Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βουτσάς, κομμουνιστής, τρελός ΑΕκτζής και έξω καρδιά

Από τις τελευ­ταί­ες απώ­λειες της αγα­πη­μέ­νης γενιάς τού παλιού ελλη­νι­κού σινε­μά, που δεν στα­μά­τη­σε ποτέ να δου­λεύ­ει είτε στον κινη­μα­το­γρά­φο και το θέα­τρο, είτε στην τηλε­ό­ρα­ση. Ο Κώστας Βου­τσάς, με κοντά 70 χρό­νια στο κουρ­μπέ­τι, ξεκί­νη­σε από χαμη­λά, έγι­νε πρω­τα­γω­νι­στής τη χρυ­σή δεκα­ε­τία του ’60, έπαι­ξε τα πάντα, αλλά χαρα­κτη­ρί­στη­κε ως σπου­δαί­ος κωμι­κός, ενώ ακό­μη και ως βετε­ρά­νος δοκί­μα­σε και­νούρ­για πράγματα.

Ο Κώστας Βου­τσάς, όμως, πέρα­σε δύσκο­λες στιγ­μές, ειδι­κά στην παι­δι­κή του ηλι­κία. Είδε τον κομ­μου­νι­στή πατέ­ρα του να τρώ­ει ξύλο από ασφα­λί­τες, έζη­σε τη μαύ­ρη Κατο­χή, συμ­με­τεί­χε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, δού­λε­ψε από μικρός για να επι­βιώ­σει μέχρι να πατή­σει το θεα­τρι­κό σανί­δι, ξεκι­νώ­ντας από τα μπουλούκια.

Πέρα­σαν δυο χρό­νια από τον θάνα­τό του (26 Φεβρουα­ρί­ου 2020), κάτι που δύσκο­λα μπο­ρού­σε να πιστέ­ψουν οι πολυά­ριθ­μοι θαυ­μα­στές του, καθώς ο Κώστας Βου­τσάς ήταν συνώ­νυ­μο της ζωντά­νιας, της θετι­κής ενέρ­γειας, ένας άνθρω­πος που λάτρε­ψε τις γυναί­κες, παντρεύ­τη­κε τέσ­σε­ρις φορές, απέ­κτη­σε τρεις κόρες κι έναν γιο από τον τελευ­ταίο του γάμο σε ηλι­κία 84 ετών.

Αβανταδόρος παπατζής

Ο Κώστας Σαβ­βό­που­λος, όπως ήταν το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα, γεν­νή­θη­κε στις 31 Δεκεμ­βρί­ου του 1931, στον Βύρω­να Αττι­κής, παι­δί προ­σφυ­γι­κής οικο­γέ­νειας από τους Επι­βά­τες Θρά­κης. Μεγά­λω­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και ανα­γκά­στη­κε από παι­δί να μπει στη βιο­πά­λη, για να βοη­θή­σει την οικο­γέ­νειά του. Ο εργά­της οδο­ποι­ί­ας πατέ­ρας του τα έφερ­νε δύσκο­λα πέρα και ο μικρός Κώστας έκα­νε δου­λειές του ποδα­ριού για να βοη­θή­σει. Πού­λα­γε τσι­γά­ρα, έκα­νε τον αβα­ντα­δό­ρο σε παπα­τζή­δες και ό,τι άλλο μπο­ρεί να φαντα­στεί κανείς.

Ο κομμουνιστής πατέρας και το ξύλο στην Ασφάλεια

Ο πατέ­ρας του Από­στο­λος ήταν από τα πρώ­τα μέλη του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, γνω­στός στην Ασφά­λεια εκεί­νη την επο­χή. Κάποια στιγ­μή τον τσου­βά­λια­σαν στην Ασφά­λεια για να υπο­γρά­ψει δήλω­ση μετα­νοί­ας και να αφε­θεί ελεύ­θε­ρος. Εκεί πήγαν για να τον δουν η γυναί­κα του και τα μικρά του παι­διά, βλέ­πο­ντας τον πατέ­ρα τους να τρώ­ει ξύλο μπρο­στά στα μάτια τους. Τον χτυ­πού­σαν με μεταλ­λι­κές βέρ­γες, ήταν μέσα στο αίμα και παρό­τι η γυναί­κα του τον θερ­μο­πα­ρα­κα­λού­σε να υπο­γρά­ψει εκεί­νος αρνιό­ταν. Ένα παι­δι­κό, ψυχι­κό τραύ­μα που μάλ­λον ακο­λού­θη­σε για χρό­νια τον δημο­φι­λή πρω­τα­γω­νι­στή. Από την περί­ο­δο της Κατο­χής απο­κό­μι­σε και άλλες δυσά­ρε­στες εμπει­ρί­ες, με νεκρούς στους δρό­μους, με μυα­λά ανθρώ­πων στους τοίχους.

Από τα μπουλούκια στο σινεμά

Παρά ταύ­τα θα κατα­φέ­ρει να σπου­δά­σει στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Μακε­δο­νι­κού Ωδεί­ου, απ’ όπου απο­φοί­τη­σε το 1953 και χωρίς ανα­στο­λές μπή­κε σε περι­πλα­νώ­με­νους θεα­τρι­κούς θιά­σους, τα περί­φη­μα μπου­λού­κια. Το 1953 θα πάρει το βάπτι­σμα του πυρός στο σινε­μά, παί­ζο­ντας ένα ρολά­κι στο φιλμ “Ο Μπα­μπάς Εκπαι­δεύ­ε­ται” με πρω­τα­γω­νι­στή τον Πέτρο Κυρια­κό. Θα ακο­λου­θή­σουν ακό­μη δυο τρεις μικροί ρόλοι ‑ανά­με­σά τους και στην κλα­σι­κή κωμω­δία “Η Κυρά μας η Μαμή” για να έρθει το 1961, όπου θα συμπρω­τα­γω­νι­στή­σει δίπλα στον ήδη κατα­ξιω­μέ­νο Κώστα Χατζη­χρή­στο στην κωμω­δία “Ο Σκλη­ρός Άνδρας”, ενώ ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό και ιδιαι­τέ­ρως πικά­ντι­κο ρόλο θα έχει και η παντο­τι­νή του φίλη Μάρ­θα Καραγιάννη.

Το νερό έμπαι­νε στο αυλά­κι για τον Βου­τσά και θα αρχί­σει να παίρ­νει καλούς δεύ­τε­ρους ρόλους σε πολ­λές ται­νί­ες, κερ­δί­ζο­ντας σαφώς τις εντυ­πώ­σεις, πολ­λές φορές και από τους πρω­τα­γω­νι­στές. Μερι­κά παρα­δείγ­μα­τα είναι τα φιλμ “Ο Θόδω­ρος και το Δίκα­νο”, “Νόμος 4000”. Έτσι θα έρθει και η πρώ­τη του τερά­στια επι­τυ­χία σε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στην κωμω­δία του 1962 “Μερι­κοί το Προ­τι­μούν Κρύο” ως Κλε­ό­πας, παί­ζο­ντας δίπλα στον Ντί­νο Ηλιό­που­λο, τη Ζωή Λάσκα­ρη, την Ρένα Βλα­χο­πού­λου και τον Βαγ­γέ­λη Βουλγαρίδη.

Από την Αλέκα στην Αλίκη

Ο Κώστας Βου­τσάς, όμως, είχε ιδιαί­τε­ρη επι­τυ­χία και στις γυναί­κες. Ένας από τους πρώ­τους του έρω­τες ήταν με την ηθο­ποιό Αλέ­κα Στρα­τη­γού, ενώ στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’50 γνω­ρί­στη­κε με την Σπε­ράν­τζα Βρα­νά, με την οποία έφτα­σε μέχρι τον αρρα­βώ­να. Μάλι­στα, στη βιο­γρα­φία της, η Βρα­νά τον είχε χαρα­κτη­ρί­σει για εκεί­νη την περί­ο­δο του έρω­τά τους ως ζηλιά­ρη κι έναν άνθρω­πο που θα έκα­νε ό,τι μπο­ρού­σε για να ανέ­βει στο καλ­λι­τε­χνι­κό στε­ρέ­ω­μα. Προ­φα­νώς τα παι­δι­κά τραύ­μα­τα, που ακο­λου­θού­σαν τον Βου­τσά, με την κατα­ρα­μέ­νη φτώ­χεια, την εικό­να τού ξυλο­φορ­τω­μέ­νου πατέ­ρα και την Κατο­χή, τον είχαν επη­ρε­ά­σει και τον έκα­ναν έναν άνθρω­πο που ήθε­λε να ξεφύ­γει από τις βασα­νι­στι­κές μνή­μες του, να στα­μα­τή­σει να φοβά­ται ότι μπο­ρεί να χτυ­πή­σει η πόρ­τα και να είναι ο χωροφύλακας…

Ο πρώ­τος του γάμος θα είναι με την χορεύ­τρια και ηθο­ποιό Έρρι­κα Μπρό­γερ το 1966. Θα ακο­λου­θή­σουν ακό­μη δυο γάμοι, με τη Θεα­νώ Παπα­σπύ­ρου και την ηθο­ποιό Εύη Καρα­γιάν­νη. Τελευ­ταία του σύζυ­γος ήταν η κατά 39 χρό­νια μικρό­τε­ρή του ηθο­ποιός, Αλί­κη Κατσα­βού, με την οποία θα παντρευ­τούν το 2016 και θα απο­κτή­σουν ένα γιο.

Ένα έξυπνο μούτρο

Επι­στρέ­φο­ντας στην καλ­λι­τε­χνι­κή του πορεία, το 1963, ανά­με­σα στις πέντε ται­νί­ες που έπαι­ξε, θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει και στις πετυ­χη­μέ­νες κωμω­δί­ες “Ένα Κορί­τσι για Δύο”, δίπλα στον Αλέ­κο Αλε­ξαν­δρά­κη και “Ο Φίλος μου ο Λευ­τε­ρά­κης” δίπλα στον Ντί­νο Ηλιό­που­λο. Τον επό­με­νο χρό­νο θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει, δίπλα σε ένα ευρύ καστ δημο­φι­λών ηθο­ποιών, στην κωμω­δία “Κάτι να Καί­ει”. Το 1965 θα αυξη­θούν οι υπο­χρε­ώ­σεις του, με ακό­μη περισ­σό­τε­ρες ται­νί­ες, απ’ τις οποί­ες ξεχω­ρί­ζουν οι κωμω­δί­ες “Ένα Έξυ­πνο Έξυ­πνο Μού­τρο”, δίπλα στους Βασί­λη Αυλω­νί­τη και Νίκο Ρίζο και “Κορί­τσια για Φίλη­μα”, δίνο­ντας ρεσι­τάλ ως Κώστας Καλια­κού­δας και το περί­φη­μο «έχω και κότε­ρο, πάμε μια βόλ­τα…». Ο Βου­τσάς, εκφρα­στι­κός, μετα­δί­δει ενέρ­γεια, υπη­ρε­τεί αξιο­θαύ­μα­στα τόσο το σλάπ­στικ και άλλα είδη κωμω­δί­ας, όσο και το μιού­ζι­καλ και παρό­τι εμφα­νώς άσχε­τος με τον χορό, είναι απο­λαυ­στι­κός με τις φούρ­λες του.

Για πάντα ΑΕΚ

Τα επό­με­να χρό­νια, μέχρι την απα­ξί­ω­ση του εμπο­ρι­κού παλιού σινε­μά, θα γυρί­σει δεκά­δες ται­νί­ες, θα γίνει αδια­φι­λο­νί­κη­τος πρω­τα­γω­νι­στής, καθώς οι ται­νί­ες πλέ­ον βασί­ζο­νται απο­κλει­στι­κά στον ίδιο, ενώ πλέ­ον η μανιέ­ρα θα κυριαρ­χή­σει των υπο­κρι­τι­κών ικα­νο­τή­των του. Μερι­κές απ’ τις καλύ­τε­ρες εμφα­νί­σεις του θα είναι στις ται­νί­ες “Νύχτα Γάμου” κάνο­ντας έναν άβγαλ­το Κων­στα­ντι­νο­πο­λί­τη δίπλα στην Μάρ­θα Καρα­γιάν­νη, “Το Ανθρω­πά­κι”, πάλι δίπλα στην Καρα­γιάν­νη, ενώ ο κύκλος αυτός θα κλεί­σει με την “πολι­τι­κή” κωμω­δία “Ένα Τανκς στο Κρε­βά­τι μου”, στον ρόλο ενός φοβι­σμέ­νου ψιλι­κα­τζή στα χρό­νια της Χού­ντας. Είναι και η μονα­δι­κή ται­νία με πολι­τι­κό θέμα, αν και περιο­ρι­σμέ­νης σημα­σί­ας και ενδια­φέ­ρο­ντος, παρό­τι όπως δήλω­νε ήταν ψηφο­φό­ρος του ΚΚΕ, ενώ ποτέ δεν οργα­νώ­θη­κε στο κόμ­μα. Αντι­θέ­τως, ήταν γνω­στός για την τρέ­λα του με την ΑΕΚ, την οποία υπο­στή­ρι­ζε ένθερ­μα από την παι­δι­κή του ηλικία.

Από τον Κώτσο στον Οδυσσέα

Τα επό­με­να χρό­νια, ο δρό­μος θα είναι κατη­φο­ρι­κός με ασή­μα­ντες έως κακές ται­νί­ες ‑και βιντε­ο­ται­νί­ες- του τύπου “Σερί­φης ο Μηχα­νο­φά­γος”, “Ο Κώτσος και οι Εξω­γή­ι­νοι”, “Ο Κώτσος στην ΕΟΚ”, “Ο Ιππό­της της Λακού­βας”, μέχρι που θα έρθει το 1984 ένας από τους συμπα­θέ­στε­ρους εκπρο­σώ­πους του νέου ελλη­νι­κού σινε­μά, ο Βασί­λης Βαφέ­ας, να του δώσει την ευκαι­ρία να παί­ξει κάτι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό από τα συνή­θη στην ται­νία “Ο Έρω­τας του Οδυσ­σέα”, με την οποία κέρ­δι­σε και το βρα­βείο ερμη­νεί­ας στο Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Με τον Βαφέα θα συνερ­γα­στούν σε ακό­μη δυο- τρεις ται­νί­ες, ενώ θα συνε­χί­σει να παί­ζει και σε εμπο­ρι­κές, αλλά ασή­μα­ντες, ταινίες.

Γλυκιά ανάμνηση

Πριν δυο χρό­νια, ο αγα­πη­μέ­νος ηθο­ποιός θα πεθά­νει στο νοσο­κο­μείο Αττι­κόν από καρ­διο­α­να­πνευ­στι­κή ανε­πάρ­κεια σε ηλι­κία 88 ετών. Έφυ­γε σχε­δόν όρθιος, αφού μέχρι να μπει στο νοσο­κο­μείο δού­λευε κανο­νι­κά στο θέα­τρο και γλέ­ντα­γε κανο­νι­κά. Πριν την κηδεία του, η σορός του τέθη­κε σε λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα για να τον απο­χαι­ρε­τή­σει το πολυά­ριθ­μο κοι­νό που τον αγά­πη­σε. Ο Κώστας Βου­τσάς εκτός από τα παι­διά του, θα αφή­σει πίσω του μια γλυ­κιά ανά­μνη­ση ενός ανθρώ­που που μετέ­δι­δε τη χαρά της ζωής, μοί­ρα­ζε το γέλιο και με τις ασπρό­μαυ­ρες ή έγχρω­μες ται­νί­ες του, δεν έχει σημα­σία, μια Ελλά­δα μαγι­κή, ανθρώ­πι­νη, γοη­τευ­τι­κή για πάντα.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης Το μεγα­λείο ενός αγω­νι­στή της Αντί­στα­σης, του Θέμου Κορνάρου

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο