Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βάρναλης: «ΣΟΛΩΜΟΥ ΤΙΝΟΣ ΚΤΛ»

Με αφορ­μή την επέ­τειο θανά­του του Διο­νύ­σιου Σολω­μού, πατέ­ρα της νεο­ελ­λη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας και εθνι­κού ποι­η­τή, δημο­σιεύ­ου­με χρο­νο­γρά­φη­μα του Κώστα Βάρ­να­λη από την εφη­με­ρί­δα «Αυγή» (7/4/1954).

***

«ΣΟΛΩΜΟΥ ΤΙΝΟΣ ΚΤΛ»

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ κ. Κ. ΒΑΡΝΑΛΗ

 

Συμ­βαί­νουν μερι­κά πράγ­μα­τα στη χώρα της «φαι­δράς πορ­το­κα­λέ­ας», που φαί­νο­νται ακα­τα­νό­η­τα κι όμως αυτά τ’ ακα­τα­νό­η­τα σε βοη­θού­νε να κατα­νο­ή­σεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Λες; Πως είναι δυνα­τό να παρου­σιά­ζο­νται σε δίκες συγ­γρα­φέ­ων μάρ­τυ­ρες κατη­γορίας που δεν έχου­νε δια­βά­σει τα βιβλία, που κατη­γο­ρού­νε; Κι όμως! Αν δεν συνέ­βαι­νε αυτό δεν θα μπο­ρού­σες να κατα­νο­ή­σεις για­τί τα κατη­γο­ρού­νε. Και τόσο περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­είς όσο πιο ψηλά βρί­σκο­νται οι κατή­γο­ροι. Οταν ένας πρό­ε­δρος δικηγορι­κού συλ­λό­γου, ένας καθη­γη­τής Πανε­πι­στη­μί­ου, ένας εκπαι­δευ­τι­κός σύμ­βου­λος κατη­γο­ρού­νε χωρίς να έχου­νε δια­βά­σει, τότες απελ­πίζεσαι — και τους συγ­χω­ρείς! Διό­τι η ανά­γκη της κατη­γο­ρί­ας είναι ανώ­τε­ρη από την ανά­γκη της αλήθειας.

Αλλά μήπως, άλλο­τες, σε τέτια πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα η άγνοια ήτα­νε μικρό­τε­ρη; Ο ιστο­ρι­κός Γιά­νης Κορ­δά­τος μας έδω­σε τε­λευταία δυο αξια­γά­πη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες: Πώς η δικτα­το­ρία Παγκά­λου έστει­λε να συλ­λά­βει το Μα­κρυγιάννη και πώς ο Ειρη­νο­δί­κης Ζαγο­ράς «κατέ­σχε» (όπως έγρα­ψε ο ίδιος στην έκθε­ση του) «τα «Άπα­ντα», ποι­ή­μα­τα Σολω­μού τινος γεγραμ­μέ­να εις γλώσ­σαν μαλ­λια­ρήν». Τέτιαν εντο­λήν είχε ο Ειρη­νο­δί­κης από τον Εισ­αγγελέα Βόλου («Αθεϊ­κά» του 1910) να «προ­βεί» στο σπί­τι του Κορ­δά­του* («και ει δυνα­τόν εις ώραν, καθ ην δεν θα ευρί­σκε­το ούτος εις την οικί­αν του»!) «εις κατά­σχε­σιν των αναρ­χι­κών αθεϊ­κών και μαλ­λια­ρών βιβλί­ων του».

Και κατε­σχέ­θη και ο Σολω­μός  τις· αυτό θα πει άγνω­στος ή ασή­μα­ντος Σολω­μός! Αγνω­στος στον τόπο του και δεμέ­νος ο ποι­ητής της Ελευ­θε­ρί­ας του τόπου του από τους φύλα­κες της ελευ­θε­ρί­ας. Και μόνον άγνω­στος; Και «μαλ­λια­ρός» άρα άθε­ος και αναρ­χι­κός και, φυσι­κά, τότε και τώρα Βούλγαρος.

Φαι­νό­με­νον ομα­δι­κού παρα­λη­ρή­μα­τος, που το δημιουρ­γεί «το του κρείτ­το­νος συμ­φέ­ρον» και το ριζώ­νει στο σκο­τά­δι της αμα­θεί­ας των πολ­λών. Κι όσο από αμά­θεια (αναλ­φα­βη­τι­σμό) κανέ­να κρά­τος του κόσμου δεν μπο­ρεί να μας παρα­βγεί… Πρώ­τα λοι­πόν δημιουρ­γεί­ται ο διωγ­μός κ’ ύστε­ρα βρί­σκο­νται τα θύμα­τα, όσα θελή­σεις. Και γίνο­νται θύμα­τα κι αυτοί οι διώ­χτες μαζί με τον Σολω­μόν τινα και τον Μακρυ­γιάν­νην τινα!

Το λοι­πόν, τότε στ’ Αθεϊ­κά του Βόλου, ήρθε μια μέρα της Μεγά­λης βδο­μά­δας στην Αργα­λα­στή (ένα χωριό του Πηλί­ου ο αρχια­να­τρο­πεύς Θεού, πατρί­δος, οικο­γέ­νειας ο Δελ­μού­ζος. Εκεί, στην πλα­τεία του χωριού, τον κέρα­σε καφέ ο σχο­λάρ­χης που τον γνώ­ρι­ζε από τα φοι­τη­τι­κά χρό­νια. Την άλλη μέρα ήρθε τηλε­γρά­φη­μα του Εισαγ­γε­λέα Βόλου στον Ειρη­νο­δί­κη Αργα­λα­στής να προ­βεί σε ανα­κρί­σεις για να εξα­κρι­βώ­σει με ποιους συνη­ντή­θη ο Δελ­μού­ζος, τι είπε και τι …φυλ­λά­δια εμοίρασε.

Ακρι­βώς την άλλη μέρα είδε το χωριό πως  σχο­λάρ­χης του τρώ­ει σαρ­δέ­λες την καθα­ρά Δευ­τέ­ρα, στρί­βει το μου­στά­κι του στην εκκλη­σία και ανά­βει το κερί του με σπίρ­το… και το χει­ρό­τε­ρο απο­κα­λύ­φθη­κε πως είναι Βούλγαρος.

«Χαί­ρε ω Χαί­ρε ελευ­θε­ρία»! Σολω­μού τινος!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο