Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Θεοτόκης (Απ’ τη γνωριμία μου με τον άνθρωπο), της Γαλάτειας Καζαντζάκη

Με αφορ­μή την επέ­τειο από τη γέν­νη­ση (13 Μαρ­τί­ου 1872) του λογο­τέ­χνη, ποι­η­τή και μετα­φρα­στή Κων­στα­ντί­νος Θεο­τό­κης, δημο­σιεύ­ου­με ένα ενδια­φέ­ρον κεί­με­νο της Γαλά­τειας Καζαν­τζά­κη. Ισως από τις λίγες μαρ­τυ­ρί­ες που έχου­με για τον άνθρω­πο Κ. Θεο­τό­κη. Το κεί­με­νο δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» (16/6/1945).

***

Κωνσταντίνος Θεοτόκης

(Απ’ τη γνω­ρι­μία μου με τον άνθρωπο)

Γνώ­ρι­σα τον Κωνστ. Θεο­τό­κη πρώ­τη φορά στη Δεξα­με­νή με τον ποι­η­τή Μ. Μαλα­κά­ση πλάι στο τρε­χού­με­νο νερό με τις ανθι­σμέ­νες πικρο­δάφ­νες. Είδα ένα ωχρό κατα­βλη­μέ­νο άνθρω­πο με κατά­μαυ­ρο κομ­μέ­νο μου­στά­κι, μαλ­λιά το ίδιο μαύ­ρα, αδρά, χτε­νι­σμέ­να στ’ απά­νω, στε­νό λείο μέτω­πο και μάτια κι αυτά μαύ­ρα και φλο­γε­ρά. Με κανο­νι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Κωνστ. Θεο­τό­κης θάτα­νε ωραί­ος, για­τί πια δεν ήτα­νε νέος. Όταν τον γνώ­ρι­σα στα 1920 είχε περά­σει τα πενήντα.

Ετσι που σηκώ­θη­κε μόλις μνε είδε να πλη­σιά­ζω, κι όπως υπο­κλί­θη­κε ύστεα από τις συστά­σεις του Μαλα­κά­ση, με το συμ­βα­τι­κό χαμό­γε­λο της περί­στα­σης, κι όπως ψιθύ­ρι­σε «μεγά­λη μου τιμή», ο τρό­πος του μου φάνη­κε εξε­ζη­τη­μέ­νος, κι έμοια­ζε σαν παλιάς μόδας αχρη­στε­μέ­νο φόρε­μα. Σε αυτό βοή­θη­σε, όχι λίγο, κι ο τίτλος του κόντε που ο Μαλα­κά­σης θεώ­ρη­σε ανα­γκαίο να προ­στέ­σει πλάι στο επί­θε­τό του. Πόσο ήτα­νε κι ο τίτλος αυτός αχρη­στε­μέ­νος πια και πόσο δεν ωφε­λού­σε σε τίπο­τα εκεί­νους που τον είχα­νε αγο­ρα­σμέ­νο με λίγα όβο­λα όπως ο ίδιος ο Κωνστ Θεο­τό­κης μου έλε­γε αργό­τε­ρα κοροϊ­δεύ­ο­ντας την κατα­γω­γή του. Αλλά και ο τρό­πος του στον Μαλα­κά­ση δε μου άρε­σε. Ενώ ο ποι­η­τής τον έλε­γε Ντί­νο εκεί­νος τον έλε­γε κύριο Μαλα­κά­ση σαν για να τον κρα­τά σε από­στα­ση. Όλα τού­τα με ψύχρα­ναν στο σημείο να μην του ειπώ το θαυ­μα­σμό μου για το «Θάνα­το του Καρ­βέ­λα» και γενι­κά για το έργο του. Όταν γενί­κα­με φίλοι, η πρώ­τη εκεί­νη εντύ­πω­ση εξα­φα­νί­στη­κε. Ο Κωνστ. Θεο­τό­κης συγκέ­ντρω­νε μεγά­λα ηθι­κά και πνευ­μα­τι­κά χαρί­σμα­τα. Η προ­σω­πι­κό­τη­τα του παρ’ όλες τις αδυ­να­μί­ες του χαρα­κτή­ρα του, τον ξεχώ­ρι­ζε από τους άλλους Έλλη­νες δια­νο­ού­με­νους με τρό­πο αναμφισβήτητο.

Γεν­νη­μέ­νος στα 1872 και μεγα­λω­μέ­νος στο εφτα­νη­σιώ­τι­κο πνευ­μα­τι­κό περι­βάλ­λον, καλ­λιέρ­γη­σε τις δια­νοη­τι­κές του ικα­νό­τη­τες με την άνε­ση που του δίνουν από τόνα μέρος τα οικο­νο­μι­κά μέσα κι από τα’ άλλο ο πολι­τι­σμός μια ςεξε­λιγ­μέ­νης κοι­νω­νί­ας. Εγκυ­κλο­παι­δι­κό­τα­τα μορ­φω­μέ­νος δεν πήρε κανέ­ναν πανε­πι­στη­μια­κό δίπλω­μα. Μελέ­τη­σε φιλο­σο­φία, ιατρι­κή, μαθη­μα­τι­κά, χημεία, αλλά ερα­σι­τε­χνι­κά. Για το κέφι του. Ήξε­ρε τις περισ­σό­τε­ρες ευρω­παϊ­κές γλώσ­σες, τα αρχαία ελλη­νι­κά και τα λατι­νι­κά όπως λίγοι Έλλη­νες και μετά­φρα­σε με τον ποι­η­τή Λ. Μαβί­λη από τα σαν­σκρι­στι­κά ένα κομ­μά­τι της Μαχα­βα­ρά­τας: Το Νάλ­λα και τη Νταμαγιάντη.

Μπο­ρεί σ’ αυτό τον ερα­σι­τε­χνι­σμό νάφται­ξε η οικο­νο­μι­κή του άνε­ση, κι ίσως, περισ­σό­τε­ρο, η καλ­λι­τε­χνι­κή φύση του. Μεθού­σε με ό,τι τον τρα­βού­σε κατά και­ρούς. Ηδο­νι­στής όμως, στα­μα­τού­σε όταν η από­λαυ­ση αρχι­νού­σε να γίνε­ται μόχθος και προσπάθεια.

Εξάλ­λου ο Κωνστ. Θεο­τό­κης ήτα­νε άβου­λος και αδύ­να­μος. Ευαί­σθη­τος και συναι­σθη­μα­τι­κός παρα­δι­νό­ταν ολό­βου­λος στα εκά­στο­τε γού­στα του και στα εκά­στο­τε πάθη του, χωρίς ούτε να θέλει ούτε να μπο­ρεί ν’ αντι­στα­θεί αλλά και χωρίς να αυτα­πα­τά­ται. Καμιά του πρά­ξη δεν ξέφευ­γε την κατ­δί­κη της συνεί­δη­σής του, αν του φαι­νό­ταν ανάξια.

Όσο κανέ­νας άλλος ήξε­ρε ποιο είναι το χρέ­ος μπρος στη ζωή και πόσοι είμα­στε άθλιοι, όταν δεν το εχτε­λού­με. Και θεω­ρού­σε άθλιο τον εαυ­τό του για­τί ενώ το δικό του χρέ­ος βρι­σκό­ταν πλάι σε εκεί­νους που δού­λευαν να κατα­λύ­σουν το άνο­μο καθε­στώς της εκμε­τάλ­λευ­σης και της ατο­μι­κής ευδαι­μο­νί­ας, δεν αγω­νί­στη­κε σοβα­ρά γι’ αυτό. Μόνο το λαό θεω­ρού­σε αγνό. Μόνο στο λαό βρί­σκο­νταν τα ηθι­κά κεφά­λαια τα χρεια­ζού­με­να για την ανοι­κο­δό­μη­ση της ζωής. Στην τάξη του θρα­σου­μα­νού­σε μόνο η σαπί­λα και η βρω­μιά. Και μου μιλού­σε για τα μικρά καφε­νε­δά­κια της Κέρ­κυ­ρας όπου σύχνα­ζε μια περί­ο­δο και δίδα­σκε τους δου­λευ­τά­δες το δίκιο τους και πώς να το πάρουν. Τι τον έκα­με να εγκα­τα­λεί­ψει το έργο αυτό, που με ακλό­νη­τη πίστη είχε ανα­λά­βει, θεω­ρώ­ντας το, σαν το μόνο τρό­πο να ξεπλύ­νει τις κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες αμαρ­τί­ες του αστι­κού καθε­στώ­τος και τις δικές του; Πάντο­τε η άβου­λη φύση του. Αυτή που τον κρα­τού­σε ανέ­κα­θεν δέσμιο και δεν της ξέφυ­γε ποτέ!

Όταν τον γνώ­ρι­σα ήτα­νε φτω­χός. Η ήττα της Γερ­μα­νί­ας στα 1914 είχε κατα­στρέ­ψει την περιου­σία της γυναί­κας του, πράγ­μα που όχι μόνο δεν τον στε­να­χώ­ρη­σε αλλά το ενα­ντί­ον, τον λευ­τέ­ρω­σε από την ακοί­μη­τη τύψη του συμ­φε­ρο­ντο­λο­γι­κού γάμου μαζί της.

Τώρα ήτα­νε ανά­γκη να εργα­στεί. Δεν είχε όμως τα απαι­τού­με­να τυπι­κά προ­σό­ντα κι έτσι πήρε μια θεσού­λα στην Εθνι­κή Βιβλιο­θή­κη. Θυμού­με μια σκη­νή που έγι­νε σπί­τι μου. Ο λόγος για κάποιο αρι­στε­ρό καθη­γη­τή. Ο Κ Θεο­τό­κης είχε την ιδέα πως ο καθη­γη­τής αυτός δεν έπρε­πε να κάνει το δάσκα­λο μια και δεν μπο­ρού­σε να διδά­σκει τους μαθη­τές του σύμ­φω­να με τις πεποι­θή­σεις του, αλλά το ενα­ντί­ον σύμ­φω­να με εκεί­να που του επέ­βαλ­λαν οι νόμοι του κρά­τους, αντί­θε­τα ολό­τε­λα με τις αρχές τις δικές του. Κι όχι  μόνο αυτός αλλά και κάθε δημό­σιος υπάλ­λη­λος αρι­στε­ρός, έλε­γε, που ορκι­ζό­ταν να υπη­ρε­τή­σει το κρά­τος πιστά έκα­νε πρά­ξη το λιγό­τε­ρο ανή­θι­κη. Η ιδέα δε δέχε­ται συμ­βι­βα­σμούς. Το δόγ­μα «και την πίτα ολά­κε­ρη και το σκυ­λί χορ­τά­το» ήτα­νε για τους φαύ­λους, όχι για τους τίμιους αγω­νι­στές. Κι όταν κάποιος από τη συντρο­φιά τον ρώτη­σε, πώς τότε δέχτη­κε να διο­ρι­στεί ο ίδιος, ο Κ. Θεο­τό­κης απά­ντη­σε χωρίς δισταγμό:

– Για­τί κι εγώ είμαι φαύλος.

Τον ίδιο και­ρό του εμφα­νί­στη­κε η αρρώ­στια του στο­μα­χιού που τον οδή­γη­σε στο θάνα­το. Παρά­ξε­νος όπως ήταν δε δεχό­ταν να εγχει­ρι­στεί ούτε και ακο­λου­θού­σε καμιά δίαι­τα. Όταν πονού­σε, και πονού­σε φοβε­ρά, κατέ­φευ­γε στην κου­τα­λί­τσα της σόδας κι όταν κατά­παυαν οι πόνοι, έπι­νε απα­νω­τούς καφέ­δες, κάπνι­ζε αδιά­κο­πα κι έτρω­γε ό,τι του γου­στά­ρι­ζε, ας ήταν το πιο βλα­βε­ρό φαγη­τό. Τον θυμού­μαι μαζε­μέ­νο κου­βά­ρι να περ­νά τις τρο­με­ρές κρί­σεις κατα­κί­τρι­νος ενώ ο ιδρώς σκέ­πα­ζε με θρόμ­βους το μέτω­πό του. Γερός σ’ όλη του τη ζωή, από­δι­δε την αρρώ­στια του σε ψυχι­κούς κλο­νι­σμούς. Κάπο­τε μου είχε μιλή­σει κι γι’ αυτούς. Είχε εγκα­τα­λη­φθεί από τη γυναί­κα που με πάθος αγα­πού­σε.. Δεν παρα­ξε­νεύ­τη­κα. Ήταν φυσι­κό μια τόσο μεγά­λη αγά­πη να μη βρει αντα­πό­κρι­ση. Αλλά κι αν έβρι­σκε θα κού­ρα­ζε. Ο μεγά­λος έρω­τας είναι τυραν­νι­κός. Κανέ­νας δεν αντέ­χει σ’ αυτόν. Ο ερχο­μός του Κ. Θεο­τό­κη στην Αθή­να δεν ήταν μόνο η ανά­γκη να εργα­στεί, αλλά και για να γλι­τώ­σει από το μαρ­τύ­ριο της εγκα­τά­λει­ψης. Δεν το κατά­φε­ρε. Σε λίγο κυριευ­μέ­νος από τη νοσταλ­γία του νησιού του, και ίσως με την ελπί­δα να ξανα­ζή­σει ευτυ­χι­σμέ­νες στιγ­μές, πήρε το δρό­μο του γυρι­σμού. Όταν ξανα­ήρ­θε ήτα­νε χει­ρό­τε­ρα. Υπέ­φε­ρε περισ­σό­τε­ρο. Η σκαμ­μέ­νη του όψη μαζί με τη στυ­γνή μελαγ­χο­λία του φανέ­ρω­νε πως το ταξί­δι αντί να του δώσει χαρά τον ρήμα­ξε ολό­τε­λα. Η αρρώ­στια όλο και φού­ντω­νε. Δε χώνευε τίπο­τα και οι πόνοι ήτα­νε αβάσταχτοι.

Ακρι­βώς τότε τελεί­ω­νε και το μυθι­στό­ρη­μά του «Οι σκλά­βοι στα δεσμά τους», το τόσο ξεχω­ρι­στό ανά­με­σα στα ελλη­νι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα. Όταν μου το διά­βα­σε τελειω­μέ­νο, του είπα τη γνώ­μη μου. Ο Άλκης, ο ήρω­ας του έργου, ο τύπος του ιδε­ο­λό­γου κοι­νω­νι­κού επα­να­στά­τη, ήτα­νε απο­τυ­χη­μέ­νος. Σχε­τι­κά με τα άλλα πρό­σω­πα, περί­φη­μα ψυχο­λο­γη­μέ­να κι ανά­γλυ­φα τόσο ώστε να θυμί­ζουν μεγά­λους ξένους συγ­γρα­φείς – ο γερο-Οφιο­μά­χος, σα να βγαί­νει από την κοσμο­γο­νι­κή δημιουρ­γι­κό­τη­τα του Μπαλ­ζάκ – ο Άλκης μόλις διαγράφεται.Τον σκο­τει­νιά­ζουν τόσο οι άλλοι συντε­λε­στές που φτιά­νουν την τρα­γι­κή ατμό­σφαι­ρα του δυνα­τού αυτού έργου, ώστε όταν κλεί­νει κανείς το βιβλίο να τον ξεχνά παρευ­τύς. Κι όμως είναι αυτός που προ­ο­ρί­ζε­ται να γκρε­μί­σει με τα αδύ­να­τά του μπρά­τσα το σάπιο εκεί­νο κόσμο.

Δέχτη­κε ανε­πι­φύ­λα­χτα την παρα­τή­ρη­σή μου. Τόξε­ρε. Ο Άλκης του ξέφυ­γε. Δεν στά­θη­κε ικα­νός να τον ολοκληρώσει.

– Σου διά­βα­σα μου είπε, με την ελπί­δα να μη δεις πού κου­τσαί­νει, όπως δεν τόδε και κάποιος άλλος, αλλά εσύ το είδες.

Την ίδια αδυ­να­μία έχει και ο «Κατά­δι­κος». Ούτε εκεί δεν κατά­φε­ρε να δώσει εκεί­νο που ζητούσε.

Μόνο το δημιουρ­γι­κό δαι­μό­νιο του Ντο­στο­γιέφ­σκι έφτια­νε ψυχές αβυσ­σα­λέ­ες και πλάι σ’ αυτές παρα­δεί­σιες. Ο Θεο­τό­κης ήτα­νε ωμός νατου­ρα­λι­στής. Η συγ­γρα­φι­κή του ικα­νό­τη­τα κλει­νό­ταν στην περι­γρα­φή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και στο άσκη­μο φανέ­ρω­μά της. Κι είναι παρά­ξε­νο για­τί δε γνώ­ρι­σα άλλον να συγκι­νεί­ται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γεν­ναία εκδή­λω­ση, στο κάθε ηθι­κό μεγα­λείο, μπρος στην κάθε αρε­τή, στον κάθε ηρωισμό.

Σοσια­λι­στής των άκρων πίστευε από­λυ­τα πως για να φτια­χτεί ένας νέος ηθι­κός κόσμος απαλ­λαγ­μέ­νος ολό­τε­λα από τις αμαρ­τί­ες του παλιού χρεια­ζό­ταν ν’ αλλά­ξει από τα θεμέ­λια το υπάρ­χον κοι­νω­νι­κό καθε­στώς. Αλλά δε στά­θη­κε ικα­νός να δου­λέ­ψει για το γκρέ­μι­σμά του όπως είπα­με. Και με πόση σκλη­ρό­τη­τα κατα­δί­κα­ζε τη λιπο­τα­ξία του. Για­τί όπως ήτα­νε ανε­λέ­η­τος για τους άλλους έτσι ήτα­νε και για τον εαυ­τό του.

Μια μέρα του μιλού­σα για κάποια φτω­χή νέα συγ­γέ­νισ­σά μου που παντρευό­ταν μ’ έναν πολύ μεγα­λύ­τε­ρό της στα χρό­νια. Ο Θεο­τό­κης αγα­νά­χτη­σε. Τόβρι­σκε ανή­θι­κο, παρά φύση, άσκη­μο, ότι δεν παράλ­λα­ζε ένας τέτοιος γάμος από εμπό­ριο της σάρ­κας, κι ότι έπρε­πε νάναι πολύ διε­φθαρ­μέ­νη ψυχι­κά η κοπέ­λα που δεχό­ταν ένα τέτοιο συνοι­κέ­σιο. Πειράχτηκα.

– Δεν το κάνει του απα­ντώ, για­τί είναι διε­φθαρ­μέ­νη, όπως λέτε, αλλά για­τί πρέ­πει να αλα­φρώ­σει τους γονιούς της από το βάρος και της δικής της συντή­ρη­σης. Αλλά αν και αυτή είναι ανή­θι­κη, τι είναι τότε ένας άντρας όταν κάνει το ίδιο χωρίς να τον υπο­χρε­ώ­νει τίπο­τα; Και τον κοί­τα­ξα κατάματα.

Μια σατα­νι­κή ιλα­ρό­τη­τα ζωγρα­φί­ζε­ται ευτύς στο πρό­σω­πό του, ξέσπα­σε σε δυνα­τό γέλιο και μου λέει:

– Μπρά­βο κυρά μου, να μου ζήσεις! Έτσι είναι. Καλά μου κάνεις!

Η ευκαι­ρία να μαστι­γω­θεί είχε πάλι παρου­σια­στεί και την άδρα­χνε. Ήταν κι αυτό ένα είδος μαζο­χι­σμού, να σε εξα­να­γκά­ζει να του λες τα κου­σού­ρια του.

Σε ηλι­κία είκο­σι χρο­νών ο Θεο­τό­κης ταξι­δεύ­ο­ντας στην Αυστρία παντρεύ­τη­κε με κάποια σαρα­ντά­ρα αυστρια­κή κοντέ­σα πλου­σιό­τα­τη. Ήτα­νε μια μικρό­σω­μη ξαν­θή γυναί­κα, εντε­λώς γριά, όταν τη γνώ­ρι­σα, αλλά κοτσο­νά­τη. Με τρό­πους μεγά­λης κυρί­ας έβλε­πε εμάς τους πλη­βεί­ους από το ύψος των προ­γο­νι­κών της πύρ­γων με τα οικό­ση­μα. Αγα­θή χωρίς άλλο κατά βάθος, αλλά κου­τή σα χήνα και θρη­σκό­λη­πτη. Την επι­πο­λαιό­τη­τα που τον έσπρω­ξε σ’ αυτό το γάμο ο Κ. Θεο­τό­κης την πλή­ρω­σε ακρι­βά. Βέβαια δεν τον εμπό­δι­σε να κάνει το κέφι του, σα νάτα­νε ανύ­πα­ντρος, αλλά τον εμπό­δι­σε όλη του τη ζωή να είναι από­λυ­τα ηθι­κός άνθρω­πος. Και θα την είχε αυτή την ανά­γκη αφού λάτρευε τόσο την αρε­τή. Να παντρευ­τεί μια γριά ασή­μα­ντη γυναί­κα για τα λεφτά της! Αυτός ο σοσια­λι­στής, ο επα­να­στά­της να που­λη­θεί για λίγες κορώ­νες στον αντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τε­ρο τύπο μιας βάρ­βα­ρης ολι­γαρ­χι­κή φεου­δαρ­χί­ας! Επί τριά­ντα χρό­νια ήτα­νε η ακοί­μη­τη τύψη του.

Όταν ήτα­νε να του γίνει η εγχεί­ρη­ση, η γυναί­κα του ήρθε από την Κέρκυρα.

– Δεν ήρθε για­τί με πονά, αλλά για­τί έτσι πρέ­πει, μου έλεγε.

Θάχε δίκαιο. Οι αρι­στο­κρά­τες δεν κινιού­νται συνή­θως από τα αισθή­μα­τά τους αλλά σύμ­φω­να με τους τρό­πους. Θυμού­μαι την ημέ­ρα που πήγα στον «Ευαγ­γε­λι­σμό» να τον δω αμέ­σως ύστε­ρα από την εγχεί­ρη­ση που πιστο­ποί­η­σε τον καρ­κί­νο. Ο Κ. Θεο­τό­κης αναί­σθη­τος ακό­μα από το χλω­ρο­φόρ­μιο κοί­του­νταν ίδιος νεκρός. Στο δωμά­τιο ήταν η κυρία Θεο­τό­κη. Ψύχραι­μη, αξιο­πρε­πής, με τα μυτε­ρά της κου­μπω­τά μπο­τί­νια, το μακρύ της φου­στά­νι, το ντα­ντε­λέ­νιο ζαμπώ, σφιγ­μέ­νη στον παλαϊ­κό κορ­σέ και με τον κότσο στην κορ­φή της κεφα­λής καθό­ταν μ’ όρθιο το πανω­κόρ­μι στην πολυ­θρό­να πλάι στον άρρω­στο. Την ίδια στιγ­μή ερχό­ταν και η νοσο­κό­μα με το δίσκο τα φαγητά.

Λοι­πόν, αντίς όπως θάκα­νε κάθε άλλη στη θέση της, να διώ­ξει το φαγη­τό, εκεί­νη το κρά­τη­σε και αρχί­ζο­ντας να τρώ­ει μου λέει:

– Tresa propos, j’ ai tellement faim!

Έμει­να κατάπληχτη.

Με τη γυναί­κα του ο Κ. Θεο­τό­κης είχε απο­χτή­σει ένα κορι­τσά­κι. Ευτύς μόλις παντρεύ­τη­κε. Την Τίνα. Φαί­νε­ται πως το λάτρευε αυτό το παι­δί. Δια­φο­ρε­τι­κά δεν εξη­γεί­ται πώς ύστε­ρα από τριά­ντα χρό­νια θυμό­ταν τη μορ­φή του, το χρώ­μα των μαλ­λιών του, τα λογά­κια του, και μιλού­σε γι’ αυτά με τόσο πονε­μέ­νη στοργή.

– Και μια μέρα, ένα χρό­νο από το θάνα­τό της, καθώς περι­ποιού­μουν τον κήπο, στους Καρου­σά­δες, βρή­κα σε μια από­με­ρη γωνιά, κρυμ­μέ­να στο χορ­τά­ρι, το κου­βα­δά­κι και το φτυά­ρι της Τίνας. Τα είχε αφη­μέ­να εκεί, και τα βρή­κα όταν πια εκεί­νη δεν υπήρ­χε που­θε­νά… Δεν τα άγγι­ξα, ούτε είπα σε κανέ­να. Αλλά πολ­λές φορές πήγαι­να προς τα εκεί και καθό­μουν σιμά τους…

Έπει­τα από λίγο ζήτη­σε ο ίδιος να μετα­φερ­θεί στην Κέρ­κυ­ρα. Δεν ξέρω αν κατα­λά­βαι­νε πως η αρρώ­στια του ήτα­νε αγιά­τρευ­τη. Δε μίλη­σε ποτέ γι’ αυτό. Είμαι όμως σίγου­ρη, κάποια ελπί­δα ζού­σε στην καρ­διά του πως η γυναί­κα που τόσο είχε αγα­πή­σει θα τον συντρό­φευε στο κρε­βά­τι του πόνου. Θα ήταν αρκε­τή αντα­μοι­βή για όλα τα μαρ­τύ­ρια που πέρα­σε προς χάρη της. Αυτή μου την ιδέα, την πιστο­ποί­η­σε η μονα­δι­κή επι­στο­λή που έλα­βα από τον Κ. Θεο­τό­κη. Το γρά­ψι­μο φανέ­ρω­νε κου­ρα­σμέ­νο και αβέ­βαιο χέρι. Με καλού­σε να πάω στην Κέρ­κυ­ρα, ότι θα χαι­ρό­ταν να με φιλο­ξε­νή­σει λίγον και­ρό, όσο μου άρε­σε να μεί­νω, και πως η κυρία Ε… δεν είχε πάει ακό­μη να τον δει.

Έπει­τα από λίγο πέθανε.

Μίλη­σα για τον Κ. Θεο­τό­κη σαν άνθρω­πο, για­τί ενδια­φέ­ρει πάντα πλάι στο έργο ενός συγ­γρα­φέα να βλέ­που­με ποιους δρό­μους περ­πά­τη­σε στη ζωή ο ίδιος κι αν ό,τι αφή­νει πίσω του βρί­σκε­ται σε αρμο­νία με τις πρά­ξεις και τα αισθή­μα­τα που έζη­σε ή είναι ολό­τε­λα ξένο και άσχε­το, όπως συμ­βαί­νει πολ­λές φορές.

Ο Κ. Θεο­τό­κης βρί­σκε­ται διά­χυ­τος στους «Σκλά­βους στα δεσμά τους». Είναι ο Γιώρ­γης ο ερω­μέ­νος της κυρί­ας Βαλ­σά­μη και ο Άλκης ο επα­να­στά­της. Άλλω­στε το όλο μυθι­στό­ρη­μα είναι παρ­μέ­νο από τη ζωή του σπι­τιού του και της Κερ­κυ­ραϊ­κής κοι­νω­νί­ας. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στά­θη­κε ένας επα­να­στα­τη­μέ­νος, ένας ριζο­σπά­στης. Μισού­σε την τάξη του και περι­φρο­νού­σε χωρίς τη δύνα­μη να δοθεί σε κεί­νο που πίστευε. Γι’ αυτό ο κοι­νω­νι­κός αγώ­νας έμει­νε μόνο στην καρ­διά του, χωρίς να μπο­ρέ­σει να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ούτε και μέσα στο έργο του με τον Άλκη, εκεί­νο που τόσο ποθού­σε να κάμει ο ίδιος στη ζωή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο