Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κόραξ, αλώπηξ και Κου-Κου βάγια…

Γρά­φει ο Τρια­ντά­φυλ­λος  Μπαλωμένος 

Τις ώρες που οι  Μαστοράκηδες,
άνοι­γαν την κερ­κό­πορ­τα  της ιστορίας
και έφερ­ναν στο προ­σκή­νιο την σκο­τει­νή τέχνη
των  ματω­μέ­νων  “εξο­μο­λο­γη­τη­ρί­ων” της πολύ­πα­θης «δημο­κρα­τί­ας»,
στο φως τη μικρής  ράμπας των αυλι­κών παπαγάλων,
κι «έβα­ζαν τον  ασθε­νή στο γύψο»…

Αυτές τις  ώρες στο σύγ­χρο­νο Βυζάντιο,
το μυστρί  των τρέντι,
σύγ­χρο­νων  Μαστοράκηδων,
των  ηλε­κτρο­νι­κών Πιττακών,
μεταλ­λά­σε­τε σε γρα­φί­δα  τ’ αφέ­ντη και χωνί ,
κι  αντί απ’ το φραγκό-φτυαρο,
η λάσπη ξεχει­λί­ζει απ’  τα πολυμέσα
και την τι βί…

«ΛΑΕ ΑΝ  ΘΕΛΕΙΣ ΕΡΩΤΙΚΑ ΝΑ ΖΕΙΣ
ΚΟΙΤΑΞΕ ΑΠ ΤΟΝ ΠΡΩ-ΘΙΕΡΟΥΡΓΟ ΝΑ  ΜΥΗΘΕΙΣ…».

«Βάνε κι εσύ τη ΒΑΝΑ  στη   ζωή σου.
μπο­ρείς…»

Όμως στο κοτέ­τσι σαν βρε­θείς της αγοράς,
που βου­τά­ει τα χρυ­σά αυγά της εργατιάς,
τον κόκο­ρα που κακα­ρί­ζει να κοιτάς…
«λαέ κοί­τα­ξε μη μασάς, για­τί η δεξιά,
 είναι δυσκί­νη­τη γριά αλε­πού  της αγοράς»

 “Αν θες για να τρέξει
σαν σφαί­ρα η αγορά,
 για να   σωθείς,
δια­βο­λι­κά να ζεις…
Τρέ­ξε αριστερά,
 μπο­ρείς …

Πίσω από  της αγο­ράς  τις λέξεις ,
Που­λά­ει και αγο­ρά­ζει  κρυμμένη
τ’ αλφα­βη­τά­ρι της,
η πασπαρτού
με  «κόκ­κι­νη  προ­βιά» η αλεπού…

Κι όλοι οι έμπο­ροι του λαού μαζί,
στης δίκαιο-αρπα­γής το μαγαζί,
ο καθείς και η ” καλή “του
στα καλ­λι­στεία – εκλο­γι­κή σκηνή …

Δέκα κόρες  ένα  τάλιρο …”
Στο τσίρ­κο
η …δημο­κρα­τία σέρ­νει καράβι..”
Που φωνα­σκεί,
κι αλή­θειες λέγει σαν «λαν­θά­νει» και παραμιλάει…

«Τώρα λαέ μπορείς
ερω­τι­κά να ζεις…
Την έΒΑ­ΝΑ  να λες,
τη ψήφο
« στου …που­γκί τ’ς…»

Στης μεγά­λης   νύχτας την απαντοχή
η  ανοι­χτο­μά­τα  Κου- Κου- βάγια,
η δια­λε­κτι­κά σοφή,
που τη μεγά­λη νύχτα παλεύ­ει στη ζωή,
μαθη­τεύ­ει την τάξη την εργατική,
λάλη­σε και πάντα θα καλεί …

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

«Από­κλη­ρε άνθρω­πε της εργατιάς
που θέλεις να χεις
Μπάρ­μπα « … στη Κορώνη…»
μάζευε τα σάλια σου,

και άσε  το Αρμάνι,
να μη πατήσεις
τα κορ­δό­νια  της σκέ­ψης σου,
 σαν το  χαϊβάνι …

Όσο στη ζωή σου θα είσαι θεατής,
στο κρα­τι­κό το θέατρο
“Η ΑΓΟΡΑΙΑ Η ΕΛΛΑΣ»
θα κάνεις μπα­νι­στή­ρι μοναχάς,
και στον  «οίκο της δικής σου  ανοχής»
θα που­λάς και θ΄ αγο­ρά­ζεις  του πιδί ΄ς…

Πρω­τα­γω­νι­στές πάντα στη σκηνή
θα ‘ναι οι   άρχο­ντες κι μυη­μέ­νοι στη χλιδή,
«της ελευ­θε­ρί­ας οι μοναδικοί…»
Κι οι  Ορτι­νά­τσες  τους οι πραιτοριανοί
κι οι αυλικοί,
ως αλε­πού­δες  τάξη — θέτες,

 Θα μαθη­τεύ­ουν  τις γενιές σου
σε ρόλο κομπάρ­σου στην ανοχή,
το  “κόραξ κι αλώ­πηξ ” στην αρπαγή …

Κι εσύ   «Περ­σό­να» εργά­τη της εσχατιάς,
στον «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΟΣΜΟ» της αγοράς,
θα χεις την ελπί­δα μόνο,
για το ρόλο της  τσατσάς,
της κακό­μοι­ρης ζωής,
αντί πινα­κί­ου φακής.

Θα σκη­νο­θε­τούν και θα πουλούν
παι­δε­ρα­στές τα παι­διά ΄ς,
κ’ οι πατρι­δο­κά­πη­λοι έμποροι,
θα στή­νουν χρυ­σο­φό­ρες στοές…
ως ταξι­κοί νικητές,
στο Χάνι της Γραβιάς. 

Χρι­στέ­μπο­ροι  με δέσπο­τα χορηγό,
θα βγά­ζουν στο σφυ­ρί την κόρη σου και το γιο,
και θα ψέλ­νουν ωσαν­νά στον “θεό” καπιταλισμό,
από  στα­σί­δι δεξιό, κεντρώο  κι «αρι­στε­ρό» …

Σαν βγεις στο πηγεμό,
για να περά­σεις απέ­να­ντι στη μάχη
απ’ τον απέ­ρα­ντο βούρ­κο της δίκαι­ης κλεψιάς…

Σαν γρά­ψεις την Οδύσ­σεια της εγαγ­τιάς  και  τα πάθη
και δώσεις  στ’ αστέ­ρια  σου τον ουρανό,
τη  γη  τη θάλασ­σα τα βου­νά και τα δάση,
τα μου­λια­σμέ­να και ξεχειλισμένα
απ’ τον  δικό σου κάμα­το  και το δάκρυ,

της Ειρή­νης ο ήλιος  θα ανατείλει,
για ν’ ανθί­σει όλη τη γη,
απ’ όλες τις ανάγκες
στη δική σου τη ζωή…

Με σένα αφέντη,
λαέ μου κι εργάτη,
μόνο(!) πρω­τα­γω­νι­στή,
και κτή­το­ρα  στη δική σου τη γη…

17 Νοέμ­βρη 2020

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο