Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωστής Παλαμάς: Οι Μήνες

Ξέρεις τ’ απά­τη­το βου­νό που την κορ­φή του χιόνι
χει­μώ­να καλο­καί­ρι ζώνει;
Εκεί στη ρίζα του βου­νού στέ­κει ένα σπί­τι, κάτι
που μοιά­ζει του Ήλιου το παλάτι.

Μέσα στο σπί­τι κάθο­νται δώδε­κα Παλικάρια
με πρό­σω­πα σαν τα φεγγάρια.
Εκεί ο Γενά­ρης κάθε­ται, στο Χιό­νι τρέ­χει ο νους του
και στο Βοριά, στους ακρι­βούς του,
εκεί ο Φλε­βά­ρης, που άγρια τα κύμα­τα κυλάει,

γέρ­νει στης Μυγδα­λιάς το πλάι,
κι ο Μάρ­της ο πεντά­γνω­μος, λιο­ντά­ρι όταν θυμώνει,
και όταν γελά­σει, χελιδόνι.
Κι ο Απρί­λης ο ανθο­στέ­φα­νος, που πάει και τα κοπάδια
βόσκει στα πρά­σι­να λιβάδια,

κι ο Μάης που με τον Έρω­τα τον ψυχοκυνηγάρη
είναι ηλιο­γέν­νη­το ζευγάρι.
Κι ο Θερι­στής, θησαυ­ρι­στής οπὄχει τα σιτάρια,
του κάμπου τα μαργαριτάρια.
Νά, κι ο Αλω­νά­ρης, δου­λευ­τής· όπου στα­θεί, όπου γείρει,

τον κατα­τρέ­χει το Λιοπύρι.
Νά, κι ο Αύγου­στος, πολύ­καρ­πος, δρο­σά­τος νυχτερεύει
με το Φεγ­γά­ρι που λατρεύει,
κι ο Τρυ­γη­τής, που λαχτα­ρεί, σα νά ειναι κόρης χείλια,
τα ροδο­κόκ­κι­να σταφύλια,

κι ο Μήνας τ’ αϊ-Δημη­τριού, πὄχει μια γλύ­κα ξένη,
κάτι σαν πόθος που πεθαίνει,
και τ’ Άγι’ Αντρέα ο γκαρ­δια­κός, που βάζει φορε­σιά του
τα κιτρι­νό­φυλλ’ αποκάτου,
κι ο άλλος που κλαί­ει και που βογκά­ει και που γεροντοφέρνει

κι όλο ένα κρύο τονε δέρνει.
Και καρ­τε­ρεί ο καθέ­νας τους πότε στον κόσμο πέρα
θα πάει με τα φτε­ρά του αγέρα,
στον κόσμο πέρα, που όλοι τους με καλο­σύ­νην ίδια,
του βρέ­χουν χίλια δυο στολίδια,

(στο­λί­δια οϊμέ! που δε χαλάν τη Δυστυ­χία τη σκύλα
και της Κακί­ας τη μαυρίλα).
Όμως κανέ­νας απ’ αυτούς δε χαί­ρε­ται τη χάρη
του πρω­το­γέν­νη­του Γενάρη,
οπὄχει την Πρω­το­χρο­νιά μοναχοθυγατέρα,

τη Ρήγισ­σα τη χρυσοχέρα!
Η Μοί­ρα την εμοί­ρα­νε· απ’ το δικό της χέρι
το κάθε τι να πέφτει, αστέρι.
Κι ό,τι, χαρίζ’ η Ρήγισ­σα, κι αν είναι τιποτένιο,
να δεί­χνε­ται μαλαματένιο.

—Για τού­το ο κόσμος, μάγισ­σα, για μια στιγ­μή μπρο­στά σου
με το γορ­γό το πέρα­σμά σου,
ο μαύ­ρος κόσμος γίνε­ται τρα­ντά­φυλ­λο τ’ Απρίλη
με σφρα­γι­σμέ­να ακό­μα χείλη,
που μ’ ένα αλα­φρο­στά­λαγ­μα, και πριν η αυγού­λα φύγει,

η θεία δρο­σιά το γλυκανοίγει!
1890

(Ο πίνα­κας «Τέσ­σε­ρις επο­χές» είναι του Γιάν­νη Τσαρούχη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο