Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βιδάλης, ο αγωνιστής «κύριος συνάδελφος»

Στις 11 Αυγού­στου του 1946 ο συντά­κτης του Ριζο­σπά­στη Κώστας Βιδά­λης, βρι­σκό­με­νος σε δημο­σιο­γρα­φι­κή απο­στο­λή, φτά­νει στη Λάρι­σα. Εκεί πιά­νε­ται από τη συμ­μο­ρία παρα­κρα­τι­κών του Σούρ­λα. Μετά από λίγες μέρες βρί­σκε­ται δολο­φο­νη­μέ­νος με το κορ­μί του φρι­χτά παρα­μορ­φω­μέ­νο από τα βασα­νι­στή­ρια, στη θέση Κού­μια του χωριού Μελία Λάρι­σας. Τα τελευ­ταία λόγια του, λίγο πριν ξεψυ­χή­σει, ήταν: «Το ΕΑΜ θα νικήσει!»…

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Η Κάτια Βιδάλη. Φωτογραφία στις ώρες της μεγάλης δοκιμασίας.

Η Κάτια Βιδά­λη. Φωτο­γρα­φία στις ώρες της μεγά­λης δοκιμασίας.

Δεν είναι εύκο­λο, ούτε απλό να τοπο­θε­τή­σει κανείς έναν άνθρω­πο στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις, κι όταν μάλι­στα αυτός ο άνθρω­πος είναι ένα τόσο αγα­πη­μέ­νο του πρό­σω­πο, που χάθη­κε με έναν τέτοιο τρα­γι­κό τρό­πο. Δεν είναι εύκο­λο να συλ­λά­βεις το βαθ­μό της ανθρω­πιάς του, της καλο­σύ­νης του, της λεβε­ντιάς του, για­τί η ανθρω­πιά, η καλο­σύ­νη, η λεβε­ντιά δεν έχουν βαθ­μούς, είναι απέραντες.

Και τον «κύριο συνά­δελ­φο» ―όπως τον απο­κα­λού­σαν με αγά­πη οι δημο­σιο­γρά­φοι κι οι φίλοι του― για­τί χρη­σι­μο­ποιού­σε το «κύριε συνά­δελ­φε», ενδει­κτι­κό της μετριο­φρο­σύ­νης του, για όλο τον κόσμο, από τους κλη­τή­ρες, ως τους διευ­θυ­ντές και δια­χει­ρι­στές της εφη­με­ρί­δας, και του ’μει­νε ο τίτλος. Τον «κύριο συνά­δελ­φο» τον ζωντά­νευε μια ανθρώ­πι­νη ζεστα­σιά, μια απέ­ρα­ντη αγά­πη για το συνάν­θρω­πό του.

Σεβα­στός κι αγα­πη­τός σε όλους, όχι μόνο στους φίλους, αλλά και στους αντί­πα­λους. Δεν υπήρ­χε άνθρω­πος που τον γνώ­ρι­σε και να μην τον αγα­πού­σε, να μην τον εκτι­μού­σε, να μη θαύ­μα­ζε την καλή του καρ­διά, την απέ­ρα­ντη καλο­σύ­νη του, την υψη­λή συναί­σθη­ση της ευθύ­νης στην εκτέ­λε­ση του δημο­σιο­γρα­φι­κού του χρέ­ους, τη λεβε­ντιά του, την τομπρο­σύ­νη του.

«…Εκεί­νο που ξέρω είναι ότι: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ MAPTYΡΗΣΕ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ. Τον έφε­ραν στις 10 το βρά­δυ. Τον πήγα­νε στο Νεκρο­τα­φείο εκεί κοντά κάπου 100 μέτρα από κει που ήμου­να εγώ. Τον γδύ­σα­νε. Του βγά­λα­νε τα παπού­τσια και τον άφη­σαν μόνο με το σώβρα­κο και τη φανέ­λα. Τα ρού­χα του τα πήρε ένας από τους συμ­μο­ρί­τες, ο Κωστα­ντά­ρας. Τη βαλί­τσα του και τις σημειώ­σεις που είχε μαζί του τις πήρε ο Τζωρτζ. Αυτός είναι ένας Κύπριος κοντός, ξαν­θός που ουσια­στι­κά αυτός διευ­θύ­νει τη συμ­μο­ρία. Αυτός ανα­κρί­νει όποιους πιά­νουν κι απο­φα­σί­ζει για την τύχη τους. Είναι μορ­φω­μέ­νος και μιλά­ει αγγλι­κά. Αφού τον γδύ­σα­νε και του πήρα­νε και τα χαρ­τιά του άρχι­σαν να τον χτυ­πάν με ρόπα­λα και να τον ρωτούν…»

Από μαρ­τυ­ρία αυτό­πτη στα γρα­φεία της ΕΣΗΕΑ.
Ριζο­σπά­στης 21/8/1946

Είχε δοθεί σύψυ­χα στο λει­τούρ­γη­μα που έτα­ξε τον εαυ­τό του: στη δημο­σιο­γρα­φία. Και ήταν πρώ­τα και πάνω απ’ όλα ένας αγω­νι­στής δημο­σιο­γρά­φος. Συγκρο­τη­μέ­νος, θαρ­ρα­λέ­ος και τολ­μη­ρός, ανυ­πο­χώ­ρη­τος. Στε­κό­ταν κοντά στο βασα­νι­σμέ­νο λαό, πάλευε για το ψωμί του. Έσκυ­βε πάνω στον πόνο και το μόχθο του εργά­τη, του αγρό­τη, αγω­νι­ζό­ταν για τις ελευ­θε­ρί­ες του. Έτσι ένιω­θε τη δημο­σιο­γρα­φία, σαν αγω­νι­στι­κή, σαν καθή­κον, σαν λει­τούρ­γη­μα και όχι μόνο σαν βιο­πο­ρι­στι­κό επάγ­γελ­μα. Το ’δει­ξε αυτό σ’ όλη του τη ζωή και ιδιαί­τε­ρα με τον τρα­γι­κό του θάνα­το, θεω­ρού­σε πάντα πως το χρέ­ος ενός δημο­σιο­γρά­φου ήταν να είναι ένας αγω­νι­στής του λαού, να ζει από κοντά τη ζωή του, να συμ­με­ρί­ζε­ται τη μοί­ρα του, τις ελπί­δες και τις αγω­νί­ες του, τις πίκρες και τις χαρές του. Και να προ­σπα­θεί να τον βοη­θά­ει, να τον ανα­κου­φί­ζει, να τον συν­δρά­μει. Να ξεσκε­πά­ζει ό,τι μηχα­νορ­ρα­φού­νε σε βάρος του, τις αθλιό­τη­τες, τις μεσαιω­νι­κές συν­θή­κες που ζει και να δίνει τη μάχη γι’ αυτόν.

«…«Βούλ­γα­ρε»! τον απο­κα­λούν. Και ατά­ρα­χος απα­ντά: «Λάθος, κύριε, Έλλη­νας χρι­στια­νός, πραγ­μα­τι­κός κομ­μου­νι­στής!» Η ανά­κρι­σις βάστα­ξε μέχρι τις 12 μ. χωρίς κακο­ποί­η­ση. Σε μια στιγ­μή ο Σούρ­λας απο­μα­κρύ­νε­ται και μπαί­νο­ντας στο τζιπ φεύ­γει. Σε λίγο κου­στω­δία κακούρ­γων πέφτει στον ατυ­χή Βιδά­λη. Τον παρα­μορ­φώ­νουν κυριο­λε­κτι­κά. Ατά­ρα­χος τα υπο­μέ­νει λέγο­ντας: «Το ΕΑΜ θα νική­σει». Στις 3 τα χαρά­μα­τα παρα­λαμ­βά­νε­ται ο ατυ­χής γυμνός εντε­λώς και οδη­γεί­ται στον Γολ­γο­θά. Εις την θέσιν Κού­μια Μελί­ας εις το χωρά­φι του Χρή­στου Ντα­ού­τη στο δρό­μο μαστι­γώ­νε­ται άγρια.

Το σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα του Κώστα Βιδάλη

Το σημείο όπου βρέ­θη­κε το πτώ­μα του Κώστα Βιδάλη

Τα πρό­βα­τα μακριά βελά­ζουν, εδώ ο ατυ­χής δέχε­ται δεκά­δες μαχαι­ριές από τον κακούρ­γο Τζώρ­τζη. Δεν έχει ξεψυ­χή­σει. «Ζήτω το ΕΑΜ!» φωνά­ζει. «Ζήτω οι αγω­νι­στές!». Οι συμ­μο­ρί­ται του απο­κό­βουν τας παρειάς για να μην φωνά­ζει. Συγκε­ντρώ­νει τις δυνά­μεις του. Ένα ΕΑΜ, ΕΑΜ ακού­γε­ται μαζί με έναν πυρο­βο­λι­σμό. Οι κακούρ­γοι απο­τε­λεί­ω­σαν τον ήρωα Βιδά­λη. Το πρωί τα σκυ­λιά έγλει­φαν τα αίμα­τα και μαζί και τα όρνεα, έτρω­γαν τις σάρ­κες του. Ο ατυ­χής έμει­νε άτα­φος μέρες. Το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σώμα­τός του το έφα­γαν τα όρνεα και τα σκυ­λιά. Ένα μέρος ετάφη.
Αιώ­νια σου η μνή­μη ήρωα.

Ένας αγω­νι­στής της Αντι­στά­σε­ως Λαρίσης
ΙΩΑΝΝΗΣ…»
Από­σπα­σμα γράμ­μα­τος που δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά στον «Ρίζο της Δευ­τέ­ρας» 18/8/1947

Πιστός στο χρέ­ος που έτα­ξε στον εαυ­τό του ―να δεί­χνει στο λαό την αλή­θεια, αγω­νι­ζό­με­νος για τις πεποι­θή­σεις του― προ­σπα­θού­σε πάντα να καταγ­γέλ­νει την αδι­κία, τη βαρ­βα­ρό­τη­τα, την κατα­πά­τη­ση όλων των ανθρω­πί­νων αξιών, δίνο­ντας, όταν χρειά­στη­κε, και την ίδια του τη ζωή.

Ήταν μια επι­λο­γή της ζωής του ο αγώ­νας αυτός ο δημο­σιο­γρα­φι­κός από τα πρώ­τα του κι όλος βήμα­τα, όταν τέλειω­σε το γυμνά­σιο δου­λεύ­ο­ντας, ταυ­τό­χρο­να, σαν παι­δί καφε­νεί­ου, πλέ­νο­ντας φλυ­τζά­νια και σερ­βί­ρο­ντας καφέ­δες, εκεί κάπου στην Κολο­κυν­θού, κοντά στο Καπνο­κο­πτή­ριο, και κατό­πι σαν περ­βο­λά­ρης στους μπα­ξέ­δες της ίδιας περιο­χής. Έτσι κατόρ­θω­σε να πάρει ένα χαρ­τί και να γρα­φτεί στα Νομι­κά, στο Πανεπιστήμιο.

Αποκόμματα από δημοσιογραφικές έρευνες του Κ. Βιδάλη

Απο­κόμ­μα­τα από δημο­σιο­γρα­φι­κές έρευ­νες του Κ. Βιδάλη

Για­τί η μάνα του η «κυρά Αθη­νά», όπως την απο­κα­λού­σε ―είχε μιαν απέ­ρα­ντη στορ­γή και τρυ­φε­ρά­δα γι’ αυτήν την πολυ­βα­σα­νι­σμέ­νη γυναί­κα― σαν πέθα­νε ο άντρας της δύσκο­λα μπο­ρού­σε να ζήσει τους δυο γιους της ράβο­ντας και νοι­κο­κυ­ρεύ­ο­ντας τις «καλο­πα­ντρε­μέ­νες» αδελ­φές της ― με πλού­σιους, δηλα­δή, άντρες.

«…Μορ­φές σαν του Κώστα Βιδά­λη που πέρα­σαν σαν αστρα­πή αρε­τής, λεβε­ντιάς, συνέ­πειας και πίστης, ευθύ­νης, φωτί­σα­νε και φωτί­ζουν το δημο­σιο­γρα­φι­κό ορί­ζο­ντα. Είναι το δικό τους παρά­δειγ­μα που ιδιαί­τε­ρα τού­το το δύσκο­λο και­ρό θυμί­ζει σε κάθε δημο­σιο­γρά­φο που βαστά­ει πένα, που ’χει μηχα­νές, φακούς, όλα αυτά τα υπερ­σύγ­χρο­να μέσα ενη­μέ­ρω­σης, πως όλ’ αυτά έναν μόνο σκο­πό πρέ­πει να ’χουν κι έναν να κυνη­γούν: την αλή­θεια. Nα υπη­ρε­τούν την ειρή­νη, την πρό­ο­δο, το λαό μας, τον άνθρωπο…»

Νίκος Καρα­ντη­νός
Εκδή­λω­ση στο χωριό Μελία Λάρι­σας, στον τόπο που ξεψύ­χη­σε ο Κ. Βιδά­λης, 16/11/1986

Εκεί­νη την επο­χή που γρά­φτη­κε στο Πανε­πι­στή­μιο, για να ανα­κου­φί­σει τη μάνα του και να φρο­ντί­σει και τον άρρω­στο αδελ­φό του, μπή­κε σε μια εφη­με­ρί­δα σαν παι­δί για όλες τις δου­λειές. Και έμει­νε στο δημο­σιο­γρα­φι­κό κλά­δο και ανα­δεί­χτη­κε ένας από τους πιο γνή­σιους, τους πιο θαρ­ρα­λέ­ους και ανι­διο­τε­λής και σεμνούς δημο­σιο­γρά­φους, ένας υψη­λό­φρο­νας μύστης του δημο­σιο­γρα­φι­κού λειτουργήματος.

Δημοσιογράφοι στην Ελεύθερη Ελλάδα. Από αριστερά: Ν. Καρβούνης, Β. Γεωργίου, Κ. Βιδάλης, Σόλων Γρηγοριάδης, Δημ. Χατζής. Όρθιος ο Θανάσης Χατζής

Δημο­σιο­γρά­φοι στην Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα. Από αρι­στε­ρά: Ν. Καρ­βού­νης, Β. Γεωρ­γί­ου, Κ. Βιδά­λης, Σόλων Γρη­γο­ριά­δης, Δημ. Χατζής. Όρθιος ο Θανά­σης Χατζής

«…δεν θέλω κι ούτε μπο­ρώ να κλά­ψω τον Κώστα Βιδά­λη. Έπε­σε τίμιος αγω­νι­στής. Στη μάχη απά­νω για τη λευ­τε­ριά, την ανε­ξαρ­τη­σία και τη συνώ­νυ­μή τους δημο­κρα­τία, δεν κλαί­νε όσους απο­κο­ρυ­φώ­νουν την υπη­ρε­σία τους με την υπέρ­τα­τη ατο­μι­κή τους θυσία. Η αγω­νι­στι­κή ισο­τι­μία που θεμε­λιώ­νε­ται πάνω στην κοι­νή από­φα­ση για κάθε θυσία δεν επι­τρέ­πει δάκρυα λύπης για τους συντρό­φους που χάνου­με. Τον ζωντα­νεύ­ου­με στην ψυχή μας, όπως όλους που πέφτουν στο μεγά­λο κι ωραί­ον αγώ­να. Ανε­μί­ζει τα λάβα­ρά μας η θύμη­ση του και μας κρά­ζει: «Εμπρός! Πάντα εμπρός!»

Νίκος Καρ­βού­νης
Ριζο­σπά­στης 2/9/1946

Δε χάρι­ζε με την πένα του κάστα­να στους εκμε­ταλ­λευ­τές που κου­μα­ντά­ρα­νε την ελλη­νι­κή οικο­νο­μία και ένα σκάν­δα­λο που ξεσκέ­πα­σε στα χρό­νια της 4ης Αυγού­στου ―δε θυμά­μαι ακρι­βώς τι, δεν τον γνώ­ρι­ζα τότε*― τον έστει­λε εξο­ρία στα Κύθη­ρα. Και εκεί, με ένα λεξι­κό και ένα βιβλίο στο χέρι, κατόρ­θω­σε να καλυ­τε­ρεύ­σει τα λίγα γαλ­λι­κού­λια που ήξε­ρε, κι έμα­θε αγγλι­κά και γερ­μα­νι­κά που τόσο τον βοή­θη­σαν στην κατο­χή, όταν πέρ­να­γε μπρο­στά από τα μάτια των γερ­μα­νών τις λινο­τυ­πι­κές μηχα­νές, για το βου­νό, δίνο­ντάς τους τσι­γά­ρο και πιά­νο­ντας την κου­βέ­ντα, τσά­τρα πάτρα, μαζί τους.

Κ. Βιδάλης. Σκίτσο του Δημ. Χατζή

Κ. Βιδά­λης. Σκί­τσο του Δημ. Χατζή

Αγνός και πεντα­κά­θα­ρος, τίμιος κι αδέ­κα­στος δεν παρα­σύρ­θη­κε ποτέ από το κύκλω­μα της ελλη­νι­κής ολι­γαρ­χί­ας και γνω­ρί­ζο­ντας το ρόλο που έπαι­ζε κάθε συγκρό­τη­μα στη μοί­ρα και στα πάθη­τα του κοσμά­κη, συν­δέ­θη­κε με τις λαϊ­κές μάζες και πρω­το­στά­τη­σε σε όλους τους προ­ο­δευ­τι­κούς δημο­σιο­γρα­φι­κούς αγώ­νες. Η προ­λε­τα­ρια­κή του συνεί­δη­ση, η δίψα του για δικαιο­σύ­νη τον έφε­ραν κοντά στο αρι­στε­ρό κίνημα.

1 049

Όταν ξέσπα­σε ο εμφύ­λιος πόλε­μος στην Ισπα­νία, στάλ­θη­κε απε­σταλ­μέ­νος στις περιο­χές του Λαϊ­κού Μετώ­που. Εκεί έζη­σε τη ζωή των ισπα­νών αγω­νι­στών που παλεύ­α­νε ηρω­ι­κά ενά­ντια στο φασι­σμό. Πολύ επέ­δρα­σε στη δια­μόρ­φω­ση του χαρα­κτή­ρα του και την πιο πέρα πορεία του η απο­στο­λή αυτή. Μιλού­σε πάντα με τόσο ενθου­σια­σμό για τους ισπα­νούς δημο­κρά­τες μαχη­τές, για την πίστη τους στον αγώ­να, για τις θυσί­ες τους και με θλί­ψη που δεν κατόρ­θω­σαν να φέρουν σε πέρας το σκο­πό τους. Αισιό­δο­ξος όμως, όπως πάντα, είχε την πεποί­θη­ση ότι μια μέρα ο ισπα­νι­κός λαός θα βρει ―θα κερ­δί­σει― τη λευ­τε­ριά του.

1 053

Η «Πρω­ία» ―η εφη­με­ρί­δα που δού­λευε την επο­χή της δικτα­το­ρί­ας του Μετα­ξά― τον έστει­λε με απο­στο­λή στην Ήπει­ρο, να γρά­ψει για τα Ηπει­ρο­χώ­ρια, για τα προ­βλή­μα­τα των αγρο­τών, τη φτω­χι­κή ζωή τους. Εκεί σκαρ­φά­λω­σε τα βου­νά, ποδα­ρό­δρο­μο, σε πατή­μα­τα, πάνω από φαράγ­για και γκρε­μούς, μαζί με πρα­μα­τευ­τά­δες που μετα­κι­νού­σαν την πρα­μά­τεια τους στους ώμους των γυναι­κών. Θυμά­μαι τη συγκί­νη­ση και την αγα­νά­κτη­σή του την επο­χή που γύρι­σε και άρχι­σε να γρά­φει. Ένα από τα άρθρα του, ιδιαί­τε­ρα, η «Ζαλί­γκα» έκα­νε αίσθηση.

Ζαλι­γκο­μέ­νες γερά ―διη­γιό­ταν― με βαρύ ασή­κω­το φορ­τίο στη ράχη, σα ζώα προ­χω­ρού­σαν οι γυναί­κες στους κατσι­κό­δρο­μους πάνω από τους γκρε­μούς που δεν μπο­ρού­σαν να περά­σουν τα μου­λά­ρια. Ανέ­βαι­ναν πλα­γιές, φτά­ναν στις κορ­φές για να κατέ­βουν από την άλλη πάντα να παρα­δώ­σουν το εμπό­ρευ­μα του πρα­μα­τευ­τή. Διπλω­μέ­νη ―έγρα­φε― η μέση, σκυ­φτό το κεφά­λι, το απο­χαυ­νω­μέ­νο από την κού­ρα­ση μάτι άγρυ­πνο και προ­σε­χτι­κό μην παρα­πα­τή­σει το πόδι και βρε­θούν στην άβυσ­σο. Κι αν έπει­τα από ώρες πορεία, ξυστά-ξυστά στα βρά­χια ―συνέ­χι­ζε― στέ­κο­νταν κάπου οι δύσμοι­ρες αυτές γυναί­κες, να ξαπο­στά­σουν και κάθο­νταν χωρίς να βγά­λουν από τη ράχη τη ζαλί­γκα, τα βλέ­φα­ρά τους έπε­φταν βαριά από το μόχθο και την προ­σπά­θεια. Και η φύση γύρω ―αφη­γό­ταν― οργί­α­ζε. Μα οι δύστυ­χες πώς να νιώ­σουν, να συγκι­νη­θούν από την ομορ­φιά της, που τις είχε αφα­νί­σει η κού­ρα­ση και έκαι­γε η μέση τους από το σκοι­νί της ζαλίγκας!

kostas vidalhs«…Είναι γνω­στό το «ρητό» ότι η δημο­σιο­γρα­φία (η ελλη­νι­κή κυρί­ως!) οδη­γεί παντού υπό τον όρο να την αφή­σεις την κατάλ­λη­λη στιγ­μή. Και είναι παρα­πά­νω από γνω­στά όχι ένα και δυο παρα­δείγ­μα­τα δημο­σιο­γρά­φων που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν το επάγ­γελ­μα αυτό σαν αφε­τη­ρία για τυχο­διω­κτι­κά άλμα­τα (όχι σπά­νια με εκβια­στι­κή βάση), αφύ­σι­κα και αδι­καιο­λό­γη­τα προς τα «πάνω» ή προς την περιου­σία. Ο Βιδά­λης, που σαν οικο­νο­μι­κός και έπει­τα πολι­τι­κός ρεπόρ­τερ ήταν μπα­σμέ­νος ως τις λεπτο­μέ­ρειες στα βρώ­μι­κα άδυ­τα της νεο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, των οικο­νο­μι­κών σκαν­δά­λων της, των δια­φό­ρων οικο­νο­μι­κών «συγκρο­τη­μά­των», που ήξε­ρε όλες τις «λοβι­τού­ρες», έβγαι­νε αγνός από το μακρο­βού­τι αυτό μέσα στη βρωμιά.

Κατά τον ίδιο τρό­πο αρνή­θη­κε επί­σης να «κολ­λή­σει» κοντά σε κανέ­ναν από τους ιδιο­κτή­τες των αστι­κών εφη­με­ρί­δων που δού­λευε για να γίνει ο έμπι­στος αρχι­συ­ντά­κτης ή «διευ­θυ­ντής του σε βάρος των συνα­δέλ­φων, αλλά και της συνεί­δη­σής του. Έμει­νε ηθι­κά παστρι­κός, περή­φα­νος, ανε­ξάρ­τη­τος κι αυτά έφε­ρε και μέσα στο Κόμ­μα μας και στη δική μας δημοσιογραφία…»

Κώστας Καρα­γιώρ­γης
(διευ­θυ­ντής Ριζοσπάστη)
Ριζο­σπά­στης 25/8/1946

Η αγα­νά­κτη­σή του ήταν απε­ρί­γρα­πτη για­τί η κοι­νω­νία κατά­ντη­σε δού­λα τη γυναί­κα και ο άντρας σκλά­βα του. Μιλού­σε πάντα με στορ­γή για τη γυναί­κα και τα τόσα δει­νά της και τοπο­θε­τού­σε σωστά το πρό­βλη­μα, θα πρέ­πει μια μέρα η γυναί­κα να σπά­σει τα δεσμά της και να πάρει η ίδια τις τύχες της στα χέρια της. Ν’ αγω­νι­στεί για ν’ απο­κτή­σει τη θέση που της ανή­κει στην κοι­νω­νία μας, σαν ισό­τι­μη του άντρα.

Στην αρχή της δικτα­το­ρί­ας του Μετα­ξά ο Κώστας είχε αρχί­σει να γρά­φει ένα βιβλίο για την οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση στην Ευρώ­πη μετά τον 1ο Παγκό­σμιο Πόλε­μο, για τα σύν­δρο­μα ναζι­σμού — φασι­σμού που μας οδη­γού­σαν σε έναν και­νού­ριο πόλε­μο. Είχαν αρχί­σει να μαζεύ­ο­νται σύν­νε­φα στον ορί­ζο­ντα, πολ­λοί όμως φρο­νού­σαν ότι θα απο­φευ­χθεί. Ο Κώστας πίστευε πως όλα μάς οδη­γού­σαν σε έναν και­νούρ­γιο πόλε­μο και αυτό έγρα­φε στο βιβλίο του. Ο Χίτλερ είχε προ­σαρ­τή­σει τους Σου­δί­τες όταν τέλειω­σε το έργο του.

Ο Βιδάλης κατηγορούμενος στο δικαστήριο, όταν -μετά τη Βάρκιζα- ήταν υπεύθυνος της «Ελεύθερης Ελλάδας» (Ριζοσπάστης)

Ο Βιδά­λης κατη­γο­ρού­με­νος στο δικα­στή­ριο, όταν ‑μετά τη Βάρ­κι­ζα- ήταν υπεύ­θυ­νος της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας» (Ριζο­σπά­στης)

― Και τώρα ―μου είπε σαν μου το διά­βα­σε― και τώρα πού πάμε; Πόλε­μος. Θα φέρει όμως το σοσια­λι­σμό σ’ ολό­κλη­ρη την Ευρώ­πη; Θάρ­θει και σε μας ο πόλε­μος σε λίγο και θα μας αφα­νί­σει. Όλη η Ευρώ­πη θα είναι ερεί­πια σαν τελειώ­σει, θ’ απε­λευ­θε­ρω­θεί όμως από το ζυγό των εκμε­ταλ­λευ­τών της; Θα φθά­σου­με εκεί που στο­χεύ­ου­με, που ελπί­ζου­με, ή θα ξαναρ­χί­σου­με πάλι από την αρχή τον αγώνα;

Το βιβλίο αυτό «Η Οικο­νο­μι­κή Κατά­στα­ση στην Ευρώ­πη μετά τον 1ο Παγκό­σμιο Πόλε­μο και πού μας οδη­γεί», χάθη­κε. Είχα παρα­δώ­σει τα χει­ρό­γρα­φα στον Καρα­γιώρ­γη, που ήταν τότε διευ­θυ­ντής του Ριζο­σπά­στη, για να επι­με­λη­θεί την έκδο­σή τους, όπως είχε παρ­θεί από­φα­ση στο Ρίζο μετά τον τρα­γι­κό θάνα­το του Κώστα. Του τα παρά­δω­σα μαζί με ό,τι άλλο γρα­φτό του Κώστα υπήρ­χε στο σπί­τι. Τότε που μας έκλει­σαν την εφη­με­ρί­δα, ανέ­βη­κα στα γρα­φεία της οδού Εδουάρ­δου Λω (σήμε­ρα Χρ. Λαδά) μήπως βρω τίπο­τα. Δεν έχω ούτε δείγ­μα της γρα­φής του. Οι περισ­σό­τε­ροι δημο­σιο­γρά­φοι είχαν εγκα­τα­λεί­ψει τα γρα­φεία και είχαν βγει στην παρα­νο­μία. Ο μόνος που έμε­νε και τα φύλα­γε ήταν ο Μανώ­λης Γλέ­ζος. Ψάξα­με παντού. Δε βρή­κα­με τίπο­τα. Δεν υπήρ­χε κανέ­να χαρ­τί στα συρ­τά­ρια των γρα­φεί­ων. Μόνο το πορ­τραί­το του Κώστα που είχε φτιά­ξει ο Πρω­το­πά­τσης στο βου­νό, στην κατο­χή, βρή­κα. Το ξεκρέ­μα­σα και το πήρα. Είναι το μόνο που σώθη­κε. Αργό­τε­ρα έμα­θα πως ο Καρα­γιώρ­γης πήρε τα χει­ρό­γρα­φα μαζί με άλλα διά­φο­ρα ντο­κου­μέ­ντα. Τα ’βαλε σε έναν τενε­κέ και τον έχτι­σε σ’ έναν τοί­χο, πριν βγει στην παρα­νο­μία. Με τα χρό­νια το σπί­τι κατε­δα­φί­στη­κε και χάθηκαν.

1 037

«…Αυτό που πρέ­πει να τονί­σου­με είναι ότι η αυτο­θυ­σία του Βιδά­λη είναι παρά­δειγ­μα και για τις επό­με­νες γενιές. Δεν είναι λοι­πόν κάποια «μου­σεια­κή» εκδή­λω­ση αλλά ερέ­θι­σμα, κέντρι­σμα, να ξανα­σκύ­ψου­με στην ιστο­ρία του λαϊ­κού κινή­μα­τος και να αντλή­σου­με συμπε­ρά­σμα­τα για το σήμε­ρα. Ένα τέτοιο συμπέ­ρα­σμα υπάρ­χει σε ένα παρά­πλευ­ρο δίπλα στην προ­το­μή. Είναι τα ίδια τα λόγια του Βιδάλη:
Να γρά­φεις απλά και τίμια για το λαό».

Μιχά­λης Κάσσης
γλύ­πτης που φιλο­τέ­χνη­σε την προ­το­μή του Κ. Βιδάλη

Η χιτλε­ρι­κή κατο­χή τον βρή­κε πανέ­τοι­μο για να ολο­κλη­ρώ­σει την πορεία του. Από το δεύ­τε­ρο κιό­λας μήνα δού­λε­ψε, μαζί με τον αχώ­ρι­στο φίλο του Δημή­τρη Χατζή, με τόλ­μη, παλι­κα­ριά κι αυτο­θυ­σία για την έκδο­ση του παρά­νο­μου τύπου. Έστη­σαν παρά­νο­μα τυπο­γρα­φεία, βρή­καν λινο­τυ­πι­κές μηχα­νές, στοι­χεία. Η πρώ­τη παρά­νο­μη εφη­με­ρί­δα, ο Ριζο­σπά­στης, κυκλο­φό­ρη­σε από το καλο­καί­ρι του 1941. Γρα­φό­ταν ολό­κλη­ρη στο σπί­τι του. Αν και είχα­με παντρευ­τεί, είχα­με κρα­τή­σει και τα δυο μας σπί­τια για την παρά­νο­μη δουλειά.

Ήταν ένα σπι­τά­κι στα Εξάρ­χεια. Στο τέρ­μα της Εμ. Μπε­νά­κη και Καλ­λι­δρο­μί­ου, πάνω στο λόφο. Ανέ­βαι­νες αμέ­τρη­τα σκα­λιά σμι­λε­μέ­να στο βρά­χο. Δυο δωμα­τιά­κια με ένα αντρε­δά­κι στη μέση. Εκεί μαζευό­ταν ο Κώστας Καρα­γιώρ­γης, ο Θανά­σης Χατζής, ο Δημή­τρης Χατζής και ο Κώστας και έγρα­φαν το Ρίζο. Από κει φεύ­γαν τα χαρ­τιά για τα παρά­νο­μα τυπο­γρα­φεία. Έγρα­φαν κι άλλοι δημο­σιο­γρά­φοι ―αργό­τε­ρα― στον παρά­νο­μο Ρίζο, δε γνώ­ρι­ζαν όμως το σπι­τά­κι. Στο σπί­τι αυτό απο­φα­σί­στη­κε και εκδό­θη­κε για πρώ­τη φορά και η «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» πριν κυκλο­φο­ρή­σει στο βου­νό. Ο Κώστας έγι­νε η ψυχή της εφη­με­ρί­δας αυτής, τόσο στην παρά­νο­μη Αθή­να, όσο και στα ελεύ­θε­ρα βου­νά. Το σπί­τι αυτό έχει μερι­κές αλλα­γές, κάτι κάγκε­λα που πρό­σθε­σαν στην είσο­δο, αλλά υπάρ­χει ώσα­με σήμερα.

1 056

ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ

Εικό­να χαμο­γε­λα­στή, λεί­ψα­νο φτω­χι­κό μας,
το θώρι σου σαν όνει­ρο και το χαμό­γε­λο ίσκιος
κι η σύνα­ξή μας η ορφα­νή του κάκου σε προσμένει
να μπεις με τον αγέ­ρα σου και την απλο­καρ­διά σου
πως μπαί­νει στο λιμά­νι της φρε­γά­τα αρματωμένη,
που σέρ­νει στο κατά­στρω­μα τα τρία καλά του κόσμου,
το θάρ­ρος, την αγνό­τη­τα και την αδερφοσύνη.

Εμέ­να με σταυ­ρώ­σα­νε καθώς σταυ­ρώ­νουν όλους
τους ταπει­νούς οι αδιά­ντρο­ποι, τους ήρω­ες οι προδότες·
καθώς του πύρ­γου τα σκυ­λιά, που τα ’μαθε αιμοβόρα
με νήστεια και με γύμνα­ση μαυ­ρό­ψυ­χος αφέντης,
φτω­χού δια­βά­τη ρίχνο­νται και τον κατασπαράζουν,
έτσι με κατα­σπά­ρα­ξαν μπου­λού­κι οι σταυρωτήδες.
Νύχτα, χωστά σε αγριό­το­πον με τρά­βη­ξαν δεμένον
και την ψυχή κομ­μα­τια­στά μου βγά­λαν κόμπους κόμπους
και πνί­ξα­νε τους βόγ­γους μου, σκε­πά­σαν τους σπα­σμούς μου
να μην ακού­σει ο ουρα­νός, να μην ιδούν τ’ αστέρια.

Μ’ αν δεν ακού­ει ο ουρα­νός, τ’ αστέ­ρια κι αν δέν βλέπουν
τις μαχαι­ριές τις ένιω­σε κατά­καρ­δα ο λαός μας
κι όσο βαθιά τόνε πονούν τόσο τόνε θεριεύουν
καθώς ο κλά­δος την ελιά, το σκά­ψι­μο τ’ αμπέλι.

Βασί­λης Ρώτας
(Βασί­λη Ρώτα – Βού­λας Δαμια­νά­κου, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ, Αθή­να 1961)

Όταν είχαν αρχί­σει τα πράγ­μα­τα να σφίγ­γουν στην Αθή­να για τους αγω­νι­στές της αντί­στα­σης, φώνα­ξε μια μέρα ο διευ­θυ­ντής του Ριζο­σπά­στη τον Κώστα για να του ανα­θέ­σει μια απο­στο­λή στο Παρί­σι. Να πάει σαν αντα­πο­κρι­τής της εφη­με­ρί­δας. Δεν του απά­ντη­σε αμέ­σως. Του είπε άσε με να το σκε­φτώ. Την άλλη μέρα ήταν Κυρια­κή. Με πήρε και κατε­βή­κα­με στο Παλαιό Φάλη­ρο. Εκεί καθι­σμέ­νος πάνω σ’ ένα βρά­χο, αγνά­ντευε τη θάλασ­σα, αμί­λη­τος. Σε μια στιγ­μή γύρι­σε από­το­μα και μούπε:

― Με στέλ­νουν αντα­πο­κρι­τή στο Παρί­σι και σένα μαζί μου. Αύριο όμως θα πω πως δεν μπο­ρώ να φύγω. Πρώ­τα απ’ όλα πώς θ’ αφή­σου­με τη θεια σου, γριά γυναί­κα, ολο­μό­να­χη. Δεν ήταν δική του συγ­γε­νής, αλλά νοια­ζό­ταν γι’ αυτήν. Και έπει­τα πώς μπο­ρώ να ζήσω σε ξένους τόπους μακριά από την Ελλά­δα, χωρίς ν’ αγνα­ντεύω τη γαλά­ζια θάλασ­σα και τον κατα­γά­λα­νο ουρα­νό της. Δε φύγα­με. Ο Ριζο­σπά­στης έστει­λε το Βάσο Γεωργίου.

Κ. Βιδάλης. Σκίτσο του Δημ. Μεγαλίδη (Λάζαρου Αρσενίου «Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη»)

Κ. Βιδά­λης. Σκί­τσο του Δημ. Μεγα­λί­δη (Λάζα­ρου Αρσε­νί­ου «Η δολο­φο­νία του Κώστα Βιδάλη»)

Δεν ήταν η απο­στο­λή αυτή η τελευ­ταία που τον οδή­γη­σε στο θάνα­το. Κανείς δεν τον έστει­λε στη Θεσ­σα­λία, στο στό­μα του λύκου. Πήγε μόνος του, θελη­μα­τι­κά. Και ο Καρα­γιώρ­γης ―ο διευ­θυ­ντής του Ριζο­σπά­στη― και οι συνά­δελ­φοί του προ­σπά­θη­σαν να τον συγκρα­τή­σουν, να μην τον αφή­σουν να φύγει. Δεν άκου­γε όμως. Μέρες είχε μεί­νει άγρυ­πνος, με φουρ­του­νια­σμέ­νη καρ­διά, με την αγω­νία πως οι Σούρ­λη­δες καί­γαν τα χωριά, άρπα­ζαν το βιος του κοσμά­κη, έδερ­ναν μέχρι θανά­του τους αγρό­τες, βιά­ζαν γυναί­κες, σκό­τω­ναν αγωνιστές.

― Αυτή τη φορά, μου ’λεγε, δεν πρό­κει­ται ν’ ακού­σω κανέ­ναν. Η Θεσ­σα­λία έχει γίνει ένα απέ­ρα­ντο σφα­γείο. Όσοι γλύ­τω­σαν από των γερ­μα­νών το βόλι, σφά­ζο­νται σαν αρνιά. Είμαι δημο­σιο­γρά­φος, πρέ­πει να κάνω τη δου­λειά μου, να καταγ­γεί­λω όλο αυτό το όργιο της τρο­μο­κρα­τί­ας, ν’ απο­κα­λύ­ψω τους δρά­στες. Κοπέ­λες σαν τα κρύα νερά βιά­ζο­νται, το κατα­λα­βαί­νεις; Το βιος του αγρό­τη λεη­λα­τιέ­ται και μεις καθό­μα­στε στα γρα­φεία και φλυα­ρού­με και δεν πάμε να δού­με τι γίνεται.

«…Παίρ­νου­με απ’ τα τσα­κι­σμέ­να, απ’ το μαρ­τύ­ριο δάκτυ­λά σου το όπλο την πένα σου σύντρο­φε Κώστα κι ορκι­ζό­μα­στε πάνω σ’ αυτή: Να συνε­χί­σου­με το έργο σου. Να γρά­φου­με, να καταγ­γέλ­λου­με, να ξεσκε­πά­ζου­με και να χτυ­πά­με τους εχθρούς του λαού — τους εχθρούς σου! Όπως θα το ’κανες εσύ.

Κι όταν τις μετα­με­σο­νύ­κτιες ώρες του δημο­σιο­γρα­φι­κού καμά­του, η πυρε­τι­κή ται­νία των γεγο­νό­των θα ξετυ­λί­γει μπρο­στά μας τα καθη­με­ρι­νά δρά­μα­τά της και τους εικο­σι­τε­τρά­ω­ρους βρα­χνά­δες της, θα σηκώ­νου­με τα μάτια και θα κοι­τά­με εκεί ψηλά, τη μορ­φή σου και θα ’ναι τότε σαν να κου­δου­νί­ζει ξανά στ’ αυτιά μας το παι­χνι­διά­ρι­κο γέλιο της πλη­θω­ρι­κής αισιο­δο­ξί­ας σου:
— Όλα θα πάνε καλά, κύριε Συνάδελφε!»

Από­στο­λος Σπήλιος
Ριζο­σπά­στης 21/8/1946

Κάθε μεση­μέ­ρι μου ερχό­ταν όλο και πιο φουρτουνιασμένος.

― Πρέ­πει να ενη­με­ρώ­σου­με τον Ελλη­νι­κό λαό και τη διε­θνή κοι­νή γνώ­μη για το τι συμ­βαί­νει στην Ελλά­δα, πρέ­πει ο κόσμος να μάθει και θα μάθει όταν πάμε να δού­με με τα ίδια μας τα μάτια, θα πάω να μαζέ­ψω στοι­χεία να τα δημο­σιεύ­σου­με σε μια σει­ρά ανταποκρίσεις.

Του κάκου όλοι οι συνερ­γά­τες του, οι φίλοι του προ­σπά­θη­σαν να τον στα­μα­τή­σουν, να τον απο­τρέ­ψουν να φύγει στην επι­κίν­δυ­νη αυτή αποστολή.

― Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνου­με, έλε­γε στον Καρα­γιώρ­γη στις μεση­με­ρια­νές συσκέ­ψεις των δημο­σιο­γρά­φων. Καί­γε­ται ο κόσμος, το καταλαβαίνετε;

Κάτια Βιδάλη και Χαρίλαος Φλωράκης

Κάτια Βιδά­λη και Χαρί­λα­ος Φλωράκης

«Νομί­ζω ότι η σημε­ρι­νή παρου­σία του κόσμου εδώ, φανε­ρώ­νει τη γενι­κή εκτί­μη­ση και τιμή στη μνή­μη του Βιδά­λη, από ανθρώ­πους της τέχνης και του πολι­τι­σμού όλων των πολι­τι­κών παρα­τά­ξε­ων. Και αυτό είναι μεγά­λο πράγ­μα. Δεί­χνει την αξία του Βιδάλη».

Χαρί­λα­ος Φλωράκης
Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας της ΚΕ του ΚΚΕ
Εκδή­λω­ση για τα 40 χρό­νια από τη δολο­φο­νία του Κ. Βιδά­λη. Θέα­τρο της Ρωμαϊ­κής Αγο­ράς, 14/7/1986

Είναι η πρώ­τη φορά ―μου ’λεγε σαν γύρι­ζε― που θα κάνω εκεί­νο που με προ­στά­ζει η συνεί­δη­ση μου. Το πήρα από­φα­ση και τίπο­τα δεν μπο­ρεί να με στα­μα­τή­σει. Δεν προ­σπά­θη­σα να τον στα­μα­τή­σω, αν κι έτρε­με το φυλο­κάρ­δι μου. Ήξε­ρα πως εκεί­νο που προ­εί­χε γι’ αυτόν ήταν το δημο­σιο­γρα­φι­κό του καθή­κον. Δε θα μπο­ρού­σε να ζήσει αλλιώς. Μα κι αν προ­σπα­θού­σα να τον εμπο­δί­σω, δε θα μ’ άκου­γε. Όταν απο­φά­σι­ζε κάτι, τίπο­τα δεν ήταν ικα­νό να τον στα­μα­τή­σει. Ήταν πολύ πει­σμα­τά­ρης όταν αυτό που απο­φά­σι­ζε εξυ­πη­ρε­τού­σε το λαό. Και το πέτυ­χε να φύγει, έστω και αν αυτό ισο­δυ­να­μού­σε με αυτοκτονία.

― Τι σημα­σία έχει κύριοι συνά­δελ­φοι, είπε στους συνερ­γά­τες του στην τελευ­ταία σύσκε­ψη στο Ριζο­σπά­στη. Τι σημα­σία έχει ο κίν­δυ­νος ενός ανθρώ­που μπρο­στά σ’ αυτό το κακό που γίνε­ται σήμερα.

Έφυ­γε για το μεγά­λο του ταξί­δι χωρίς γυρι­σμό, το μεση­μέ­ρι στις 11 Αυγού­στου. Είχα­με πάει μαζί σε ένα γάμο δυο πολύ αγα­πη­τών μας φίλων.

― Χαι­ρέ­τη­σέ τους κι από μένα ―μου είπε με το ανοι­χτό­καρ­δό του χαμό­γε­λο μόλις τέλειω­σε η στέ­ψη― εγώ φεύ­γω. Έχω δουλειά.

Σαν γύρι­σα στο σπί­τι είχε πάρει το βαλι­τσά­κι του και είχε φύγει σαν σίφου­νας, όπως έμα­θα. Έτσι πήγε ολόι­σια στο θάνα­το, σε έναν αφά­ντα­στα μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το. Το κορ­μί του, το χιλιο­βα­σα­νι­σμέ­νο του κορ­μί που το πετσό­κο­ψαν οι κακούρ­γοι χασά­πη­δες του περι­βό­η­του Σούρ­λα, που είχαν εκπαι­δευ­τεί στα στρα­τό­πε­δα των ναζή­δων, το κρά­τη­σε για πάντα η Θεσ­σα­λία, η Θεσ­σα­λία αυτή που τόσο αγά­πη­σε και που ’γρα­ψε γι’ αυτήν τη «Μάχη της Σοδειάς».

Κάτια Βιδά­λη

* Οικο­νο­μι­κά σκάν­δα­λα που αφο­ρού­σαν το τραστ Μποδοσάκη

Το βασι­κό κεί­με­νο το έγρα­ψε η Κάτια Βιδά­λη, σύντρο­φος του Κ. Βιδά­λη και απο­τέ­λε­σε τον πρό­λο­γο στο βιβλίο του Λάζα­ρου Αρσε­νί­ου «Η δολο­φο­νία του Κώστα Βιδά­λη», εκδό­σεις Αφών Τολί­δη (χωρίς χρονολογία).

Πηγή των ένθε­των απο­σπα­σμά­των και φωτο­γρα­φιών (όπου δεν ανα­φέ­ρε­ται ξεχω­ρι­στά), το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, Ήρω­ας, μάρ­τυ­ρας, κομ­μου­νι­στής, δημο­σιο­γρά­φος», έκδο­ση της Συντα­κτι­κής Επι­τρο­πής του Ριζο­σπά­στη, της ΚΟΒ του Ριζο­σπά­στη και των ΚΟ Τυπο­εκ­δο­τι­κής, 1989.

Αξί­ζει να διαβάσετε:

«Η μάχη της σοδειάς», το βιβλίο του Κώστα Βιδά­λη και «Η δολο­φο­νία του Κώστα Βιδά­λη», το βιβλίο του Λάζα­ρου Αρσε­νί­ου, από την “e‑βιβλιοθήκη Οικο­δό­μος”: πατή­στε ΕΔΩ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο