Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωστής Σιδηρόπουλος: «Ο Καταλύτης», «Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής 

Ο Καταλύτης

Και να που ξαφ­νι­κά φτά­σα­με ως εδώ.
Κι’ ήταν αρκε­τός αδελ­φέ μου,
ένας “ασή­μα­ντος” κορωνοϊός,
να γυρί­σει τον κόσμο ανάποδα,
προ­βά­λο­ντας την γύμνια του συστήματος.
Να γκρε­μί­σει μύθους και ψευδαισθήσεις,
που χρό­νια έτρε­φαν τις κοινωνίες,
να ανα­τα­ρά­ξει αδιά­φο­ρες συνειδήσεις,
που λίμνα­ζαν στον βάλ­το των παρασίτων.
Και να που ξαφ­νι­κά φτά­σα­με ως εδώ.
Χωρίς απο­σκευ­ές στο ταξί­δι της ζωής,
που τις αφή­να­με, κάθε τόσο, σ’ έναν σταθμό,
χωρίς ασπί­δες ενά­ντια στον εχθρό-ιό,
που χρό­νια, αδια­μαρ­τύ­ρη­τα, μας τις πήραν,
χωρίς καν κάποιο σχεδιασμό,
παρά μόνο τον φόβο, που μας πότισαν.
Κι’ είδα­με τις υπο­τι­θέ­με­νες βεβαιότητες,
που τις θεω­ρού­σα­με αδιαπραγμάτευτες,
να εξα­φα­νί­ζο­νται σε βάρα­θρο βαθύ,
μαζί με τις αυτα­πά­τες που τρέφαμε.
Κι’ είδα­με τις προ­σευ­χές μας,
να πνί­γο­νται στα μαύ­ρα νερά,
μαζί με τα λίγα ψίχου­λα ελπίδας,
που κάποιοι τσαρ­λα­τά­νοι πρόσφεραν.
Κι’ είδα­με το προλεταριάτο,
στο χρέ­ος του, υψώ­νο­ντας ανάστημα,
να μπαί­νει στην πρώ­τη γραμ­μή τ’ αγώνα,
σε μια γιγά­ντια προσπάθεια,
διά­σω­σης κάθε ανθρώ­πι­νης ύπαρξης,
αλλη­λεγ­γύ­ης κάθε δοκι­μα­ζό­με­νου λαού.
Οι μαχη­τές της υγεί­ας στα νοσοκομεία,
οι εργα­ζό­με­νοι στα δίκτυα παραγωγής,
οι δια­νο­μείς της εφο­δια­στι­κής αλυσίδας,
οι αφα­νείς ήρω­ες των σούπερ-μάρκετ,
όλοι αυτοί, που οι παρα­σι­τι­κοί αστοί,
τους μετα­χει­ρί­ζο­νται σαν αναλώσιμους,
όλοι αυτοί, που πάνω στην εργα­σία τους,
στη­ρί­ζε­ται το κοι­νω­νι­κό οικοδόμημα,
που αυγα­ταί­νουν τον πλού­το των αφεντικών,
ρίχτη­καν μ’ αυτα­πάρ­νη­ση στην μάχη.
Και να ξαφ­νι­κά που φτάσαμε,
να μην μπο­ρού­με ν’ αγκαλιάζουμε,
πρό­σω­πα αγαπημένα,
να φιλή­σου­με χεί­λη λατρεμένα.
Τα μάτια μάταια αποζητάνε,
ορί­ζο­ντες να ταξιδέψουνε,
οι απο­ξε­νω­μέ­νες ψυχές γυρεύουνε,
λόγο-βάλ­σα­μο σε κάτι να ελπίσουνε,
τα όνει­ρα διέ­ξο­δο να μην βρίσκουνε,
για την πραγ­μά­τω­ση της ζωής.
Και να ξαφ­νι­κα που ο κόσμος,
μέσω του κατα­λύ­τη-ιού, αλλάζει.
Οι συνει­δή­σεις αρχί­ζουν ν’ αφυπνίζονται,
οι άνθρω­ποι αλλιώς ν’ αφουγκράζονται.
Πρέ­πει ν’ αδρά­ξου­με την στιγμή,
να διώ­ξου­με την βαρβαρότητα,
ν’ απαλ­λα­γού­με απο τα παράσιτα,
π’ απο­μυ­ζούν τον ιδρώ­τα μας,
να χτί­σου­με τον κόσμο που θέλουμε,
έναν κόσμο στο μπόι το δικό μας!

 

Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής

Ενω­μέ­νες Πολι­τεί­ες Αμερικής.
Μητρό­πο­λη του Καπιταλισμού!
Πρώ­τη δύνα­μη του Ιμπεριαλισμού!
Τι δύναμη!
Τι έπαρση!
Τι αυτοπεποίθηση!
Τι φήμη!
Κι’ ας αφα­νί­ζουν λαούς και χώρες.
Κι’ ας ληστεύ­ου­νε τον πλού­το τους.
Κι’ ας ξερι­ζώ­νουν ανθρώπους.
Good bless U.S.A.!
Και πίστευαν ακράδαντα,
πως το σύστη­μά τους θαν αιώνιο,
πέρα από κάθε σύγκριση,
μονα­δι­κό, απαράμιλλο,
το πιο δίκαιο, το πιο σωστό,
ώσπου μια μέρα αναδύθηκε,
απ’ το κέντρο του η αλήθεια!
ένας “απλός ιός” ήταν αρκετός,
την γύμνια του να φανερώσει.
Εικό­νες Αποκάλυψης!
εκα­τόμ­βες θανά­των, δίχως όριο!
τάφοι ομα­δι­κοί, Άουσβιτς!
δυσο­σμία σαπί­λας, μπόχα!
Οργή για την πολιτική,
στην δημό­σια υγεία,
το κόστος-όφε­λος, ιερό,
την διέ­λυ­σαν χωρίς αιδώ.
Ρίγος για τον ανταγωνισμό,
ερί­ζουν οι Πολιτείες,
για μια μάσκα, έναν αναπνευστήρα,
μια μαχαι­ριά στην καρωτίδα.
Δέος και ρίγος άμετρο,
στην άθλια κατάσταση,
στους οίκους “ευγη­ρί­ας”,
ανθρώ­πους αβοήθητους,
“θερί­ζει” η πανδημία.
Οργή για την συντριβή,
των ανθρω­πί­νων αναγκών,
χιλιά­δες πεινασμένοι,
στον βωμό θυσιασμένοι,
για τα κέρ­δη των καπιταλιστών.
Δέος για τις ανθρώ­πι­νες ουρές,
στις τρά­πε­ζες τροφίμων,
εκα­τομ­μύ­ρια άνεργοι,
ανα­ζη­τούν το έλεος,
τα ψίχου­λα των πλουσίων.
Δέος, οργή και ρίγος,
με τις δεκά­δες των καμιονιών,
που κου­βα­λά­νε πτώματα,
φτω­χών κι απο­κλή­ρων της ζωής
τ’ αδειά­ζουν σε τάφους ομαδικούς,
σκαμ­μέ­νους από καταδίκους,
δίχως κανείς να τους τιμήσει,
χωρίς κανέ­νας να τους κλάψει.
Τάφοι ομα­δι­κοί, σύμβολα,
τ’ απάν­θρω­που καπιταλισμού,
που τους πετά σαν σκύβαλα,
Good s own Country!
Νεκροί που καθρεφτίζονται,
στα κρύα, άδεια μάτια τους.
Που πήγε η αυτοπεποίθηση,
η δύνα­μη, η έπαρ­ση, η φήμη;
Που πήγε η αιωνιότητα,
της ράτσας των “ανθρώ­πων”
πού ‘λεγαν θα κυβερνούν,
αέναα τον κόσμο;
Πνί­γη­καν στα βρώ­μι­κα νερά,
βου­λιά­ξαν στον οχε­τό τους,
στους τάφους τους θαφτήκανε
που δεν είχε γρα­φεί η μέρα!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο