Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βάρναλης, ξεπέρασε τις καλύτερες υποσχέσεις της νιότης του — Αφιέρωμα

Στις 16 Δεκεμ­βρί­ου 1974 έφυ­γε από τη ζωή, ο κομ­μου­νι­στής, ο οδη­γη­τής, ο ποι­η­τής της εργα­τιάς Κώστας Βάρ­να­λης.  Έφυ­γε πλή­ρης ημε­ρών και έργου, ξεπερ­νώ­ντας τις καλύ­τε­ρες υπο­σχέ­σεις της νιό­της του. Όσο θα μιλιέ­ται η γλώσ­σα μας οι στί­χοι του θα ζού­νε στα χεί­λη του λαού και όσο υπάρ­χει εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο θα υπεν­θυ­μί­ζουν στους «μοι­ραί­ους» και «άβου­λους» πως σαν ξυπνή­σουν, «μονο­μιάς θα ‘ρθει ανά­πο­δα ο ντουνιάς».

Αγα­πή­θη­κε και δια­βά­στη­κε όσο κανείς άλλος. Μα χτυ­πή­θη­κε με φανα­τι­σμό από τους εχθρούς του για το περιε­χό­με­νο του έργου του. Αγνο­ή­θη­κε όταν δεν κυνη­γή­θη­κε από το κράτος.

Πότε γεν­νή­θη­κε ο Κώστας Βάρναλης;

Να αυτο­βιο­γρα­φη­θώ! Δεν υπάρ­χει πιο δυσά­ρε­στο πρά­μα από το να προ­κα­λείς ο ίδιος τα θλι­βε­ρά σου περα­σμέ­να, τωρι­νά (και μελ­λού­με­να!) τη στιγ­μή που μάταια προ­σπα­θώ να τα διώ­ξω από την ψυχή μου και τη μνή­μη μου.
Κου­ρά­γιο λοιπόν!
Πρέ­πει να γεν­νή­θη­κα στα 1883 για­τί βαφτί­στη­κα στις 14 του Φλε­βά­ρη του 1884. Έχω την επί­ση­μη βεβαί­ω­ση της εκκλη­σί­ας «Κοι­μή­σε­ως της Θεο­τό­κου» στον Πύρ­γο της Ανα­το­λι­κής Ρωμυλίας. […]

Μαθαί­νει τα πρώ­τα του γράμ­μα­τα σε μια ατμό­σφαι­ρα ποτι­σμέ­νη από εθνι­κι­σμό και μισαλ­λο­δο­ξία, μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμό και καθαρεύουσα.

Στο ποί­η­μά του «Μικρο­γρα­φία» ιστο­ρεί τα παι­δι­κά του χρό­νια.

Το 1902 τελειώ­νει αρι­στού­χος και διο­ρί­ζε­ται δάσκα­λος στο σχο­λείο του Πύρ­γου (Μπουρ­γκάς) σε ηλι­κία 18 χρο­νών. Δεν προ­λα­βαί­νει να ανα­λά­βει υπη­ρε­σία και του δίνε­ται υπο­τρο­φία της κοι­νό­τη­τας Βάρ­νας για σπου­δές στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθηνών.

Κώστας Βάρ­να­λης. Πώς ξεκί­νη­σε να γρά­φει ποιήματα

Δημο­σιεύ­ει τις πρώ­τες του ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, ποι­ή­μα­τα σε περιο­δι­κά και κάνει τις πρώ­τες του μετα­φρά­σεις αρχαί­ων τραγωδιών.

Το 1911 προ­ά­γε­ται σε σχο­λάρ­χη του σχο­λεί­ου της Αργα­λα­στής Πηλί­ου. Εμπλέ­κε­ται έμμε­σα στην υπό­θε­ση των «Αθεϊ­κών», όταν υπο­δέ­χε­ται τον Αλέ­ξαν­δρο Δελ­μού­ζο. Παρα­πέ­μπε­ται σε δίκη και αθω­ώ­νε­ται με βού­λευ­μα. Μετα­τί­θε­ται στα Μέγαρα .

Ο Βάρ­να­λης πήγε στο Παρί­σι το 1919 και εκεί παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα φιλο­σο­φί­ας, φιλο­λο­γί­ας και κοι­νω­νιο­λο­γί­ας. Τότε προ­σχώ­ρη­σε στον μαρ­ξι­σμό και τον δια­λε­κτι­κό υλι­σμό και ανα­θε­ώ­ρη­σε τις προη­γού­με­νες από­ψεις του για την ποί­η­ση, τόσο σε θεω­ρη­τι­κό, όσο και σε πρα­κτι­κό επίπεδο.

το 1921 γρά­φει στην Αίγι­να το «Φως που καί­ει», το πρώ­το έργο του βασι­σμέ­νο στον ιστο­ρι­κό υλι­σμό. Γίνε­ται η πέτρα του σκαν­δά­λου στα Μαρα­σλεια­κά και απο­λύ­ε­ται ορι­στι­κά από την εκπαί­δευ­ση. Έτσι μπαί­νει στη δημο­σιο­γρα­φία. Εργά­στη­κε για βιο­πο­ρι­στι­κούς λόγους ως δημο­σιο­γρά­φος από το 1926 έως το 1960 περί­που. Συνερ­γά­στη­κε και με πάρα πολ­λά περιοδικά.

Τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο «Λένιν» για την Ειρή­νη το 1959 στη Μόσχα.

Η τελευ­ταία ημέ­ρα του Κώστα Βάρ­να­λη (16/12/1974)

Κώστας Βάρ­να­λης: «’’θυμοει­δής’’, αμπερ­δού­κλω­τος, ανημέρευτος»

«Δεν είμαι εγώ σπο­ρά της τύχης/ ο πλα­στουρ­γός της νιας ζωής…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο