῖς ἄδι­κα θὰ φοβά­σθε· τίπο­τε δὲν θὰ πάθε­τε. Μόνον τὰ παι­διά σας ποὺ θὰ εἶνε στο­ὺς δρό­μους θὰ κλα­ῖτε», κι είχαν κλά­ψει αλή­θεια οι μανά­δες πολ­λά παι­δό­που­λα, σαν τ’ ανιά τά ’σφα­ζαν, έτσι λέγα­νε στον άη Γιώρ­γη, έτσι το θυμό­ταν απ’ τους πιο παλιούς, «δεν άλλα­ζες πίστη σε ξεκλή­ρι­ζαν, ή ρωμιο­γύ­ρι­ζες, ή μαχαί­ρι, πολ­λά τα μαρ­τύ­ρια που ’χε περά­σει ο κοσμά­κης απ’ τ’ αγα­δι­κά» , μολό­γα­γε μαζί μ’ όλα τ’ άλλα ο παπ­πά Ιγνάτιος.

Κι ήταν όμορ­φη τού­τη η νύφη με τη φορε­σιά την τσά­μι­κη, τ’ άσπρο πλου­μι­στό πόσι, τα κόκ­κι­να κλό­σια, τα πρά­σι­να μανι­κέ­τια, τις δεμέ­νες πλε­ξού­δες κι απά­νω από το κεφά­λι την κεντη­μέ­νη μπού­λα, να μη της φαί­νε­ται το πρό­σω­πο πριν τη στέ­ψη. Έτσι μπου­λω­μέ­νη είχ’ έρθει μ’ άσπρο άλο­γο στον Τσα­μα­ντά, στο κονά­κι του Γιάν­νου να πάρει την ευκή, πρω­το­νύ­φη, κι είχε μεί­κει με τη μπού­λα ίσα­με π’ άρχι­σε ο χορός στο μαχα­λά, τότες την τρά­βη­σε πέρα και την έβγα­λε. Κρά­τη­σε με ταύ­τη πρώ­τη στο χορό, κι απέ­κει την κρέ­μα­σε τάμα στο κόνι­σμα τ’ άη Γιώρ­γη εκεί­για στην Καμί­τσια­νη. Ούι και τι είχε γένει, έλαμ­ψε ο τόπος, τέτοια νιά­τα χλω­ρά, τέτοιο στό­μα κόκ­κι­νο μήλο. Είχε πουν τρα­γού­δι Δερο­πο­λί­τι­κο, με ταύ­το είχαν πια­στεί, τρεις δίπλες στο χορό παι­διά και κοπέλες:

Σαν κίνη­σε ο αφε­ντά­κης μας, Γιωρ­γά­κη, Γιωργάκη
να πάει ν’ αρρα­βω­νιά­σει, Γιωρ­γά­κη μου λεβέντη,
ούτε τα ρού­χα τ’ άλλα­ξε, ούτε και τα τσαρούχια

Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη μου λεβέντη,
κι η μάνα του, του φώνα­ζε από το παραθύρι:
Γύρι­σε ντυσ’ τα ρού­χα σου, βάλε και τα τσα­ρού­χια Γιωργάκη,
Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη μου λεβέντη,
και σύρε να αρρα­βω­νια­στείς Γιωρ­γά­κη, Γιωργάκη
Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη μου λεβέντη.

Γύρε­ψε βόδια στο ζυγό, γαλά­ρια από τη στάνη
Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη μου λεβέντη.
γίδια, φορά­δα κι άλο­γα κι ασέ­λω­το μουλάρι
Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη, Γιωρ­γά­κη μου λεβέντη.

Εκεί που πάνω μάνα μου εγώ ν’ αρραβωνιάσω
ούτε για ρού­χα με τηράν, ούτε και για τσαρούχια
μωρ’ μάνα και μανού­λα, μανού­λα μου γραμμένη,
εκεί τηράν τα νιά­τα μου, τηράν τη λεβε­ντιά μου
τι εγώ τα πλού­τη, τα προι­κιά, στο νου μου δεν τα βάνω,
μωρ’ μάνα και μανού­λα, μανού­λα μου γραμμένη,
αρμα­τω­σιά της νύφης σου, τα μάτια και τα φρύδια.

 

Τού­τη η νύφη, πρω­τό­νυ­φη είπα­μαν. του Γιάν­νου και της Μαρί­νας, πονε­τι­κή και καλή γυναι­κού­λα αρέ­ντευε για όλους και για όλα. Άξια, αλύ­γι­στη κι έξυπνη,νοικοκυρά, έφτια­νε σπαρ­το­βρά­κια καλύ­τε­ρα απ’ τα μάλ­λι­να. Αυτή ήτα­ντη που έβγα­λε με το τσα­πί τις πέτρες στη χέρ­σα γη, κου­βά­λη­σε χώμα και φου­σκί, ήξε­ρε πολ­λά από τον κάμπο, έφτια­ξε ρόγ­γι, γημά­ρι και πεζού­λια στην πλα­γιά στην Πλά­κα, για να κερ­δί­σει λίγα μέτρα τόπο κοντά στο σπί­τι. Εκεί έβα­ζαν κηπι­κά, έσπερ­ναν ψια στά­ρι, ψια καλα­μπό­κι, αυτή φύτε­ψε την κορο­μη­λιά, τα κλή­μα­τα, μια κερα­σιά, δυο απι­διές, τέσ­σε­ρις μηλιές, τις συκιές που γένο­νταν γρή­γο­ρα, νά ’χει η φαμί­λια να πορεύ­ε­ται, τ’ αγά­πα­γε τα δέντρα, και το κλα­δί πού ’σπαι­νε ο αέρας καμιά φορά, το λυπιό­ταν, τό ’δενε με σπάρ­το, το για­τρο­πό­ρευε κι αυτό σάμα­τις άνθρω­πος. Κι όσο τσά­πι­ζε το χώμα δεν της έλει­πε το τραγούδι:

Άιντε μωρ’ Δερο­πο­λί­τισ­σα μωρ’ καημένη,
άιντε μωρ’ Δερο­πο­λί­τισ­σα ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε συ σαν πας στην εκκλη­σιά μωρ’ καημένη,
άιντε σύ σαν πας στην εκκλη­σιά ζη μωρ’ ζηλεμένη.

Άιντε με λαμπά­δες με κεριά μωρ’ καημένη,
άιντε με λαμπά­δες με κεριά ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε για προ­σκύ­να και για μας μωρ’ καημένη,
άιντε για προ­σκύ­να και για μας ζη μωρ’ ζηλεμένη.

Άιντε και για μας τους Χρι­στια­νούς μωρ’ καημένη,
άιντε και για μας τους Χρι­στια­νούς ζη μωρ’ ζηλεμένη
Άιντε μη μας σφά­ξει η Τουρ­κιά μωρ’ καημένη,
άιντε μη μας σφά­ξει η Τουρ­κιά ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε σαν τ’ αρνιά την Πασχα­λιά μωρ’ καημένη,
άιντε σαν τ’ αρνιά της Πασχα­λιάς ζη μωρ’ ζηλεμένη.

        Εκεί στην Πλά­κα, έχτι­σαν το δικό τους κονά­κι, μεσο­τοι­χία μ’ αυτό του Γιάν­νου, εκεί έζη­γαν κι είχαν το Γιάν­νο δια­βα­στή και δάσκα­λο και κεί­νη τη βλά­χα τη μυα­λω­μέ­νη, μαμή και γιά­τρισ­σα.  Είχαν απο­κτή­σει δυο κού­τσι­κα, καρ­τέ­ρα­γαν κι άλλο ένα. Παι­δί; Κοπέ­λα; Όσες μπου­σου­λί­γκες κι αν είχε ανοί­ξουν σφά­λια­ρες, μια μαρ­τύ­ρα­γαν παι­δί και μια κοπέ­λα, εξόν κι αν δεν έφται­γαν αυτές αφού τού­τη η γκα­στριά δεν είχε αξιω­θεί να φτά­κει ως το τέλος, η ζωή δεν την έγρα­φε στα τεφτέ­ρια της. Η βάβω Μαρί­να, τους είχε κόψει τον λού­ρο, του Γιωρ­γά­κη πρώ­τα το 1854, και μετά από δυο χρό­νους του Γιώ­τη, κι όπως ήταν το έθι­μο, ευχή­θη­κε και προ­σκύ­νη­σε την και­νούρ­για ζωή και μετά από­κο­ψε την ένω­ση με τη μάν­να. Τον λού­ρο τον βού­τα­γαν στο μελισ­σο­κέ­ρι κι απή­τις τον έθα­βαν στα θεμέ­λια του σπι­τιού. Έτσι είχε κάμει κι αυτή, ό,τι γρώ­νι­ζε απ’ τη δική της μάν­να. Αυτή τά ’χε σπαρ­γα­νώ­σει και τα δυο, κι άντα ανα­τσου­τσου­ρώ­θη­καν αυτή πάλε τα ’πλαι­νε, τους χτέ­νι­ζε τα μαλ­λιά, τα πόδαι­νε, τά ’παιρ­νε αγκα­λιά στον κόρ­φο, τα κανά­κευε. Εχθρό­τη­τα με τη Ρίνα ποτέ, κι ύστε­ρα λένε νύφη και πεθερά…

Φχα­ρι­στη­μέ­νος ο Γιωρ­γά­κης με τα γονι­κά, με το βιός και τη φαμί­λια π’ αβγά­τι­ζε, ένα μεση­μέ­ρι σιγού­ρε­ψε το σου­γιά στον κόρ­φο, τήρα­ξε πρώ­τα τη δασω­μέ­νη ράχη και μετά την κου­μπου­λιά στο γημά­ρι ακου­μπη­μέ­νος λοξά στην γκλί­τσα. Βάι­ζαν τα κλω­νά­ρια φορ­τω­μέ­να, μα δεν έφτα­νε πια από κάτω καέ­να. Τα είχαν όλα μάσει, κι όσο κι αν τανύ­ζο­νταν με το σώμα προς τα πάνω δεν κατά­φερ­νε να κόψει. Ίσα που τ’ άγγι­ζε με τις άκριες των δαχτύ­λων, γλι­στρού­σαν τά ’χανε. Τι τό ’χε ν’ ανέ­βει στο δέντρο, ίτσιου τίπο­τα. Ρίχτη­κε ψηλά όπως τα ζου­λά­πια, τσαπ, τσαπ, εύκο­λο. Βολεύ­τη­κε σε μια διχά­λα στον κορ­μό, κάθι­σε. Ωρέ και τι γλύ­κα ήταν εκεί­νη, έκλει­νε ψίχα τα μάτια, γιό­μι­ζε το στό­μα και πριν κατα­πιεί καλά – καλά το πρώ­το, ρού­πω­σε το δεύ­τε­ρο. Κατό­πιν άπλω­νε το δεξί χέρι, δυο έτρωε, ένα έβα­ζε στο τρί­χι­νο σακού­λι, να τα πάρει στα παι­διά και της γυναι­κός που ήτα­ντη γκαστρωμένη.

«Άε, να κόψω και τού­το, άε να μάσω κι εκεί­νο, κάποια στιγ­μή του γυά­λι­σε ένα μεγά­λο στην άκρη στο κλα­δί, άπλω­σε το χέρι, δεν τό ’φτα­κε, τεντώ­θη­κε δεύ­τε­ρη φορά τίπο­τα, λύγι­ζε το κλα­δί χαμή­λω­νε, τού ’φευ­γε απ’ τ’ ακρο­δά­χτυ­λα. Τό ’βαλε πεί­σμα, προ­σπά­θη­σε και ξανά προ­σπά­θη­σε λες και δεν είχε άλλο κού­μπου­λο σ’ όλο το δέντρο παρά μάνα­χα αυτό, είχε βαλ­θεί να το πιά­κει. «Άε, διά­τα­νε, διά­τα­νε τώρε τό ’πια­κα», μονο­λό­γη­σε, μετα­κί­νη­σε λίγο το σώμα του και την ύστε­ρη φορά, θα ήταν σίγου­ρος πως το κρά­τα­γε κιό­λας στη χού­φτα, αν δεν ένιω­θε από­το­μα τόσο δυνα­τό πόνο και κάψι­μο που τον έπια­κε οργιό στη στιγμή.

Έτρε­με, λύθη­καν τα δάχτυ­λα μου­δια­σμέ­να, άφη­σε από­το­μα το κού­μπου­λο, σκιαγ­μέ­νος ως τη μέσα ραφή της ψυχής. Με την άκρη του ματιού πρό­λα­βε και είδε πρώ­τα να ξεκρε­μιέ­ται η οχιά που μόλις είχε αγγί­ξει, μετά να πέφτει κατα­γής και να χάνε­ται σιου­ρί­ζο­ντας ανά­με­σα στις πέτρες στο γρέκι.

«Ούι ο μαύ­ρος, ούι μ’ έφαε, μ’ έφαε, κι αν κελαη­δά­ει η οχιά, δεν είναι καρ­δε­ρί­να…» , είχε πάρει να θολώ­νει το γλέμ­μα του, μα στο άνοι­ξε κλεί­σε των ματιών  κι όπως πέρα­σαν αστρα­πή οι εικό­νες από το μυα­λό του, τα κού­τσι­κα δυο, παι­διά, ο Μίχος κι ο Γιώ­της, το κοπά­δι, το βιός, η γυναί­κα του που ήτα­ντη πάλε γκα­στρω­μέ­νη, στον πάτο είδε κι εκεί­νο τον βλά­μη του από τη Σμί­νε­τση που είχε πάει από φίδι ο σκό­τει­νος κι άφη­κε τη φαμί­λια στην ορφάνια.
«Ούι ο μαύ­ρος, ούι μ’ έφαε, μ’ έφαε, κι αν κελαη­δά­ει η οχιά, δεν είναι καρ­δε­ρί­να…» , δεύ­τε­ρη φορά δυνα­τά, με φόβο, με οργή, με θυμό για την αστο­χία του. Τ’ ασκώ­θη­κε η τρί­χα ορθή, είδε το παι­δί, το Μίχο πό ’ρχο­νταν μέσα από τα θάμνα κρα­τώ­ντας ένα γκιού­μι νερό. Το μυα­λό δού­λε­ψε πιο γρή­γο­ρα. Με την ψυχή στο στό­μα  είχε πάρει κιό­λας την απόφαση.

«Δε γένε­ται αλλιώς, μωρέ σφά­λια­ρε, δε γένε­ται και κατό­πιν σαν πίστη, σαν παρη­γο­ριά, σαν γλι­τω­μός, σαν ένα όνο­μα να όρι­ζε τον απά­νω κόσμο, τον κόσμο του «ω Μίχο, ω παι­δά­κι, ω γραμμένο!»

Με το αρι­στε­ρό χέρι έπια­κε το κασά­ρι από το σακού­λι που είχε κρε­μα­σμέ­νο στον πλά­τη. Το σήκω­σε ψηλά, είδε τον ήλιο που έκαι­γε απο­πά­νω του, δυο τζέρ­μπες που ήφερ­ναν γύρα, την κορ­φή του τσέ­ρου παρέ­κει, και την τσού­κα της Μουρ­γκά­νας να στρα­φτα­λί­ζει στο φως. Είχε πάρει να ιδρώ­νει περ­σό­τε­ρο, στο κεφά­λι του λάλα­γαν όλα τα τσιο­κά­νια της πλα­γιάς μαζί, η Μπα­ντού­νω απή­δαε κατά την κου­μπου­λιά, γαύ­γι­ζε, το παι­δί καρ­τέ­ραε κι αυτός ο δόλιος είχε πάρει να τρέ­μει σαν καλά­μι στο ξερο­βό­ρι. Στέ­νε­ψαν οι κόρες των ματιών, ήφε­ρε το δαγκω­μέ­νο δάχτυ­λο από­κο­ντα στη μύτη, μια που τήρα­ξε ζυγί­ζο­ντας κίντυ­νο και θάνα­το και μια που το απο­μά­κρυ­νε. Το στε­ρέ­ω­σε στο διπλα­νό κλα­δί και χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη, έσφι­ξε τα δόντια, σήκω­σε φωνή στον ουρα­νό, κατέ­βα­σε το κασά­ρι με δύνα­μη, τό ’δωκε μια, τό ’κοψε βαθιά στη ρίζα αλύ­πη­τα, μάλι­στα, κλα­δί και κι εκεί­νο το πρώ­το, το χοντρό δεξί δάχτυ­λο έπε­σαν μαζί στο χώμα, μπρο­στά στα σαστι­σμέ­να μάτια του Μίχου…

Έτσι θυμό­ταν ο Λάκης, να τα λέει ο πάπ­που Μίχος κάθε φορά που χει­μώ­νια­ζε και μαζεύ­ο­νταν στο τζά­κι όλα τα κού­τσι­κα μαζί.
«Ε μω πάπ­που και τι από­γι­νε ο πατέ­ρας σου ο Γιωρ­γά­κης;» , εξή­ντα χρό­νια μετά, κι ο Λάκης κοι­τά­ζο­ντας τη φωτο­γρα­φία στο πατρι­κό του, καθι­σμέ­νος σιά­δη στη βελέν­τζα και μπρο­στά στο ίδιο τζά­κι, επα­να­λάμ­βα­νε την ερώ­τη­ση, λες και ήταν χτες. Ύστε­ρα άλλα­ζε τη φωνή του και μιμού­με­νος τον πάπ­που έδι­νε o ίδιος την απά­ντη­ση. «Εσύ ωρέ γραμ­μέ­νο μου, τι λες να ’χε γένει, πεθαι­νί­σκουν κι έτσι οι άνθρω­ποι, η οχιά έχει φαρ­μά­κι, μα μπρο­στά στη ζωή δεν το λογά­ρια­σε ίτσιου ένα δάχτυ­λο, τό ’κοψε είπα­μαν, μα εσύ τι λες;»

«Καί­κνως, εγώ πάπ­που αυτό λέω!»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου
Κέρ­κυ­ρα 8 Μάρ­τη 2022

Από το υπό έκδο­ση βιβλίο Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς


Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία:

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα


facebook logo click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο