Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωστής Παλαμάς «Φεβρουάριος»

Απ’ το παρά­θυ­ρο στα βάθη μακριά,
Ο κάμπος ξεχωρίζει,
Και φαί­νε­ται η αποκριά
Μέσα στο δρόμ’ όλη βοή που τριγυρίζει
Είν’ ο και­ρός όπου τρε­λή γιορ­τάζ’ η χώρα,
Και σιέ­ται η μυγδα­λιά με κάλ­λη ανθοφόρα.

Φτω­χός ο κάμπος μας, μα όχι και γυμνός,
Αφού είν’ ασπροντυμένος.
Μοιά­ζει με νιο που αχαμνός
Κι απ’ την αρρώ­στια κάτα­σπρος ειν’ ο καημένος.
Στο δρό­μο άμα­ξες, μεθύ­σι, προσωπίδες,
Και ρίχνει ο ουρα­νός βρο­χής ρανίδες.

Τι τάχα να είσαι θλι­βε­ρή, ψιλή βροχή,
Που αργά κι αγά­λι ‘γαλι
Μας έρχε­σαι την εποχή
Που τα νυφιά­τι­κα η μυγδα­λιά έχει βάλει;
Η φύσις κλαί­ει τη χει­μω­νιά που την παγώνει,
Ή κλαί­ει από χαρά στο Μάρ­τη που σιμώνει;

Σ’ εκεί­νο το παρά­θυ­ρο μπρο­στά κρατεί
Η μάν­να το παι­δί της,
Πότε του δεί­χνει τη γιορτή,
Πότε την εξο­χή με τη λευ­κή στο­λή της.
Απο­κριάς χαρά φωτί­ζει τ’ αγγελούδι,
Κι η μάν­να είν’ έμορ­φη, σα μυγδα­λιάς λουλούδι.

Ρίχνει τα μάτια της και βλέ­πει τα βουνά
Μ’ ολό­χιο­νο φουστάνι,
Και με το νου της αρχινά
Και χίλιους μύριους στο­χα­σμούς άθε­λα κάνει,
Λιγά­κι θλι­βε­ρούς σα νέφη του Φλεβάρη,
Μα πάντα καθα­ρούς, σαν του χιο­νιού τη χάρη.

Γιατ’ είναι μάνα με μυα­λό και με καρδιά,
Και είναι η ζωή της
Λου­λού­δι με τρι­πλή ευωδιά
Που της σκορ­πά ο Θεός, ο κόσμος, το παι­δί της.
Την ενθυ­μίζ’ η χει­μω­νιά κι η αγριάδα
Ότι κοντεύ­ει του Μαρ­τιού να ρθει η λιακάδα.

Και νιώ­θει σαν γλυ­κιά μαρ­τιά­τι­κη αυγή
Στα βάθη της ψυχής της,
Κι ακο­λου­θά η συλλογή:
— Παρό­μοια κι ο δυστυ­χής όπου η πίστις
Και τ’ ουρα­νού η ελπίς φωλιά­ζει στην καρ­διά του,
Νιώ­θει μια δύνα­μη γλυ­κιά στη συμ­φο­ρά του.

Ενώ μας δέρ­νου­νε του κόσμου τα δεινά,
Βάλ­σα­μο η πίστη χύνει.
Κι ενώ είναι χιό­νι στα βουνά,
Για ιδές η μυγδα­λιά τον κάμπο πώς τον ντύνει!
Μ’ απ’ το παι­δί μου μακριά πίκρες και πόνοι,
Και το Θεό η χαρά να του θυμί­ζει μόνη.

Σε τέτοιους στο­χα­σμούς ο νους της καταντά,
Και άλλα συλλογιέται.
Μα το παι­δά­κι της κοντά
Στην τρέ­λα της απο­κριάς βουτιέται.
Ξεχνά τα τόσα του παι­χνί­δια, και το κρύο,
Κι έχει παρά­πο­νο, και πόθους χίλιους δύο.
Μεσ’ την καρ­δού­λα του, αγά­πες του χρυσές,
Σωριά­ζο­νται ωραίες
Και πλου­μι­σμέ­νες φορεσιές
Και μάσκες και σπα­θιά και περικεφαλαίες.
Κυρί­ες το κοι­τούν, τις ρίχνει ζαχαράτα,
Κανείς την έμορ­φη δεν ξέρει μασκαράτα…

Ακό­μα στο παρά­θυ­ρο μπρο­στά κρατεί
Η μάν­να το παι­δί της.
Ξεχνιέτ’ εκεί­νο στη γιορτή,
Κι αυτή στην εξο­χή με τη λευ­κή στο­λή της.
Απο­κριάς χαρά φωτί­ζει τ’ αγγελούδι,
Κι η μάνα είν’ έμορ­φη σα μυγδα­λιάς λουλούδι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο