Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κλεισμένοι στο σπίτι

Του Στέ­λιου Ανδριώ­τη //

Καρα­ντί­να. Εγώ, η σύντρο­φος και το ζώο. «Εγώ» μπο­ρεί να ‘ναι ο οποιοσ­δή­πο­τε. Για σύντρο­φο ας δια­λέ­ξου­με μια καλο­δια­τη­ρη­μέ­νη και προ­βλη­μα­τι­σμέ­νη (και ουχί προ­βλη­μα­τι­κή) σαρα­ντά­ρα [και βάλε (βάλε λίγο ακό­μη)]. Όσο για ζώο, μη φαντα­στεί­τε κάτι το ιδιαί­τε­ρο. Ένα μεσή­λι­κο γιορκ­σάιρ δύο κιλών που τρέ­χει συνε­χώς πίσω της. Κάτι μετα­ξύ τρω­κτι­κού και μικρό­σω­μου γατιού.

Η τηλε­ό­ρα­ση στο κανά­λι της Cosmote με τις ελλη­νι­κές ται­νί­ες. Τρια­κο­στή δεύ­τε­ρη φορά την «Γκόλ­φω», άλλες τόσες την «Αστέ­ρω», 28η τον «Κατή­φο­ρο» κι από καμιά τρια­ντα­ριά φορές τις υπό­λοι­πες. Τώρα δεί­χνει την «Γκόλ­φω».
Η σύντρο­φος, για άγνω­στους λόγους, πηγαι­νο­έρ­χε­ται πάνω κάτω. Από τα υπνο­δω­μά­τια στην κου­ζί­να και πάλι πίσω. Κάπο­τε, παρέκ­κλι­ση προς την τουα­λέ­τα κι άλλο­τε, ακούω κάποια μπαλ­κο­νό­πορ­τα να ανοι­γο­κλεί­νει. Ύφος πολυά­σχο­λο λες και δια­κυ­βεύ­ε­ται η εξέ­λι­ξη της παν­δη­μί­ας. Τσακ-τσακ τα παντο­φλά­κια της σε ρυθ­μό μόλ­το βιβά­τσε μα νον αντέ­ξι­μο. Ανα­ρω­τιέ­μαι τι σκα­τά κάνει που πηγαι­νο­έρ­χε­ται, για­τί δεν φαί­νε­ται να κάνει κάτι. Προ­σπα­θώ να συγκε­ντρω­θώ στο διά­βα­σμα. Το ζώο την ακο­λου­θεί κατά πόδας. Τσακ-τσακ τα παντο­φλά­κια, ντριν-ντριν το κου­δου­νά­κι απ’ το ζώο. Χωρίς το κου­δου­νά­κι το χάνου­με μέσα στο σπί­τι. Δυο βρα­διές το κλεί­σα­με έξω, άλλες τόσες καθί­σα­με πάνω του χωρίς να το πάρου­με χαμπά­ρι και μια έπε­σε απ’ την κου­βέρ­τα καθώς την τινάζαμε.
Η Γκόλ­φω, εν τω μετα­ξύ, κατα­πί­νει το δηλη­τή­ριο. Στο τσακ να την προ­λά­βαι­νε ο Τάσος. Εγώ βρί­σκο­μαι στην ίδια σελί­δα εδώ και ώρα.

Εκεί­νη συνε­χί­ζει να κινεί­ται. Νιώ­θω να κατα­κλύ­ζε­ται από μια ευρεία γκά­μα συναι­σθη­μά­των ένα­ντι εμού. Από το «πού τον βρή­κα αυτόν τον μαλά­κα» μέχρι «τον αγα­πώ τον μαλά­κα». Πάντως, το «μαλά­κας» παρα­μέ­νει στα­θε­ρή αξία. Καθώς πηγαι­νο­έρ­χε­ται ανω­φε­λώς, κάθε τόσο με ρωτάει:

-Πήρες φρού­τα;

Είχα πάρει!

-Πήγες σού­περ μάρκετ;

Είχα πάει. Παρε­μπι­πτό­ντως έλλει­πε η αγα­πη­μέ­νη μου ταμί­ας. Ανησύχησα…

-Μάζε­ψες τα ρούχα;

Τι στο διά­ο­λο τρι­γυ­ρί­ζει και δεν βλέ­πει. Τα είχα μαζέψει.

-Πότι­σες τα φυτά;

Τα πότι­σα!

Να πει κάτι για το φαγη­τό που μαγεί­ρε­ψα… τίπο­τα. Να δεις που με θεω­ρεί… δεδομένο.

Ανα­λο­γί­ζο­μαι με τρό­μο τι θα γίνει αν αρχί­ζει να εργά­ζε­ται σπί­τι κι είμα­στε 24 ώρες μαζί. Θα χωρί­σου­με ή θα σφα­χτού­με πριν νοσήσουμε.

Τελειώ­νουν τα πήγαι­νε-έλα κι οι ερω­τή­σεις και κάθε­ται απέ­να­ντί μου.

-Δε σου ‘πα τι μαλα­κί­ες άκου­σα σήμε­ρα στο γραφείο…

-Ούτε κι εγώ σου ‘πα πως αφού είναι μαλα­κί­ες δεν θέλω να τις ακούσω.

Χολώ­νε­ται. Πάει σ’ έναν από τους κανα­πέ­δες. Το σκυ­λί την ακο­λου­θεί. Ξαπλώ­νει η σύντρο­φος, έχει ήδη ξαπλώ­σει για πάντα η Γκόλ­φω, στον κανα­πέ και το σκυλί.

Έχω διά­θε­ση να κάνω κάτι. Να σπά­σω πλά­κα. Να τσα­κω­θώ με κόσμο. Τόσες μέρες μέσα, έχω αγριέ­ψει. Μου ‘ρχε­ται να βγω στο μπαλ­κό­νι και να πετάω νερό με το μπρί­κι στους περα­στι­κούς, όπως κάνα­με στα φοι­τη­τι­κά μας χρό­νια. Τηλε­φω­νώ στην πρώ­ην γυναί­κα μου, δήθεν πως ανη­συ­χώ μιας και την κατα­τάσ­σω στις ευά­λω­τες ομάδες.

-Είσαι καλά; Να προ­σέ­χεις τώρα με τον ιό που χτυ­πά την ηλι­κία σου… με προ­λα­βαί­νει η καριόλα.

Παίρ­νω την αδελ­φή μου. Είναι τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη και μ’ αρέ­σει να την κάνω χει­ρό­τε­ρα. Της αρα­διά­ζω αριθ­μούς από νοσού­ντες και νεκρούς. Μου το κλεί­νει έντρο­μη. Ξαλά­φρω­σα λιγάκι.

Το σκυ­λά­κι απα­σχο­λεί­ται με τα πόδια της συντρό­φου μου. Της τα πηδά­ει κανο­νι­κά. Το μαλώ­νω. Όχι πως ζηλεύω αλλά της το… θυμί­ζει κι η μέρα αργεί ακό­μη να τελειώσει.

Ξεχαρ­μα­νιά­ζει το ζώο και για να προ­λά­βω τα χει­ρό­τε­ρα πάω και την φιλάω με προ­σο­χή, Η αλή­θεια είναι πως τις τελευ­ταί­ες μέρες απο­φεύ­γω να την πλη­σιά­ζω, μιας και είναι κινη­τό… ιοτρο­φείο με τις συγκοι­νω­νί­ες που παίρ­νει κάθε μέρα και τον κόσμο στο γρα­φείο της. Απ’ την άλλη, να κολ­λή­σει εκεί­νη και να μην αρρω­στή­σω εγώ δεν μου πάει, χώρια που θα γίνου­με ένε­κα της παν­δη­μί­ας, πάν­δη­μη ξεφτί­λα, μιας και θα φανεί πως δεν έχου­με επα­φές, αφού δεν κόλ­λη­σα. Πάλι αν νοσή­σω μόνο εγώ, πάει στρά­φι η επέν­δυ­ση, αφού αντί να με γερο­ντο­πο­ρέ­ψει (πολύ αργό­τε­ρα) θα μ’ έχει «στεί­λει» πριν της ώρας μου. Αδιέξοδο!

Προ­τεί­νω ται­νία στο Netflix. Βρί­σκου­με ται­νία. Μια με τον Τομ Χανκς που σώζει την ανθρω­πό­τη­τα από έναν ιό. Επί­και­ρη! Η τηλε­ό­ρα­ση παρα­μέ­νει ανοι­χτή – πάει η Γκόλ­φω κι ο Τάσος χτυ­πά­ει το κεφά­λι του, στην οθό­νη του υπο­λο­γι­στή ο Τομ Χανκς, το βιβλίο ανοι­χτό στην ίδια σελί­δα, το ζώο ήρε­μο που ξέδωσε.

Ξαφ­νι­κά, φώτα στον τρί­το της απέ­να­ντι πολυ­κα­τοι­κί­ας κι οχλο­βοή. Πετα­γό­μα­στε έξω. Είναι πεντέ­ξι και χτυ­πά­νε παλα­μά­κια. Είναι το δια­μέ­ρι­σμα που κατά και­ρούς απλώ­νουν μια σημαία σαν τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο και την αφή­νουν κανέ­να μήνα. Εργα­τι­κοί άνθρω­ποι. Ξημε­ρώ­μα­τα φεύ­γουν, αργά το βρά­δυ γυρί­ζουν. Έχουν και μια μερ­σε­ντές που κοντεύ­ει την ηλι­κία μου.

-Σας τηλε­φώ­νη­σε η… Μαρέ­βα; τους ρωτάω.

-Ποιος; με ρωτά η σύζυ­γος που άκου­σε, αλλά κάνει την… πάπια.

-Τίπο­τα, λέω και μπαί­νω μέσα.

Συνε­χί­ζου­με με την ται­νία. Πίνου­με ένα ποτό κι έχου­με απλώ­σει στο γρα­φείο ξηρούς καρ­πούς. Το ζώο εκλι­πα­ρεί για φιστί­κια. Κάθε τόσο του δίνουμε.

Η τηλε­ό­ρα­ση στο βάθος του σαλο­νιού έχει τώρα Ξαν­θό­που­λο. Εκεί­νη με την κατα­πλη­κτι­κή σκη­νή όπου ο Νίκος ρωτά­ει την Άντζε­λα Ζήλεια πού είχε πάει, εκεί­νη του πετά­ει μια χαρι­τω­με­νιά «δεν σου λέω» ή κάτι τέτοιο, αυτός της τρα­βά­ει ένα χαστού­κι, αυτή φαί­νε­ται να μην πήρε χαμπά­ρι το χαστού­κι– για να μην πω πως της άρε­σε, πάντως αδια­φο­ρεί εμφα­νώς και του λέει χαμο­γε­λώ­ντας με αγά­πη πως ήταν στο για­τρό για το παι­δί του κι αυτός αρχί­ζει να χτυ­πιέ­ται από αγά­πη και να αυτο­κα­τα­ριέ­ται που της τρά­βη­ξε χαστού­κι. Αγκαλιάζονται.

Εν τω μετα­ξύ, ο Τομ απ’ την ται­νία έχει φτά­σει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ψάχνο­ντας την «λίμνη που δεν αντα­να­κλά αστέ­ρια», κάπου υπει­σέρ­χε­ται και ο Δάντης με την «Κόλα­ση» — «ψαγ­μέ­νη» ται­νία, πέφτουν στο νερό του υπό­γειου υδρα­γω­γεί­ου, «είναι η Κιν­στέρ­να» μου λέει η σύντρο­φος, «καλά για μαλά­κα μ’ έχεις, μαζί δεν πήγα­με;» της απα­ντώ εγώ με ερώ­τη­ση, το σκυ­λί θέλει κι άλλο φιστί­κι, το μπου­κά­λι με το ποτό είχε πιά­σει πάτο και σα να μου φάνη­κε πως η σύντρο­φος με κοί­τα­γε «ύπο­πτα».

Κι αν, όμως, έχει… ιό;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο