Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΚΕ: Εκδήλωση στον Περισσό με αφορμή τα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη (ΦΩΤΟ)

Με μια λιτή εκδή­λω­ση, μέλη και στε­λέ­χη του ΚΚΕ στον Περισ­σό, στην έδρα της ΚΕ του Κόμ­μα­τος τίμη­σαν σήμε­ρα το πρωί τον Νίκο Μπε­λο­γιάν­νη και τους συντρό­φους του Ηλία Αργυ­ριά­δη, Νίκο Καλού­με­νο και Δημή­τρη Μπά­τση, με αφορ­μή τα 70 χρό­νια από την εκτέ­λε­σή τους.

Η εκδή­λω­ση έγι­νε στο προ­αύ­λιο χώρο του κτι­ρί­ου, μπρο­στά στο μνη­μείο για τον Ν. Μπε­λο­γιάν­νη, έργο του Μέμου Μακρή, το όποιο βρι­σκό­ταν στη Βου­δα­πέ­στη, στην οδό Μπε­λο­γιάν­νη 17, αλλά απο­κα­θη­λώ­θη­κε μετά τις ανα­τρο­πές από την ουγ­γρι­κή κυβέρ­νη­ση. Με τη φρο­ντί­δα των συντρό­φων της Ουγ­γα­ρί­ας περι­φρου­ρή­θη­κε, μετα­φέρ­θη­κε και παρα­δό­θη­κε στην ΚΕ του ΚΚΕ και κοσμεί πλέ­ον την έδρα της.

Εκ μέρους της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, κατέ­θε­σε λου­λού­δια στο Μνη­μείο ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημή­τρης Κου­τσού­μπας.

Ο Κώστας Σκο­λα­ρί­κος, μέλος της ΚΕ, υπεύ­θυ­νος του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της Κεντρι­κής Εκδή­λω­σης ήταν ομι­λη­τής σε αυτήν τη σεμνή εκδή­λω­ση, σημειώνοντας:

Ο Μπε­λο­γιάν­νης γεν­νή­θη­κε το 1915 στην Αμα­λιά­δα και μαθη­τής ακό­μα εντά­χθη­κε στην ΟΚΝΕ. Το 1932 μπή­κε στη Νομι­κή Σχο­λή και το 1934 έγι­νε μέλος του Κόμ­μα­τος. Όπως και οι άλλοι κομ­μου­νι­στές του Μεσο­πο­λέ­μου, ο Μπε­λο­γιάν­νης σφυ­ρη­λα­τή­θη­κε από τις σκλη­ρές ταξι­κές ανα­με­τρή­σεις και τις διώ­ξεις της καπι­τα­λι­στι­κής εξουσίας.

Τον Μάρ­τη του 1936 εξο­ρί­στη­κε στην Ίο, ενώ παράλ­λη­λα απο­βλή­θη­κε από την Νομι­κή. Τον Ιού­λη επέ­στρε­ψε από την εξο­ρία και στάλ­θη­κε με χρέ­ω­ση στην Πάτρα. Τον Οκτώ­βρη και ενώ είχε επι­βλη­θεί το καθε­στώς Μετα­ξά, κατα­τά­χτη­κε στο στρα­τό και ανέ­λα­βε Γραμ­μα­τέ­ας της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης. Τον Δεκέμ­βρη πιά­στη­κε και κατα­δι­κά­στη­κε, αλλά, παρά τα βασα­νι­στή­ρια, δεν απο­κά­λυ­ψε τους συντρό­φους του.

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του στάλ­θη­κε σε Πει­θαρ­χι­κό Λόχο στον Άσσο Κεφαλ­λο­νιάς, απ’ όπου έφυ­γε τον Ιού­λη του 1937. Επέ­στρε­ψε στην Πάτρα, όπου δού­λε­ψε στην παρα­νο­μία ως οργα­νω­τής της Περι­φε­ρεια­κής Επι­τρο­πής Πάτρας και μετά ως Γραμ­μα­τέ­ας της Περι­φε­ρεια­κής Επι­τρο­πής Ηλεί­ας — Ολυ­μπί­ας — Ζακύνθου.

Τον Μάη του 1938 συνε­λή­φθη. Φυλα­κί­στη­κε στην Αίγι­να και μετά στην Ακρο­ναυ­πλία, όπου τον βρή­κε η τρι­πλή φασι­στι­κή Κατο­χή. Παρα­δό­θη­κε στις Αρχές Κατο­χής και μετα­φέρ­θη­κε στα ιτα­λι­κά στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης. Το 1943 απέ­δρα­σε από το νοσο­κο­μείο «Σωτη­ρία» και ανέ­λα­βε Γραμ­μα­τέ­ας της ΚΟ Πάτρας και μετά οργα­νω­τής του Γρα­φεί­ου Περιο­χής στη Νότια Πελο­πόν­νη­σο. Το 1944, το Γρα­φείο απο­φά­σι­σε να τοπο­θε­τη­θεί Καπε­τά­νιος στη Μεραρ­χία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.

Μετά από την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ως μέλος του Γρα­φεί­ου Περιο­χής ήταν υπεύ­θυ­νος Τύπου και Δια­φώ­τι­σης, έχο­ντας ευθύ­νη για την καθο­δή­γη­ση Οργα­νώ­σε­ων και την έκδο­ση της εφη­με­ρί­δας Λεύ­τε­ρος Μωρηάς.

Το Δεκέμ­βρη του 1946 κατα­τά­χτη­κε στον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Το 1947 τοπο­θε­τή­θη­κε στον τομέα Δια­φώ­τι­σης του Γενι­κού Αρχη­γεί­ου, μετά ανέ­λα­βε υπο­διοι­κη­τής της Σχο­λής Αξιω­μα­τι­κών και ύστε­ρα Πολι­τι­κός Επί­τρο­πος της 102ης Ταξιαρ­χί­ας, της 10ης και της 1ης Μεραρ­χί­ας. Μετά την υπο­χώ­ρη­ση του ΔΣΕ, πήρε και αυτός, όπως χιλιά­δες άλλοι μαχη­τές το δρό­μο της προ­σφυ­γιάς. Εκεί έγραψε:

«Ο και­ρός περ­νά­ει με διά­βα­σμα και με την προ­σμο­νή να ριχτού­με (…) στη δου­λειά και στη δράση».

Η ώρα αυτή δεν άργη­σε να έρθει. Το Κόμ­μα προ­σα­να­το­λί­στη­κε στη συγκρό­τη­ση παρά­νο­μων Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων. Η δρά­ση σε συν­θή­κες ήττας και υπο­χώ­ρη­σης του κινή­μα­τος, σκλη­ρών διώ­ξε­ων και εκτε­λέ­σε­ων απαι­τού­σε αυξη­μέ­νη επα­γρύ­πνη­ση, πρω­το­βου­λία και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, αυτα­πάρ­νη­ση, ικα­νό­τη­τα ανά­πτυ­ξης γερών δεσμών με το εργα­τι­κό — λαϊ­κό κίνη­μα, επι­τυ­χή συν­δυα­σμό της παρά­νο­μης με τη νόμι­μη δου­λειά. Γι’ αυτό, η δρά­ση του Κόμ­μα­τος στην Ελλά­δα στη­ρί­χθη­κε και ενι­σχύ­θη­κε με την απο­στο­λή των καλύ­τε­ρων στε­λε­χών του Κόμματος.

Το 1950, στην 7η Ολο­μέ­λεια της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, ο Μπε­λο­γιάν­νης εκλέ­χθη­κε ανα­πλη­ρω­μα­τι­κό μέλος της και στις 7 Ιού­νη έφτα­σε παρά­νο­μα στην Ελλά­δα. Απο­στο­λή του ήταν η ανα­διορ­γά­νω­ση των παρά­νο­μων Οργα­νώ­σε­ων, που δέχο­νταν χτυ­πή­μα­τα από την Ασφά­λεια, τα οποία καλ­λιερ­γού­σαν κλί­μα καχυ­πο­ψί­ας και συγ­χύ­σε­ων. Στε­λέ­χη του Κόμ­μα­τος θεω­ρού­σαν ύπο­πτο τον Νίκο Πλου­μπί­δη, που είχε την ευθύ­νη της καθο­δή­γη­σής τους, ενώ οι ΕΠΟ­Νί­τες είχαν προ­χω­ρή­σει στη δημιουρ­γία αυτο­νο­μη­μέ­νου καθο­δη­γη­τι­κού κέντρου.

Ο Μπε­λο­γιάν­νης ήρθε αντι­μέ­τω­πος με αυτές τις δυσκο­λί­ες, έδω­σε όλες τις δυνά­μεις του για την ανά­πτυ­ξη των Οργα­νώ­σε­ων, ενερ­γώ­ντας ορι­σμέ­νες φορές παρά­τολ­μα. Στο ίδιο πλαί­σιο, δεν τήρη­σε την κομ­μα­τι­κή εντο­λή να μη συν­δε­θεί με τις υπάρ­χου­σες Οργα­νώ­σεις που θεω­ρού­νταν δια­βρω­μέ­νες από την Ασφάλεια.

Τον Δεκέμ­βρη του 1950 συνε­λή­φθη και πάλι. Για δέκα μήνες κρα­τή­θη­κε στην απο­μό­νω­ση, αλλά στά­θη­κε ανυ­πο­χώ­ρη­τος, απορ­ρί­πτο­ντας δελε­α­στι­κές προ­τά­σεις. Όπως υπο­στή­ρι­ξε αργότερα:

«Δεκά­δες φορές μπή­κε μπρο­στά μου το δίλημ­μα: να ζω προ­δί­δο­ντας τις πεποι­θή­σεις μου, (…) είτε να πεθά­νω, παρα­μέ­νο­ντας πιστός σ’ αυτές. Πάντο­τε προ­τί­μη­σα το δεύ­τε­ρο δρό­μο και σήμε­ρα τον ξαναδιαλέγω»

Τότε, το Κόμ­μα επι­δί­ω­ξε να ορι­στούν οι Μπε­λο­γιάν­νης και Πλου­μπί­δης ως υπο­ψή­φιοι της ΕΔΑ στις επερ­χό­με­νες εκλο­γές, προ­κει­μέ­νου να δημιουρ­γή­σει πρό­σθε­τα εμπό­δια στην εκτέ­λε­ση της ανα­με­νό­με­νης θανα­τι­κής κατα­δί­κης του Μπε­λο­γιάν­νη και να ισχυ­ρο­ποι­ή­σει την πολι­τι­κή πίε­ση για πολι­τι­κή αμνη­στία. Ωστό­σο, αστι­κές και οπορ­του­νι­στι­κές δυνά­μεις που συμ­με­τεί­χαν στην ΕΔΑ αντέ­δρα­σαν και τελι­κά απέ­τρε­ψαν αυτόν το σχεδιασμό.

Στις 19 Οκτώ­βρη 1951 ξεκί­νη­σε η δίκη του Μπε­λο­γιάν­νη και άλλων 93 μελών και στε­λε­χών του ΚΚΕ, στο Έκτα­κτο Στρα­το­δι­κείο Αθη­νών με βασι­κή κατη­γο­ρία την παρά­βα­ση του Ανα­γκα­στι­κού Νόμου 509, με τον οποίο είχε κηρυ­χθεί παρά­νο­μο το ΚΚΕ.

Ο Μπε­λο­γιάν­νης, απο­λο­γού­με­νος, είπε:

«Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακρι­βώς για την ιδιό­τη­τά μου αυτήν δικά­ζο­μαι. (…) Στο πρό­σω­πό μου δικά­ζε­ται η πολι­τι­κή του ΚΚΕ. Αυτά που θα πω δεν έχουν σκο­πό να αναι­ρέ­σουν την ενο­χή μου, αλλά να υπο­στη­ρί­ξουν την πολι­τι­κή γραμ­μή του κόμ­μα­τος. (…) Το ΚΚΕ έχει ρίζες στο λαό ποτι­σμέ­νες με αίμα. Και δεν εξο­ντώ­νε­ται, ούτε με στρα­το­δι­κεία, ούτε με εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα».

Στις 16 Νοέμ­βρη 1951 εκδό­θη­κε η από­φα­ση, με την οποία δώδε­κα κατη­γο­ρού­με­νοι κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το. Μια μέρα πριν, δημο­σιεύ­τη­κε η ανα­κά­λυ­ψη των ασυρ­μά­των του παρά­νο­μου κομ­μα­τι­κού μηχα­νι­σμού στη Γλυ­φά­δα και την Καλ­λι­θέα. Η υπό­θε­ση των ασυρ­μά­των χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε, ώστε να μεθο­δευ­τεί νέα δίκη, με βασι­κή κατη­γο­ρία την παρά­βα­ση του ΑΝ 375 “περί κατα­σκο­πεί­ας”, που “εξα­σφά­λι­ζε” την εκτέ­λε­ση των κατα­δι­κα­σμέ­νων σε θάνατο.

Στο ενδιά­με­σο, ο Μπε­λο­γιάν­νης μετα­φέρ­θη­κε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου ολο­κλή­ρω­σε το βιβλίο του Σχέ­διο για μια ιστο­ρία της νεο­ελ­λη­νι­κής λογοτεχνίας. 

Η δεύ­τε­ρη δίκη ξεκί­νη­σε στις 15 Φλε­βά­ρη 1952. Σε αυτή είπε:

«Εμείς πιστεύ­ου­με στην πιο σωστή θεω­ρία που δια­νο­ή­θη­καν τα πιο προ­ο­δευ­τι­κά μυα­λά της ανθρω­πό­τη­τας. Και η προ­σπά­θειά μας, ο αγώ­νας μας, είναι να γίνει αυτή η θεω­ρία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για την Ελλά­δα και τον κόσμο ολό­κλη­ρο.(…). Αγα­πά­με την Ελλά­δα και το λαό της περισ­σό­τε­ρο από τους κατη­γό­ρους μας. (…) Ακρι­βώς αγω­νι­ζό­μα­στε για να ξημε­ρώ­σουν στη χώρα μας καλύ­τε­ρες μέρες, χωρίς πεί­να και πόλε­μο (…) και, όταν χρεια­στεί, θυσιά­ζου­με και τη ζωή μας».

Την 1η του Μάρ­τη εκδό­θη­κε η από­φα­ση του Στρα­το­δι­κεί­ου. Ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης και 7 σύντρο­φοί του κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνατο.

Στις 28 Μάρ­τη το Συμ­βού­λιο Χαρί­των απέρ­ρι­ψε την αίτη­ση του Μπε­λο­γιάν­νη. Πάρα τις διε­θνείς αντι­δρά­σεις εκα­τομ­μυ­ρί­ων εργα­ζο­μέ­νων, συν­δι­κά­των, επι­στη­μο­νι­κών φορέ­ων, κομ­μά­των αλλά και προ­σω­πι­κο­τή­των όπως οι Πάμπλο Πικά­σο, Πολ Ελιάρ, Λουί Αρα­γκόν, Πάμπλο Νερού­ντα, Τσάρ­λι Τσά­πλιν, Ναζίμ Χικ­μέτ και πολ­λοί άλλοι, η κυβέρ­νη­ση Πλα­στή­ρα προ­χώ­ρη­σε στην εκτέ­λε­σή του.

Με τη θυσία του, ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης έγι­νε σύμ­βο­λο της ανά­γκης δια­φύ­λα­ξης της αυτο­τέ­λειας και της ανυ­πο­χώ­ρη­της επα­να­στα­τι­κής πάλης του Κόμ­μα­τος σε όλες τις συν­θή­κες. Γι’ αυτό και στο πρό­σω­πό του τιμά­με τη θυσία όλων των κομ­μου­νι­στών, όλων των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης. Εξάλ­λου, όπως σημεί­ω­σε ο ίδιος «Η περί­πτω­σή μου δεν είναι μονα­δι­κή. Είναι πολ­λές, πάρα πολλές».

Μετά την κατά­θε­ση λου­λου­διών από τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, όλοι οι παρευ­ρι­σκό­με­νοι άφη­σαν από ένα κόκ­κι­νο γαρί­φα­λο στο Μνημείο.

Η εκδή­λω­ση ολο­κλη­ρώ­θη­κε με το «Επέ­σα­τε Θύμα­τα» να ακού­γε­ται από τα μεγάφωνα.

902.gr

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο