Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κόκκινοοοο.……!

 Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Ξέσκε­πα τ΄ανοιχτά πουκάμισα
Κυμά­τι­ζαν σαν φλόγες.
Στην υψι­κά­μι­νο του κόσμου
Στή­νουν οι εργά­τες τα πανό
Β. Λ.

Κόκ­κι­νο, βαθυ­κόκ­κι­νο. Κόκ­κι­νο της πορ­φύ­ρας, άλι­κο, ζεστό, παρ­θέ­νο κόκ­κι­νο της φωτιάς. Κόκ­κι­νο του βυσ­σι­νιού, της παπα­ρού­νας, του γερα­νιού, του γαρού­φα­λου. Κόκ­κι­νο, το αίμα της καρδιάς.
Κόκ­κι­νη βρο­χή, κόκ­κι­νη λάβα από το ηφαί­στειο της οργής, κόκ­κι­νο τσου­νά­μι στις γει­το­νιές του κόσμου. Κόκ­κι­νοι πυρ­σοί της ελπί­δας. Κόκ­κι­νο, παντού κόκ­κι­νο. Να κοκ­κι­νί­ζει το μάτι μέχρι εκεί που σμί­γουν οι ορί­ζο­ντες. Να κοκ­κι­νί­ζει το παρόν, το μέλ­λον, η ψυχή, τα όνει­ρα. Απέ­ρα­ντο κόκ­κι­νο η Αθή­να. Απέ­να­ντι στο μεγά­λο ΌΧΙ. Απέ­να­ντι στα αντερ­γα­τι­κά, αντι­λαϊ­κά κι απάν­θρω­πα μέτρα. Απέ­να­ντι στο Δ.Ν.Τ, στην Ε.Ε, στην κυβέρ­νη­ση, την ΑΝΕΛ, στην Ν.Δ, στους συμ­μά­χους τους, στα ΜΜΕ, στα τσι­ρά­κια τους και στα παπα­γα­λά­κια τους.

Κόκ­κι­να μιλιού­νια του πάθους και της συγκί­νη­σης. Κόκ­κι­νο της γει­το­νιάς, της πόλης και του χωριού. Κόκ­κι­νο του για­πιού, της φάμπρι­κας, του μηχα­νουρ­γεί­ου, του χωρα­φιού. Κόκ­κι­νο του Σχο­λειού, παντού κόκ­κι­νο, της φυλα­κής και της εξο­ρί­ας, της παρά­δο­σης, της θυσί­ας και του αγώ­να. Κόκ­κι­νο της τιμής και του δίκιου. Του εργά­τη, του ανέρ­γου, του σπου­δα­στή, του αυτο­α­πα­σχο­λου­μέ­νου, του συντα­ξιού­χου. Του παι­διού, του κορι­τσιού, της νεο­λαί­ας. Του γέρο­ντα και της γερό­ντισ­σας, που ένιω­θαν το βάρος της κόκ­κι­νης σημαί­ας που κρά­τα­γαν στο χέρι, σαν πού­που­λο, ενώ ύψω­ναν σε γρο­θιά το άλλο.

Κόκ­κι­νο του ταπει­νού και του κατα­φρο­νη­μέ­νου και πάντα προδομένου.
***
Και ο ξυπνη­τός τηλέ­πα­θος με το κόκ­κι­νο σκου­φί, απευ­θύ­νε­ται σε αυτούς, που προ­σπα­θού­νε να δια­στρε­βλώ­σου­νε τον ρουν της ιστο­ρί­ας και να εξο­μοιώ­σου­νε στο ίδιο τσου­βά­λι τον κομου­νι­σμό και τον φασι­σμό… και ρωτά. Βρέ­θη­κε ποτέ κανέ­νας φασί­στας, να παρα­δε­χτεί πως είναι φασί­στας και πως καμα­ρώ­νει γι’ αυτό; Ποτέ και κανέ­νας. Στο μαύ­ρο σκο­τά­δι η δρά­ση τους. Διαρ­ρη­γνύ­ουν τα ιμά­τια τους με απο­στρο­φή. Απε­να­ντί­ας οι Κομ­μου­νι­στές, όχι μόνο το θεω­ρούν καμά­ρι τους, όχι μόνο νιώ­θουν υπε­ρή­φα­νοι, όχι μόνο το δια­κη­ρύσ­σουν δημό­σια, αλλά πολ­λοί, πάρα πολ­λοί έδω­σαν τη ζωή τους για αυτό.

-στο θυσια­στή­ριο της Και­σα­ρια­νής, στον Υμητ­τό, στο Μπι­ζά­νι και παντού‑, φωνά­ζο­ντας το ύστα­το χαί­ρε. Ζήτω το Κ.Κ.Ε. Ζήτω το κόμ­μα της εργα­τι­κής τάξης.

Πώς τολ­μούν κάποιοι να δια­στρε­βλώ­σουν την ίδια τη ζωή; Την ίδια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Την ίδια την ιστο­ρία;; ανα­ρω­τιέ­ται πάλι ο ξυπνη­τός τηλέ­πα­θος, στα κόκ­κι­να ντυ­μέ­νος, καθώς ανη­φο­ρί­ζει τον δρό­μο που οδη­γεί στην πλα­τεία για την Πρωτομαγιά.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο