Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κι όντε στερέψουν τα νερά και τα πουλιά διψάσουν

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

μάτια παράξενη μέθηΤα μάτια σου έχουν μια παρά­ξε­νη μέθη. Αρμέ­γουν το φως του κλει­στού τόπου λιγω­μέ­να από τις πολ­λές ομορ­φιές. Στο φως της αυγής, η ανα­το­λή  μοι­ρά­ζει υπο­σχέ­σεις σε μιαν ατμό­σφαι­ρα τρυ­φε­ρή και υγρή, απο­κα­λύ­πτο­ντας το μεγα­λείο του Ορο­πε­δί­ου μέσα από την αγκα­λιά του σύμπα­ντος. Τόπος μυστη­ρί­ου και κατοι­κία θεών. Οι επι­βλη­τι­κοί ορει­νοί σχη­μα­τι­σμοί διε­γεί­ρουν τη φαντα­σία και τις αισθή­σεις από τις κορυ­φο­γραμ­μές μέχρι τον κάμπο.  Πλά­για βλέμ­μα­τα παντού όπου μπο­ρείς να δια­κρί­νεις το ανε­πι­τή­δευ­τα ωραίο, το αλη­θι­νό και το μονο­πά­τι της από­δρα­σης που ψάχνεις.

Οι ανα­μνή­σεις κεντούν νοσταλ­γι­κά την καρ­διά χωρίς την αντά­ρα της ψυχής τώρα πια. Τώρα η φύση επι­βάλ­λει τις ρυτί­δες ανώ­δυ­να. Ένα ζευ­γά­ρι χελι­δό­νια θα σε προ­σπε­ρά­σουν βια­στι­κά. Θαυ­μά­ζεις το σπα­θά­το φτε­ρού­γι­σμα, το απα­λό βελού­δο της κοι­λιάς, το κατρά­μι στο κεφά­λι, το τιτί­βι­σμα. Σηκώ­νεις το χέρι να χαι­ρε­τή­σεις το ταξί­δι τους. Είσαι σίγου­ρη πως τώρα είσαι στη σωστή πλευ­ρά της ζωής, της ζωής που μπο­ρεί να μην διαρ­κεί για πάντα αλλά πάντα θα είσαι μέρος της, της ζωής που σε δίδα­ξε πως ό,τι και αν γίνει, εκεί­νη ξέρει να βρί­σκει πολ­λούς τρό­πους για να επι­στρέ­φει μαγι­κά κάθε φορά.

Με υψω­μέ­νο το βλέμ­μα ακο­λου­θείς το πέταγ­μα των που­λιών. Το θρόι­σμα των φύλ­λων της λεύ­κας που τρέ­μουν σε παρα­σύ­ρει. Ένα χαλί­κι τόσο δα μικρό στο χωμα­τό­δρο­μο κι όμως είναι αρκε­τό για την δική σου πτώ­ση πολύ πριν από την πτώ­ση των φύλ­λων του φθι­νο­πώ­ρου. Τρί­βεις το πονε­μέ­νο χέρι, εντά­ξει δεν έγι­νε και τίπο­τα, δεν θα σε βάλουν να τρα­τά­ρεις με το δίσκο βύσ­σι­νο γλυ­κό, ούτε να σιδε­ρώ­σεις την προί­κα σου. Σηκώ­νε­σαι τινά­ζεις τη σκό­νη από το φου­στά­νι, ένας ανα­στε­ναγ­μός του ανέ­μου, ένα φύση­μα που χαμη­λώ­νει σαν ανά­σα πλάι σου, το χαλί­κι που σε δυσκό­λε­ψε αντι­γρά­φει το ανεί­πω­το παρά­πο­νο. Το νερό στη στέρ­να θα κρα­τή­σει την εικό­να σου, κοι­τά­ζεις τις μελα­νιές,  εδώ δεν είναι τόπος για θάνα­το ψιθυ­ρί­ζεις και χαμο­γε­λάς στο σύν­νε­φο που παί­ζει θέα­τρο με το φως εδώ στη σχι­σμή του χρό­νου, εδώ που ξεθά­βεις τις λέξεις από τον ασβέ­στη και ξεδι­πλώ­νεις νήμα­τα και νοήματα…

Ό,τι χωρί­ζει ο νους, η καρ­διά αγω­νί­ζε­ται να το  ξανα­σμί­ξει  σε τού­τη την επι­στρο­φή, σε αυτή τη δική σου δια­δρο­μή. Δεν είσαι δια­βα­τά­ρι­κο που­λί. Ξέγνοια­στη εδώ η ψυχή θυμά­ται το γιόρ­τα­σμα της νιό­της, βρί­σκει τα παλιά λημέ­ρια, πότε οι πρί­νοι του βου­νού, πότε οι μηλιές του κάμπου, πότε ρημαγ­μέ­νοι ανε­μό­μυ­λοι και πότε κυπα­ρίσ­σια στα κοι­μη­τή­ρια. Κάθε μέρα μια νέα εξόρ­μη­ση, μια λιτα­νεία της μνή­μης, ένα προ­σκύ­νη­μα στη μάνα γη πριν φτά­σεις στο χεί­λος του αγνώ­ρι­στου. Όλα τα βλέ­πεις διαφορετικά.

Ανυ­πό­μο­νη και σίγου­ρη, συν­δυά­ζο­ντας χωρίς περιο­ρι­σμούς το παρόν, το παρελ­θόν, το μέλ­λον, δημιουρ­γώ­ντας σε χρό­νο αδιαί­ρε­το τα πάντα από την αρχή. Μετράς τις στιγ­μές σίγου­ρα δεν μπο­ρείς να τις ξανα­ζή­σεις μα να ξέρεις πως πάντα θα είναι δικές σου και θα σ’ ακο­λου­θούν. Ανοί­γεις όλες τις κλει­στές πόρ­τες, ψάχνεις τη ζωή σε δρό­μους και μπαλ­κό­νια,  στα κεντη­μέ­να κουρ­τι­νά­κια που κρέ­μο­νται ξεθω­ρια­σμέ­να στα παλιά παρά­θυ­ρα και γίνε­ται η σταυ­ρο­βε­λο­νιά αιτία της θύμη­σης και η κιτρι­νι­σμέ­νη δαντέ­λα αφορ­μή. Ασφε­ντα­μέ­νια μυρω­διά αθι­βο­λή της νιό­της. Ναι αυτό είναι, μια αθι­βο­λή της νιό­της με την πεποί­θη­ση πως τίπο­τα δεν θα πάει στρα­βά αυτή τη φορά. Αργά αλλά στα­θε­ρά ξανα­δια­βά­ζεις στη γλώσ­σα του γενέ­θλιου τόπου πιο επι­με­λής και πιο φρό­νι­μη.  Μήπως αλή­θεια αυτή η τελευ­ταία ανά­γνω­ση είναι το κλει­δί της ελυ­θε­ρί­ας σου;

Οι λίνιες, όσες από­μει­ναν να θυμί­ζουν τις φλέ­βες του κάμπου προ­κα­λούν τη φαντα­σία να ταξι­δέ­ψει στα περα­σμέ­να χρό­νια της γεωρ­γι­κής ζωής του Λασι­θιού. Το Ορπέ­διο ακό­μη και σήμε­ρα είναι ένα πραγ­μα­τι­κό δώρο της φύσης και μια ατε­λεί­ω­τη ευτυ­χία για το ανθρώ­πι­νο μάτι. Ανά­με­σα στον καλο­σχη­μα­τι­σμέ­νο κύκλο των βου­νών τού­τη η καλο­γε­νή­τρα γη δεσπό­ζει όλες τις επο­χές δίνο­ντας δια­φο­ρε­τι­κά τοπία και σκη­νι­κά. Εδώ τα χρώ­μα­τα δεν ξεθω­ριά­ζουν με το πέρα­σμα του χρόνου.

Τού­το  το χωρίς κανό­νες  σχε­δια­στι­κούς  ή άλλα πρό­τυ­πα  τοπίο, απεί­ρα­χτο  κι ανέγ­γι­χτο σε κερ­δί­ζει απ’ την  πρώ­τη ματιά. Η καρ­διά υπο­κλί­νε­ται με σεβα­σμό, στο αυθε­ντι­κό, το γνή­σιο, αυτό που παρα­μέ­νει σχε­δόν αναλ­λοί­ω­το. Μαγε­μέ­νη από τις  ερε­θι­στι­κές αντι­θέ­σεις, ξανα­δο­κι­μά­ζεις τις αχόρ­τα­γες ελπί­δες σε και­νούρ­για σχέ­δια. Νοσταλ­γία, πόσες φορές θα το παρα­δε­χτείς, σε δια­κα­τέ­χει και ναι είναι μια από τις πιο σπα­ρα­χτι­κές ανθρώ­πι­νες επι­θυ­μί­ες αυτή η μελαγ­χο­λι­κή ανά­γκη της επι­στρο­φής στον τόπο των παι­δι­κών σου χρό­νων, εδώ όπου υπάρ­χουν αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, εδώ που αφή­νε­σαι με εμπι­στο­σύ­νη. Επι­στρέ­φεις συνει­δη­τά σε αυτά που ήσουν και ίσως αυτά που ήσουν κάπο­τε να είσαι ακόμα…

Στο Λασί­θι, καμα­ρώ­νεις την περη­φά­νια κυρί­ως στους γέρο­ντες. Λιο­κα­μέ­να πρό­σω­πα, κοφτε­ρή ματιά, ορθό­κορ­μοι, με στα­θε­ρό πάτη­μα ακό­μη και στα χαρά­κια, άνθρω­ποι που πορεύ­ο­νται με τιμή, δίχως να φοβού­νται τ’ άσπλα­χνο άγγιγ­μα. Θα σε φιλέ­ψουν ό,τι έχουν χωρίς τσι­γκου­νιές. Θα σου δώσουν το χέρι και την ευχή τους σε κάθε ευκαιρία.

Προ­χω­ράς, βήμα­τα αργά και αν ο νους  ξεφύ­γει και αδρά­ξει  ένα άλλο σχή­μα,  ακό­μη και αυτό ανα­πά­ντε­χα αφο­μοιώ­νε­ται  από το υπάρ­χον  χωρίς ενδοια­σμούς, υπο­δη­λώ­νο­ντας έτσι την προ­σή­λω­ση, την αφιέ­ρω­ση της ψυχής  σε ό,τι  με  δέος έχει τόσο επι­θυ­μή­σει. Όλα γύρω τεί­νουν να  μετου­σιω­θούν από λέξεις απλές  σε πολυ­σή­μα­ντα  δυνα­μι­κά σύμ­βο­λα. Δεν είναι απλά τα δέντρα, οι στέρ­νες, τα πηγά­δια, τα χωρά­φια, τα που­λιά, τα λου­λού­δια, οι δρόμοι…

     Δρόμοι παλιοί…

Τα μάτια θερί­ζουν και θερί­ζουν λαί­μαρ­γα αυτή τη ρόδι­νη αυγή που απο­κα­λύ­πτε­ται μέσα στο φως της Μαδά­ρας, μέσα στο θαύ­μα, σε μιαν άλλη διά­στα­ση, σε μιαν άλλη ποιό­τη­τα δοξα­στι­κή της όρασης!

Περ­πα­τάς στο πρω­ι­νό αγιά­ζι του κάμπου, μαλ­λιά ξεχτέ­νι­στα, ανά­σα γρή­γο­ρη, βλέμ­μα λεύ­τε­ρο, χεί­λη διψα­σμέ­να, χέρια υγρά. Λάμπεις μέσα στο σκο­νι­σμέ­νο φόρε­μα. Ακούς φωνές. Καλέ­σμα­τα από παντού. Κάθε γωνιά, κάθε σπι­θα­μή σε φωνά­ζει με το πρώ­το σου όνο­μα και τη φωνή του…

Θα σκο­ντά­ψεις δεύ­τε­ρη φορά σε άλλο χαλίκι…
Αυτά παθαί­νεις με τα παι­χνί­δια της φαντασίας…

Γεώργιος Παναγιωτάκης, Άγιος Ιωάννης ο Καμπίτης

Άγιος Ιωάν­νης ο Καμπί­της: ελαιο­γρα­φία Γεώρ­γιος Παναγιωτάκης

Διπλώ­νεις το πονε­μέ­νο χέρι, από τη φλέ­βα που σκί­στη­κε στην απο­μέ­σα πλευ­ρά της παλά­μης στά­ζει στο χώμα. Χρεία δεν έχεις τού­τη τη στιγ­μή από χαρ­τί και μελά­νι. Προ­πα­το­ρι­κή γρα­φή το αίμα στην αήτ­τη­τη προσ­δο­κία της επι­στρο­φής στο χαμέ­νο παρά­δει­σο. Μ’ ένα δάκρυ ξυπνάς στον κόσμο σου μα όχι για τελευ­ταία φορά.

Κάθε­σαι στο ασβε­στω­μέ­νο πεζού­λι στον Άγιο Ιωάν­νη τον Καμπί­τη ή Ριγο­λό­γο.  Η πρώ­τη μαρ­τυ­ρία σχε­τι­κά με την ύπαρ­ξη του ναού ανά­γε­ται στο χίλια επτα­κό­σια εξή­ντα ένα. Στο εσω­τε­ρι­κό του φέρει ένα εξαι­ρε­τι­κά εντυ­πω­σια­κό ξυλό­γλυ­πτο τέμπλο. Η παρά­δο­ση απο­δί­δει το χτί­σι­μο του, μετά από τάμα των αγρο­τών καθώς το σημείο αυτό λίμνα­ζε συχνά και ήταν αδύ­να­το να καλ­λιερ­γη­θεί. Αφού χτί­στη­κε, το νερό λένε οι ντό­πιοι, δεν ξεπέ­ρα­σε ποτέ το κατώ­φλι του ναού και η τρι­γύ­ρω περιο­χή έγι­νε από τις πιο εύφο­ρες του κάμπου. Πλή­θος κόσμου συρ­ρέ­ει εδώ κάθε χρό­νο στο μεγά­λο αντά­μω­μα των Λασι­θιω­τών του Ορο­πε­δί­ου στις είκο­σι οκτώ και είκο­σι εννιά του Αυγού­στου. Όλοι δίνουν το παρόν στο κάλε­σμα παρα­μο­νή και ανή­με­ρα της γιορ­τής του Προ­δρό­μου περι­μέ­νο­ντας υπο­μο­νε­τι­κά  για να πάρουν σει­ρά ν’ ανά­ψουν ένα κερί και να ανταλ­λά­ξουν μια εγκάρ­δια χει­ρα­ψία και μια κου­βέ­ντα με γνω­στούς, συγ­γε­νείς, φίλους αλλά και ξένους. Είναι συγκι­νη­τι­κό να βλέ­πεις αυτό το σμί­ξι­μο, θαρ­ρείς και οι Λασι­θιώ­τες συμπλη­ρώ­νουν σελί­δες στο παρου­σιο­λό­γιο του τόπου…

Οι δύο αυτές μέρες ήταν και συνε­χί­ζουν να είναι μονα­δι­κά σηµα­ντι­κές στον κύκλο του χρό­νου. Θυμά­σαι τη μητέ­ρα σου, τις θεί­ες, τις γει­τό­νισ­σες, τις γυναί­κες του παλιού και­ρού που τέτοιες μέρες βρί­σκα­νε την ευκαι­ρία να στο­λι­στούν, να φορέ­σουν τα καλά τους, να περ­πα­τή­σουν καμα­ρω­τά στον περί­βο­λο της εκκλη­σί­ας, να μοι­ρα­στούν τις προ­σω­πι­κές τους εµπει­ρί­ες και μνή­μες τρώ­γο­ντας ζαχα­ρω­τές μαντι­νά­δες, άρτο και λου­κού­μια με άρω­μα τριαντάφυλλο.

Οι άνθρω­ποι συνη­θί­ζουν να χαί­ρο­νται και στις μέρες μας όπως χαι­ρό­ταν άλλο­τε. Στο Λασί­θι κάποια πράγ­μα­τα δεν γίνο­νται από συνή­θεια, μπο­ρεί ο δρό­μος της ζωής να είναι δύσκο­λος μα ο Λασι­θιώ­της θα βρει τον τρό­πο και τον πάει χορεύ­ο­ντας. Οι μέρες του πανη­γυ­ριού είναι για τους κατοί­κους ιερές όπως ήταν και στις παλαιό­τε­ρες κοι­νω­νί­ες και γενιές. Θα αντα­µώ­σουν, θα ανα­ζη­τή­σουν τη συγκί­νη­ση, τη χαρά, την ελπί­δα, θα λατρέ­ψουν το θείο και έτσι το πανη­γύ­ρι απο­τυ­πώ­νει στο ταξί­δι του στον χρό­νο την κοι­νή κουλ­τού­ρα και ταυ­τό­τη­τα των ντό­πιων όσο ο θρη­σκευ­τι­κός εορ­τα­σµός συνε­χί­ζει να ανυ­ψώ­νει το πνεύ­µα και ο κοσμι­κός να ξεκου­ρά­ζει το σώµα.

Ανα­πο­λείς στιγ­μές με την παρη­γο­ριά της αθω­ό­τη­τας, μιας αθω­ό­τη­τας που ξανα­γιεν­νιέ­ται από τις σπα­τα­λη­μέ­νες στιγ­μές. Οι φωνές τρί­ζουν μέσα σου, στις ρωγ­μές φυτρώ­νουν ρόδα, ώρα που βρέ­χει μυστι­κά στις ψυχές κι ανοί­γουν οι σκου­ρια­σμέ­νες κλει­δα­ριές. Κάποιος αντί­κρυ πασκί­ζει να σου θυμί­σει έναν αλλιώ­τι­κο και­ρό, πασκί­ζει να ξανα­κρε­μά­σει την φωτο­γρα­φία του στον τοί­χο της καρ­διάς σου, μα θα μεί­νει ο πόθος ασυλ­λά­βι­στος μ’ εκεί­νη τη λησμο­νη­μέ­νη αστρο­φεγ­γιά καρ­φω­μέ­νη στο πόρ­τε­γο  της εκκλη­σιάς. Αυτά που τώρα ψάχνεις σε κάνουν να αμφι­σβη­τείς όλα όσα κάπο­τε στη νιό­τη θεω­ρού­σες αναμ­φι­σβή­τη­τα κυρί­ως στο θεό και στον έρω­τα. Τώρα τη ζάχα­ρη τη λιώ­νεις στο γυά­λι­νο πια­τά­κι με ροδό­νε­ρο για να φιλέ­ψεις τις κου­ρα­σμέ­νες μέλισ­σες στο μπαλ­κό­νι σου, δεν έχεις λόγο πια να κάνεις τα πικρά γλυ­κά. Τώρα πέρα­σε το χτυ­πο­κάρ­δι, το λαχά­νια­σμα, ο κόμπος στο λαι­μό και οι πετα­λού­δες στο στο­μά­χι πέτα­ξαν. Τώρα μετράς τις λεπτές απο­χρώ­σεις στις σχέ­σεις, αυτές που  δεν θα σου φέρ­νουν τα πάνω κάτω, τώρα  ζεις για την αγά­πη. Έμα­θες πια πως η αγά­πη είναι το συστα­τι­κό των απλών πραγ­μά­των και τα απλά πράγ­μα­τα σε φέρ­νουν πιο κοντά στα μεγά­λα και σημαντικά.

«Μη φοβά­σαι, μη ξετρου­μί­ζε­σαι μα δεν εβά­ρη­κες, το παπού­τσι σου εξε­χνά­ρι­σε, μα εδά δεν τα πάνε μπλιό του τζα­γκά­ρη, άλλα δα πάρεις πια καλά. Να μια τζα­γκουρ­νι­σμα­θιά ’ναι μόνο,  γιάε επα­δέ στο εφτα­κά­θα­ρο εμού­ρια­σες κι ήπε­σες, μα αφού δεν τρέ­χου­νε εδά και φου­ντά­να τα αίμα­τα μπά­τα­ρε πως δεν ήπα­θες πρά­μα μόνο κάτσε, κάτσε μνια­ο­λιά μα αυτό ήτο­νε το κου­ζου­λό αίμα απού περίσ­σευ­γε και ξεθύ­μα­νε κι ήφυ­γε απού τη φού­χτα σου» , σε συμπα­ρα­στέ­κε­ται η κυρία Μελαν­θία, μια ηλι­κιω­μέ­νη γυναί­κα που έτυ­χε να παρα­κο­λου­θή­σει από κοντά την δεύ­τε­ρη πτώ­ση σου…

Μετά, αφού γίνουν οι πρώ­τες συστά­σεις και σε πλη­ρο­φο­ρή­σει πως γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στο  Ορο­πέ­διο αλλά ζει πολ­λά χρό­νια μόνη της πια στην Αλι­καρ­νασ­σό, θα κατα­λή­ξει ό,τι σ’ έπια­σε το μάτι, και θα σου διδά­ξει καλού κακού τον τρό­πο και τη γητειά, να τη λες κι εσύ να μη φταρμίζεσαι!

Θα σου κρα­τή­σει το πονε­μέ­νο χέρι με ύφος, όπως εκεί­νες οι τσιγ­γά­νες που δια­βά­ζουν την τύχη στις γραμ­μές. Κι όσο το κοι­τά­ζει θα πει ψιθυ­ρι­στά και τη γητειά τρεις φορές:

«Ένα ν’ αρχί­ξω να ρωτώ και δυο να μ’ απαντήσεις
είδε σε, και σε γρά­ντι­σε, ποιος θέλει ν’ αρρωστήσεις,
να δώσει λόγο του Χρι­στού και στ΄ αι Γιαν­νιού τη χάρη
του χρό­νου σαν και σήμε­ρο, να γίνε­τε ζευγάρι,
και να σου γρά­φει γράμματα
στου για­σε­μιού τσι κλώνους
και να σου λέει σ’ αγα­πώ οκτώ χιλιά­δες χρόνους.

Τέσ­σε­ρα φύλ­λα τση καρ­διάς και δυο τα δυο σου μάθια
μ’ αυτά πηγαί­νου­νε μαζί, τρια­ντά­φυλ­λα κι αγκάθια.

Οχτώ στα­λα­μα­θιές νερό κι άλλες οχτώ μετάνοιες
να του γυρέ­ψεις θέλη­μα με δίχως περηφάνιες.

Τη σκέ­ψη σου αστρο­νό­μι­σε, στην εδι­κή ντου σκέψη,
να το λογιά­σει κι ο φταρ­μός να σκά­σει, να μισέψει,
κι όντε στε­ρέ­ψουν τα νερά και τα που­λιά διψάσουν
ας έρθουν απ’ τα μάθια μου να πιουν να ξεδιψάσουν».

Σε προ­λα­βαί­νει, δεν κάνει να πεις ευχα­ρι­στώ και θα συμπλη­ρώ­σει με νόη­μα πως, άμα σε πονεί κι εσέ­να λίγο η καρ­διά σου, να λες πολ­λές φορές την ημέ­ρα την τελευ­ταία μόνο μαντινάδα:

«Όντε στε­ρέ­ψουν τα νερά και τα που­λιά διψάσουν/
ας έρθουν απ’ τα μάθια μου να πιουν να ξεδιψάσουν,
και θα επι­μεί­νει, ν’ αστρο­νο­μί­ζεις ξυπό­λη­τη το μεσο­φό­ρι και το μπολ­κά­κι σου τα μεσά­νυ­χτα στον οντά με το κλει­δί κρε­μα­σμέ­νο ζερ­βά στο πλάι πάνω από τον κόκα­λο, κάθε που έχει οκτώ ο μήνας.»

Γεώργιος Παναγιωτάκης, Οροπέδιο Λασιθίου 1973, ελαιογραφία

Γεώρ­γιος Πανα­γιω­τά­κης, Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου 1973, ελαιο­γρα­φία 80Χ60

Η κυρία Μελαν­θία αισθά­νε­ται όπως και πολ­λοί άλλοι έντο­νη την ανά­γκη επα­να­σύν­δε­σης με τον γενέ­θλιο τόπο. Αυτό το πανη­γύ­ρι επα­να­τρο­φο­δο­τεί τη σχέ­ση της με το Λασί­θι και τους κατοί­κους του. Η ίδια γυρί­ζει την ανέ­μη του χρό­νου και πιά­νει το νήμα και το νόη­μα της ζωής από την αρχή και μάλι­στα στη ντοπιολαλιά:

«Τσι μέρες του πανη­γυ­ριού όλοι οι Λασι­θιώ­τες εστα­μα­τού­σα­νε τσι δου­λιές τως απού την παρα­μο­νή τση εορ­τής κι ενη­στεύ­γα­νε και το λάδι για να μην τσι πιά­σει ρίγος. Η λαλά μου δεν ήτρωε πρά­μα κόκ­κι­νο, πρά­μα που να σου­σού­μια­ζε με το αίμα, μήτε μαύ­ρο στα­φύ­λι δεν ήβα­νε στο στό­μα τζης και δεν ήπια­νε μαχαί­ρι για­τί το ’χενε κακό παρα­τή­ρη­μα. Είχα­νε συνή­θειο από όπου κι ανέ βρί­σκου­ντα­νε να τ’ αφή­νου­νε ξετε­λε­μέ­να κι αξε­τέ­λευ­τα όλα, διαρ­μι­σμέ­να κι αδιάρ­μι­στα όπως ήτα­νε, για να προ­λά­βου­νε να ρθού­νε στην ώρα ντως. 

Θυμού­μαι τσι εδι­κούς μου συγ­γε­νείς, όλη τη δικο­λο­γιά, μα και τσι χωρια­νούς, φτω­χοί αθρώ­ποι ήσα­νε όλοι, όλοι λίγο πολύ την ίδια απα­ρα­διά είχα­νε μα δεν επή­α­νε και κάκου ντου κάκου. Λίγα τ’ απο­δό­μα­τα ντως, μα ήτο­νε καλο­πά­λα­γοι και η καλο­κάρ­δι­ση ντως ήβγαι­νε στον ουρα­νό. Ετσά με το συρ­γού­λιο και πολύ κόπο τα πιλα­ού­σα­νε όλα όπως τά ’φερ­νε η ζωή κι εκά­μα­νε καλιμέντο. 

Όντεν ήρχου­ντα­νε του Καμπί­τη εμα­ζώ­νου­ντα­νε πολύς κόσμος κι απού τα δεκα­ο­χτώ χωριά. Οι νοι­κο­κε­ρά­δες εστο­λί­ζα­νε πρώ­τα τα γαϊ­δου­ρά­κια ντως και τως εβά­να­νε πατω­σές — πατω­σές τσι καντι­φέ­δες στη μου­ρά­λια και στο χαλι­νά­ρι. Στο σωμά­ρι εστρώ­να­νε την πιά καλο­φα­μέ­νη και πλου­μι­στή πατα­νία. Απί­τις ενε­μα­ζώ­να­νε τα κοπέ­λια απού τα σώχω­ρα, τα λού­να­νε στη σκά­φη τότε­σας, τα ντύ­να­νε, εβά­να­νε κι αυτοί τα σκο­λια­νά ντως και κινού­σα­νε πατού­λιες — πατού­λιες κατά τσι φιλιές, τσι κου­μπα­ριές και τσι συντε­κνιές απού ’χανε να πάνε στ’ αγιο­μή­σι. Εκλου­θού­σα­νε αξω­γύ­ρου και τα τζα­να­βα­ρά­κια με τσι πρώ­τους αρο­δα­μούς τση νιό­της στα μάγου­λα και όντε δεν ετε­ρε­ρί­ζα­νε εχώ­νου­ντα­νε τσι μηλιές κι επει­ρά­ζα­νε τσι κοπελιές.

Στο ένα σκαρ­βέ­λι εκρε­μού­σα­νε το ντρου­βά με τσι άρτους πού ’χανε ταμέ­νους να πάνε και στο άλλο την ξομπλια­στή βού­ρια με τον τσού­κο τη ρακή, το μπου­κά­λι με το λάδι για τα καντή­λια τσ’ εκκλη­σάς και το κανι­σκά­ρι απού ήθε­λα κόψου­νε τσι άρτους, να τσι μοι­ρά­σου­νε βλοη­μέ­νους των αθρώ­πω. Στη χέρα ντως οι γυναί­κες εκρα­τού­σα­νε  ένα ματσά­κι βασι­λι­κό και βιόλες. 

Μια φορά, μετά την κατο­χή, εκλού­θα­νε με τη πατού­λια μας κι ένας ξενο­μπα­σά­ρης αλέρ­γος δάσκα­λος και ήφε­ρε πολ­λές αθι­βο­λές στη στρά­τα ίσα­με να φτά­ξο­με. Είχε πει και μια κου­βέ­ντα και από τότε­σας, κοπε­λο­πού­λα ξετε­λε­μέ­νη ήμου­νε δεκα­ε­φτά χρο­νώ, στα δεκα­ο­χτώ επα­ντρεύ­τη­κα, δεν εκά­τε­χα πολ­λά γράμ­μα­τα, ό,τι επρό­λα­βα σε τρεις τάξεις του δημο­τι­κού που επήα, μα νογού­σα μια­ο­λιά παρα­πά­νω και τήνε κρά­τη­σα εκει­νιά την κου­βέ­ντα, εφά­νη­κέ μου πως δεν ήτο­νε αλα­φρο­κα­μπά­νι­στη και τήνε ανε­στο­ρού­μαι  ακό­μη έτσα απού την εγροίκησα:
«Δεν υπάρ­χει γένος πιο φιλέ­ορ­το απ’ το δικό μας. Ζού­με κάνο­ντας μια γιορ­τή και περι­μέ­νο­ντας μια γιορ­τή, κατά το Στρα­τή Μυριβήλη.»

Δεν θέλεις να την δια­κό­ψεις. Την κοι­τά­ζεις στο μεσό­φρυ­δο. Μια βαθιά κάθε­τη ρυτί­δα σαν χαρα­κιά, θαρ­ρείς μαζί και χωρι­στά τα μάτια, το βλέμ­μα, οι σκέ­ψεις. Είσαι σίγου­ρη πως κυλά­ει με τον ίδιο πόνο εκεί τα τελευ­ταία πενή­ντα του­λά­χι­στον χρό­νια, με πόνο αλλά και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Απο­γοη­τεύ­σεις, στε­νο­χώ­ριες, πίκρες, κού­ρα­ση, αγω­νί­ες όλα εκεί κατα­γρά­φο­νται και περ­νούν οι μέρες και βαθαί­νει όλο και πιο πολύ.  Και μόνο από αυτή τη ρυτί­δα μπο­ρείς να εκτι­μή­σεις τον χαρα­κτή­ρα της, της Μελαν­θί­ας. Προ­τρο­πή δική της, «Μελαν­θία, έτσι λέγε με, όχι κυρία, το κυρία είναι για τις δασκάλες.»

Φυσιο­γνω­μία καλο­συ­νά­τη,  η Μελαν­θία συνέ­χι­σε να ζει χωρίς θυμό κατα­πνί­γο­ντας τον αβά­στα­χτο πόνο της, από τότε που ο άντρας της, ψαράς ήταν, λίγους μήνες μετά το γάμο τους χάθη­κε στ’ ανοι­χτά από το λιμά­νι του Ηρα­κλεί­ου σ’ ένα ξαφ­νι­κό μπου­ρί­νι που ανα­πο­δο­γύ­ρι­σε τη βάρ­κα του και τον κατά­πιαν μαζί της τα κύμα­τα. Δυο βδο­μά­δες περί­με­νε με την ψυχή στο στό­μα του κάκου την επι­στρο­φή του. Ώρες ολό­κλη­ρες, νύχτα και μέρα, ξερο­στά­λια­ζε και παρα­κο­λου­θού­σε από το παρα­θύ­ρι της τη θάλασ­σα και τις βάρ­κες. Όσο περ­νού­σαν οι μέρες και δεν φαι­νό­ταν που­θε­νά, νόμι­ζε πως δεν της έφτα­νε ο αέρας, έμε­νε χωρίς ανά­σα, χωρίς καρ­διο­χτύ­πι, χωρίς αίμα στις φλέ­βες, χωρίς σκέ­ψεις, κέρι­νη σχε­δόν νεκρή. Δεν βρέ­θη­κε, ούτε κι όταν καλο­σύ­νε­ψε ο και­ρός και πήγαν πολ­λοί βαρ­κά­ρη­δες και έψα­ξαν στο νησά­κι Ντία, δεν βρέ­θη­κε ποτέ τίπο­τα. Οκτώ μήνες αργό­τε­ρα, αγκά­λια­σε το αγο­ρά­κι που έφε­ρε στον κόσμο ένα δει­λι­νό και χαμο­γέ­λα­σε πρώ­τη φορά μετά από και­ρό. Έτσι είναι, η ζωή φέρ­νει μαύ­ρες στιγ­μές, μα φέρ­νει και καλές. Έκα­νε κου­ρά­γιο, κι όταν δυσκο­λευό­ταν πάλι «μην το βάζεις κάτω Μελαν­θία, θυμή­σου πως όταν προ­σπα­θείς για ό,τι καλύ­τε­ρο μπο­ρείς, έχεις δικαί­ω­μα και να το περι­μέ­νεις το καλύ­τε­ρο», έλε­γε στον εαυ­τό της. Έδε­σε φιό­γκο την οδύ­νη της απώ­λειας στην ψυχή, και ανά­θρε­ψε το παι­δί της με χίλιες δυο στε­ρή­σεις και βάσα­να, μα πάντα χαμο­γε­λα­στή. Λες έζη­σε και χαρές, λες…

«Μεγά­λος και τρα­νός εγί­νη­κε ο Δαί­δα­λος μου, ετσά τον λένε σαν τον πατέ­ρα ντου, μεγά­λος και τρα­νός, στην Αυστρα­λία, τεχνί­της στα τραί­να και με πτυ­χίο! Επήε ντε­λό­γο στο στρα­τό όντεν εξε­σκό­λι­σε, ήκα­με το χρέ­ος του κι από­ει ήφυ­γε με το παπό­ρι, το υπε­ρω­κε­ά­νιο Πατρίς. Σαρά­ντα μέρες ήκα­με να φτά­ξει μα ήφτα­ξε καλά. Ο πλοί­αρ­χος, ο Νικό­λα­ος Σού­τος τόνε βοή­θη­σε για­τί τον ήκου­σε που ήπαι­ζε λαού­το στο κατά­στρω­μα και του ζήτη­ξε να παί­ξει και στο σαλό­νι για τσι επι­βά­τες, για να μη στε­νο­χω­ριού­νται απού εφή­να­νε την πατρί­δα ντως και εκλαί­γα­νε οπού επη­γαί­να­νε στο άγνω­στο με βάρ­κα την ελπί­δα. Δεν του χάλα­σε χατί­ρι για­τί εκα­τα­λά­βαι­νε από δικού ντου και για τσι άλλους αθρώ­πους ήντα νιώ­θα­νε. Ετσά τόνε συμπά­θη­σε και ήδω­κέ ντου καλές συστά­σεις και τον ήπε­ψε ο ίδιος στην εται­ρεία οπού εκά­τε­χε και ήκα­με προ­κο­πή. Πρώ­τα τον ελέ­γα­νε μετα­νά­στη, ετσά τσι λέγα­νε όλους στην αρχή, μα εδά είναι πολί­της Αυστρα­λί­ας! Εκειά εθέ­λη­σε να κάμει οικο­γέ­νεια, εκειά είναι να ’χει την ευκή τσ’ ευκής μου, μ’ ένα χαμό­γε­λο καρ­φω­μέ­νο στα χεί­λια ντου ξυπνά και τόνε βρί­σκει η νύχτα μ’ άλλα χίλια. Κι όντε δα με πάρει στο τηλέ­φω­νο μού τρα­γου­δεί μαζί με τη γυναί­κα και τα κοπέ­λια ντου την ίδια μαντι­νά­δα απού τού ’λεγα κι εγώ, γροι­κάς Χαρούλα;

 «Όντε στε­ρέ­ψουν τα νερά και τα που­λιά διψάσουν/
ας έρθουν απ’ τα μάθια μου να πιουν να ξεδιψάσουν».

Κάπως έτσι σου κάνει την περι­γρα­φή του μονα­χο­γιού της του ξενι­τε­μέ­νου, κάπως έτσι γυρί­ζει η σκέ­ψη στη μάνα σου.

Καθώς τα χρό­νια πέρα­σαν από τους ώμους της και μετά τα τόσα ταξί­δια στη Μελ­βούρ­νη, έγι­νε μια υπέ­ρο­χη, μια συμπα­θέ­στα­τη όμορ­φη γριού­λα με αστι­κή εμφά­νι­ση στο ντύ­σι­μο και Λασι­θιώ­τι­κη μιλιά. Ανοί­γει την τσά­ντα της να σε φιλέ­ψει μια χού­φτα καρα­μέ­λες κι ένα ματσά­κι ξυλά­κια κανέλ­λας για να διώ­χνει το φταρ­μό. Θα πάρει μια ανά­σα βαθιά, θα βρέ­ξει τα χεί­λη της με λίγο νερό, το λαι­μό της με δυο στα­γό­νες κολώ­νια λεμό­νι Μυρ­τώ και αφού τακτο­ποι­ή­σει με τα δάχτυ­λα τα καλο­χτε­νι­σμέ­να ολό­λευ­κα μαλ­λιά, θα ισιώ­σει όρθια την πλι­σέ φού­στα και χαρί­ζο­ντάς σου ένα ζαχα­ρω­μέ­νο βλέμ­μα θα κλεί­σει την κου­βέ­ντα της:

«Εδά που μαζώ­νει το κου­βά­ρι τση ζήσης μου Χαρού­λα και σιμώ­νω τ’ ανέ­γνω­ρου κάθα μέρα και πια πολύ, μ’ αρέ­σει ν’ ανα­θι­βάλ­λω και δια­λέω τσι πια καλές αθι­βο­λές, να μη τσι σβή­σει ο χρό­νος και λέω, ήχι μου να τα φέρ­νει η ζωή ντρέ­τα για όλους τσι αθρώ­πους και να μην κακο­λα­λεί κια­νείς κια­νέ­να. Δε μ’ αρέ­σει να τσι φυλα­κί­ζω τσι ανα­μνή­σεις μου, μόνο να τσι μοι­ρά­ζο­μαι θέλω, για­τί ετσά λοής γερ­νώ και δε με γνοιά­ζει πότε δα φτά­ξει η ώρα μου, μα γνοιά­ζει με μπά­ρε μου, σκιάς ίσα­με τοτε­σάς να ζω και να ’χω ψηλά το κεφά­λι και το κού­τε­λο καθα­ρό για­τί δεύ­τε­ρη ζωή δεν έχει.

Γροι­κάς Χαρού­λα; Εφτά φορές να πέφτεις και οκτώ ν’ ανα­ντρα­νί­ζεις και να σκώ­νε­σαι και να λες και να κάνεις πάντα αυτό που σκέ­φτε­σαι εκεί­νη την ίδια στιγ­μή, για­τί ό,τι αφή­νεις για αύριο θα γίνει χτες πρι­χού να το κατα­λά­βεις. Τέθοια λοής είναι η ζωή, δε σε ρωτά ποτέ, τι θέλε­τε να σας τρα­τά­ρω, τι θα πάρε­τε παρα­κα­λώ; Ό,τι θέλει και όπο­τε θέλει σου σερ­βί­ρει και άντε εσύ να κάνεις κακορέξα…»

▪️ Ευχα­ρι­στού­με για τη διά­θε­ση των έργων ζωγρα­φι­κής τον κ. Γεώρ­γιο Παναγιωτάκη.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020

Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη. Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο»…

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο