Ο Καταλύτης
Και να που ξαφνικά φτάσαμε ως εδώ.
Κι’ ήταν αρκετός αδελφέ μου,
ένας “ασήμαντος” κορωνοϊός,
να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα,
προβάλοντας την γύμνια του συστήματος.
Να γκρεμίσει μύθους και ψευδαισθήσεις,
που χρόνια έτρεφαν τις κοινωνίες,
να αναταράξει αδιάφορες συνειδήσεις,
που λίμναζαν στον βάλτο των παρασίτων.
Και να που ξαφνικά φτάσαμε ως εδώ.
Χωρίς αποσκευές στο ταξίδι της ζωής,
που τις αφήναμε, κάθε τόσο, σ’ έναν σταθμό,
χωρίς ασπίδες ενάντια στον εχθρό-ιό,
που χρόνια, αδιαμαρτύρητα, μας τις πήραν,
χωρίς καν κάποιο σχεδιασμό,
παρά μόνο τον φόβο, που μας πότισαν.
Κι’ είδαμε τις υποτιθέμενες βεβαιότητες,
που τις θεωρούσαμε αδιαπραγμάτευτες,
να εξαφανίζονται σε βάραθρο βαθύ,
μαζί με τις αυταπάτες που τρέφαμε.
Κι’ είδαμε τις προσευχές μας,
να πνίγονται στα μαύρα νερά,
μαζί με τα λίγα ψίχουλα ελπίδας,
που κάποιοι τσαρλατάνοι πρόσφεραν.
Κι’ είδαμε το προλεταριάτο,
στο χρέος του, υψώνοντας ανάστημα,
να μπαίνει στην πρώτη γραμμή τ’ αγώνα,
σε μια γιγάντια προσπάθεια,
διάσωσης κάθε ανθρώπινης ύπαρξης,
αλληλεγγύης κάθε δοκιμαζόμενου λαού.
Οι μαχητές της υγείας στα νοσοκομεία,
οι εργαζόμενοι στα δίκτυα παραγωγής,
οι διανομείς της εφοδιαστικής αλυσίδας,
οι αφανείς ήρωες των σούπερ-μάρκετ,
όλοι αυτοί, που οι παρασιτικοί αστοί,
τους μεταχειρίζονται σαν αναλώσιμους,
όλοι αυτοί, που πάνω στην εργασία τους,
στηρίζεται το κοινωνικό οικοδόμημα,
που αυγαταίνουν τον πλούτο των αφεντικών,
ρίχτηκαν μ’ αυταπάρνηση στην μάχη.
Και να ξαφνικά που φτάσαμε,
να μην μπορούμε ν’ αγκαλιάζουμε,
πρόσωπα αγαπημένα,
να φιλήσουμε χείλη λατρεμένα.
Τα μάτια μάταια αποζητάνε,
ορίζοντες να ταξιδέψουνε,
οι αποξενωμένες ψυχές γυρεύουνε,
λόγο-βάλσαμο σε κάτι να ελπίσουνε,
τα όνειρα διέξοδο να μην βρίσκουνε,
για την πραγμάτωση της ζωής.
Και να ξαφνικα που ο κόσμος,
μέσω του καταλύτη-ιού, αλλάζει.
Οι συνειδήσεις αρχίζουν ν’ αφυπνίζονται,
οι άνθρωποι αλλιώς ν’ αφουγκράζονται.
Πρέπει ν’ αδράξουμε την στιγμή,
να διώξουμε την βαρβαρότητα,
ν’ απαλλαγούμε απο τα παράσιτα,
π’ απομυζούν τον ιδρώτα μας,
να χτίσουμε τον κόσμο που θέλουμε,
έναν κόσμο στο μπόι το δικό μας!
Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής
Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Μητρόπολη του Καπιταλισμού!
Πρώτη δύναμη του Ιμπεριαλισμού!
Τι δύναμη!
Τι έπαρση!
Τι αυτοπεποίθηση!
Τι φήμη!
Κι’ ας αφανίζουν λαούς και χώρες.
Κι’ ας ληστεύουνε τον πλούτο τους.
Κι’ ας ξεριζώνουν ανθρώπους.
Good bless U.S.A.!
Και πίστευαν ακράδαντα,
πως το σύστημά τους θαν αιώνιο,
πέρα από κάθε σύγκριση,
μοναδικό, απαράμιλλο,
το πιο δίκαιο, το πιο σωστό,
ώσπου μια μέρα αναδύθηκε,
απ’ το κέντρο του η αλήθεια!
ένας “απλός ιός” ήταν αρκετός,
την γύμνια του να φανερώσει.
Εικόνες Αποκάλυψης!
εκατόμβες θανάτων, δίχως όριο!
τάφοι ομαδικοί, Άουσβιτς!
δυσοσμία σαπίλας, μπόχα!
Οργή για την πολιτική,
στην δημόσια υγεία,
το κόστος-όφελος, ιερό,
την διέλυσαν χωρίς αιδώ.
Ρίγος για τον ανταγωνισμό,
ερίζουν οι Πολιτείες,
για μια μάσκα, έναν αναπνευστήρα,
μια μαχαιριά στην καρωτίδα.
Δέος και ρίγος άμετρο,
στην άθλια κατάσταση,
στους οίκους “ευγηρίας”,
ανθρώπους αβοήθητους,
“θερίζει” η πανδημία.
Οργή για την συντριβή,
των ανθρωπίνων αναγκών,
χιλιάδες πεινασμένοι,
στον βωμό θυσιασμένοι,
για τα κέρδη των καπιταλιστών.
Δέος για τις ανθρώπινες ουρές,
στις τράπεζες τροφίμων,
εκατομμύρια άνεργοι,
αναζητούν το έλεος,
τα ψίχουλα των πλουσίων.
Δέος, οργή και ρίγος,
με τις δεκάδες των καμιονιών,
που κουβαλάνε πτώματα,
φτωχών κι αποκλήρων της ζωής
τ’ αδειάζουν σε τάφους ομαδικούς,
σκαμμένους από καταδίκους,
δίχως κανείς να τους τιμήσει,
χωρίς κανένας να τους κλάψει.
Τάφοι ομαδικοί, σύμβολα,
τ’ απάνθρωπου καπιταλισμού,
που τους πετά σαν σκύβαλα,
Good s own Country!
Νεκροί που καθρεφτίζονται,
στα κρύα, άδεια μάτια τους.
Που πήγε η αυτοπεποίθηση,
η δύναμη, η έπαρση, η φήμη;
Που πήγε η αιωνιότητα,
της ράτσας των “ανθρώπων”
πού ‘λεγαν θα κυβερνούν,
αέναα τον κόσμο;
Πνίγηκαν στα βρώμικα νερά,
βουλιάξαν στον οχετό τους,
στους τάφους τους θαφτήκανε
που δεν είχε γραφεί η μέρα!