Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΚΕ: Αποχαιρετά με μεγάλη περηφάνια και σεβασμό τον σ. Λάζαρο Κυρίτση

Η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΚΚΕ απο­χαι­ρε­τά με μεγά­λη περη­φά­νια και σεβα­σμό έναν από τους τελευ­ταί­ους της δρα­κο­γε­νιάς των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης, τον παλαί­μα­χο Μακρο­νη­σιώ­τη σύντρο­φο Λάζα­ρο Κυρί­τση, ο οποί­ος έφυ­γε χτες, πλή­ρης ημε­ρών από τη ζωή. Η κηδεία του θα γίνει στις 3 το μεση­μέ­ρι της Πέμ­πτης 29 Δεκέμ­βρη, στο Νεκρο­τα­φείο Ζωγρά­φου και θα είναι πολιτική. 

Ανα­λυ­τι­κά, στην ανα­κοί­νω­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, ανα­φέ­ρο­νται τα εξής:

«Ο σύντρο­φος Λάζα­ρος γεν­νή­θη­κε το 1920 στη Χαραυ­γή Πωγω­νί­ου Ιωαν­νί­νων. Μαθη­τής γυμνα­σί­ου μετα­κο­μί­ζει στην Αθή­να για να βοη­θή­σει, μαζί με τον αδελ­φό του, τον πατέ­ρα τους, που έχει ανοί­ξει μπα­κά­λι­κο. Ταυ­τό­χρο­να, συνε­χί­ζει το γυμνά­σιο στην Καλ­λι­θέα. Όταν ο πατέ­ρας γυρί­ζει στο χωριό, ο Λάζα­ρος μαζί με τον αδερ­φό του παρα­μέ­νουν στην Αθή­να, δου­λεύ­ουν και συνε­χί­ζουν με πολ­λές δυσκο­λί­ες το σχολείο.

Λίγο αργό­τε­ρα βρί­σκε­ται σε οικο­τρο­φείο στην Παρα­μυ­θιά Θεσπρω­τί­ας, όπου τον έχει στεί­λει ο αδελ­φός του καλύ­πτο­ντας και τα έξο­δα για να μπο­ρέ­σει ο Λάζα­ρος χωρίς εμπό­δια να ολο­κλη­ρώ­σει το γυμνά­σιο. Εκεί γνω­ρί­ζει τη συντρο­φι­κό­τη­τα, την ανι­διο­τέ­λεια, την αλλη­λεγ­γύη, αλλά έρχε­ται και σε επα­φή με τις μαρ­ξι­στι­κές ιδέες.

Το 1938 επι­στρέ­φει στην Αθή­να για να βρει δου­λειά και να μπει στο πανε­πι­στή­μιο. Γρά­φε­ται στη Νομι­κή Σχο­λή, ταυ­τό­χρο­να αρχί­ζει να δου­λεύ­ει σε δικη­γο­ρι­κό γρα­φείο, απ’ όπου φεύ­γει λόγω της χαμη­λής αμοι­βής και στη συνέ­χεια βρί­σκει δου­λειά σε εστια­τό­ριο. Τότε κάνει και τα πρώ­τα του βήμα­τα στον συν­δι­κα­λι­σμό, έρχε­ται σε επα­φή με το Σωμα­τείο Επι­σι­τι­σμού για τις συν­θή­κες δου­λειάς και τα μεροκάματα.

Το 1940, με την Γερ­μα­νι­κή κατο­χή, ο σύντρο­φος Λάζα­ρος απο­φα­σί­ζει να επι­στρέ­ψει στο χωριό του. Στις αρχές του 1943 εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ και ανα­λαμ­βά­νει τη δημιουρ­γία ομά­δας του ΕΑΜ στην περιο­χή. Με την ίδρυ­ση του ΕΛΑΣ, αρχι­κά ανή­κει στον εφε­δρι­κό ΕΛΑΣ, ενώ από τις αρχές του 1944 κατα­τάσ­σε­ται στον τακτι­κό ΕΛΑΣ, με την ειδι­κό­τη­τα του ολμι­στή. Παίρ­νει μέρος στη μάχη της Χρυ­σορ­ρά­χης, μία σημα­ντι­κή εκκα­θα­ρι­στι­κή επι­χεί­ρι­ση κατά των Γερ­μα­νών, όπου οι Γερ­μα­νοί χάνουν 35 άτο­μα, ενώ ο ΕΛΑΣ κανέ­να. Στα τέλη του Δεκέμ­βρη του 1944 συμ­με­τέ­χει στη σύγκρου­ση του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, όπου ο δεύ­τε­ρος προ­σπά­θη­σε να εισβά­λει σε περιο­χή ελέγ­χου του ΕΛΑΣ (συμ­φω­νία ΕΛΑΣ — ΕΔΕΣ, μετά τον Γοργοπόταμο).

Το 1945, μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας, ο σύντρο­φος Λάζα­ρος κατα­τάσ­σε­ται για να υπη­ρε­τή­σει τη θητεία του στον εθνι­κό στρα­τό, στα ΕΜΠΕΔΑ, στην περιο­χή της Ν. Χαλ­κη­δό­νας. Αρχι­κά ανα­λαμ­βά­νει γρα­φιάς. Εκεί γνω­ρί­ζε­ται με άλλα οργα­νω­μέ­να μέλη του ΚΚΕ, οι οποί­οι συγκρο­τούν ομά­δα και δια­μαρ­τύ­ρο­νται για τη διά­δο­ση της φασι­στι­κής εφη­με­ρί­δας “Ελλη­νι­κό Αίμα” μέσα στο στρα­τό­πε­δο. Παρά τις υπο­σχέ­σεις της Διοί­κη­σης ότι θα στα­μα­τή­σει τη δια­κί­νη­ση, με την καθο­δή­γη­ση των Χιτών, αλλά και με την ανο­χή των υπο­λοί­πων αξιω­μα­τι­κών του στρα­το­πέ­δου, η δια­κί­νη­ση συνε­χί­στη­κε. Έτσι οι κομ­μου­νι­στές φαντά­ροι απα­ντούν με τη δια­κί­νη­ση του Ριζο­σπά­στη μέσα στο στρα­τό­πε­δο, ενέρ­γεια που βρί­σκει μεγά­λη αντα­πό­κρι­ση στους φαντά­ρους του στρατοπέδου.

Από εκεί και πέρα ξεκι­νούν οι διώ­ξεις. Ο σύντρο­φος Λάζα­ρος μετα­φέ­ρε­ται μαζί με 11 ακό­μα στρα­τιώ­τες στο Χαϊ­δά­ρι, στο κελί 15 ‑κελί μελ­λο­θά­να­των επί γερ­μα­νι­κής κατο­χής. Οι τοί­χοι είναι γεμά­τοι με σημειώ­μα­τα αλύ­γι­στων κομ­μου­νι­στών και αγω­νι­στών που ετοι­μά­ζο­νταν να αντι­με­τω­πί­σουν το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Περ­νά από στρα­το­δι­κείο και κατα­δι­κά­ζε­ται σε φυλάκιση.

Στη συνέ­χεια μετα­φέ­ρε­ται ως κρα­τού­με­νος στο 300 τάγ­μα στον Αγ. Παντε­λε­ή­μο­να και τότε του ζητούν να συμ­με­τέ­χει σε εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα στο Χαϊ­δά­ρι. Ο σύντρο­φος Λάζα­ρος αρνεί­ται, προ­βάλ­λο­ντας τον πραγ­μα­τι­κό λόγο της άρνη­σής του: “Δεν θα σήκω­να ποτέ το όπλο απέ­να­ντι στους συντρό­φους μου”.

Αυτή η αλύ­γι­στη και περή­φα­νη στά­ση του είναι το “εισι­τή­ριο” για τη μετα­φο­ρά του στο κολα­στή­ριο της Μακρο­νή­σου, στον τόπο που χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και άλλοι αγω­νι­στές γνώ­ρι­σαν την επι­στη­μο­νι­κή, οργα­νω­μέ­νη βία της αστι­κής τάξης με έναν και μονα­δι­κό σκο­πό: Να υπο­τα­χθούν, να δηλώ­σουν μετά­νοια, να απο­κη­ρύ­ξουν το ΚΚΕ και τις ιδέ­ες τους.

Ο σύντρο­φος Λάζα­ρος αρχι­κά τοπο­θε­τεί­ται στο Β’ Τάγ­μα σκα­πα­νέ­ων, όπου βασι­κό καθή­κον των κρα­τού­με­νων φαντά­ρων ήταν η μετα­φο­ρά πέτρας για την κατα­σκευή της προ­βλή­τας. Μετά από δύο μήνες και τη στα­θε­ρή άρνη­σή του να υπο­γρά­ψει δήλω­ση μετά­νοιας, μετα­φέ­ρε­ται στο Α’ Τάγ­μα σκα­πα­νέ­ων, στο τάγ­μα των “αμε­τα­νό­η­των” ή το “κόκ­κι­νο τάγ­μα” όπως το απο­κα­λού­σαν οι στρα­τιω­τι­κές υπηρεσίες.

Εκεί βρή­κε το “τρα­πέ­ζι στρω­μέ­νο” όπως έλε­γε, από τους άλλους συντρό­φους που είχαν πάει νωρί­τε­ρα λόγω της ιδιαί­τε­ρης συντρο­φι­κό­τη­τας που υπήρ­χε ανά­με­σα στους φαντά­ρους. Οργα­νω­τής τους η κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση του ΚΚΕ που, παρ’ όλα τα εμπό­δια, κατά­φερ­νε να λει­τουρ­γεί κανο­νι­κά με καθη­με­ρι­νό δελ­τίο τύπου και πλη­ρο­φο­ριών που δια­δί­δο­νταν από στό­μα σε στό­μα, κάποιες φορές ακό­μα και με τη δια­κί­νη­ση του παρά­νο­μου Ριζοσπάστη.

Στα τέλη του 1947, οι αναί­τιες επι­θέ­σεις των “Αλφα­μι­τών” κατά των κρα­του­μέ­νων στρα­τιω­τών πυκνώ­νουν. Πραγ­μα­τι­κή αιτία η όξυν­ση της ταξι­κής πάλης, η συγκρό­τη­ση και οι νίκες του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας που εξα­γριώ­νουν τους υπη­ρέ­τες του αστι­κού κρά­τους, ορκι­σμέ­νους αντι­κομ­μου­νι­στές, πολ­λοί στην υπη­ρε­σία των Γερ­μα­νών κατα­κτη­τών και της ελλη­νι­κής κατο­χι­κής κυβέρ­νη­σης, άλλοι με προ­ϋ­πη­ρε­σία ως Χίτες και κου­κου­λο­φό­ροι κατα­δό­τες των λαϊ­κών αγωνιστών.

Ο σύντρο­φος Λάζα­ρος Κυρί­τσης ζει στο κολα­στή­ριο της Μακρο­νή­σου τη μεγά­λη σφα­γή της 1ης του Μάρ­τη του 1948, τη μαζι­κή δολο­φο­νία των πάνω από 350 άοπλων στρα­τιω­τών του Α’ Τάγ­μα­τος, ένα έγκλη­μα που το ελλη­νι­κό αστι­κό κρά­τος κρα­τά για δεκα­ε­τί­ες ως εφτα­σφρά­γι­στο μυστι­κό, αφού ακό­μα και σήμε­ρα δεν επι­τρέ­πει καμία πρό­σβα­ση στα αρχεία του στρα­τού, παρά τις επα­νει­λημ­μέ­νες προ­σπά­θειες του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Κρα­του­μέ­νων Αγω­νι­στών Μακρο­νή­σου (ΠΕΚΑΜ).

Όπως και χιλιά­δες άλλοι κομ­μου­νι­στές παρό­λο που επι­βί­ω­σαν από αυτή τη φρι­κα­λε­ό­τη­τα, συνε­χί­ζουν να βιώ­νουν τα μαρ­τυ­ρι­κά βασα­νι­στή­ρια. Ο σύντρο­φος Λάζα­ρος Κυρί­τσης, όπως και χιλιά­δες άλλοι κομ­μου­νι­στές και άλλοι αγω­νι­στές κατα­φέρ­νει να βγει ζωντα­νός από αυτό το κολα­στή­ριο, κερ­δί­ζο­ντας επά­ξια τον τιμη­τι­κό τίτλο: ΑΛΥΓΙΣΤΟΣ.

Το 1949 μετα­φέ­ρε­ται από τη Μακρό­νη­σο για να δου­λέ­ψει στην κατα­σκευή του δρό­μου Μου­ζά­κι — Καρ­δί­τσα, απ’ όπου και παίρ­νει το 1950 το απο­λυ­τή­ριό του από το στρα­τό. Επι­στρέ­φει στην Αθή­να, συν­δέ­ε­ται με τον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό του Κόμ­μα­τος και εκπαι­δεύ­ε­ται στη στοι­χειο­θε­σία και αξιο­ποιεί­ται στο παρά­νο­μο τυπογραφείο.

Το 1952, μετά την εκτέ­λε­ση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη, υλο­ποιώ­ντας την κομ­μα­τι­κή από­φα­ση να προ­πα­γαν­δι­στεί η εκτέ­λε­σή του, αναρ­τά μαζί με άλλους συντρό­φους φωτει­νό πανό στην περιο­χή του Αγ. Ιωάν­νη, με το σύν­θη­μα «Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΙ».

Τον ίδιο χρό­νο ολο­κλη­ρώ­νει τις σπου­δές του και παίρ­νει το πτυ­χίο του στη Νομι­κή. Με τη διά­λυ­ση των κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων εντάσ­σε­ται στην ΕΔΑ και από το 1964 είναι επι­κε­φα­λής της δημο­τι­κής παρά­τα­ξης στο Δήμο Ζωγρά­φου, χρέ­ω­ση που είχε από το Κόμ­μα και μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση. Αξιο­ποιεί­ται από το Κόμ­μα ως υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής με τα ψηφο­δέλ­τια της ΕΔΑ και μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση με τα ψηφο­δέλ­τια του ΚΚΕ.

Στη διάρ­κεια της επτα­ε­τούς δικτα­το­ρί­ας συλ­λαμ­βά­νε­ται για την αντι­δι­κτα­το­ρι­κή του δρά­ση και κατα­δι­κά­ζε­ται σε ποι­νή φυλά­κι­σης 18 χρό­νων, από τα οποία εκτί­ει τα 6, του αφαι­ρεί­ται η άδεια ασκή­σε­ως επαγ­γέλ­μα­τος, την οποία επα­να­κτά μετά το 1974.

Όλα τα επό­με­να χρό­νια ο σύντρο­φος Λάζα­ρος Κυρί­τσης πρω­το­στα­τεί στην ίδρυ­ση, λει­τουρ­γία και δρά­ση της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Κρα­του­μέ­νων Αγω­νι­στών Μακρο­νή­σου (ΠΕΚΑΜ) και στη δημιουρ­γία του Μου­σεί­ου της.

Παρα­μέ­νει μπρο­στά­ρης στον αγώ­να για να δια­τη­ρη­θεί η Μακρό­νη­σος ως τόπος ιστο­ρι­κής μνή­μης και να απαλ­λα­γεί από τους κατα­πα­τη­τές της, να ανοί­ξουν τα αρχεία του στρα­τού και να φανεί η ιστο­ρι­κή αλή­θεια για τη σφα­γή της Μακρο­νή­σου. Κυρί­ως όμως παρα­μέ­νει μπρο­στά­ρης στον αγώ­να για τη διά­δο­ση της ιστο­ρι­κής αλή­θειας στη νέα γενιά.

Η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΚΚΕ απο­χαι­ρε­τά τον σύντρο­φο Λάζα­ρο Κυρί­τση. Απο­χαι­ρε­τά τον οργα­νω­τή του ΕΑΜ, τον μαχη­τή του ΕΛΑΣ, τον αλύ­γι­στο κρα­τού­με­νο του κολα­στη­ρί­ου της Μακρο­νή­σου και της χού­ντας, τον οργα­νω­μέ­νο κομ­μου­νι­στή στον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό του Κόμ­μα­τος, τον συν­δι­κα­λι­στή δικη­γό­ρο, τον μπρο­στά­ρη στους αγώ­νες των συντα­ξιού­χων, τον για πολ­λά χρό­νια αντι­πρό­ε­δρο του ΔΣ της ΠΕΚΑΜ και ενερ­γό μέλος της ΠΕΑΕΑ, τον στα­θε­ρό και ατα­λά­ντευ­το κομ­μου­νι­στή, τον αλύ­γι­στο της ταξι­κής πάλης που πορεύ­τη­κε πάντα με σημαία το δίκιο του λαού, τα υψη­λά ιδα­νι­κά της πάλης για την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, τον σοσια­λι­σμό — κομμουνισμό.

Η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή εκφρά­ζει τα θερ­μά της συλ­λυ­πη­τή­ρια στις κόρες του Αγλα­ΐα και Λεμο­νιά, στα εγγό­νια, τους οικεί­ους και τους φίλους του».

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο