Στον άη Γιώργη στην Καμίτσιανη, την εποχή που ήταν ξακουστό μαναστήρι, ο γούμενος Ιγνάτιος τού ’χε μάθει λίγα γράμματα απάνω στο ψαλτήρι, το τραγούδι του Ρήγα και την αριθμητική, μα εκείνο τον παλιό καιρό ζύγιζαν για πολλά, γιατί μ’ αυτά, τού ’δειχνε πώς να πορευτεί στον κόσμο με τα μάτια ανοιχτά, να μην αστοχήσει, να μη γελάσει άνθρωπο, μα και να μην αφήκει να τον πιάκουν στον ύπνο, να τον γελάσουν. Παιδόπουλο ακόμη, άγουρο, πάγαινε πρόθυμα, βόηθαγε πότε να συγυρίσουν τα κελιά, πότε να κουβαλήσουν στάρι και καλαμπόκι στο νερόμυλο για τ’ άλεσμα, ζαλώνονταν ξύλα για τις ανάγκες στο μαγεριό, σανό και άχυρο στους στάβλους τροφή για τα ζωντανά, νερό να γεμίσουν βαρέλες και κορίτες. Γρώνιζε και τους πεζολάτες, πηγαινοέρχονταν κάποιοι ακόμη για καζάντιο ίσαμε απάνου ψηλά στη Ρουμανία, μάθαινε κι από δαύτους ιστορίες γι’ άλλους τόπους, γι’ άλλους ανθρώπους, θάματα και πράματα. Ο παππά Ιγνάτιος τού ’χε δείξει και τις ζωγραφιές στους τοίχους, αυτές που μολογούσαν τον κόσμο του θεουλάκη τον γιομάτο θυμιάματα, μ’ αυτός, αφόντις σκαπέταε στη ρεματιά κι άνοιγε τα ρουθούνια στο βουνίσιο αγέρα, τον ξαστόχαγε εκείνο τον άγνωστο κόσμο που μύριζε κερί και λιβάνι.
«Μω παππούλη, μό ’ρθε ζαλαριά, σώνει, σώνει» , έκλεινε τ’ αυτιά «έχει και βουρκολάκους ο τοίχος, τήρα, τήρα εδώγια κάποιος διάτανος μαυριδερός με κέρατα, ούι σκιάομαι, σκιάομαι» , τού ’λεγε όταν τον έπιανε βαρεμάρα. Έβγαινε τότες όξω, ζαλώνονταν ένα λάγιο αρνί γκαλιγκότσι, σκαπέταε απ’ τα γκρεμίθια, κι αρέντα στο γρέκι που είχαν τα γαλάρια σιαπέρα. Έφτανε στο βιρό, άκουε ένα βοσκοκαλόγερο με τη φλογέρα κι έλεγε στον εαυτό του τον αρούμαγο: «κάλιο με τη φλογέρα Γιωργάκη στην τσούκα στη Μουργκάνα, στον κόσμο τούτο με τις πολλές μυρωδιές να σαλαγάς τα πρόβατα, παρά με τις ζωγραφιές και τα μοσχοθυμιάματα στον άλλο το ζωγραφιστό, τόπο Γιωργάκη, τόπο…» , τάχυνε το βήμα.
Απ’ όλες τις ιστορίες πού άκουε, μια ξεχώριζε παραπάνω κι αυτή δεν την είχε ξαστοχήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Κάποια φορά, τού ’χε διηγηθεί ο παππά Ιγνάτιος, ένας καλόγερος που όμοιαζε να μην είχε κορμί παρά μόνο ράσο, τόσο κοκαλιάρης, σκελετωμένος απ’ τις νηστείες και τη στέρηση, ήγλεπε είνορο μια γυναικούλα που τού ’κρενε, μα χωρίς φωνή. Δεν ξεχώριζε πρόσωπο, μήτε μάτια, μήτε στόμα, μήτε άλλο τίποτις, κι από λόγια, λέξη, ίτσιου καμιά, άκουε μάναχα κάτω από την ποταμιά μια κραυγή να του σκίζει τα σωθικά, βάι και βάι, και βάι σάματις κιντυνεμένη σε θάνατο. Ύστερα, όλη η πλάση πήρε κι έσβησε, γένηκε μια σκοτεινιά, κι ο τσέρος κι ο γράβος στην αυλή της εκκλησιάς άπλωναν σιαπάνω τα κλωνάρια και κάθονταν οι τζέρμπες, αυτές, καένα άλλο από τα πετεινά τ’ ουρανού δεν κόταε να κουρνιάσει, δεν τ’ άφηναν. Και κρύγιο, κι αγέρας, ούι, ούι, τι γένονταν σε κείνο το είνορο, χαλασμός κόσμου. Ως και το χιόνι πό ’ρινε, κι αυτό μαύρες παπλαμούδες έπεφτε στις ντούφες, και παρέκει λέει σ’ ένα γύρισμα του ποταμού, στην ανθισμένη κουτσουπιά , μια φώταε και μια έσβηνε μια λαμπαδούλα.
Είχε πεταχτεί στον ύπνο ορθός, τού ’τρεμαν τα τσιαούλια, έκαμε το σταυρό του να ξορκίσει το κακό, έβαλε λάδι στο καντηλάκι, νερό δεν έπιε μην του πάρει τη λαλιά ο Σιαϊτάνης, είπε όλα τα πατερημά που ήξερε, τζαρούχι το στόμα, τυλίχτηκε με την πατατούκα στην τσέργα, έπεσαν τα ματόφυλλα βαριά σαν αμπάρες, ξανακοιμήθηκε. Ίσαμε να ξημερώσει τρεις φορές ματάρθε το ίδιο είνορο κι αβγάτιζε φόβος και ίσκιωμα στη σκέψη.
Όταν πήρε και φώτισε η μέρα, μήτε τζέρμπες, μήτε μαύρο χιόνι, μήτε αγέρας, χαρά Θεού, άνοιξη. Σύμμασε το κελάκι του, έστρωσε την τσέργα στο πεζούλι, έβρασε νερό στη στιά, έκαμε μια τσάφκα τσιάι βουνίσιο, έπιε, δόξασε το θεουλάκη, περαίτεψε τα ζωντανά, νίφτηκε, πήρε σβάρα αγγέλους κι αγίους, τους προσκύνησε στα κονίσματα και στους τοίχους που ήταντοι ζωγραφισμένοι. Μα σαν έφτακε στο τέμπλο ν’ ασπαστεί τον άη Γιώργη πάνω στο Γρίβα του, κείνος ο αλαλαγμός, κείνη η απελπισιά της φωνής που δεν έκρενε μα όλα τα μολογούσε, πετάχτηκε μέσα από το κεφάλι του και τού ’σκισε τ’ αυτιά. Αλαφιάστηκε ο μαύρος, το είνορο τον εξουσίαζε, μα σαν άφουγκράστηκε την άλλη φωνή να τον προστάζει μέσα του, ‑να σκιάζεσαι και φόβο να μην έχεις- , αποτίναξε τρομάρα και δισταγμό, πήρε ένα σκόπι, είπε για να πάρει θάρρος πως αυτό ήταν όμοιο με το κοντάρι τ’ αγίου, του καβαλάρη, πετάχτηκε όξω, άρχεψε να τρέχει κατά το ποτάμι, κι όσο πλησίαζε, τόσο καταλάβαινε πως πλήθαινε η ανάγκη απ’ αυτό που τον καλούσε.
Βασιλέματα ήλιου, γύρισε. Από μακριά τον είχαν δει να φτάνει, παραλοϊσμένος, κατάκοπος, σάματις και λαβωμένος, πάντως κάπως αλλιώς σβαρίζονταν ο δόλιος με τα γόνατα κομμένα και την ψυχή στο στόμα. Το ράσο ξεσκισμένο, βρεγμένος ως το κόκκαλο, τα ποδάρια ζόρκα, τα μάγουλα γδαρμένα, τα γένια βουτηγμένα στο αίμα, έτσι έφτακε σε μαύρα χάλια. Στα χείλη αλύχταε μια η λύπη και μια ο πόνος, μα στο γλέμμα είχε μαζωχτεί τόση γαλήνη, τόση καλοσύνη πού ’φεγγε όπως τ’ ολόγιομο φεγγάρι σε σκοτεινό γκρεμό.
Δεν τον διαφέντευε πια ο φόβος. Αναστέναξε, άπλωσε τα χέρια ξεπνεμένος, κάτι κράταε που τους τό ’δειχνε. Πλησίασαν κι άλλο αυτοί. Ένας τον έπιασε απ’ την αμασχάλη να μη σωριαστεί. Κάποιος άλλος πήρε το μπόγο κι άνοιξε τα λαγουδοτόμαρα. Παραξενεμένοι τήραξαν μια τον ουρανό και μια την ασπαργάνωτη, την πονεμένη κείνη καινούργια ζωή που είχ’ έρθει χωρίς να το ξέρει, να τους κινήσει την περιέργεια, να τους βάλει σε μεγάλη προσευκή, να στερεώσει πίστη κι ελπίδα, να δυναμώσει την ψυχή. Κούνησε τα δαχτυλάκια, ίσα π’ ανάσαινε, με κόπο άνοιξε και τα μάτια, γιομάτα θάλασσα, ανοιχτογάλαζα. Σταυροκοπήθηκαν γονατιστοί πάνω στο καλντερίμι. Μια σουσουράδα μπερδεύτηκε στα πόδια τους. Καλό σημάδι, χαμογέλασαν κι ύστερα χτύπησαν όλα τα σήμαντρα ανάσταση.
Από την έρημη μάνα δεν είχε μείκει τίποτα, εξόν ένα κομμάτι ύφασμα απ’ το ρουτί που ήταν ντυμένη. Όταν είχε φτάκει κείνος ο καλόγερος στο ποτάμι, ήταν αργά. Ένας λύκος καθισμένος σιάδη αγλείφονταν χορτασμένος. Ως φαίνονταν, αυτό το θρασίμι, πεινασμένο, είχε μυρίσει το αίμα της γέννας τη νύχτα, έτσι την ήβρε και την είχε κατασπαράξει την άμοιρη γυναικούλα. Με δαύτον έδωκε αμάχη κι αυτός. Απάλεψε με νύχια και με δόντια, ώσπου κατάφερε απόκοντα, τού ’δωκε μια με το σκόπι στην γκλάβα, του πελέκησε τ’ αυτί, ούρλιαξε, άνοιξε το στόμα, δίχαλη φάνηκε η γλώσσα, έτριξε τα δόντια του, σκιάχτηκε περσότερο ο γέροντας, «ούι μ’ έφαε, μ’ έφαε, ούι ο σφάλιαρος» σκέφτηκε. Πριν προλάβει να γυρέψει βοήθεια απ’ τον άη Γιώργη, ο λύκος τρέκλισε, παραπάτησε, έπεσε με γδούπο στο ποτάμι. Άρπαξε την ευκαιρία, πάτησε η καλοσύνη στο ανάστημα της τιμής, στο ανάστημα της αγνότητας, χωρίς να χάσει λεπτό ο καλόγερος, και μισοχωρισμένος όπως ήταντος, άκουσε το κλάμα σιγανά, τα πουλιά διάβαιναν πάνω απ’ το κεφάλι του, μια πεταλούδα πέταξε στη λυγαριά, ο ουρανός έγραφε άλλα σύννεφα, μπαμπακένια, βαμμένα ώριμα κούμπουλα, ψήλωσε ο νους, βρήκε λίγη δύναμη, σύρθηκε με κόπο, τώρε καταλάβαινε, αγκάλιασε τα λαγουδοτόμαρα καταής, εκεί στη ρίζα της ανθισμένης κουτσουπιάς κι έκλαιε…
Για κείνη την άμοιρη τη μάνα, ποια ήταντη, πούθε έρχονταν, πού πάγαινε δεν είχε μάθουν ποτές και καένας δεν τους είχε ρωτήσει. Από δαύτη δεν ήβραν να θάψουν κορμί. Τη διάβασαν για συγχώριο στο ποτάμι. Κείνη την ψυχούλα, την τσούπρα της, που την είχαν γλιτώσει απ΄ του Χάρου τα δόντια, της έδωκαν όνομα Αναστασία, μια που ήταντες μέρες Πασχαλιάς, και μια που την είχε γυρίσουν πίσω απ’ τον άλλο κόσμο. Την κουνάρησαν και την ανάθρεψαν στο μαναστήρι, εκεί έμαθε όλα τα γράμματα κι όταν γένηκε κοπέλα, της έδωκαν φυλακτό κείνο το κομματάκι το ύφασμα απ’ το σκισμένο ρουτί της μάνας, και με ταύτο την έστειλαν με συνοδεία στην Πόλη, να μάθει ακόμη περσότερα γράμματα, το γένος είχε ανάγκη από διαβασμένους ωρέεε…
Με τέτοιες ιστορίες μεγάλωσε και ψυχώθηκε ο Γιωργάκης. Με το γέλιο στο στόμα, να τον δέρνει το δρολάπι το χειμώνα κι αυτός εκεί, να ξεκλαρίζει αριά και πουρνάρι στο χιόνι να ταγίσει τα ζωντανά, μ’ απαντοχή, γκαρδιακά, με γνώμη καλή. Τον χαίρονταν ο γούμενος. Ήταντος προκομένος, ούτε χιονούρα λογάριαζε ούτε κίντυνο. Με την τραγίσια κάπα, τι στην Ταβέρα, τι στη Σταρόδα, τι στο παγωμένο ποτάμι, τι στο ξεχειμαδιό στην Πλάκα πού ’χε χτίσει πρώτος ο Γιάννος Μπάντιος ο πατέρας του κονάκι και μαντρί, αρέντα σ’ όλα, ένας λεβέντης που ροβόλαγε θεριωμένος κι έπιανε την πέτρα και την έστυβε. Καμιά φορά, όταν μούζγκωνε κι είχε ανάγκη από λίγο ύπνο, έρινε τη μισή κάπα στρώμα απάνω στα κλαριά και με την άλλη μισή σκεπαίνονταν.
Έτσι ήταντος ο Γιωργάκης. Με τη φλογέρα και το τραγούδι, ένιωθε πως πετούσε με δυο φτερούγες από λόγγο σε λόγγο, από δέντρο σε δέντρο, από κορφή σε κορφή, και σαν μέστωσε και γένηκε παλληκάρι, τα χείλη του φωτιά και κρούσταλλο μαζί, κι όταν πατούσε με πείσμα τη φτέρνα στη βασανισμένη γη, όμοια όπως τ’ άλογα χτυπούν τις οπλές στο χώμα σαν μυρίζονται το νερό, άνοιγε η ασημόφλεβα της περηφάνιας κι έτρεχε μέσα του να ποτίσει τιμή, ανθρωπιά κι αγάπη.
Μια μαλέκω ζβαρορούτα, όταν τον αντάμωνε στο μαχαλά του Πράνθη, τον πρόγκιζε, «ωρέ να σού χέσει ο διάγουλος τον πατέρα, ωρέ να μη χορτάσεις κουλιάτσι, ωρέ που να γιομίσεις μαντραβίτσες, συ που δεν θέλησες γυναίκα τη μότριμά μου, ωρέ λιθοσουρμένε πααίνεις και στο μαναστήρι, να σ’ είχε φάει το φίδι» , κι αυτός γελώντας, δίχως μαλωμό, «εγώ δεν πάω για κίσσαρας μπάμπω, κάλλιο στη λυκουνιά μπάμπω, στη λυκουνιά».
Πυρωμένη πνοή ο πόθος όταν δεν ψηλαρμένιζε, βόσκαγε στα χλωρονόμια της καρδιάς, ανθοβολούσε ο νους και τα πυρωμένα μελίγγια απ’ το τσίπουρο, αυτά που τα κρούει όπως θέλει κι όποτε θέλει η αλάβωτη νιότη, τον έκαναν να μη σκιάζεται, ούτε θεριά, ούτε ξεγυμνωμένα σπαθιά, ούτε βόλια. Μοίρα διαλαλήτρα, φορτωμένη θυμάρι και μοσφακίδι, πλανεύτρα Ελληνική, βουνίσια των συνόρων, πότε στης λευτεριάς το άγιο αίμα βουτηγμένη και πότε βρύση καθαρό νερό τον καλούσε να ξεδιψάσει με τη μυρωδιά της αποβροχάρικης γης, στης Δερόπολης τον κάμπο…
Στης Δερόπολης τον κάμπο, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ,
δέντρος ήταν φυτεμένος, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ,
κι από κάτω από τον δέντρο, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ.
ο Γιωργάκης ξαπλωμένος, αχ μωρέ Μπιρμπίλω,
μωρέ κιαϊμηλιώ.
με το Γρίβα του δεμένο, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ.
Χλιμιντράει και λέει ο Γρίβας, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ,
σήκου αφέντη καβαλίκα, αχ μωρέ Μπιρμπίλω,
μωρέ κιαϊμηλιώ
αχ, δεν μπορώ καημένε Γρίβα, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ
μ’ έχει η αγάπη λαβωμένο, αχ μωρέ Μπιρμπίλω, μωρέ κιαϊμηλιώ.
Την πρωτοχρονιά του 1888 την πήρε την Ρίνα. Γυναίκα Δεροπολίτισσα, απ’ την Πέπελη. Είχε πει για ’κείνο το μέρος ο Πατροκοσμάς, «εἰς τὰ χωρία Πέπελη, σεῖς ἄδικα θὰ φοβάσθε· τίποτε δὲν θὰ πάθετε. Μόνον τὰ παιδιά σας ποὺ θὰ εἶνε στοὺς δρόμους θὰ κλαῖτε», κι είχαν κλάψει αλήθεια οι μανάδες πολλά παιδόπουλα, σαν τ’ ανιά τά ’σφαζαν, έτσι λέγανε στον άη Γιώργη, έτσι το θυμόταν απ’ τους πιο παλιούς, «δεν άλλαζες πίστη σε ξεκλήριζαν, ή ρωμιογύριζες, ή μαχαίρι, πολλά τα μαρτύρια που ’χε περάσει ο κοσμάκης απ’ τ’ αγαδικά» , μολόγαγε μαζί μ’ όλα τ’ άλλα ο παππά Ιγνάτιος.
Κι ήταν όμορφη τούτη η νύφη με τη φορεσιά την τσάμικη, τ’ άσπρο πλουμιστό πόσι, τα κόκκινα κλόσια, τα πράσινα μανικέτια, τις δεμένες πλεξούδες κι απάνω από το κεφάλι την κεντημένη μπούλα, να μη της φαίνεται το πρόσωπο πριν τη στέψη. Έτσι μπουλωμένη είχ’ έρθει μ’ άσπρο άλογο στον Τσαμαντά, στο κονάκι του Γιάννου να πάρει την ευκή, πρωτονύφη, κι είχε μείκει με τη μπούλα ίσαμε π’ άρχισε ο χορός στο μαχαλά, τότες την τράβησε πέρα και την έβγαλε. Κράτησε με ταύτη πρώτη στο χορό, κι απέκει την κρέμασε τάμα στο κόνισμα τ’ άη Γιώργη εκείγια στην Καμίτσιανη. Ούι και τι είχε γένει, έλαμψε ο τόπος, τέτοια νιάτα χλωρά, τέτοιο στόμα κόκκινο μήλο. Είχε πουν τραγούδι Δεροπολίτικο, με ταύτο είχαν πιαστεί, τρεις δίπλες στο χορό παιδιά και κοπέλες:
Σαν κίνησε ο αφεντάκης μας, Γιωργάκη, Γιωργάκη
να πάει ν’ αρραβωνιάσει, Γιωργάκη μου λεβέντη,
ούτε τα ρούχα τ’ άλλαξε, ούτε και τα τσαρούχια
Γιωργάκη, Γιωργάκη, Γιωργάκη μου λεβέντη,
κι η μάνα του, του φώναζε από το παραθύρι:
Γύρισε ντυσ’ τα ρούχα σου, βάλε και τα τσαρούχια Γιωργάκη,
Γιωργάκη, Γιωργάκη μου λεβέντη,
και σύρε να αρραβωνιαστείς Γιωργάκη, Γιωργάκη
Γιωργάκη, Γιωργάκη, Γιωργάκη μου λεβέντη.
Γύρεψε βόδια στο ζυγό, γαλάρια από τη στάνη
Γιωργάκη, Γιωργάκη, Γιωργάκη μου λεβέντη.
γίδια, φοράδα κι άλογα κι ασέλωτο μουλάρι
Γιωργάκη, Γιωργάκη, Γιωργάκη μου λεβέντη.
Εκεί που πάνω μάνα μου εγώ ν’ αρραβωνιάσω
ούτε για ρούχα με τηράν, ούτε και για τσαρούχια
μωρ’ μάνα και μανούλα, μανούλα μου γραμμένη,
εκεί τηράν τα νιάτα μου, τηράν τη λεβεντιά μου
τι εγώ τα πλούτη, τα προικιά, στο νου μου δεν τα βάνω,
μωρ’ μάνα και μανούλα, μανούλα μου γραμμένη,
αρματωσιά της νύφης σου, τα μάτια και τα φρύδια.
Τούτη η νύφη, πρωτόνυφη είπαμαν. του Γιάννου και της Μαρίνας, πονετική και καλή γυναικούλα αρέντευε για όλους και για όλα. Άξια, αλύγιστη κι έξυπνη,νοικοκυρά, έφτιανε σπαρτοβράκια καλύτερα απ’ τα μάλλινα. Αυτή ήταντη που έβγαλε με το τσαπί τις πέτρες στη χέρσα γη, κουβάλησε χώμα και φουσκί, ήξερε πολλά από τον κάμπο, έφτιαξε ρόγγι, γημάρι και πεζούλια στην πλαγιά στην Πλάκα, για να κερδίσει λίγα μέτρα τόπο κοντά στο σπίτι. Εκεί έβαζαν κηπικά, έσπερναν ψια στάρι, ψια καλαμπόκι, αυτή φύτεψε την κορομηλιά, τα κλήματα, μια κερασιά, δυο απιδιές, τέσσερις μηλιές, τις συκιές που γένονταν γρήγορα, νά ’χει η φαμίλια να πορεύεται, τ’ αγάπαγε τα δέντρα, και το κλαδί πού ’σπαινε ο αέρας καμιά φορά, το λυπιόταν, τό ’δενε με σπάρτο, το γιατροπόρευε κι αυτό σάματις άνθρωπος. Κι όσο τσάπιζε το χώμα δεν της έλειπε το τραγούδι:
Άιντε μωρ’ Δεροπολίτισσα μωρ’ καημένη,
άιντε μωρ’ Δεροπολίτισσα ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε συ σαν πας στην εκκλησιά μωρ’ καημένη,
άιντε σύ σαν πας στην εκκλησιά ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε με λαμπάδες με κεριά μωρ’ καημένη,
άιντε με λαμπάδες με κεριά ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε για προσκύνα και για μας μωρ’ καημένη,
άιντε για προσκύνα και για μας ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε και για μας τους Χριστιανούς μωρ’ καημένη,
άιντε και για μας τους Χριστιανούς ζη μωρ’ ζηλεμένη
Άιντε μη μας σφάξει η Τουρκιά μωρ’ καημένη,
άιντε μη μας σφάξει η Τουρκιά ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Άιντε σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά μωρ’ καημένη,
άιντε σαν τ’ αρνιά της Πασχαλιάς ζη μωρ’ ζηλεμένη.
Εκεί στην Πλάκα, έχτισαν το δικό τους κονάκι, μεσοτοιχία μ’ αυτό του Γιάννου, εκεί έζηγαν κι είχαν το Γιάννο διαβαστή και δάσκαλο και κείνη τη βλάχα τη μυαλωμένη, μαμή και γιάτρισσα. Είχαν αποκτήσει δυο κούτσικα, καρτέραγαν κι άλλο ένα. Παιδί; Κοπέλα; Όσες μπουσουλίγκες κι αν είχε ανοίξουν σφάλιαρες, μια μαρτύραγαν παιδί και μια κοπέλα, εξόν κι αν δεν έφταιγαν αυτές αφού τούτη η γκαστριά δεν είχε αξιωθεί να φτάκει ως το τέλος, η ζωή δεν την έγραφε στα τεφτέρια της. Η βάβω Μαρίνα, τους είχε κόψει τον λούρο, του Γιωργάκη πρώτα το 1854, και μετά από δυο χρόνους του Γιώτη, κι όπως ήταν το έθιμο, ευχήθηκε και προσκύνησε την καινούργια ζωή και μετά απόκοψε την ένωση με τη μάννα. Τον λούρο τον βούταγαν στο μελισσοκέρι κι απήτις τον έθαβαν στα θεμέλια του σπιτιού. Έτσι είχε κάμει κι αυτή, ό,τι γρώνιζε απ’ τη δική της μάννα. Αυτή τά ’χε σπαργανώσει και τα δυο, κι άντα ανατσουτσουρώθηκαν αυτή πάλε τα ’πλαινε, τους χτένιζε τα μαλλιά, τα πόδαινε, τά ’παιρνε αγκαλιά στον κόρφο, τα κανάκευε. Εχθρότητα με τη Ρίνα ποτέ, κι ύστερα λένε νύφη και πεθερά…
Φχαριστημένος ο Γιωργάκης με τα γονικά, με το βιός και τη φαμίλια π’ αβγάτιζε, ένα μεσημέρι σιγούρεψε το σουγιά στον κόρφο, τήραξε πρώτα τη δασωμένη ράχη και μετά την κουμπουλιά στο γημάρι ακουμπημένος λοξά στην γκλίτσα. Βάιζαν τα κλωνάρια φορτωμένα, μα δεν έφτανε πια από κάτω καένα. Τα είχαν όλα μάσει, κι όσο κι αν τανύζονταν με το σώμα προς τα πάνω δεν κατάφερνε να κόψει. Ίσα που τ’ άγγιζε με τις άκριες των δαχτύλων, γλιστρούσαν τά ’χανε. Τι τό ’χε ν’ ανέβει στο δέντρο, ίτσιου τίποτα. Ρίχτηκε ψηλά όπως τα ζουλάπια, τσαπ, τσαπ, εύκολο. Βολεύτηκε σε μια διχάλα στον κορμό, κάθισε. Ωρέ και τι γλύκα ήταν εκείνη, έκλεινε ψίχα τα μάτια, γιόμιζε το στόμα και πριν καταπιεί καλά – καλά το πρώτο, ρούπωσε το δεύτερο. Κατόπιν άπλωνε το δεξί χέρι, δυο έτρωε, ένα έβαζε στο τρίχινο σακούλι, να τα πάρει στα παιδιά και της γυναικός που ήταντη γκαστρωμένη.
«Άε, να κόψω και τούτο, άε να μάσω κι εκείνο, κάποια στιγμή του γυάλισε ένα μεγάλο στην άκρη στο κλαδί, άπλωσε το χέρι, δεν τό ’φτακε, τεντώθηκε δεύτερη φορά τίποτα, λύγιζε το κλαδί χαμήλωνε, τού ’φευγε απ’ τ’ ακροδάχτυλα. Τό ’βαλε πείσμα, προσπάθησε και ξανά προσπάθησε λες και δεν είχε άλλο κούμπουλο σ’ όλο το δέντρο παρά μάναχα αυτό, είχε βαλθεί να το πιάκει. «Άε, διάτανε, διάτανε τώρε τό ’πιακα», μονολόγησε, μετακίνησε λίγο το σώμα του και την ύστερη φορά, θα ήταν σίγουρος πως το κράταγε κιόλας στη χούφτα, αν δεν ένιωθε απότομα τόσο δυνατό πόνο και κάψιμο που τον έπιακε οργιό στη στιγμή.
Έτρεμε, λύθηκαν τα δάχτυλα μουδιασμένα, άφησε απότομα το κούμπουλο, σκιαγμένος ως τη μέσα ραφή της ψυχής. Με την άκρη του ματιού πρόλαβε και είδε πρώτα να ξεκρεμιέται η οχιά που μόλις είχε αγγίξει, μετά να πέφτει καταγής και να χάνεται σιουρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες στο γρέκι.
«Ούι ο μαύρος, ούι μ’ έφαε, μ’ έφαε, κι αν κελαηδάει η οχιά, δεν είναι καρδερίνα…» , είχε πάρει να θολώνει το γλέμμα του, μα στο άνοιξε κλείσε των ματιών κι όπως πέρασαν αστραπή οι εικόνες από το μυαλό του, τα κούτσικα δυο, παιδιά, ο Μίχος κι ο Γιώτης, το κοπάδι, το βιός, η γυναίκα του που ήταντη πάλε γκαστρωμένη, στον πάτο είδε κι εκείνο τον βλάμη του από τη Σμίνετση που είχε πάει από φίδι ο σκότεινος κι άφηκε τη φαμίλια στην ορφάνια.
«Ούι ο μαύρος, ούι μ’ έφαε, μ’ έφαε, κι αν κελαηδάει η οχιά, δεν είναι καρδερίνα…» , δεύτερη φορά δυνατά, με φόβο, με οργή, με θυμό για την αστοχία του. Τ’ ασκώθηκε η τρίχα ορθή, είδε το παιδί, το Μίχο πό ’ρχονταν μέσα από τα θάμνα κρατώντας ένα γκιούμι νερό. Το μυαλό δούλεψε πιο γρήγορα. Με την ψυχή στο στόμα είχε πάρει κιόλας την απόφαση.
«Δε γένεται αλλιώς, μωρέ σφάλιαρε, δε γένεται και κατόπιν σαν πίστη, σαν παρηγοριά, σαν γλιτωμός, σαν ένα όνομα να όριζε τον απάνω κόσμο, τον κόσμο του «ω Μίχο, ω παιδάκι, ω γραμμένο!»
Με το αριστερό χέρι έπιακε το κασάρι από το σακούλι που είχε κρεμασμένο στον πλάτη. Το σήκωσε ψηλά, είδε τον ήλιο που έκαιγε αποπάνω του, δυο τζέρμπες που ήφερναν γύρα, την κορφή του τσέρου παρέκει, και την τσούκα της Μουργκάνας να στραφταλίζει στο φως. Είχε πάρει να ιδρώνει περσότερο, στο κεφάλι του λάλαγαν όλα τα τσιοκάνια της πλαγιάς μαζί, η Μπαντούνω απήδαε κατά την κουμπουλιά, γαύγιζε, το παιδί καρτέραε κι αυτός ο δόλιος είχε πάρει να τρέμει σαν καλάμι στο ξεροβόρι. Στένεψαν οι κόρες των ματιών, ήφερε το δαγκωμένο δάχτυλο απόκοντα στη μύτη, μια που τήραξε ζυγίζοντας κίντυνο και θάνατο και μια που το απομάκρυνε. Το στερέωσε στο διπλανό κλαδί και χωρίς δεύτερη σκέψη, έσφιξε τα δόντια, σήκωσε φωνή στον ουρανό, κατέβασε το κασάρι με δύναμη, τό ’δωκε μια, τό ’κοψε βαθιά στη ρίζα αλύπητα, μάλιστα, κλαδί και κι εκείνο το πρώτο, το χοντρό δεξί δάχτυλο έπεσαν μαζί στο χώμα, μπροστά στα σαστισμένα μάτια του Μίχου…
Έτσι θυμόταν ο Λάκης, να τα λέει ο πάππου Μίχος κάθε φορά που χειμώνιαζε και μαζεύονταν στο τζάκι όλα τα κούτσικα μαζί.
«Ε μω πάππου και τι απόγινε ο πατέρας σου ο Γιωργάκης;» , εξήντα χρόνια μετά, κι ο Λάκης κοιτάζοντας τη φωτογραφία στο πατρικό του, καθισμένος σιάδη στη βελέντζα και μπροστά στο ίδιο τζάκι, επαναλάμβανε την ερώτηση, λες και ήταν χτες. Ύστερα άλλαζε τη φωνή του και μιμούμενος τον πάππου έδινε o ίδιος την απάντηση. «Εσύ ωρέ γραμμένο μου, τι λες να ’χε γένει, πεθαινίσκουν κι έτσι οι άνθρωποι, η οχιά έχει φαρμάκι, μα μπροστά στη ζωή δεν το λογάριασε ίτσιου ένα δάχτυλο, τό ’κοψε είπαμαν, μα εσύ τι λες;»
«Καίκνως, εγώ πάππου αυτό λέω!»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 8 Μάρτη 2022
Από το υπό έκδοση βιβλίο Σαν παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις …Καίκνως – Ώβυς
Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία:
Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
- Προσωπικές ποιητικές συλλογές:
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
- Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
- Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
- «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα