Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Κι όμως κινείται»… (Όταν η Ιερά Εξέταση καταδίκαζε τον Γαλιλαίο)

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

22/06/1633:Η Ιερά Εξέ­τα­ση κατα­δι­κά­ζει τον Γαλι­λαίο σε φυλά­κι­ση ως αιρε­τι­κό, επει­δή είχε υπο­στη­ρί­ξει ότι η Γη κινεί­ται γύρω από τον Ήλιο.

Μέσα σε μία επο­χή σκο­τα­δι­σμού, που κατα­δί­κα­ζε οτι­δή­πο­τε και­νού­ριο, ένας άνθρω­πος κατά­φε­ρε όχι μόνο να αμφι­σβη­τή­σει τις κρα­ταιές αντι­λή­ψεις της επο­χής αυτής, αλλά και να τις ανα­τρέ­ψει. Ο λόγος για τον Ιτα­λό, αστρο­νό­μο, φιλό­σο­φο, και φυσι­κό, Γαλι­λαίο Γαλιλέι.

Γεν­νή­θη­κε στην Πίζα της Ιτα­λί­ας (15/2/1564) και από νωρίς έδει­ξε σημεία μιας αξιο­ση­μεί­ω­της ιδιο­φυ­ΐ­ας. Ο πατέ­ρας του ήταν ξεπε­σμέ­νος από­γο­νος ευγε­νούς φλω­ρε­ντι­νής οικο­γέ­νειας και μοχθού­σε για να βοη­θή­σει το γιο του να απο­κα­τα­στή­σει τη δόξα της οικο­γέ­νειας. Επι­βάλ­λο­ντας μεγά­λες στε­ρή­σεις στον εαυ­τό του και τα άλλα παι­διά του, ο πατέ­ρας του μπό­ρε­σε να στεί­λει τον Γαλι­λαίο στο σχο­λείο και αργό­τε­ρα στο Πανε­πι­στή­μιο της Πίζας, όπου ο Γαλι­λαί­ος γρά­φτη­κε στην Ιατρι­κή Σχολή.

Ένας πλού­σιος οικο­γε­νεια­κός φίλος, ο μαρ­κή­σιος Γκου­ϊ­ντα­μπάλ­ντο, φρό­ντι­σε να βρει ο Γαλι­λαί­ος δου­λειά κάνο­ντας δια­λέ­ξεις περί φυσι­κής στο Πανε­πι­στή­μιο της Πάντο­βας και αργό­τε­ρα, ως επί­ση­μος μαθη­μα­τι­κός στον Μεγά­λο Δού­κα της Τοσκά­νης. Ο Γαλι­λαί­ος άρχι­σε να ευη­με­ρεί, αλλά δεν του έμε­νε και­ρός να σπου­δά­ζει Ιατρι­κή. Η φήμη του Γαλι­λαί­ου άρχι­σε να απλώ­νε­ται. Οι ευγε­νείς, ακό­μη και βασι­λείς των δια­φό­ρων χωρών της Ευρώ­πης παρα­κο­λου­θού­σαν τις δια­λέ­ξεις του και σύντο­μα έφτα­σε να ομι­λεί σε ακρο­α­τή­ριο που το απο­τε­λού­σαν πάνω από 2.000 δια­κε­κρι­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες της Ευρώπης.

Με την φήμη του να εξα­πλώ­νε­ται όπως ήταν φυσι­κό απέ­κτη­σε τόσο θαυ­μα­στές αλλά και πολέ­μιους. Από τους βασι­κούς πυλώ­νες «αντί­στα­σης» στις μελέ­τες του αλλά και τις θεω­ρί­ες του, ήταν η Ρωμαιο­κα­θο­λι­κή Εκκλη­σία, όπου την επο­χή εκεί­νη με δια­τάγ­μα­τα ήλεγ­χε σχε­δόν κάθε πτυ­χή της καθη­με­ρι­νής ζωής των ανθρώπων.

Επί χρό­νια ο Γαλι­λαί­ος προ­σπα­θού­σε να πεί­σει την επι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα για το αλη­θές της κοπερ­νί­κειας θεω­ρί­ας του ηλιο­κε­ντρι­κού συστή­μα­τος (που είχε ως βάση τις ανα­κα­λύ­ψεις και μελέ­τες του Έλλη­να αστρο­νό­μου και μαθη­μα­τι­κού, Αρί­σταρ­χου του Σάμιου).

Η νέα αστρονομία

Το 1609 ο Γαλι­λαί­ος άκου­σε φήμες ότι στην Ολλαν­δία είχε εφευ­ρε­θεί μια συσκευή που μπο­ρού­σε να φέρ­νει πιο κοντά μακρι­νά αντι­κεί­με­να: το τηλε­σκό­πιο. Μόλις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ότι η απλή αυτή κατα­σκευή περιε­λάμ­βα­νε μόνο έναν σωλή­να με φακούς και στις δυο πλευ­ρές, έσπευ­σε να ανα­κα­τα­σκευά­σει ένα μόνος του.

Οι αρχι­κές εκδο­χές ποί­κιλ­λαν σε μεγε­θυ­ντι­κή δύνα­μη έως και οκτώ φορές, αλλά το 1610 ο Γαλι­λαί­ος είχε πλέ­ον ανα­πτύ­ξει ένα τηλε­σκό­πιο που μπο­ρού­σε να μεγε­θύ­νει 20 φορές – πολύ πιο ισχυ­ρό από την αρχι­κή, στοι­χειώ­δη εφεύ­ρε­ση. Χάρη στο τηλε­σκό­πιο ανοί­χτη­καν απε­ριό­ρι­στες δυνα­τό­τη­τες για τον Γαλιλαίο.

Κατά τα έτη 1609 και 1610 ανα­κά­λυ­ψε βου­νά στη Σελή­νη, τους τέσ­σε­ρις δορυ­φό­ρους του Δία και τα ανα­ρίθ­μη­τα άστρα του Γαλα­ξία. Παρα­τή­ρη­σε τις δια­φο­ρε­τι­κές φάσεις της Αφρο­δί­της και θεώ­ρη­σε εσφαλ­μέ­να ότι είχε ανα­κα­λύ­ψει δύο «αυτιά» που συνό­δευαν τον Κρό­νο. Χωρίς να το έχει αντι­λη­φθεί, ο Γαλι­λαί­ος είχε παρα­τη­ρή­σει τους χαρα­κτη­ρι­στι­κούς δακτυ­λί­ους του Κρό­νου, οι οποί­οι επι­βε­βαιώ­θη­καν για πρώ­τη φορά το 1656.

Χάρη στις ουρά­νιες ανα­κα­λύ­ψεις του και στη μαθη­μα­τι­κή του ευφυ­ΐα, ο Γαλι­λαί­ος βρι­σκό­ταν έτη φωτός μπρο­στά από τους συγ­χρό­νους του. Έγι­νε ξαφ­νι­κά γνω­στός σε μια επο­χή όπου η κοπερ­νί­κεια επα­νά­στα­ση είχε πάρει τον δρό­μο της για τα καλά. Το 1534 ο Νικό­λα­ος Κοπέρ­νι­κος είχε δημο­σιεύ­σει την πραγ­μα­τεία του Περί των περι­στρο­φών των ουρα­νί­ων σφαι­ρών, όπου υπο­στή­ρι­ζε ότι ο Ήλιος ήταν το κέντρο του σύμπα­ντος και όχι η Γη. Η θεω­ρία αυτή έγι­νε γνω­στή ως «ηλιο­κε­ντρι­σμός» και ήταν αντί­θε­τη με τον γεω­κε­ντρι­σμό, την αντί­λη­ψη ότι το σύμπαν περι­στρε­φό­ταν γύρω από τον πλα­νή­τη μας.

Την επο­χή που ο Γαλι­λαί­ος έκα­νε τις ουρά­νιες παρα­τη­ρή­σεις του, ο Γερ­μα­νός αστρο­νό­μος Γιο­χά­νες Κέπλερ διε­ξή­γε επί­σης σημα­ντι­κή έρευ­να στο πεδίο. Η Νέα αστρο­νο­μία του Κέπλερ δημο­σιεύ­τη­κε το 1609 έπει­τα από τη δεκα­ε­τή του έρευ­να στην κίνη­ση του Άρη. Σε ένα από τα πλέ­ον μνη­μειώ­δη έργα που κόσμη­σαν ποτέ τον επι­στη­μο­νι­κό κόσμο, ο Κέπλερ όχι μόνο συμπέ­ρα­νε ότι οι τρο­χιές ήταν ελλει­πτι­κές και όχι κυκλι­κές, αλλά ταυ­τό­χρο­να υπο­στή­ρι­ξε ότι τα πορί­σμα­τά του ενί­σχυαν τον ηλιο­κε­ντρι­σμό. Χάρη στο τηλε­σκό­πιο και την πρω­το­πο­ρια­κή του έρευ­να, ο Γαλι­λαί­ος θα απο­δεί­κνυε ότι οι από­ψεις του Κοπέρ­νι­κου δεν ήταν απλώς θεω­ρη­τι­κές – ήταν η πραγματικότητα.

Ο Γαλι­λαί­ος απο­φά­σι­σε να μοι­ρα­στεί τις νέες ανα­κα­λύ­ψεις του αρχί­ζο­ντας με το βιβλίο του Αστρι­κός αγγε­λιο­φό­ρος το 1610, το οποίο προ­κά­λε­σε μεγά­λο ενδια­φέ­ρον και εκτό­ξευ­σε το κύρος του σε νέα ύψη. Τον ίδιο χρό­νο διο­ρί­στη­κε στην περί­βλε­πτη θέση του μαθη­μα­τι­κού της αυλής του Κόζι­μο Β΄ των Μεδί­κων, του Μεγά­λου Δού­κα της Τοσκά­νης και πρώ­ην μαθη­τή του. Ωστό­σο, ο Αστρι­κός αγγε­λιο­φό­ρος δεν έγι­νε δεκτός από την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία, τον ισχυ­ρό­τε­ρο θεσμό στην Ιτα­λία – που υπο­στή­ρι­ζε ακλό­νη­τα τις γεω­κε­ντρι­κές από­ψεις του Αρι­στο­τέ­λη και του Πτο­λε­μαί­ου. Όμως δεν είχαν χαθεί όλα για τον Γαλιλαίο.

Τα αστρο­νο­μι­κά του πορί­σμα­τα δεν συνά­ντη­σαν μόνο αντιρ­ρή­σεις – για παρά­δειγ­μα, οι Ιησουί­τες αστρο­νό­μοι κατά­φε­ραν να επι­βε­βαιώ­σουν τις παρα­τη­ρή­σεις του. Ο Γαλι­λαί­ος είχε μάλι­στα μερι­κούς θαυ­μα­στές από τους κόλ­πους της Εκκλη­σί­ας, με σημα­ντι­κό­τε­ρο τον καρ­δι­νά­λιο Μαφέο Μπαρ­μπε­ρί­νι. Παρ’ όλα τα στοι­χεία, όμως, η Εκκλη­σία αρνιό­ταν να συμ­βι­βα­στεί με το μοντέ­λο του Κοπέρ­νι­κου. Μερι­κοί αστρο­νό­μοι στους κόλ­πους της Εκκλη­σί­ας, όπως οι Ιησουί­τες, υπε­ρα­σπί­ζο­νταν το τυχο­νι­κό σύστη­μα του αστρο­νό­μου Τύχο Μπρά­χε, ο οποί­ος, μολο­νό­τι σε μαθη­μα­τι­κό επί­πε­δο υπο­στή­ρι­ζε την έρευ­να του Γαλι­λαί­ου, συντη­ρού­σε το κατεστημένο.

Σύμ­φω­να με τον Μπρά­χε, ο Ήλιος και η Σελή­νη περι­στρέ­φο­νταν γύρω από τη Γη, ενώ οι άλλοι πλα­νή­τες περι­στρέ­φο­νταν γύρω από τον Ήλιο – επρό­κει­το για κάτι ανά­με­σα στις δύο θεω­ρί­ες. Ο Γαλι­λαί­ος απο­γοη­τεύ­τη­κε αφού αγνο­ού­σαν τις απο­δεί­ξεις του, αλλά αρνή­θη­κε να τα παρα­τή­σει. Υπο­στή­ρι­ξε με πάθος τις θεω­ρί­ες του Κοπέρ­νι­κου και συγκρού­στη­κε με θεο­λό­γους που ήταν από­λυ­τα προ­σκολ­λη­μέ­νοι στις γεω­κε­ντρι­κές από­ψεις. Αν και τρά­βη­ξε την προ­σο­χή, η μαχη­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά του έγει­ρε τελι­κά την πλά­στιγ­γα σε βάρος του και οι Ιησουί­τες τού γύρι­σαν την πλά­τη. Η Καθο­λι­κή Εκκλη­σία απο­φά­σι­σε ότι τον είχε αφή­σει ανε­νό­χλη­το για πολύ και­ρό και ότι ήταν και­ρός να πατή­σει πόδι.

Το «κυνή­γι» από τη Ιερά Εξέταση

Αυτό που ακο­λού­θη­σε ήταν ένα από τα πλέ­ον μνη­μειώ­δη περι­στα­τι­κά στην Ιστο­ρία όσον αφο­ρά τις τετα­μέ­νες σχέ­σεις ανά­με­σα στη θρη­σκεία και την επι­στή­μη: η «υπό­θε­ση Γαλι­λαί­ου». Το 1616 η ρωμαιο­κα­θο­λι­κή Ιερά Εξέ­τα­ση ερεύ­νη­σε το έργο του Γαλι­λαί­ου και τον κατη­γό­ρη­σε ως αιρε­τι­κό. Μια ομά­δα θεο­λό­γων ανέ­λα­βε να εξε­τά­σει τη θεω­ρία του ηλιο­κε­ντρι­σμού, που τόσο αψή­φι­στα είχε υπο­στη­ρί­ξει ο Γαλι­λαί­ος, και να απο­φαν­θεί κατά πόσον είχε κάποια αξία. Η κύρια απο­στο­λή των θεο­λό­γων ήταν ασφα­λώς η υπε­ρά­σπι­ση της Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας και της Βίβλου.

Η ετυ­μη­γο­ρία εκδό­θη­κε σε λιγό­τε­ρο από μία εβδο­μά­δα. Ανα­κοί­νω­σαν ότι ο ηλιο­κε­ντρι­σμός ήταν αντί­θε­τος προς τις Γρα­φές και ως εκ τού­του η θεω­ρία του Κοπέρ­νι­κου ισο­δυ­να­μού­σε με αίρε­ση. Διέ­τα­ξαν τον Γαλι­λαίο να πάψει να υπο­στη­ρί­ζει τη συγκε­κρι­μέ­νη θεω­ρία, και όλα τα έργα που συν­δέ­ο­νταν με αυτήν, ανά­με­σά τους και τα δικά του, απα­γο­ρεύ­τη­καν εν ανα­μο­νή των κατάλ­λη­λων διορ­θώ­σε­ων. Αντί να γνω­ρί­σει την απο­δο­χή, ο Γαλι­λαί­ος γνώ­ρι­σε την ήττα.

Η Καθολική Εκκλησία γαντζώθηκε στην παράδοση

Δεν επρό­κει­το για μια ξεκά­θα­ρη περί­πτω­ση επι­στή­μης ενα­ντί­ον θρη­σκεί­ας, για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδι­κο. Οι ενδε­χό­με­νες συνέ­πειες από τα πορί­σμα­τα του Γαλι­λαί­ου τρο­μο­κρα­τού­σαν την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία. Καθ’ όλη τη διάρ­κεια του 16ου αιώ­να η Προ­τε­στα­ντι­κή Μεταρ­ρύθ­μι­ση κυριαρ­χού­σε στην Ευρώ­πη, κλο­νί­ζο­ντας συθέ­με­λα τον χρι­στια­νι­σμό της Δύσης.

Προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρή­σει την εξου­σία της κατά τη διάρ­κεια μιας περιό­δου μεγά­λης αστά­θειας, η Καθο­λι­κή Εκκλη­σία γαν­τζώ­θη­κε όσο ποτέ από την παρά­δο­ση. Το τελευ­ταίο που χρεια­ζό­ταν ο παπι­σμός ήταν να συνη­γο­ρεί ο Γαλι­λαί­ος υπέρ των θεω­ριών του Κοπέρ­νι­κου, κάτι που όχι μόνον απει­λού­σε την παρα­δο­σια­κή ερμη­νεία των Γρα­φών αλλά και το γόη­τρο της ίδιας της Εκκλησίας.

Ο Γαλι­λαί­ος το είχε δια­πι­στώ­σει ότι η περί­ο­δος ήταν επι­κίν­δυ­νη και ευαί­σθη­τη για να στρα­φεί κανείς ενα­ντί­ον του καθο­λι­κι­σμού· εντού­τοις, παρά την απα­γό­ρευ­ση, του επέ­τρε­ψαν να συζη­τά τις θεω­ρί­ες του Κοπέρ­νι­κου υπό τον όρο να τις αντι­με­τω­πί­ζει σε καθα­ρά υπο­θε­τι­κό επίπεδο.

Ο Γαλι­λαί­ος συνέ­χι­σε το έργο του περι­μέ­νο­ντας να κατα­λα­γιά­σει το φιά­σκο. Παρ’ όλη την αντι­πα­ρά­θε­ση, υπο­στή­ρι­ζε ακλό­νη­τα τον ηλιο­κε­ντρι­σμό, αλλά είχε φτά­σει ήδη τα 50 και κατά περιό­δους τον ταλαι­πω­ρού­σε η υγεία του – κάτι που επι­βρά­δυ­νε σημα­ντι­κά την έρευ­νά του. Το 1623 όμως, επτά χρό­νια μετά την κατα­δί­κη του, η τύχη φάνη­κε επι­τέ­λους να του χαμογελά.

Ο καρ­δι­νά­λιος Μπαρ­μπε­ρί­νι, ο παλιός του φίλος και υπέρ­μα­χος που τον είχε υπε­ρα­σπι­στεί θαρ­ρα­λέα ενώ­πιον της Εξέ­τα­σης, εξε­λέ­γη επι­κε­φα­λής της Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας ως πάπας Ουρ­βα­νός Η΄. Ο Γαλι­λαί­ος ενθου­σιά­στη­κε. Αν και δεν μπο­ρού­σε ακό­μα να υπε­ρα­σπί­ζε­ται ανοι­χτά τον ηλιο­κε­ντρι­σμό, πίστευε ότι με τον φίλο του στην κεφα­λή της Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας η έρευ­νά του θα είχε πλέ­ον την ευκαι­ρία να γίνει αποδεκτή.

Με ανα­νε­ω­μέ­νο σθέ­νος, ο Γαλι­λαί­ος άρχι­σε τη συγ­γρα­φή ενός νέου βιβλί­ου, όπου συνέ­κρι­νε τα συστή­μα­τα του Κοπέρ­νι­κου και του Πτο­λε­μαί­ου. Σε μια επί­σκε­ψή του στη Ρώμη το 1624, ο Πάπας τού έδω­σε την άδεια να το κάνει υπό τον όρο ότι θα αντι­με­τώ­πι­ζε τις θεω­ρί­ες του Κοπέρ­νι­κου σαν μια καθα­ρά θεω­ρη­τι­κή υπό­θε­ση. Το 1630 πήρε τελι­κά την έγκρι­ση των άγρυ­πνων λογο­κρι­τών του Βατι­κα­νού και δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1632, δημο­σί­ευ­σε το έργο Διά­λο­γος περί των δύο κύριων κοσμι­κών συστημάτων.

Ο Διά­λο­γος ήταν μια σει­ρά συζη­τή­σε­ων ανά­με­σα σε τρία πρό­σω­πα, τον Σαλ­βιά­τι, τον Σαγκρέ­ντο και τον Σιμπλί­τσιο. Ο Σαλ­βιά­τι, ένας επι­στή­μο­νας που υπο­στη­ρί­ζει το κοπερ­νί­κειο σύστη­μα, επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί υπέρ της θεω­ρί­ας του Γαλι­λαί­ου, ενώ ο Σαγκρέ­ντο λει­τουρ­γεί σαν αμε­ρό­λη­πτος λόγιος. Ο Σιμπλί­τσιο υπο­στη­ρί­ζει τον γεω­κε­ντρι­σμό και ο Γαλι­λαί­ος τον περι­γρά­φει σαν ανό­η­το – στα ιτα­λι­κά το όνο­μα του Σιμπλί­τσιο σημαί­νει «χαζού­λης». Έπει­τα από πολύ­χρο­νες προ­σπά­θειες, ο Γαλι­λαί­ος είχε επι­τέ­λους πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τη φιλο­δο­ξία του. Η υπε­ρά­σπι­ση του Κοπέρ­νι­κου τυπώ­θη­κε ασπρό­μαυ­ρη για να τη δια­βά­σει όλος ο κόσμος. Είχε απορ­ρί­ψει με πονη­ρό τρό­πο την ιδέα ότι ο ηλιο­κε­ντρι­σμός έπρε­πε να περι­γρά­φε­ται μόνο σαν μια απλή θεω­ρία – είχε κατα­φέ­ρει μάλι­στα να το κάνει με την έγκρι­ση της Εκκλησία

Ο Γαλι­λαί­ος επα­να­παύ­τη­κε στην επι­τυ­χία του, χωρίς να υπο­ψιά­ζε­ται ότι το μέλ­λον τού επε­φύ­λασ­σε τα χει­ρό­τε­ρα. Όλα αυτά τα χρό­νια ο Γαλι­λαί­ος ανα­με­τριό­ταν με την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία, αλλά τώρα το πεδίο της μάχης ήταν τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό. Οι θεω­ρί­ες του Κοπέρ­νι­κου δεν ήταν ουσια­στι­κά απα­γο­ρευ­μέ­νες μέχρι την Ιερά Εξέ­τα­ση το 1616 και το ζήτη­μα δεν αφο­ρού­σε τον ίδιο τον Γαλι­λαίο, αλλά την απει­λή που συνι­στού­σε για την παπι­κή εξου­σία ο ηλιο­κε­ντρι­σμός. Ο Γαλι­λαί­ος είχε υπερ­βεί ένα όριο, προ­βάλ­λο­ντας ανοι­χτά μια θεω­ρία που κατα­δι­κα­ζό­ταν επί­ση­μα από την Εκκλη­σία. Για να γίνουν ακό­μα χει­ρό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα, είχε προ­σβά­λει τον πανί­σχυ­ρο και πάλαι ποτέ σύμ­μα­χό του, τον Πάπα – τον μόνο άνθρω­πο που θα μπο­ρού­σε να τον βοηθήσει.

Όταν ο Ουρ­βα­νός επέ­τρε­ψε στον Γαλι­λαίο να γρά­ψει τον Διά­λο­γό του, είχε ζητή­σει από τον αστρο­νό­μο να συμπε­ρι­λά­βει γεω­κε­ντρι­κά επι­χει­ρή­μα­τα υπέρ του Πτο­λε­μαί­ου. Με την παρου­σία του Σιμπλί­τσιο, ο Γαλι­λαί­ος υπο­νο­ού­σε ότι ο επι­κε­φα­λής της Εκκλη­σί­ας ήταν ανό­η­τος, όπως και όλοι όσοι υπε­ρα­σπί­ζο­νταν το πτο­λε­μαϊ­κό σύστη­μα. Είχε εξα­σφα­λί­σει από μόνος του ότι δεν θα μπο­ρού­σε να λάβει πλέ­ον καμία βοή­θεια από τον Πάπα Ουρ­βα­νό. Για να σώσει το γόη­τρό της, η Εκκλη­σία έπρε­πε να τιμω­ρή­σει παρα­δειγ­μα­τι­κά τον άνθρω­πο που της προ­κα­λού­σε τόσα προβλήματα.

Στο κάτω κάτω, αν ο Γαλι­λαί­ος μπο­ρού­σε να υπο­στη­ρί­ζει ανοι­χτά τον ηλιο­κε­ντρι­σμό, θα εμφα­νί­ζο­νταν κι άλλοι που θα ερμή­νευαν τη Βίβλο και τις Γρα­φές με τον δικό τους τρό­πο. Ο Γαλι­λαί­ος κατη­γο­ρή­θη­κε ως αιρε­τι­κός και το 1632 κλή­θη­κε στη Ρώμη για να δικα­στεί, ενώ παράλ­λη­λα η πώλη­ση του Δια­λό­γου απαγορεύτηκε.

Ο Γαλι­λαί­ος πλη­σί­α­ζε πλέ­ον τα 70 και η υγεία του τον ταλαι­πω­ρού­σε. Πέρα­σαν πέντε εξα­ντλη­τι­κοί μήνες μέχρι να φτά­σει στη Ρώμη κι έτσι η δίκη του άρχι­σε τον Φεβρουά­ριο του 1633. Όταν έφτα­σε εκεί, τέθη­κε σε περιο­ρι­σμό και ανα­κρί­θη­κε, καθώς οι κατή­γο­ροί του προ­σπά­θη­σαν να του απο­σπά­σουν κάποια ομολογία.

Τον κατη­γό­ρη­σαν για παρά­βα­ση των απα­γο­ρεύ­σε­ων που του είχαν επι­βλη­θεί το 1616 – κάτι που εκεί­νος αρνή­θη­κε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά. Οι ανα­κρι­τές ήλπι­ζαν ότι, αν απει­λού­σαν τον Γαλι­λαίο με βασα­νι­στή­ρια, θα τον ανά­γκα­ζαν να ενδώ­σει και να ομο­λο­γή­σει τα λάθη του. Εκεί­νος όμως παρέ­μει­νε πιστός στις ιδέ­ες του και επέ­μει­νε ότι είχε ακο­λου­θή­σει τους κανό­νες που του είχαν ορί­σει και ότι απλώς σχο­λί­α­ζε τον κοπερ­νι­κα­νι­σμό. Πρό­σθε­σε μάλι­στα ότι η ίδια η Εκκλη­σία είχε εγκρί­νει τον Διάλογο.

Ωστό­σο, έπει­τα από μερι­κούς μήνες κατά τους οποί­ους ο Γαλι­λαί­ος συνέ­χι­ζε να υπο­στη­ρί­ζει με κόπο τη θέση του παρά την επι­δεί­νω­ση της υγεί­ας του, τελι­κά ενέ­δω­σε και είπε στους ανα­κρι­τές του αυτό που ήθε­λαν να ακού­σουν: ότι το επι­χεί­ρη­μα του Κοπέρ­νι­κου ήταν πολύ βεβια­σμέ­νο. Ο εξα­σθε­νη­μέ­νος και ηλι­κιω­μέ­νος επι­στή­μο­νας γαν­τζώ­θη­κε από την ελπί­δα ότι η Ιερά Εξέ­τα­ση θα τον λυπό­ταν, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την ηλι­κία και την κατά­στα­σή του, αλλά στά­θη­κε άτυ­χος. Τον Ιού­νιο κατα­δι­κά­στη­κε ως αιρε­τι­κός και ανα­γκά­στη­κε να αναι­ρέ­σει δημό­σια την ηλιο­κε­ντρι­κή θεω­ρία του Κοπέρνικου.

Ταυ­τό­χρο­να, ανα­γκά­στη­κε να δια­κη­ρύ­ξει ότι πίστευε ακρά­δα­ντα στο πτο­λε­μαϊ­κό σύστη­μα, σύμ­φω­να με το οποίο η  Γη βρι­σκό­ταν στο κέντρο του σύμπα­ντος. Στο μετα­ξύ ο Διά­λο­γός του συμπε­ρι­λή­φθη­κε στον κατά­λο­γο με τα απα­γο­ρευ­μέ­να βιβλία της Εκκλη­σί­ας. Όμως, η τιμω­ρία του Γαλι­λαί­ου δεν τέλειω­σε εκεί.

Αρχι­κά κατα­δι­κά­στη­κε σε ισό­βια, αλλά η ποι­νή του μετα­τρά­πη­κε σε κατ’ οίκον περιο­ρι­σμό κι έτσι πέρα­σε την υπό­λοι­πη ζωή του έγκλει­στος σε μια έπαυ­λη της Φλω­ρε­ντί­ας. Αυτό δεν τον εμπό­δι­σε να συνε­χί­σει το θεω­ρη­τι­κό του έργο, μολο­νό­τι σιγά- σιγά έχα­νε το φως του. Επέ­λε­ξε ένα λιγό­τε­ρο αμφι­λε­γό­με­νο θέμα και έστρε­ψε τις έρευ­νές του στη μηχα­νι­κή. Στα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του έγρα­ψε ένα από τα δια­ση­μό­τε­ρα έργα του, το Πραγ­μα­τεί­ες και μαθη­μα­τι­κές απο­δεί­ξεις περί των δύο νέων επι­στη­μών. Αυτό το σπου­δαίο έργο συνό­ψι­ζε περί­που τρεις δεκα­ε­τί­ες ερευ­νών του Γαλι­λαί­ου στον τομέα της φυσι­κής, όπως τις ιδέ­ες του για τους νόμους της κίνη­σης. Πέθα­νε 8/1/1842.

Όσο για την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία, θα περ­νού­σαν πάνω από τρεις αιώ­νες μέχρι να παρα­δε­χτεί ότι ο Γαλι­λαί­ος είχε τελι­κά δίκιο. Παρά τα εμπό­δια που αντι­με­τώ­πι­σε, είναι απο­λύ­τως βέβαιο ότι ο Γαλι­λαί­ος συνέ­βα­λε στην καθιέ­ρω­ση της επι­στή­μης στον κόσμο της δια­νό­η­σης, έστω κι αν αυτό δεν έγι­νε κατά τη διάρ­κεια της ζωής του.

Τελι­κά, 80 χρό­νια μετά τον θάνα­τό του, οι ηλιο­κε­ντρι­κές θεω­ρί­ες του απο­δεί­χτη­καν από ένα άλλο μεγά­λο επι­στη­μο­νι­κό μυα­λό, τον Ισα­άκ Νεύ­τω­να. Μέχρι σήμε­ρα ο Γαλι­λαί­ος εξα­κο­λου­θεί να απο­τε­λεί επι­στη­μο­νι­κή πηγή έμπνευ­σης. Το 1989, το μη επαν­δρω­μέ­νο δια­στη­μό­πλοιο που στάλ­θη­κε για να μελε­τή­σει τον Δία και τα φεγ­γά­ρια του πήρε το όνο­μα του Ιτα­λού επι­στή­μο­να κι έτσι η κλη­ρο­νο­μιά του συνε­χί­ζει να ζει – ακό­μα και στα άστρα.

Η παροι­μιώ­δης φρά­ση “Κι όμως κινεί­ται” ανή­κει στη σφαί­ρα του θρύ­λου ωστό­σο έγι­νε σύμ­βο­λο ασυμ­βί­βα­στης πάλης. Πολ­λούς αιώ­νες αργό­τε­ρα, το 1939, γίνε­ται πηγή έμπνευ­σης για το Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, που συγ­γρά­φει τη “Ζωή του Γαλι­λαί­ου” εξό­ρι­στος από τους ναζί στη Δανία. Στο θεα­τρι­κό αυτό έργο θέτει τα δια­χρο­νι­κά επί­και­ρα ζητή­μα­τα της σχέ­σης της επι­στή­μης και του επι­στή­μο­να με την κοι­νω­νία της επο­χής του και τις ευθύ­νες που ο τελευ­ταί­ος ανα­λαμ­βά­νει απέ­να­ντί της.

Ο τάφος του μεγά­λου επι­στή­μο­να βρί­σκε­ται στον Καθε­δρι­κό Ναό του Σάντα Κρό­τσε (του Τιμί­ου Σταυ­ρού) της Φλω­ρε­ντί­ας. Ανά τους αιώ­νες, χιλιά­δες κόσμου έχουν επι­σκε­φτεί το μέρος εκεί­νο για να τιμή­σουν τη μνή­μη του μεγά­λου ανδρός που είχε το θάρ­ρος να κηρύ­ξει εκεί­νο που πίστευε σ’ έναν κόσμο που του ήταν εχθρι­κός. Τη χρο­νιά του θανά­του του Γαλι­λαί­ου γεν­νή­θη­κε ο Ισα­άκ Νεύ­των, που βασι­ζό­με­νος μετα­ξύ άλλων στη δου­λειά του Γαλι­λαί­ου και του Κέπλερ ολο­κλή­ρω­σε την επι­στη­μο­νι­κή επα­νά­στα­ση στον τομέα της φυσι­κής και έθε­σε τα θεμέ­λια της κλα­σι­κής φυσι­κής. Ο Πάπας απο­κα­τέ­στη­σε τη μνή­μη του Γαλι­λαί­ου στις 31 Οκτω­βρί­ου 1992, 300 χρό­νια μετά το διωγ­μό του.

(Αφιέ­ρω­μα σε ανα­φο­ρές σε βιβλία και στο διαδίκτυο)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο