Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κριτικές ματιές στην δεύτερη ποιητική συλλογή της Ζωής Δικταίου “Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις”

Το άδηλο “αύριο” προεξάρχει.

Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις” είναι διτ­τή, ως εκ των δύο δια­κρι­τών μελών της.

▪️ Στο κεφά­λαιο “Αλμύ­ρα και φως”, μας παρα­σύ­ρει αισθα­ντι­κά σε ονει­ρι­κές εικό­νες, συνειρ­μι­κά συν­δε­μέ­νες πέραν του απτού. Ένα ανά­βρυ­σμα φαντα­σια­κού και ασυ­νεί­δη­του μας αδρά­χνει υπερ­ρε­α­λι­στι­κά. Ο αλλη­γο­ρι­κός λόγος, χει­μαρ­ρώ­δης, παι­χνι­δί­ζει με φόντο τη φύση, τις εναλ­λα­γές φωτός και επο­χών, τις βαθ­μί­δες του χρό­νου. Η “θάλασ­σα” επα­νέρ­χε­ται με την “αλμύ­ρα” της, γεύ­ση οξεία και απροσ­διό­ρι­στα ευχά­ρι­στη ή δυσά­ρε­στη, σαν του κατα­στα­λαγ­μέ­νου βιώ­μα­τος. Η “βρο­χή” προ­βάλ­λει μιαν υδά­τι­νη πρό­κλη­ση για αβί­α­στη έκφρα­ση. Η “μονα­ξιά”, ανα­πό­φευ­κτη, εμπε­ριέ­χει την ποιό­τη­τα του κατα­φύ­γιου. Η “απου­σία”, ως ανεκ­πλή­ρω­τη επι­θυ­μία ή ακυ­ρω­μέ­νη εκπλή­ρω­ση, σημαί­νε­ται. Το “όνει­ρο”, επί­μο­νο κι ανί­κη­το, αχνο­φέγ­γει μιαν “Ιθά­κη”. Η ενό­ρα­ση δια­περ­νά “παρά­θυ­ρα” και “παρα­θυ­ρό­φυλ­λα”. Η “άνοι­ξη”, καρ­πο­φό­ρα ελπί­δας, μοιά­ζει να δελε­ά­ζει επα­νεμ­φα­νι­ζό­με­νη. Συνα­γω­νί­ζε­ται το “φθι­νό­πω­ρο”, που απο­πνέ­ει τη μελαγ­χο­λία μιας ανε­παί­σθη­της φθο­ράς, μαζί και τη νοσταλ­γία μιας νωπής ακμής. Η “νοσταλ­γία” ανα­δύ­ε­ται ως παρα­κα­τα­θή­κη γλυ­κιάς μνή­μης και κατα­πρα­ΰ­νει τη “θλί­ψη”. Ο “Έρω­τας”  και η “Αγά­πη”, με κεφα­λαία ή πεζά, περι­δια­βά­ζουν επα­να­λη­πτι­κά στους στί­χους· απο­πνέ­ουν έναν καη­μό, μιαν αέναη προ­σμο­νή, ένα κίνη­τρο ζωής. Ο “χρό­νος” ως απει­λή θανά­του καλεί σε αντί­στα­ση. Στο χρο­νι­κό τόξο, το χθες εξω­ρα­ΐ­ζε­ται, το τώρα κου­βα­λά­ει σκου­ριά κι αλή­θεια, το “αύριο” υπόσχεται.

▪️ Στο κεφά­λαιο “Καίω την αγά­πη στ’ άστρο σου” το ποι­η­τι­κό περι­βάλ­λον παραλ­λάσ­σε­ται μορ­φι­κά. Σε παρό­μοιο θεμα­τι­κό καμ­βά ο λόγος τιθα­σεύ­ε­ται με μέτρο και ρίμα. Μετα­μο­ντέρ­να, η άφρα­γη ελευ­θε­ρία της σύγ­χρο­νης γρα­φής και η δέσμευ­ση της παλαι­ι­κής τεχνι­κής ζυμώ­νο­νται σε γοη­τευ­τι­κό αμάλ­γα­μα. Οι τολ­μη­ρές μετα­φο­ρές παρα­μέ­νουν. Το άδη­λο “αύριο” προεξάρχει.
Η συλ­λο­γή απη­χεί την ώρα, που η ώρι­μη ύπαρ­ξη δια­θέ­τει ακό­μη ορί­ζο­ντα εμπρός. Στην κόψη που κατα­λα­γιά­ζει ο καλ­πα­σμός, μα η “προσ­δο­κία” ακό­μη γνέφει.

Νέλ­λα Συναδινού
Φιλό­λο­γος – Λογο­τέ­χνις 


Ωδές του πόθου

Οφεί­λω να ομο­λο­γή­σω πώς την κρι­τι­κή σκέ­ψη την απέ­βα­λε ως παρω­χη­μέ­νη, ο σύγ­χρο­νος, επί­και­ρος, ποι­η­τι­κός δημιουρ­γι­κός οίστρος της Ζωής Δικταί­ου (Χαρού­λας Βερί­γου).
Με ανέ­δει­ξε στρυφ­νό στο­χα­στή παρα­κάμ­πτο­ντας την όποια πεπα­τη­μέ­νη με το τερά­στιο πλέγ­μα στο καλο­ϋ­φα­σμέ­νο πλη­θώ­ρα, καλ­λι­τε­χνι­κών σχη­μά­των, ποι­η­τι­κών βεβαιο­τή­των της ποι­ή­τριας, γεγονός.

Η ανά­γνω­ση των ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών Αύριο, αφή αλμύ­ραςκαι Καίω την αγά­πη στ’ άστρο σου, απο­τέ­λε­σαν αυστη­ρό μάθη­μα, να δω με φρέ­σκο μάτι ένα κεντρι­κό πρό­βλη­μα, όπως η ανά­δυ­ση της συνεί­δη­σης στο ενιαίο της ποι­η­τι­κής της οντό­τη­τας, η οποία δια­θέ­τει απο­λύ­τως επαρ­κή γλωσ­σι­κά και εννοιο­λο­γι­κά εφό­δια, ζωντα­νεύ­ει ζωγρα­φιές ψυχής, αξιο­μνη­μό­νευ­τους πόθους, τοπο­θε­τεί στην αμφι­θε­α­τρι­κή ποι­η­τι­κή παρά­στα­ση, απο­λαμ­βά­νο­ντας την ανα­κου­φι­στι­κή σπου­δαιό­τη­τα από τις ωδές της.

Το ενιαίο συμπα­γές ποι­η­τι­κό γεγο­νός, απαρ­τί­ζε­ται από εφι­κτές εκδο­χές, στα θεω­ρού­με­να ποι­η­τι­κά γεγο­νό­τα αφε­νός, δημιουρ­γή­μα­τα της φαντα­σί­ας ή της φαντα­σί­ω­σης συμ­βά­ντα αφε­τέ­ρου, με τα ανά­λο­γα ρεύ­μα­τα της επο­χής, μετα­μο­ντέρ­νο, ποι­η­τι­κό ρεα­λι­σμό και μαγι­κό ρεα­λι­σμό, πλέγ­μα σύν­θε­το, με εικό­νες φευ­γα­λέ­ες, ανε­ξί­τη­λες στον ποι­η­τι­κό ορί­ζο­ντα, αισθη­τό­τε­ρο. Τα πάντα εν τέλει τελούν υπό τους κανό­νες της φύσης, του σύμπα­ντος του φωτός, του σκο­τα­διού, όπως η παγιω­μέ­νη αντί­λη­ψη του πραγ­μα­τι­κού λαμ­βά­νει αφη­ρη­μέ­νες έννοιες.

Η φαι­νο­με­νι­κή δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, επι­ση­μαί­νει την ομοιο­μορ­φία της, παρα­πέ­μπει στο αντί­στρο­φο, στη φαι­νο­με­νι­κή δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα της επα­νά­λη­ψης, στο απα­ράλ­λα­χτο ανθρώ­πι­νο πεπρω­μέ­νο, δια­σα­λεύ­ο­ντας βεβαιό­τη­τες, όπως στον έρω­τα και την ποί­η­ση, το μικρό μεγι­στο­ποιεί­ται, υπο­στα­σιο­ποιεί­ται, σαρ­κώ­νε­ται το νοη­τό, ενί­ο­τε εξαϋ­λώ­νε­ται το πραγ­μα­τι­κό, με τα ενδιά­θε­τα ποι­η­τι­κά σχή­μα­τα, όπου ο λόγος αντι­κα­το­πτρί­ζει με τη χει­μαρ­ρώ­δη, χυμώ­δη, έλευ­ση της δια­κό­σμη­σης, η οποία ρέει αβί­α­στα, δίχως να προ­κα­λεί σύγχυση.

Οι λέξεις ελατ­τώ­νουν, ανα­στέλ­λουν τις επε­κτα­τι­κές τάσεις, με τις διαρ­κείς εικα­στι­κές παρεμ­βο­λές, τις άμε­σες προ­σεγ­γί­σεις πτυ­χών του έρω­τα, δημιουρ­γώ­ντας απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη συν δρα­στι­κό­τε­ρη αίσθη­ση του ονει­ρι­κού, του φευ­γα­λέ­ου. Ιερός έχει μεί­νει ο άνεμος/ να γρά­φει προ­σευ­χές στην πέτρα, υπο­γραμ­μί­ζει δημιουρ­γι­κά και μας στα­μπά­ρει εκφρά­σεις ποι­η­τι­κές με τις μεγα­λειώ­δεις κατα­κτή­σεις όπως – θα κρα­τή­σω στις χού­φτες το νερό/ να ξεδι­ψά­σει η αγά­πη, την οποία σε προη­γού­με­νο στί­χο από αρχαίο ψίθυ­ρο την κάνει τρα­γού­δι. Αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας η ποι­ή­τρια, δεν μπο­ρεί να απαλ­λα­γή σε καμία των περι­πτώ­σε­ων το πεπρω­μέ­νο της, όσα λαμ­βά­νουν χώρα εντός της, μέσα της, γύρω της. Αυτός ο ρόλος που έχει επι­λέ­ξει να δια­δρα­μα­τί­σει, αυτή­κοη πάντα. Όταν πέφτει η βροχή/ ξυπνούν τα πετρω­μέ­να όνειρα/ και φέγ­γει η πόλη όπως τότε – ο δια­κα­ής πόθος με τα μετα­μο­ντέρ­να, σου­ρε­α­λι­στι­κά, δημιουρ­γι­κά εκφρα­στι­κά κει­μή­λια, – χορεύ­ει στους φανο­στά­τες η βροχή/ ξεπλέ­νο­ντας τη ζωή από τις στά­χτες του χθες – τα ρητο­ρι­κά σχή­μα­τα, κατά­δει­ξη ότι ο λόγος ως ακα­τα­μά­χη­το όργα­νο, απο­τε­λεί ισχυ­ρή σφρα­γί­δα της επί­δρα­σης, στην ουσία του ανθρώ­που που είναι η ψυχή, ο δυϊ­σμός, η ύλη και το πνεύ­μα, με τις καθαρ­τή­ριες ανα­φο­ρές στο συμ­βο­λι­σμό των λέξε­ων. Φεύ­γω μακριά/ τι με νοιά­ζει η μπόρα/ η καταιγίδα/ πέτα­ξα του φόβου τα κλειδιά/ ούτε χάρ­τη πια, ούτε πυξί­δα – σε αυτήν τη διαρ­κή δημιουρ­γι­κή ανα­ζή­τη­ση, επα­λη­θεύ­ο­νται, δια­τη­ρώ­ντας απα­ρα­βί­α­στη την ποι­η­τι­κή της ταυτότητα.

Σπύ­ρος Σταύ­ρου Χρήστου
Συγ­γρα­φέ­ας – Ποιητής


Λέξεις, «σπαραχτικές που έμειναν αθέριστες στη ρίζα …»

Οι λέξεις περιου­σία ακρι­βή των ποι­η­τών, στην ποί­η­ση της Δικταί­ου, γίνο­νται όχη­μα στην κορύ­φω­ση και αξιο­ποί­η­ση της καλ­λιερ­γη­μέ­νης ελλη­νι­κής γλώσ­σας και σκέ­ψης. Οι λέξεις που σημαί­νουν. Ο άνε­μος. Η θάλασ­σα. Τα βου­νά. Τα στοι­χεία της φύσης. Η ίδια η φύση. Οι λέξεις παντο­δύ­να­μες, αυτάρ­κεις δηλώ­νουν κόσμους κρυ­φούς. Κόσμους συντριμ­μέ­νους. Οι αισθή­σεις. Η αφή, η ακοή, η γεύ­ση, όλα παί­ζουν με τις λέξεις. Ψάχνουν την αιτία τους. Διεκ­δι­κούν την αλή­θεια τους. Την αφορ­μή τους. Οι φόβοι. Οι σιω­πές. Οι ρυτί­δες. Οι φυγές. Λέξεις “σπα­ρα­χτι­κές που έμει­ναν αθέ­ρι­στες στη ρίζα …“

Όλα είναι εδώ. Μέσα στις λέξεις. Με τρυ­φε­ρά­δα. Με αγριά­δα. Με πάθος. Με συγ­χώ­ρε­ση. Με αγά­πη. Βαθιά συναι­σθή­μα­τα. Εξό­ρι­στα στην επο­χή μας. Επα­να­πα­τρί­ζο­νται. Μέσα στην ποί­η­ση της Ζωής Δικταίου.

Όλα εδώ. Μέσα στις λέξεις. Σε μια δια­δο­χή τρυ­φε­ρά­δας, ειλι­κρι­νεί­ας,  αθωότητας.

Πέτρος Γάλ­λιας
Σκη­νο­θέ­της — Χορογράφος


Ζωή Δικταί­ου //

Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμματα.
Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο