Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κομμούνα 1871: Η μεγάλη μάχη της εργατικής τάξης ενάντια στην τάξη και το κράτος των καπιταλιστών

«Χάρη στον αγώνα των Παριζιάνων, 
η μάχη της εργατικής τάξης 
ενάντια στην τάξη και στο κράτος των καπιταλιστών
μπήκε σε μια νέα φάση. 
Οποιαδήποτε κι αν είναι η έκβαση, πρόκειται 
για την κατάκτηση μιας καινούργιας αφετηρίας, 
με κοσμοϊστορική σημασία».

(Κ. Μαρξ στον Kugelmann, 17/4/1871)

Στην εικό­να ο Ναπο­λέ­ων ΙΙΙ (αρι­στε­ρά) στο Σεντάν, αιχ­μά­λω­τος του Πρώ­σου καγκε­λά­ριου Μπί­σμαρκ. Μετά την ήττα της επα­νά­στα­σης του 1848, ο Λου­δο­βί­κος Βονα­πάρ­της έγι­νε Πρό­ε­δρος της Γαλ­λι­κής Δημο­κρα­τί­ας και δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, τον Δεκέμ­βρη 1852, ανα­κη­ρύ­χθη­κε Αυτο­κρά­το­ρας της Γαλ­λί­ας (Ναπο­λέ­ων ΙΙΙ). Η ήττα στο Σεντάν, 2 Σεπτέμ­βρη 1870, έφε­ρε το τέλος της ΙΙ Γαλ­λι­κής Αυτοκρατορίας

Οταν έφτα­σε στο Παρί­σι η είδη­ση για τη συν­θη­κο­λό­γη­ση της Γαλ­λί­ας στην Πρω­σία, η Εθνο­φρου­ρά απο­φά­σι­σε να κρα­τή­σει τα όπλα και τα κανό­νια της για να υπε­ρα­σπί­σει τη Δημο­κρα­τία που είχε κηρυ­χθεί στις 4/9/1870 και που οι μοναρ­χι­κοί είχαν ήδη επι­χει­ρή­σει να ανατρέψουν.
Τα τάγ­μα­τα της Εθνο­φρου­ράς, έχο­ντας ήδη εκλέ­ξει αντι­προ­σώ­πους για συντο­νι­σμό μετα­ξύ τους, είχαν επί­σης προ­χω­ρή­σει (24/2/1871) στη δημιουρ­γία ενός οργά­νου που ονο­μά­στη­κε τότε Κεντρι­κή Επι­τρο­πή, επι­φορ­τι­σμέ­νο να καθο­δη­γεί τη δημο­κρα­τι­κή ομο­σπον­δια­κή ένω­ση της Εθνο­φρου­ράς. Την 1/3/1871, η ΚΕ τοι­χο­κόλ­λη­σε μια προ­κή­ρυ­ξη που τοπο­θε­τού­σε την εξου­σία της δίπλα στην αστι­κή «δημο­κρα­τι­κή» κυβέρ­νη­ση. Στις 18/3, η ΚΕ απηύ­θυ­νε το ακό­λου­θο μανιφέστο:

«Οι προ­λε­τά­ριοι του Παρι­σιού, ανά­με­σα στις χρε­ω­κο­πί­ες και προ­δο­σί­ες των αρχου­σών τάξε­ων, συνει­δη­το­ποί­η­σαν ότι σήμα­νε γι’ αυτούς η ώρα να σώσουν την κατά­στα­ση παίρ­νο­ντας στα χέρια τους τα δημό­σια πράγ­μα­τα. Κατά­λα­βαν ότι έχουν επι­τα­κτι­κό καθή­κον και από­λυ­το δικαί­ω­μα να γίνουν οι ίδιοι κύριοι των πεπρω­μέ­νων τους παίρ­νο­ντας την κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία».

Στις 18 Γενά­ρη 1871, ο βασι­λιάς της Πρω­σί­ας Γου­λιέλ­μος Α’ ανα­κη­ρύ­χθη­κε αυτο­κρά­το­ρας της Γερ­μα­νί­ας. Η τελε­τή ανα­κή­ρυ­ξης έγι­νε στο κατε­χό­με­νο Παλά­τι των Βερ­σαλ­λιών στην «Αίθου­σα των Κατό­πτρων». Η νίκη των Πρώ­σων οδή­γη­σε στην ενο­ποί­η­ση των γερ­μα­νι­κών κρα­τών κάτω από πρω­σι­κή κυριαρχία

Η ΚΕ εγκα­τα­στά­θη­κε στο δημαρ­χείο, όρι­σε γενι­κές εκλο­γές για τις 26 Μάρ­τη, από τις οποί­ες προ­έ­κυ­ψε η Κομ­μού­να του Παρι­σιού. Σε όλα τα δημό­σια κτί­ρια και μνη­μεία της πρω­τεύ­ου­σας υψώ­θη­κε, για πρώ­τη φορά στην Ιστο­ρία, η κόκ­κι­νη σημαία των εργα­ζο­μέ­νων όλου του κόσμου. Σαν από­τι­ση τιμής και σεβα­σμού προς τα γεγο­νό­τα αυτά, τα Σοσια­λι­στι­κά και Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα που ιδρύ­θη­καν αργό­τε­ρα και ανέ­λα­βαν να συνε­χί­σουν το έργο και την παρά­δο­ση της Κομ­μού­νας για την ανα­τρο­πή του καπι­τα­λι­στι­κού καθε­στώ­τος, συνη­θί­ζουν να απο­κα­λούν το ανώ­τα­το καθο­δη­γη­τι­κό τους όργα­νο Κεντρι­κή Επιτροπή.

Γενι­κά, όταν λέμε «Μαρ­ξι­σμός», πρέ­πει να κατα­λα­βαί­νου­με ότι δεν μιλά­με απλά για ένα πνευ­μα­τι­κό δημιούρ­γη­μα του Μαρξ, αλλά για την επι­στη­μο­νι­κή απο­τύ­πω­ση ολό­κλη­ρης της ιστο­ρι­κής εμπει­ρί­ας που απο­τε­λεί­ται από ταξι­κούς αγώνες.
Αυτοί, με τη σει­ρά τους, όρι­σαν τις στρο­φές και τις κορυ­φές της ανθρώ­πι­νης εξέ­λι­ξης. Ετσι, λοι­πόν, αν το προ­λε­τα­ριά­το δεν είχε φτά­σει ακό­μα, το 1871, σε τέτοιο βαθ­μό ωρι­μό­τη­τας για να κυβερ­νή­σει τη Γαλ­λία, η γαλ­λι­κή αστι­κή τάξη δεν μπο­ρού­σε να κυβερ­νή­σει πια, παρά μόνο με στρα­το­κρα­τι­κή μορ­φή. Αυτή η στρα­το­κρα­τι­κή μορ­φή δια­κυ­βέρ­νη­σης της Γαλ­λί­ας από την αστι­κή τάξη απο­τε­λεί το λεγό­με­νο Βονα­παρ­τι­σμό της Β’ Αυτο­κρα­το­ρί­ας (1851–1870), που απαρ­τί­ζε­ται από μια συμ­μο­ρία πολι­τι­κών και βιο­μη­χα­νι­κών τυχο­διω­κτών και που επι­τε­λεί μια ξέφρε­νη βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη, κάτι που πολ­λα­πλα­σιά­ζει το γαλ­λι­κό προ­λε­τα­ριά­το. Η στρα­το­κρα­τία δημιουρ­γεί ένα αίσθη­μα ασφά­λειας σε ολό­κλη­ρη τη γαλ­λι­κή αστι­κή τάξη και όχι μόνο στο τμή­μα της που ασκεί άμε­σα την εξου­σία. Η Ιστο­ρία έχει απο­δεί­ξει ότι στις περι­πτώ­σεις αυτές που η αστι­κή τάξη νιώ­θει να προ­στα­τεύ­ε­ται, αυξά­νο­νται η δια­φθο­ρά, η κατα­λή­στευ­ση του πλη­θυ­σμού και τα εθνι­κι­στι­κά και σοβι­νι­στι­κά κηρύγ­μα­τα που οδη­γούν σε εξω­τε­ρι­κές περι­πέ­τειες. Ετσι συνέ­βη και στη βονα­παρ­τι­στι­κή Γαλ­λία με τον Γαλ­λο­γερ­μα­νι­κό Πόλε­μο του 1870.

Εθνο­φρου­ρός τη στιγ­μή της κατά­τα­ξής του. Η εθνο­φρου­ρά συγκρο­τή­θη­κε αρχι­κά από την αστι­κή Κυβέρ­νη­ση Εθνι­κής Αμυ­νας (ΚΕΑ), που σχη­μα­τί­στη­κε μετά την ανα­τρο­πή του Ναπο­λέ­ο­ντα ΙΙΙ. Η ΚΕΑ γρή­γο­ρα συμ­βι­βά­στη­κε με τους Πρώ­σους, ενώ η εθνο­φρου­ρά που στις γραμ­μές της κυριαρ­χού­σε το εργα­τι­κό στοι­χείο μετα­σχη­μα­τί­στη­κε σε ένο­πλο εργα­τι­κό σώμα. Στις 3 Μάρ­τη 1871 ιδρύ­θη­κε η Δημο­κρα­τι­κή Ομο­σπον­δία της Εθνο­φρου­ράς, εκλέ­χτη­κε ΚΕ, ενώ οι εθνο­φρου­ροί πλέ­ον ονο­μά­ζο­νται «Ομό­σπον­δοι»

Με δεδο­μέ­νο ότι η δια­μόρ­φω­ση της αστι­κής εθνι­κής ενό­τη­τας στη Γερ­μα­νία πηγά­ζει από τον Γαλ­λο­γερ­μα­νι­κό Πόλε­μο του 1870, είναι σωστό το ότι στις αρχές του του­λά­χι­στον, ο πόλε­μος αυτός έχει προ­ο­δευ­τι­κό χαρα­κτή­ρα για τη Γερ­μα­νία, που, επι­τέ­λους, ενώ­νε­ται και το γερ­μα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το κερ­δί­ζει την ύπαρ­ξή του σε εθνι­κή κλί­μα­κα και ορθώ­νε­ται συνο­λι­κά ενά­ντια στην αστι­κή του τάξη. Για την από αιώ­νες όμως ενω­μέ­νη εθνι­κά Γαλ­λία, ο πόλε­μος που διε­ξή­γε η στρα­το­κρα­τία της αστι­κής της τάξης στό­χευε απο­κλει­στι­κά στην προ­σάρ­τη­ση εδα­φών, είχε δηλα­δή από την αρχή ιμπε­ρια­λι­στι­κό χαρα­κτή­ρα. Γι’ αυτό και η ανα­τρο­πή του αυταρ­χι­κού βονα­παρ­τι­στι­κού κρά­τους στη Γαλ­λία με την ήττα δημιουρ­γεί ένα τέτοιο κενό εξου­σί­ας, ώστε το γαλ­λι­κό προ­λε­τα­ριά­το ανα­δεί­χνε­ται σε δεσπό­ζου­σα πανε­θνι­κή τάξη, πολύ περισ­σό­τε­ρο αφού, μετά την ανα­τρο­πή του Βονα­παρ­τι­σμού, η προ­σάρ­τη­ση της Αλσα­τί­ας και Λορέ­νης από τη Γερ­μα­νία μετα­τρέ­πει τον πόλε­μο σε ιμπε­ρια­λι­στι­κό και για τους Γερ­μα­νούς, κάτι που αρχί­ζει να κατα­λα­βαί­νει και η γερ­μα­νι­κή εργα­τι­κή τάξη. «Ευτυ­χώς, η πάλη των τάξε­ων είναι αρκε­τά προ­χω­ρη­μέ­νη και στη Γαλ­λία και στη Γερ­μα­νία, ώστε κανέ­νας εξω­τε­ρι­κός πόλε­μος να μην μπο­ρεί να πισω­γυ­ρί­σει τον τρο­χό της Ιστο­ρί­ας», έγρα­φε ο Μαρξ στον Ενγκελς στις 28/7/1870, δηλα­δή αμέ­σως μετά την κήρυ­ξη του πολέ­μου (19/7). Και, λίγες μέρες μετά, στις 8/8, δια­τύ­πω­νε την πρό­βλε­ψη: «Αν στο Παρί­σι ξεσπού­σε μια επα­νά­στα­ση σε περί­πτω­ση γαλ­λι­κής ήττας, μπο­ρού­με να διε­ρω­τη­θού­με αν θα είχε τα μέσα και τους αρχη­γούς για να αντι­τά­ξει μια σοβα­ρή αντί­στα­ση στους Πρώσους».

Με την απει­λή, λοι­πόν, μιας ταξι­κής επα­νά­στα­σης που προ­ο­δευ­τι­κά θα απέ­βαι­νε υπέρ του προ­λε­τα­ριά­του και μετά τις γαλ­λι­κές συν­θη­κο­λο­γή­σεις στο Σεντάν (1/9) και στο Μετς (27/10), που φέρ­νουν και την ανα­τρο­πή του Βονα­παρ­τι­σμού, η γαλ­λι­κή αστι­κή τάξη επι­λέ­γει να νικη­θεί από τη γερ­μα­νι­κή αστι­κή τάξη και να συνεν­νοη­θεί με τον νικη­φό­ρο γερ­μα­νι­κό στρα­τό για να στρα­φεί ενά­ντια στη δική της εργα­τι­κή τάξη, εξα­σφα­λί­ζο­ντας έτσι την επι­βί­ω­ση του αστι­κού καθε­στώ­τος. Ηδη από τις 18/9/1870, ο Μαρξ γρά­φει στον Edward Spencer Beesly ότι η Πρω­σία, αφού δια­κή­ρυ­ξε ότι διε­ξά­γει πόλε­μο ενά­ντια στον Λου­δο­βί­κο Βονα­πάρ­τη και όχι στον γαλ­λι­κό λαό, τώρα η Πρω­σία πολε­μά­ει ενά­ντια στον γαλ­λι­κό λαό και συνά­πτει ειρή­νη με τον Βονα­πάρ­τη. Για τους Γάλ­λους αστούς, άμε­σο αίτη­μα απο­τε­λού­σε ο αφο­πλι­σμός των εργα­τών. Οπως σημειώ­νει ο Ενγκελς στην «Εισα­γω­γή» που έγρα­ψε για τον «Εμφύ­λιο πόλε­μο στη Γαλ­λία» του Μαρξ, όταν η αστι­κή τάξη κιν­δυ­νεύ­ει να ανα­τρα­πεί, δεν στα­μα­τά­ει μπρο­στά σε τίπο­τε, και στις 18/3/1871 στέλ­νει στρα­τεύ­μα­τα να αφο­πλί­σουν την Εθνο­φρου­ρά από τα κανό­νια που έχουν κατα­σκευα­στεί στη διάρ­κεια της πολιορ­κί­ας του Παρι­σιού και που έχουν πλη­ρω­θεί με δημό­σιες εισφο­ρές. Αστρα­πιαία είναι η αντί­δρα­ση του εργα­ζό­με­νου λαού της πρω­τεύ­ου­σας και η αστι­κή κυβέρ­νη­ση της αντί­δρα­σης ανα­γκά­ζε­ται να κατα­φύ­γει στις Βερ­σαλ­λί­ες (17 χλμ. από το Παρί­σι), κάτω από την προ­στα­σία του γερ­μα­νι­κού στρα­τού. Τώρα τα πράγ­μα­τα αρχί­ζουν να εξε­λίσ­σο­νται ραγδαία:

Τα κανό­νια της Εθνο­φρου­ράς στο λόφο της Μον­μάρ­της. Η Εθνο­φρου­ρά αρνή­θη­κε να παρα­δώ­σει τα όπλα της στην αστι­κή Εθνο­συ­νέ­λευ­ση και στην αστι­κή κυβέρ­νη­ση με πρω­θυ­πουρ­γό τον Θιέρ­σο που σχη­μα­τί­στη­κε στις 12 Φλε­βά­ρη και δια­δέ­χτη­κε την ΚΕΑ

Στις 26/3 εκλέ­γε­ται και στις 28/3 ανα­κη­ρύσ­σε­ται η Κομ­μού­να του Παρι­σιού, που θα φτά­σει να έχει 86 μέλη συνο­λι­κά1. Η ΚΕ της Εθνο­φρου­ράς, που ασκού­σε την εξου­σία έως τότε, την παρα­δί­νει στην Κομμούνα.

Στις 30/3 καταρ­γεί­ται η στρα­το­λο­γία στον υπάρ­χο­ντα στρα­τό και μονα­δι­κός στρα­τός ανα­κη­ρύσ­σε­ται η Εθνο­φρου­ρά, όπου στο εξής πρέ­πει να κατα­τάσ­σο­νται όλοι οι μάχι­μοι. Ολα τα ενοί­κια που πλη­ρώ­θη­καν στη διάρ­κεια της πολιορ­κί­ας του Παρι­σιού (Οκτώ­βρης — Απρί­λης) θεω­ρού­νται ως μελ­λο­ντι­κά να πλη­ρω­θούν και καταρ­γού­νται όλες οι πωλή­σεις που έχουν κατα­γρα­φεί στο ενε­χυ­ρο­δα­νει­στή­ριο. Νομι­μο­ποιού­νται όλοι οι αλλο­δα­ποί που έχουν εκλε­γεί στην Κομ­μού­να, επει­δή «η κόκ­κι­νη σημαία της Κομ­μού­νας είναι σημαία της Παγκό­σμιας Δημο­κρα­τί­ας», λέει το σχε­τι­κό διάταγμα.

  • 1/4: Ορί­ζε­ται ότι ο ανώ­τα­τος μισθός δεν θα ξεπερ­νά­ει τα 600 γαλ­λι­κά φρά­γκα (εργα­τι­κός μισθός).
  • 2/4: Χωρι­σμός Εκκλη­σί­ας από το κρά­τος. Κατάρ­γη­ση όλων των πλη­ρω­μών για θρη­σκευ­τι­κούς λόγους. Μετα­τρο­πή της εκκλη­σια­στι­κής περιου­σί­ας σε εθνι­κή περιουσία.
  • 8/4: Αφαί­ρε­ση από τα σχο­λεία όλων των θρη­σκευ­τι­κών στοι­χεί­ων, από εικό­νες, προ­σευ­χές, δόγ­μα­τα και, όπως λέει το διά­ταγ­μα, «από όλα εκεί­να που ανή­κουν στη σφαί­ρα της υπο­κει­με­νι­κής συνείδησης».
  • 5/4: Σε αντί­ποι­να για τους απα­νω­τούς του­φε­κι­σμούς Κομ­μου­νά­ρων από το στρα­τό της κυβέρ­νη­σης των Βερ­σαλ­λιών, διά­ταγ­μα για φυλά­κι­ση των ομή­ρων, που όμως δεν υλοποιήθηκε.
  • 6/4: Καί­γε­ται δημό­σια η περι­βό­η­τη λαι­μη­τό­μος (guillotine) ανά­με­σα σε λαϊ­κούς πανηγυρισμούς.
  • 12/4: Από­φα­ση να κατα­στρα­φεί η στή­λη της Place Vendome από το σίδε­ρο των κανο­νιών των ηττη­μέ­νων από τον Ναπο­λέ­ο­ντα Α’ (1804–1809). Υλο­ποι­ή­θη­κε στις 16/5.
  • 16/4: Επα­να­λει­τουρ­γία από τους εργά­τες όσων εργο­στα­σί­ων ήταν κλει­σμέ­να από τους παλιούς τους ιδιο­κτή­τες. Οι εργά­τες συνε­ται­ρί­ζο­νται σε μεγά­λες ενώ­σεις που βαθ­μιαία θα συνενωθούν.
  • 20/4: Καταρ­γεί­ται η νυκτε­ρι­νή εργα­σία των αρτο­ποιών. Τα γρα­φεία εύρε­σης εργα­σί­ας και απα­σχό­λη­σης που επί Β’ Αυτο­κρα­το­ρί­ας βρί­σκο­νταν υπό την επο­πτεία της αστυ­νο­μί­ας, τώρα υπά­γο­νται στα δημαρ­χεία των 20 δια­με­ρι­σμά­των του Παρισιού.
  • 30/4: Κλεί­νουν τα ενε­χυ­ρο­δα­νει­στή­ρια, ως όργα­να εκμε­τάλ­λευ­σης των εργατών.
  • 5/5: Δια­τάσ­σε­ται η κατα­στρο­φή της εκκλη­σί­ας της Εξι­λέ­ω­σης που είχε ανε­γερ­θεί για την εκτέ­λε­ση του Λου­δο­βί­κου ΙΣΤ’.

Κομμούνα Παρισιού

Έτσι, λοι­πόν, φαί­νε­ται καθα­ρά ότι, φτά­νο­ντας στην εξου­σία, η εργα­τι­κή τάξη δεν μπο­ρεί, έτσι απλά, να κατα­λά­βει τον έτοι­μο κρα­τι­κό μηχα­νι­σμό και να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για τους δικούς της σκοπούς.
Η συγκε­ντρω­τι­κή εξου­σία της αστι­κής τάξης με τα παντα­χού παρό­ντα όργα­νά της, τον μόνι­μο στρα­τό, την αστυ­νο­μία, τη γρα­φειο­κρα­τία, τον κλή­ρο, τα δικα­στή­ρια, καλύ­πτε­ται πίσω από τον κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό, που δεν είναι τίπο­τε άλλο, παρά έλεγ­χος της άρχου­σας τάξης πάνω στο πώς ασκεί­ται η εξουσία.
Έτσι, το πρώ­το διά­ταγ­μα της Κομ­μού­νας ήταν η άμε­ση κατάρ­γη­ση του υφι­στά­με­νου στρα­τού και η αντι­κα­τά­στα­σή του από τον ένο­πλο λαό.
Αντί να είναι όργα­νο της αστι­κής κεντρι­κής εξου­σί­ας, η αστυ­νο­μία απο­γυ­μνώ­θη­κε άμε­σα από τις πολι­τι­κές της αρμο­διό­τη­τες και μετα­βλή­θη­κε σε ένα όργα­νο υπεύ­θυ­νο και ανα­κλη­τό ανά πάσα στιγ­μή από την Κομ­μού­να. Από τα μέλη της Κομ­μού­νας και κάτω, οι δημό­σιες υπη­ρε­σί­ες πλη­ρώ­νο­νται με μισθούς εργά­τη. Η Κομ­μού­να απο­τε­λεί­το από συμ­βού­λους αιρε­τούς από καθο­λι­κή ψηφο­φο­ρία και στα 20 δια­με­ρί­σμα­τα του Παρι­σιού και ήταν βρα­χυ­πρό­θε­σμα ανακλητοί.
Όλοι, εξάλ­λου, όσοι βρί­σκο­νταν σε υπεύ­θυ­νες θέσεις ή ασκού­σαν δημό­σιες λει­τουρ­γί­ες ήταν ανακλητοί.

Μετά τη διοί­κη­ση, η Κομ­μού­να ασχο­λή­θη­κε και με το ιδε­ο­λο­γι­κό εποι­κο­δό­μη­μα, δια­τάσ­σο­ντας την άμε­ση κατά­σχε­ση της περιου­σί­ας όλων των εκκλησιών.
Οπως λέει ο Μαρξ, οι παπά­δες στάλ­θη­καν στην ιδιω­τι­κή ζωή για να συντη­ρού­νται στο εξής από τις ελε­η­μο­σύ­νες των πιστών, όπως ακρι­βώς οι προ­κά­το­χοί τους οι Από­στο­λοι, που, αυτοί, δεν είχαν περιου­σία. Ολό­κλη­ρο το εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα ανοί­χτη­κε στο λαό δωρε­άν και εκκα­θα­ρί­στη­κε ταυ­τό­χρο­να από οποια­δή­πο­τε κρα­τι­κή ή εκκλη­σια­στι­κή παρέμ­βα­ση. Οι δικα­στι­κοί λει­τουρ­γοί έχα­σαν με διά­ταγ­μα της Κομ­μού­νας αυτή την ψεύ­τι­κη ανε­ξαρ­τη­σία, που χρη­σί­μευε μόνο και μόνο για να καλύ­πτει την απο­κρου­στι­κή τους δου­λι­κό­τη­τα στις αστι­κές κυβερ­νή­σεις, στις οποί­ες εξάλ­λου δεσμεύ­ο­νταν να υπα­κούν με όρκο. Δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι και δικα­στές έγι­ναν αιρε­τοί, υπεύ­θυ­νοι και ανα­κλη­τοί. Επί­σης, σε ένα από τα πρώ­τα της δια­τάγ­μα­τα, η Κομ­μού­να δια­κή­ρυ­ξε ότι τα έξο­δα του πολέ­μου θα έπρε­πε να πλη­ρω­θούν όχι από το λαό, αλλά από τους πραγ­μα­τι­κούς υπο­κι­νη­τές του. Από όλα αυτά προ­κύ­πτει ότι η Κομ­μού­να είχε στό­χο να καταρ­γή­σει αυτή την ταξι­κή ιδιο­κτη­σία που κάνει την εργα­σία των πολ­λών περιου­σία των λίγων. Είχε στό­χο της την απαλ­λο­τρί­ω­ση των απαλ­λο­τριω­τών και με τον τρό­πο αυτόν εμφα­νί­στη­κε στον κόσμο του 19ου αιώ­να αυτό που όλοι οι σοβα­ρο­φα­νείς θεω­ρού­σαν αδύ­να­το: Ο κομ­μου­νι­σμός, το φάντα­σμα που έως τότε πλα­νιό­ταν συνε­χώς πάνω από την Ευρώ­πη. Σε μια πολιορ­κη­μέ­νη πόλη, κάτω από συνε­χή βομ­βαρ­δι­σμό όπως ήταν το Παρί­σι την άνοι­ξη του 1871, έγι­νε αυτό το πρώ­το ξεκί­νη­μα. Και με την έννοια αυτή, η εξου­σία της Κομ­μού­νας απο­τε­λού­σε τη μόνη πραγ­μα­τι­κά εθνι­κή κυβέρ­νη­ση που αντι­προ­σώ­πευε τα συμ­φέ­ρο­ντα του έθνους και του λαού, σε σχέ­ση με το αστι­κό κρά­τος, που, κατά την έκφρα­ση του Μαρξ, εμφα­νί­ζε­ται σαν παρα­σι­τι­κό από­στη­μα πάνω στην κοινωνία.

Κομμούνα Παρισιού

Το καθε­στώς πολιορ­κί­ας, από τη μια πλευ­ρά, και το γεγο­νός ότι η Κομ­μού­να απο­τε­λού­σε μια άγνω­στη, πρώ­τη εμπει­ρία, από την άλλη, έκα­ναν τα αξιό­λο­γα για τη φρό­νη­ση και τη μετριο­πά­θειά τους μέτρα της Κομ­μού­νας ημι­τε­λή. Χωρίς να τολ­μή­σει να περά­σει την είσο­δο της Τρά­πε­ζας της Γαλ­λί­ας και να δεσμεύ­σει όλες τις αξί­ες και περιου­σί­ες που βρί­σκο­νταν εκεί2, η Κομ­μού­να έδει­ξε ατολ­μία και ανα­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Χωρίς να τολ­μή­σει να βαδί­σει αμέ­σως στις Βερ­σαλ­λί­ες για να μην επι­σύ­ρει πάνω της την κατη­γο­ρία των αστών ότι προ­κα­λεί εμφύ­λιο πόλε­μο, κάτι που οι αστοί έκα­ναν ήδη ανεν­δοί­α­στα, η Κομ­μού­να έδει­ξε μαζί ηθι­κό ενδοια­σμό και μεγα­λο­ψυ­χία, που, όπως έγρα­φε ο Μαρξ3, ένας εμφύ­λιος πόλε­μος δεν συγ­χω­ρεί. Από τη μια πλευ­ρά, οι επα­να­στα­τι­κές Κομ­μού­νες που δημιουρ­γή­θη­καν στις γαλ­λι­κές επαρ­χια­κές πόλεις (Λυόν, Μασ­σα­λία, Του­λού­ζη, Σαιντ-Ετιέν, Ναρ­βόν­νη κ.ά.) δεν μπό­ρε­σαν να αντέ­ξουν πάνω από λίγες μέρες. Εως τις 21/5, η κυβέρ­νη­ση του Λ. Α. Θιέρ­σου στις Βερ­σαλ­λί­ες μπό­ρε­σε να συγκε­ντρώ­σει ένα στρα­τό 130.000, ο κύριος όγκος του οποί­ου προ­ερ­χό­ταν από μονά­δες που είχαν αιχ­μα­λω­τι­στεί από τους Γερ­μα­νούς στο Σεντάν και στο Μετς, μετά από συμ­φω­νία με τον Μπί­σμαρκ στα τέλη του πρώ­του δεκαη­μέ­ρου του Απρίλη.
Στις δια­δο­χι­κές επι­θέ­σεις του στρα­τού των Βερ­σαλ­λιών, οι Κομ­μου­νά­ροι αντι­στέ­κο­νται με ανδρεία και ενθου­σια­σμό, αλλά οι Γερ­μα­νοί που ελέγ­χουν τη βόρεια και την ανα­το­λι­κή περί­με­τρο της πολιορ­κί­ας σύμ­φω­να με τους όρους της ανα­κω­χής και επί­ση­μα είναι ουδέ­τε­ροι, αφή­νουν το στρα­τό των Βερ­σαλ­λιών να περά­σει. Τα ανα­το­λι­κό τμή­μα του Παρι­σιού, όπου οι συνοι­κί­ες είναι εργα­τι­κές (σε αντί­θε­ση με το δυτι­κό τμή­μα της πόλης που απο­τε­λεί παρα­δο­σια­κή κατοι­κία των πλου­σί­ων), αμύ­νε­ται βήμα προς βήμα στα οδο­φράγ­μα­τα επί μια ολό­κλη­ρη βδο­μά­δα (21–28/5). Ακο­λου­θεί μια γενι­κή σφα­γή αθώ­ων, γυναι­κών και παι­διών. Οι αστι­κές πηγές ανε­βά­ζουν σε 11.000 αυτούς που πέρα­σαν στρα­το­δι­κείο και εκτε­λέ­στη­καν. Γρά­φο­ντας στη μητέ­ρα του, ο Ενγκελς (21/10/1871) ανα­φέ­ρει 40.000 εκτε­λε­σμέ­νους. Νεό­τε­ροι υπο­λο­γι­σμοί ανε­βά­ζουν τον αριθ­μό σε 100.000 εκτε­λε­σμέ­νους, εξό­ρι­στους στις αποι­κί­ες, φυλα­κι­σμέ­νους και κατα­διω­κό­με­νους πρό­σφυ­γες σε ξένες χώρες.
Συνο­λι­κά, το πρώ­το αυτό φτε­ρού­γι­σμα στον ουρα­νό του προ­λε­τα­ριά­του που ονο­μά­ζε­ται Παρι­σι­νή Κομ­μού­να διήρ­κε­σε 72 μέρες (18/3–28/5). Η Κομ­μού­να στη Μασ­σα­λία διήρ­κε­σε 10 μέρες και στις άλλες επαρ­χια­κές πόλεις μόλις 2–3 μέρες.

Κομμούνα Παρισιού barricade Place BlancheΚομ­μού­να Παρι­σιού οδο­φράγ­μα­τα στην Place Blanche (Λευ­κή Πλατεία)

Κατά τι είναι ηρω­ι­κή η από­πει­ρα των Κομ­μου­νά­ρων; Η ερώ­τη­ση ανή­κει στον Λένιν4 και βρί­σκε­ται στο τρί­το κεφά­λαιο του βασι­κού του έργου «Το κρά­τος και η επα­νά­στα­ση»5. Και, εκλαϊ­κεύ­ο­ντας τη σκέ­ψη των Μαρξ και Ενγκελς, ο Λένιν προ­χω­ρού­σε έτσι:
Ιδιαί­τε­ρα η Κομ­μού­να απέ­δει­ξε ότι η εργα­τι­κή τάξη δεν μπο­ρεί να αρκε­στεί στο να κατα­λά­βει έτοι­μη την κρα­τι­κή μηχα­νή και να την κάνει να λει­τουρ­γή­σει για δικό της όφε­λος, γι’ αυτό χρειά­ζε­ται να κατα­στρέ­ψει (zerbrechen, όπως έγρα­φε ο Μαρξ στον Kugelmann στις 12/4/1871) τον παλιό γρα­φειο­κρα­τι­κό και στρα­τιω­τι­κό μηχανισμό.
Η Κομ­μού­να έκα­νε μια τέτοια από­πει­ρα επει­δή, όπως έγρα­φε ο Μαρξ, ήταν βασι­κά μια εργα­τι­κή κυβέρ­νη­ση, προ­ϊ­όν του αγώ­να ανά­με­σα στην παρα­γω­γι­κή τάξη και στην τάξη των εκμεταλλευτών.
Ηταν η πολι­τι­κή μορ­φή που βρέ­θη­κε επι­τέ­λους και που επι­τρέ­πει να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η οικο­νο­μι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση της εργα­σί­ας. Επει­δή, συνε­χί­ζει ο Μαρξ, η πολι­τι­κή κυριαρ­χία του παρα­γω­γού είναι αδύ­να­το να συνυ­πάρ­ξει με τη διαιώ­νι­ση της κοι­νω­νι­κής σκλαβιάς.
Όταν χει­ρα­φε­τη­θεί η εργα­σία, ο κάθε άνθρω­πος γίνε­ται εργα­ζό­με­νος και η παρα­γω­γι­κή εργα­σία παύ­ει να απο­τε­λεί ταξι­κό χαρακτηριστικό.

LInternationaleΜε την έννοια αυτή, το κρά­τος γεν­νιέ­ται μαζί με την εμφά­νι­ση μέσα στην κοι­νω­νία των ταξι­κών δια­κρί­σε­ων, με άλλα λόγια, μαζί με τη διά­κρι­ση της κοι­νω­νί­ας σε τάξεις6.
Ετσι, όπως το δια­τύ­πω­νε ο Ενγκελς, ενώ το κρά­τος εμφα­νί­ζε­ται ως όργα­νο ολό­κλη­ρης της κοι­νω­νί­ας, δεν είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τίπο­τε άλλο, παρά μια μηχα­νή για την κατα­πί­ε­ση μιας τάξης από μια άλλη, τόσο στη δημο­κρα­τία όσο και στη μοναρχία.
Ο Λένιν, λοι­πόν, ανα­τρέ­χει στους όρους που χρη­σι­μο­ποιεί ο Μαρξ στον «Εμφύ­λιο πόλε­μο στη Γαλ­λία» για να απο­δώ­σει το τι έκα­νε η Κομ­μού­να στο αστι­κό κρά­τος (κατα­στρο­φή της κρα­τι­κής εξου­σί­ας, αστι­κό κρά­τος = παρα­σι­τι­κό από­στη­μα, ακρω­τη­ρια­σμός, εξό­ντω­ση, κατάρ­γη­ση)7, για να κατα­λή­ξει στο ότι όλα αυτά που έπρα­ξε η Κομ­μού­να (αντι­κα­τά­στα­ση του υφι­στά­με­νου στρα­τού από τον ένο­πλο λαό, καθο­λι­κή ψηφο­φο­ρία και ανα­κλη­τό όλων των δημο­σί­ων προ­σώ­πων) συνι­στούν μια γιγα­ντιαία μετα­βο­λή των θεσμών σε θεσμούς άλλου τύπου, με άλλα λόγια μια μετα­βο­λή της ποσό­τη­τας σε ποιό­τη­τα8 και αυτή είναι η μεγα­λύ­τε­ρή της προ­σφο­ρά9.

Στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν το ξέσπα­σμα και τη συντρι­βή της Κομ­μού­νας, ιδιαί­τε­ρα ο Φρ. Ενγκελς επα­νήλ­θε πολ­λές φορές στο ζήτη­μα του ρόλου του κρά­τους.
«Από την πλευ­ρά της γραμ­μα­τι­κής», έγρα­φε στον Αύγου­στο Μπέ­μπελ στις 16–18/3/1875, «το να πει κανείς ελεύ­θε­ρο κρά­τος σημαί­νει το κρά­τος εκεί­νο που είναι ελεύ­θε­ρο απέ­να­ντι στους πολί­τες του, δηλα­δή ένα κρά­τος με δεσπο­τι­κή κυβέρ­νη­ση. Θα έπρε­πε η φλυα­ρία πάνω στο κρά­τος να στα­μα­τή­σει, ιδιαί­τε­ρα μετά την Κομ­μού­να (…) ενώ, μετά την εγκα­θί­δρυ­ση του σοσια­λι­στι­κού καθε­στώ­τος, το κρά­τος δια­λύ­ε­ται από μόνο του (der Staat lost sich von sich selbst auf) και, τελι­κά, εξαφανίζεται.

Κομμούνα ΠαρισιούΕπει­δή η κρα­τι­κή εξου­σία δεν είναι παρά ένας μετα­βα­τι­κός θεσμός που τον χρη­σι­μο­ποιεί κανείς στον αγώ­να κατά τη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης για να κατα­νι­κή­σει με τη βία τους αντι­πά­λους του, είναι τελεί­ως παρά­λο­γο να μιλά­ει κανείς για ένα “ελεύ­θε­ρο λαϊ­κό κρά­τος”. Βέβαια, αν το προ­λε­τα­ριά­το έχει ανά­γκη από την κρα­τι­κή εξου­σία, δεν είναι καθό­λου για να εγκα­θι­δρύ­σει την ελευ­θε­ρία, αλλά για να εξο­ντώ­σει τους αντι­πά­λους του και, αμέ­σως μόλις μπο­ρέ­σει να υπάρ­ξει ζήτη­μα ελευ­θε­ρί­ας, το κρά­τος θα έχει πάψει να υπάρ­χει σαν τέτοιο». Ετσι, μέχρι το κρά­τος να εξα­φα­νι­στεί, η μετα­βα­τι­κή μορ­φή της εξα­φά­νι­σής του θα είναι το προ­λε­τα­ριά­το οργα­νω­μέ­νο σε κυρί­αρ­χη τάξη, η θρυ­λού­με­νη δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του που ταυ­τί­ζε­ται με την περί­ο­δο του επα­να­στα­τι­κού μετα­σχη­μα­τι­σμού της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας σε σοσια­λι­στι­κή και, πιο πέρα, σε κομμουνιστική.

Οπως συμ­βαί­νει σε παρό­μοιες περι­στά­σεις, μετά από κάθε ήττα του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, ο τρό­μος της διε­θνούς άρχου­σας τάξης φτά­νει σε παρο­ξυ­σμό και επι­κρα­τεί η τρομοκρατία.
Ετσι έγι­νε και στην περί­πτω­ση της Κομ­μού­νας του 1871 με τις ομα­δι­κές εκτε­λέ­σεις, τις φυλα­κί­σεις, τις εξο­ρί­ες.
Σε τέτοιες περι­πτώ­σεις, το καπι­τα­λι­στι­κό κρά­τος υψώ­νει απει­λη­τι­κά το ανά­στη­μά του απέ­να­ντι στους εργα­ζό­με­νους όλου του κόσμου, όπως συνέ­βη και πρό­σφα­τα, μετά την ανα­τρο­πή του υπαρ­κτού σοσια­λι­σμού, και επι­τί­θε­ται σε ολό­κλη­ρη τη γραμ­μή του κοι­νω­νι­κού μετώ­που. Αυτό που κατόρ­θω­σαν τότε, δηλα­δή μετά το 1871, οι συνα­σπι­σμέ­νες αστι­κές τάξεις της Ευρώ­πης, ήταν να προ­κύ­ψει ένα διε­θνές εργα­τι­κό κίνη­μα πιο ισχυ­ρό, πιο ώρι­μο μετά την εμπει­ρία της Κομ­μού­νας και πιο απει­λη­τι­κό για τον καπι­τα­λι­σμό, που βρι­σκό­ταν ήδη στην επο­χή του ιμπεριαλισμού.
Μετά την αιμα­τη­ρή κατα­στο­λή της πρώ­της προ­σπά­θειας του προ­λε­τα­ριά­του να ανα­δει­χτεί σε κυρί­αρ­χη κοι­νω­νι­κή τάξη και δύνα­μη, προ­έ­κυ­ψε με οξύ­τη­τα το ακό­λου­θο ζήτη­μα:
Η εργα­τι­κή τάξη είναι προ­ο­ρι­σμέ­νη να ζει σε συνε­χή υπο­χώ­ρη­ση, όσον και­ρό δεν παλεύ­ει για τον εαυ­τό της, δηλα­δή όσον και­ρό δεν δια­θέ­τει ένα δικό της κόμ­μα, που θα την οδη­γή­σει στην κατά­κτη­ση της κρα­τι­κής εξου­σί­ας και στην κατάρ­γη­ση ολό­κλη­ρης της καπι­τα­λι­στι­κής τάξης πραγμάτων.

«Θέλου­με να καταρ­γή­σου­με τις τάξεις», έλε­γε ο Ενγκελς στο λόγο του της 21/9/1871 στη συν­διά­σκε­ψη της Διε­θνούς στο Λονδίνο.
«Με ποιον τρό­πο θα το κατορ­θώ­σου­με; Με την πολι­τι­κή κυριαρ­χία του προ­λε­τα­ριά­του (…) Λοι­πόν, όποιος επι­θυ­μεί το σκο­πό, οφεί­λει να θέλει επί­σης και τα μέσα, την πολι­τι­κή πρά­ξη που προ­ε­τοι­μά­ζει την επα­νά­στα­ση, δια­παι­δα­γω­γεί τον εργά­τη και που, χωρίς αυτήν, το προ­λε­τα­ριά­το θα εξα­πα­τά­ται και θα απο­γοη­τεύ­ε­ται κάθε φορά μετά τη μάχη (…)
Η πολι­τι­κή που πρέ­πει να κάνου­με πρέ­πει να είναι η πολι­τι­κή του προ­λε­τα­ριά­του. Το κόμ­μα των εργα­τών δεν πρέ­πει να βρί­σκε­ται στην ουρά οποιου­δή­πο­τε αστι­κού κόμ­μα­τος, αλλά πρέ­πει πάντα να υπάρ­χει σαν αυτό­νο­μο κόμ­μα που έχει τη δική του πολι­τι­κή και επι­διώ­κει τους δικούς τους σκοπούς».
Στο άρθρο 7Α της από­φα­σης του Γενι­κού Συνε­δρί­ου της Διε­θνούς στη Χάγη (2–7/9/1872) οι Μαρξ και Ενγκελς έγρα­φαν: «Στον αγώ­να του ενά­ντια στη συλ­λο­γι­κή εξου­σία των αρχου­σών τάξε­ων, το προ­λε­τα­ριά­το δεν μπο­ρεί να κάνει οτι­δή­πο­τε σαν τάξη παρά μόνο αν συγκρο­τη­θεί σε δικό του πολι­τι­κό κόμ­μα, δια­φο­ρε­τι­κό από τα άλλα και αντί­θε­το προς όλα τα παλαιά κόμ­μα­τα που δημιούρ­γη­σαν οι άρχου­σες τάξεις. Αυτή η συγκρό­τη­ση του προ­λε­τα­ριά­του σε πολι­τι­κό κόμ­μα είναι απα­ραί­τη­τη για να εξα­σφα­λί­σει το θρί­αμ­βο της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης και τον ανώ­τα­το σκο­πό του: Την κατάρ­γη­ση των τάξε­ων».Κομμούνα Παρισιού Place-VendomeΚομ­μού­να Παρι­σιού Place-Vendome

Ο αγώ­νας που άρχι­σε η Κομ­μού­να το 1871 συνε­χί­στη­κε από τα κόμ­μα­τα που ίδρυ­σε η εργα­τι­κή τάξη και, τα περισ­σό­τε­ρα από αυτά, μετο­νο­μά­στη­καν σε Κομ­μου­νι­στι­κά.
Το 1918, ο Λένιν, εξυ­μνώ­ντας την Κομ­μού­να του 1871, θεω­ρού­σε ότι τα Σοβιέτ ακο­λου­θού­σαν τον ίδιο δρό­μο10.
Τέλος, απέ­να­ντι στον τρό­μο που αισθά­νε­ται ο οποιοσ­δή­πο­τε υπο­κρι­τής, ημι­μα­θής ή ανα­θε­ω­ρη­τής απέ­να­ντι στην ιερό­συ­λη έκφρα­ση «Δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του», θα μπο­ρού­σε κανείς να απα­ντή­σει με τα λόγια του Ενγκελς:
«Λοι­πόν, κύριοι, θέλε­τε να μάθε­τε με τι πράγ­μα μοιά­ζει επι­τέ­λους αυτή η δικτα­το­ρία; Κοι­τάξ­τε την Κομ­μού­να στο Παρί­σι. Αυτή ήταν η δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του».


Σημειώ­σεις:

  1. Για την Ιστο­ρία, ανα­φέ­ρο­νται εδώ, με αλφα­βη­τι­κή σει­ρά, τα πιο γνω­στά ονό­μα­τα από τους Κομ­μου­νά­ρους του 1871: Amouroux, Arnould, Avrial, Billioray, Camelinat, Champy, Clement, Cluseret, Courbet, Cournet, Delescluse, Dereure, Dupont (Clovis), Ferre (Theophile), Flourens, Gambon, Grasset, Johannard, Jourde, Langevin, Lefrancais, Longuet, Meline, Miot, Parent (Ulysse), Parisel, Pothier, Prethot, Pyat (Felix), Ranc, Rastoul, Regere, Rigault (Raoul), Trinquet, Urbain, Vaillant, Vallis (Jules), Varlin, Verdure, Vesinier, Viard. Στρα­τιω­τι­κοί της Κομ­μού­νας διε­τέ­λε­σαν κατά σει­ρά οι Cluseret, Duval, Eudes, Bergeret και Dombrowski (Πολω­νός).
    Στις 22/5/1871 έγι­νε η τελευ­ταία συνε­δρί­α­ση της Κομ­μού­νας, όπου η εξου­σία μετα­βι­βά­στη­κε και πάλι στην ΚΕ της Εθνοφρουράς.
    Στις 24 και 26/5, κάτω από την άγρια επί­θε­ση του στρα­τού των Βερ­σαλ­λιών, η Κομ­μού­να προ­χώ­ρη­σε σε εκτε­λέ­σεις ομήρων.
  2. Περί­που 3 δισε­κα­τομ­μύ­ρια FF (γαλ­λι­κά φρά­γκα). Η Κομ­μού­να πήρε από εκεί για τις ανά­γκες της μόνο …15 εκα­τομ­μύ­ρια FF. Βλ. Μαρξ στον F. Domela Nieuwenhuis, 22/2/1881
  3. Μαρξ στον Kugelmann, 12/4/1871
  4. Η Κομ­μού­να του 1871 απα­σχό­λη­σε ιδιαί­τε­ρα τη θεω­ρη­τι­κή σκέ­ψη του Β. Ι. Λένιν, όπως φαί­νε­ται από τις ανα­φο­ρές στα βασι­κά του έργα «Τι να κάνου­με;» (1902). «Το κρά­τος και η επα­νά­στα­ση» (1917), όπου της αφιε­ρώ­νει πολ­λές σελί­δες, «Η προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση και ο απο­στά­της Κάου­τσκι» (1918), με επί­σης αρκε­τές αναφορές.
    Αξί­ζει επί­σης να ανα­φερ­θούν οι θεμε­λιώ­δεις ακό­λου­θες σύντο­μες ανα­φο­ρές που κάνει ο Λένιν στην Κομ­μού­να: «Ο πόλε­μος και η ρωσι­κή σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία» (1914). «Το πολε­μι­κό πρό­γραμ­μα της προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης» (1916). «Για τα καθή­κο­ντα του προ­λε­τα­ριά­του στην τωρι­νή επα­νά­στα­ση» (1917). «Τα καθή­κο­ντα του προ­λε­τα­ριά­του στην επα­νά­στα­σή μας» (1917). Εισή­γη­ση στην 7η (απρι­λια­νή) Παν­ρω­σι­κή Συν­διά­σκε­ψη του ΣΔΕΚΡ (Μπ) (1917). «Για τους συμ­βι­βα­σμούς» (1917). «Πώς να οργα­νώ­σου­με την άμιλ­λα» (1918). Εισή­γη­ση στο 7ο έκτα­κτο Συνέ­δριο του ΡΚΚ (Μπ) (1918).
  5. Πέρα από το ότι η μονα­δι­κή διόρ­θω­ση στον τελευ­ταίο πρό­λο­γο (1872) του «Κομ­μου­νι­στι­κού Μανι­φέ­στου» έγι­νε από τους Μαρξ και Ενγκελς πάνω στη βάση της εμπει­ρί­ας της Κομμούνας.
  6. Β. Ι. Λένιν, «Περί του κρά­τους» (1919), «Εκλε­κτά έργα ΙΙΙ», Μόσχα 1973, σ. 193.
  7. Β. Ι. Λένιν, «Το κρά­τος και η επα­νά­στα­ση» (1917), «Εκλε­κτά έργα ΙΙ», Μόσχα 1973, 255–258.
  8. Β. Ι. Λένιν, «Το κρά­τος και η επα­νά­στα­ση» (1917), «Εκλε­κτά έργα ΙΙ», Μόσχα 1973, σελ. 259.
  9. Β. Ι. Λένιν, «Η προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση και ο απο­στά­της Κάου­τσκι», «Εκλε­κτά έργα ΙΙΙ», Μόσχα 1973, σελ. 11.
  10. Β. Ι. Λένιν, «Πώς θα οργα­νώ­σου­με την άμιλ­λα» (1918), «Εκλε­κτά έργα ΙΙ», Μόσχα 1973, σελ. 474, και Εισή­γη­ση στο 7ο έκτα­κτο Συνέ­δριο (1918), στο ίδιο, σ. 561.

Πλη­ρο­φο­ρί­ες από Ριζο­σπά­στη και τμή­μα Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ


Δεί­τε επίσης

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο