Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Ν. Κανελλάκης, ο αυτοδίδακτος λόγιος της Χίου και η πολύπλευρη προσφορά του στο χιακό πολιτισμό

 Επι­μέ­λεια Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Αθη­νάς Κ. Ζαχα­ρού — Λουτράρη

Κωνσταντίνος Ν. Κανελλάκης
(1840–1916)

Ο αυτο­δί­δα­κτος λόγιος της Χίου και η πολύ­πλευ­ρη προ­σφο­ρά του στο χια­κό πολιτισμό
7 τόμοι.
Εκδό­σεις Άλφα πι/ Ροδο­κα­νά­κη 7 , Χίος/2017

Ένα 7τομο δημιούρ­γη­μα, απο­τέ­λε­σμα μακρό­χρο­νης έρευ­νας της δρ. Αθη­νάς Κ. Ζαχα­ρού-Λου­τρά­ρη με σκο­πό την ανά­δει­ξη του έργου και της προ­σω­πι­κό­τη­τας του άγνω­στου ‑εκτός Χίου- Κων­στα­ντί­νου Ν. Κανελ­λά­κη πολυ­σχι­δούς προ­σω­πι­κό­τη­τας, κι αναμ­φί­βο­λα ένας από του λιγο­στούς πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους που στην ανι­διο­τε­λή πνευ­μα­τι­κή προ­σφο­ρά τους ο τόπος μας ‘χρω­στά­ει’ σχε­δόν τα πάντα.

Λαο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας, γλωσ­σο­λό­γος, τοπο­γρά­φος, εκπαι­δευ­τι­κός ο αυτο­δί­δα­κτος Κων­στα­ντί­νος Κανελ­λά­κης σαφώς από όλους τους επι­στη­μο­νι­κούς τομείς που ασχο­λή­θη­κε πιο γνω­στή είναι η προ­σφο­ρά του στην λαογραφία.

Ο Κ. Κ., ο πρώ­τος λαο­γρά­φος της Χίου ‑όπως τον ονόμασαν‑, πέρα­σε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ζωής του με περι­η­γή­σεις στα χωριά του νησιού όπου και κατέ­γρα­φε την ντο­πιο­λα­λιά, τα ήθη, έθι­μα, παρα­δό­σεις, ανέκ­δο­τα παρα­μύ­θια κι ότι άλλο σχε­τι­κό στην προ­σπά­θεια του να δια­σώ­σει τη λαϊ­κή παράδοση.

‘Νικό­λα­ος Πολί­της’ της Χίου θα λέγα­με στον τομέα της Λαο­γρα­φί­ας, η Χίος κι η Ελλά­δα του οφεί­λουν πολλά …

Γεν­νή­θη­κε ο Κ.Κ., στην Χίο το 1840 σε φτω­χι­κή οικο­γέ­νεια, τα γράμ­μα­τα που έμα­θε λίγα, όμως με πολύ επί­πο­νο κι επί­μο­νη μελέ­τη πλού­τι­ζε συνε­χώς τις γνώ­σεις του. Με απο­τέ­λε­σμα; να τον θεω­ρούν έναν ισά­ξιο των Κοραή και Ψυχά­ρη Χια­κής κατα­γω­γής μεγά­λων των Γραμμάτων…

7τομο έργο : Κων­στα­ντί­νος Ν. Κανελ­λά­κης (1840–1916).
Ο αυτο­δί­δα­κτος λόγιος της Χίου και η πολύ­πλευ­ρη προ­σφο­ρά του στο χια­κό πολιτισμό.
Τόμος Α’: Βιογραφικά-Αλληλογραφία.
Τόμος Β’: Το Παρ­θε­να­γω­γείο Νενή­των Χίου
Τόμος Γ’: Το Γλωσ­σο­λο­γι­κό και Λαο­γρα­φι­κό έργο
Τόμος Δ’: Το Αρχαιο­λο­γι­κό και Ιστο­ρι­κό έργο.
Τόμος Ε’: Το τοπο­γρα­φι­κό και Χαρ­το­γρα­φι­κό έργο
Τόμος Στ’: Το έργο του ως συλ­λέ­κτη και μελε­τη­τή παλαιών χειρογράφων.
Τόμος Ζ’: Άγνω­στα στοι­χεία για τη μαστί­χα κατά την τελευ­ταία Οθω­μα­νι­κή περίοδο.

Τα περιε­χό­με­να λοι­πόν των 7 τόμων ανα­φο­ράς στην σημα­ντι­κή αυτή προ­σω­πι­κό­τη­τα τον Κ. Κανελ­λά­κη που γεν­νή­θη­κε και πέθα­νε στην Χίο, την Χίο την πατρί­δα του που την λάτρε­ψε και προ­σπά­θη­σε με όλες του τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις να την βοη­θή­σει ποικιλότροπα…

Πρώ­το του βιβλίο το Χια­κά Ανά­λε­κτα-βιβλίο ‘σταθ­μό’ στις χια­κές μελέ­τες. Ενώ τον συνα­ντά­με από το 1872 και μετά να συμ­με­τέ­χει εις τον Ζωγρά­φειον Αγώ­να ‘Ζώντων Μνη­μεί­ων’ του Εν Κων­στα­ντι­νου­πό­λει Ελλη­νι­κού Φιλο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου απ’ όπου και απέ­σπα­σε επτά(!) φορές το πρώ­το βρα­βείο για τα λαο­γρα­φι­κά κεί­με­να που έστελνε.

Με μετα­φο­ρι­κό του μέσο ένα γαϊ­δου­ρά­κι, μολύ­βι και χαρ­τί, εκεί­να τα χρό­νια που δεν υπήρ­χαν τζιπ και υπο­λο­γι­στές με κάμε­ρες, ο Κων­στα­ντί­νος Κανελ­λά­κης που υπήρ­ξε και ιδρυ­τής και διδά­σκα­λος του Παρ­θε­να­γω­γεί­ου Νενή­των επί 30 έτη –τ.Β’-ο Κ.Κ., γύρι­ζε το νησί και κατέ­γρα­φε τα πάντα … μέσα από τις αφη­γή­σεις των χωρι­κών και… παρα­μύ­θια… παρα­μύ­θια λαϊ­κά που φυσι­κά ο ερευ­νη­τής κατέ­γρα­φε στην ομι­λού­με­νη ντο­πιο­λα­λιά του αφηγητή…

Στο Γ’ τόμο, με τίτλο, Το Γλωσ­σο­λο­γι­κό και Λαο­γρα­φι­κό έργο, η δρ. Α. Ζαχα­ρού-Λου­τρά­ρη κάνει ανα­φο­ρά στο βιβλίο της Γεωρ­γί­ας Λου­κά-Μήτση , Κων­στα­ντί­νου Κανελ­λά­κη: Με και­ρόν κρί­νει ο Θεός και άλλα 22 παρα­μύ­θια «Των εκ του Χια­κού Λαού».(σ.145) κι ομο­λο­γώ αυτή η ανα­φο­ρά της μου έδω­σε το ερέ­θι­σμα να ανα­ζη­τή­σω το βιβλίο με τα παραμύθια…

Τι λέτε δια­βά­ζου­με ένα από αυτά;

Και…
Αρχή του παραμυθιού
Καλη­σπέ­ρα σας!

Ο πτω­χός κι ο πλούσιος.

Κάπο­τε ήταν μια χήρα, τίμια και καλή γυναί­κα, αλλά ήταν η καη­μέ­νη φτω­χιά. Ήταν όμως πολύ προ­κομ­μέ­νη, και δού­λευε μέρα νύχτα για να ζήσει τα παι­διά της.

Ήρθε όμως ένας και­ρός που δεν είχε δου­λειές κι η φαμε­λιά της πεί­να­γε το ψωμί και ένα βρά­δυ δεν είχε τίπο­τα να της δώσει να φάει.

Σκε­φτό­ταν τι να κάνει, και στο τέλος απο­φά­σι­σε με πολύ κόπο και με μεγά­λη ντρο­πή, να πάει στο σπί­τι ενός πλού­σιου, που ήταν γεί­το­νας της, και να του ζητή­σει ότι τον φώτι­ζε ο Θεός να της δώσει, για να περά­σουν τα παι­διά της εκεί­νη τη βρα­διά και να μην μεί­νουν νηστικά.

Λοι­πόν , βγή­κε από το σπί­τι και μια πήγαι­νε τα ποδά­ρια της εμπρός και δυο πίσω, αλλά επι­τέ­λους πήγε κι ανέ­βη­κε το σπί­τι του πλου­σί­ου με μεγά­λη ντροπή.

Έπε­σε στα γόνα­τα του και τον παρα­κά­λε­σε με πολύ συστο­λή, να της δώσει ότι τον φωτί­σει ο Θεός , για να περά­σουν τα παι­διά της μια βρα­διά. Μα ο πλού­σιος της είπε με θυμό, να ξεκου­μπι­στεί να φύγει από εκεί και δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να συντη­ρεί τους φτωχούς.

Η δυστυ­χι­σμέ­νη χήρα από τη μεγά­λη της ντρο­πή βγή­κε έξω από το σπί­τι του και ζαλί­στη­κε, και κατέ­βη­κε στον δρό­μο σαν άρρω­στη, και δεν ήξε­ρε τι να κάνει και που να πάει.

Κατά τύχη, τη στιγ­μή εκεί­νη πέρα­σε ένας κυνη­γός και σαν την είδε να στέ­κε­ται εκεί και να μην πηγαί­νει ούτε πίσω ούτε εμπρός, τη ρώτη­σε για­τί δεν πηγαί­νει πίσω ούτε εμπρός και μάλι­στα νυχτιάτικα.

Αυτή στην ερώ­τη­ση του έμει­νε βου­βή. Πάλι την ξανα­ρώ­τη­σε μια και δυο φορές , κι αφού συνήλ­θε του είπε τότε το τι έτρε­χε και των παι­διών της τον καημό.

Ο κυνη­γός την έπια­σε από το χέρι και της είπε πως έχει ο Θεός και την πήγε στο σπί­τι της , και έψα­ξε την τσέ­πη του αλλά παρά δεν βρή­κε για­τί ήταν κι αυτός φτωχός.

Έτσι την παρα­κά­λε­σε να πάει στα παι­διά της κι ας περά­σουν την νύχτα όπως μπορούν.

Έφυ­γε ο κυνη­γός και πήγε να κοι­μη­θεί, και σκε­φτό­ταν γατί ο Θεός, για­τί η φύση να κανο­νί­σει τα πράγ­μα­τα του κόσμου μ’ αυτό τον τρό­πο, μα πάλι ξανα­σκέ­φτη­κε κι είπε πως αυτά είναι μυστή­ρια που τα άφη­σε ο Θεός για τον εαυ­τό του, κ’ εκεί­νος μόνο τα ξέρει.

Πριν να ξημε­ρώ­σει, ετοι­μά­στη­κε ο κυνη­γός κι επή­γε στο κυνή­γι, κι γύρι­ζε εδώ κι εκεί μα κυνή­γι δεν έβρισκε.

Ύστε­ρα σκέ­φτη­κε να πάει σε μια σπη­λιά που είχε μέσα φωλιές με αγριοπέρδικες.

Όταν έφτα­σε εκεί, τρά­βη­ξε μια και δυο και κάμπο­σες σκό­τω­σε, και πάλι ξανα­γέ­μι­σε και τρά­βη­ξε για να βγει έξω, μα ξαφ­νι­κά βλέ­πει μεγά­λο φίδι στην πόρ­τα μπρο­στά και το φοβήθηκε.

Σκέ­φτη­κε, με φώτι­ση Θεού, πως είχε στον τρου­βά του δυο μπα­λαρ­μά­δες, τους έρι­ξε στο του­φέ­κι μέσα, και εις το όνο­μα του Θεού, πυρο­βό­λη­σε και οι μπα­λαρ­μά­δες του πήραν το κεφά­λι του φιδιού, που ήταν τόσο μεγά­λο σαν κεφά­λι μικρού μοσχαριού.

Από την χαρά του, που το σκό­τω­σε το φίδι κρέ­μα­σε το κεφά­λι στο του­φέ­κι του, πήρε και τα που­λιά και ξεκί­νη­σε για να πάει στης χήρας τα παιδιά.

Από το μέρος που περ­νού­σε ήταν χωριό, και τα μικρό­παι­δα καθώς είδαν το κεφά­λι έτρε­χαν από πίσω του.

Ύστε­ρα έτρε­ξαν κι οι γονείς, να πάνε να το δουν , κι ένας στον άλλον έλε­γε, πως είναι το φίδι που τους έτρω­γε όλα τα ζώα τους. Κι έτσι από λόγο σε λόγο πήγε και στ’ αυτί του άρχο­ντα του χωριού και πήγε κι αυτός μαζί με τους άλλους να το δουν.

Αφού το είδαν και πεί­στη­καν ότι ήταν εκεί­νο το φίδι που νόμι­ζαν, τον ρώτη­σαν που και πως το σκό­τω­σε, κι αυτός που είχε καλή και χρι­στια­νι­κή καρ­διά τους είπε την αλήθεια.

Του είπαν τότε πως από και­ρού είχαν συμ­φω­νή­σει και είχαν απο­φα­σί­σει γι’ αυτό το φίδι ότι σε όποιον το σκο­τώ­σει θα του πλη­ρώ­σουν λίρες τριά­ντα ως αμοι­βή, και πως ήταν της τύχης του, αυτός να το σκο­τώ­σει και θα πάρει αυτά τα χρή­μα­τα κι ας τα κάμει ότι θέλει.

Πήρε λοι­πόν ο κυνη­γός τις τριά­ντα λίρες στο χέρι, κι έτρε­ξε αμέ­σως στη χήρα, κι επά­νω ανέ­βη­κε κι έδω­σε τα που­λιά στα ορφα­νά, κι άφη­σε στο τρα­πέ­ζι σωστές τις τριά­ντα λίρες κι έφυγε.

Ύστε­ρα από ώρα πολύ, η χήρα βρή­κε τις λίρες πάνω στο τρα­πέ­ζι και νόμι­ζε πως ήταν όνει­ρο, μα αφού τις έψα­ξε, αφού τις έπια­σε καλά-καλά το κατά­λα­βε πως εκεί­νος ο ξένος ο φτω­χός κυνη­γός, της τις άφη­σε εκεί.

Τότε σκέ­φτη­κε, πια δια­φο­ρά υπάρ­χει στον κόσμο, και στους ανθρώ­πους, κι από τους πλού­σιους ως τους φτω­χούς. Και πως οι πρώ­τοι, ως χορ­τα­σμέ­νοι, αδια­φο­ρούν στις ανά­γκες και τις περι­στά­σεις των δυστυχών…

Από το βιβλίο, Με και­ρόν κρί­νει ο Θεός Και άλλα 22 παραμύθια

‘ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΧΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ’/ Εκδό­σεις Άλφα πι/ Χίος.

Και… τέλος του παρα­μυ­θιού παρα­μύ­θι λαϊ­κό προ­φο­ρι­κό από γενιά σε γενιά που κατέ­γρα­ψε ο Κανελ­λά­κης και που φανε­ρώ­νει με το θέμα του και το επι­μύ­θιο του τις βαθιές ριζο­σπα­στι­κές ιδέ­ες του Χια­κού λαού μέσα στους αιώνες…

Επι­στρο­φή στο 7τομο έργο της κ. Λου­τρά­ρη και ακό­μη μια στά­ση στον Γ’ τόμο, εδώ όπου η δρ. Ζ‑Λ, μας παρου­σιά­ζει έναν πολυ­σέ­λι­δο Βυζα­ντι­νό ονει­ρο­κρί­τη , 190 αλφα­βη­τι­κά κατα­ταγ­μέ­νων λημ­μά­των σε δωδε­κα­σύλ­λα­βους στί­χους , με την από­δο­ση τους σε λόγια γλώσ­σα , τον οποί­ον ο Κανελ­λά­κης αντέ­γρα­ψε ‘δια το διτ­τόν της δια­λέ­κτου’ κι όπως μας επι­σή­μα­νε η εξαί­ρε­τη ερευ­νή­τρια, ιστο­ρι­κός και συγ­γρα­φέ­ας κ. Α. Ζ. Λ., πιθα­νόν ο Ονει­ρο­κρί­της αυτός να είναι ο 8ος από τους δια­σω­θέ­ντες έμμε­τρους της επο­χής εκείνης…

Ανε­κτί­μη­της αξί­ας η κατα­γρα­φή και διά­σω­ση του Βυζα­ντι­νού Ονει­ρο­κρί­τη από τον Κ. Κ., δεδο­μέ­νης της μεγά­λης σημα­σί­ας που έδι­ναν οι συγ­γρα­φείς από την αρχαιό­τη­τα στην ερμη­νεία των ονείρων.

Κων­στα­ντί­νος Ν. Κανελ­λά­κης, επι­στή­μο­νας.. αυτο­δί­δα­κτος με το σύνο­λο του έργου του να τον προ­σθέ­τει στην χωρία των μεγά­λων των Ελλη­νι­κών γραμ­μά­των και που ιδιαί­τε­ρα στο χώρο της λαο­γρα­φί­ας η προ­σφο­ρά του ανεκτίμητη.

Αθη­νά Κ. Ζαχα­ρού- Λου­τρά­ρη η δημιουρ­γός αυτού του τολ­μη­ρού εγχει­ρή­μα­τος και σαφώς οι μελε­τη­τές όλων των επι­στη­μο­νι­κών πεδί­ων που ασχο­λή­θη­κε ο Κανελ­λά­κης θα έχουν για τις έρευ­νες τους μια αξιό­πι­στη και ενδε­λε­χή πηγή να απευθυνθούν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο