Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Κρυστάλλης

Γρά­φει η Τασ­σώ Γαΐ­λα //
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Κώστας Κρυστάλλης-ποιητής. Ημέρα θανάτου του: Μ. Πέμπτη 22 Απρίλη, 1894.

«Γεια και χαρά στον κόσμο μας, στον όμορ­φό μας κόσμο!»: Κώστας Κρυ­στάλ­λης, από το ποί­η­μα του ‘Ηλιο­βα­σί­λε­μα’.

-Ήρθε ο πατέ­ρας; Ρωτά­ει διαρ­κώς τη νεα­ρή γυναί­κα που κλαί­ει με λυγ­μούς στο προ­σκε­φά­λι του ο ετοι­μο­θά­να­τος αδελ­φός της.

Άρτα, Απρί­λη 22 , Μ. Πέμ­πτη, του 1894.  Είναι η μέρα του θανά­του του Κώστα Κρυ­στάλ­λη. Είμα­στε στο σπί­τι της αδελ­φής του ποι­η­τή που φιλο­ξε­νεί και περι­θάλ­πτει τον αγα­πη­μέ­νο της αδελ­φό. Σε λίγο αυτός θα «φύγει» χωρίς να προ­λά­βει να δει τον πατέ­ρα του που θα φτά­σει στην Άρτα μετά την κηδεία του γιου του….

Ο Κώστας Κρυ­στάλ­λης κηδεύ­τη­κε την Μ. Παρα­σκευή του Απρι­λί­ου του 1894 λίγο μετά το μεση­μέ­ρι και….

Ο θάνα­τος του σημα­το­δό­τη­σε το ξεκί­νη­μα της Αθα­να­σί­ας του… Το 26χρονο μόλις αγό­ρι που δού­λε­ψε σκλη­ρά στο λίγο του βίου του, που βίω­σε έναν απί­στευ­τα σκλη­ρό Γολ­γο­θά στο λίγο του βίου του, που έγρα­ψε ένα απί­στευ­τα μεγά­λο λογο­τε­χνι­κό και ερευ­νη­τι­κό λαο­γρα­φι­κό έργο στο λίγο του βίου του,  που έφυ­γε απί­στευ­τα ταλαι­πω­ρη­μέ­νο από την ασθέ­νεια της φυμα­τί­ω­σης, απο­γοη­τευ­μέ­νος και δυστυ­χι­σμέ­νος, έγι­νε σύμ­βο­λο ενός λαού, του Ηπει­ρω­τι­κού, εθνι­κός ποι­η­τής της Ηπεί­ρου, ποι­η­τής της Ελλά­δας που κόντρα στους κρι­τι­κούς λογο­τε­χνί­ας  της επο­χής ο λαός τον πέρα­σε στην Αθανασία…

Ο Κώστας Κρυ­στάλ­λης γεν­νή­θη­κε στο Συρ­ρά­κο της Ηπεί­ρου το 1868, μεγά­λω­σε στην σκλα­βω­μέ­νη τότε από τους Οθω­μα­νούς Ήπει­ρο και γι’ αυτό ύμνη­σε την Ελευ­θε­ρία. Μετά την κατα­δί­κη του –ερή­μην- σε 25 χρό­νια εξο­ρία κατα­φεύ­γει στην Αθή­να και γι’αυτό κάνει τρα­γού­δι τη Νοσταλ­γία του.

Ένα νεα­ρό αγό­ρι, μόνο, εξό­ρι­στο, φτω­χό χωρια­τό­που­λο χαμέ­νο στη μεγά­λη και αδιά­φο­ρη γι’ αυτόν Αθήνα..

Αυτό το αγό­ρι θα δου­λέ­ψει σκλη­ρά στην εφη­με­ρί­δα «Εβδο­μά­δα», σε υπό­γεια κι ανή­λια  τυπο­γρα­φεία, σε σιδη­ρο­δρό­μους, και γρά­φει, γρά­φει, γρά­φει…. Και θα πετύ­χει να επι­βά­λει τις ποι­με­νι­κές ανα­μνή­σεις του, να μας γνω­ρί­σει την αγρο­τι­κή ζωή και να δημιουρ­γή­σει μία δική του παρά­δο­ση που θα του εξα­σφα­λί­σει ιδιαί­τε­ρη θέση στην ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής λογοτεχνίας.

Πίστη, τόλ­μη, πάθος..  οι στί­χοι του, στί­χοι που συγκι­νούν ακό­μη και σήμερα.

krustallisΟ Κώστας Κρυ­στάλ­λης με την απλό­τη­τα του έργου του και με την σκλη­ρή αλλά χωρίς αντι­φά­σεις ζωή του, αγα­πή­θη­κε, δια­βά­στη­κε και δια­βά­ζε­ται και σήμε­ρα ακό­μα και ταυ­τό­χρο­να ξεσή­κω­σε έναν ολό­κλη­ρο σάλο αντι­φα­τι­κών κρί­σε­ων και επι­κρί­σε­ων. Οι κρι­τι­κοί και λογο­τέ­χνες της επο­χής του διχά­στη­καν στην εκτί­μη­ση τους. Μερι­κοί υπο­στή­ρι­ξαν πως όλη η γοη­τεία του Κρυ­στάλ­λη βρί­σκε­ται στην τρα­γι­κή περί­πτω­ση της ζωής του και στο γεγο­νός ότι δεν πρό­λα­βε να ολο­κλη­ρώ­σει το έργο του. Η αλή­θεια είναι πως οι άνθρω­ποι  συγκι­νή­θη­καν και συγκι­νού­νται και σήμε­ρα  όταν μαθαί­νουν πως ένας προι­κι­σμέ­νος ποι­η­τής πεθαί­νει είκο­σι έξι μόλις ετών από την εγκλη­μα­τι­κή αδια­φο­ρία του Κρά­τους και των συναν­θρώ­πων του. Αυτό όμως δεν έχει σχέ­ση με το έργο του Κ.Κ., για­τί το έργο του Κρυ­στάλ­λη κέρ­δι­σε μόνο του με τη δική του δύνα­μη το λαό μας. Καθιε­ρώ­θη­κε , αδια­φο­ρώ­ντας για τις κρί­σεις των ειδικών.

Επι­λο­γή μου το καλύ­τε­ρο για πολ­λούς ποί­η­μα του: Στο Σταυραετό/ποίημα ‘ύμνος στην Ελευθερία’.

Στο  Σταυραετό.

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ’ ἄφα­ντο που­λά­κι, σταυ­ραϊ­τέ μου,
παίρ­νεις κορ­μὶ μὲ τὸν και­ρὸ καὶ δύνα­μη κι ἀγέρα
κι ἁπλώ­νεις πῆχες τὰ φτε­ρὰ καὶ πιθα­μὲς τὰ νύχια
καὶ μὲς στὰ σύγνε­φα πετᾶς, μὲς στὰ βου­νὰ ἀνεμίζεις·
φωλιά­ζεις μὲς στὰ κρά­κου­ρα, σχυ­νο­μι­λᾶς μὲ τ’ ἄστρα,
μὲ τὴν βρο­ντὴ ἐρω­τεύ­ε­σαι κι ἀπι­δρο­μᾶς καὶ παίζεις
μὲ τ’ ἄγρια ἀστρα­πο­πέ­λε­κα καὶ βασι­λιάν σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετού­με­να καὶ τοῦ βου­νοῦ οἱ πετρίτες.

……………………

Ἔτσι ἐγεν­νή­θη­κε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη
κι ἀπ’ ἄφα­ντο κι ἀπ’ ἄπλε­ρο που­λά­κι, σταυ­ραϊ­τέ μου,
μεγά­λω­σε, πῆρε φτε­ρά, πῆρε κορ­μὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώ­νει τὴν καρ­διά, τὰ σωθι­κά μου σκίζει·
κι ἔγι­νε τώρα ὁ πόθος μου ἀϊτός, στοι­χειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώ­λια­σε βαθιὰ βαθιὰ μὲς στ’ ἄσαρ­κο κορ­μί μου
καὶ τρώ­ει κρυ­φὰ τὰ σπλά­χνα μου, κου­φο­βο­σκά­ει τὴ νιότη.

……………………

Μπε­ζέ­ρι­σα νὰ περ­πα­τῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ’ ἀψή­λου ν’ ἀνε­βῶ· ν’ ἀρά­ξω θέλω, ἀϊτέ μου,
μὲς στὴν παλιά μου κατοι­κιά, στὴν πρώ­τη τὴ φωλιά μου,
θέλω ν’ ἀρά­ξω στὰ βου­νά, θέλω νὰ ζάω μ’ ἐσένα.
Θέλω τ’ ἀνή­με­ρο καπρί, τ’ ἀρκού­δι, τὸ πλατόνι,
καθη­με­ρι­νή μου κι ἀκρι­βῆ νὰ τὰ ’χω συντρο­φιά μου.
Κάθε βρα­δού­λα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ’ ἀγέρι
νὰ ’ρχε­ται ἀπὸ τὴν λαγκα­διά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι,
νὰ μοῦ χαϊ­δεύη τὰ μαλ­λιὰ καὶ τ’ ἀνοι­χτά μου στήθη.

……………………..

Θέλω ἡ βρυ­σού­λα, ἡ ρεμα­τιά, παλι­ὲς γλυ­κές μου ἀγάπες,
νὰ μοῦ προ­σφέ­ρουν για­τρι­κὸ τ’ ἀθά­να­τα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγ­γου τὰ που­λιὰ μὲ τὸν κελαη­δι­σμό τους
νὰ μὲ κοι­μί­ζουν τὸ βρα­δύ, νὰ μὲ ξυπνο­ῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νὰ ’χω στρῶμα μου, νὰ ’χω καὶ σκέ­πα­σμά μου
τὸ καλο­καί­ρι τὰ κλα­διὰ καὶ τὸν χει­μῶ τὰ χιόνια.
Κλω­νά­ρια ἀπ’ ἀγριο­πρί­να­ρα, φουρ­κά­λες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώ­νω στοι­βα­νι­ὲς κι ἀπά­νου νὰ πλαγιάζω,
ν’ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βρο­χῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

……………………..

Ἀπὸ ἡμε­ρό­δε­ντρον, ἀϊτέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλα­φιοῦ καὶ γάλα ἀπ’ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν’ ἀκούω τρι­γύ­ρω μου πεῦκα κι ὀξι­ὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περ­πα­τῶ γκρε­μούς, ραϊ­διά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρε­μά­με­να νερὰ δεξιὰ ζερ­βιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν’ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τρο­χᾶς στὰ βράχια,
ν’ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυ­γή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτε­ρά, δὲν ἔχω κλαπατάρια.

……………………..

Καὶ τυραν­νιέ­μαι καὶ πονῶ καὶ σβηέ­μαι νύχτα μέρα.
Παρα­κα­λῶ σε, σταυ­ραϊ­τέ, γιὰ χαμη­λώ­σου ὀλίγο
καὶ δώσ’ μου τὲς φτε­ρο­ῦγες σου καὶ πάρε μὲ μαζί σου,
πάρε μὲ ἀπά­νω στὰ βου­νά, τί θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος!

Στον κάμπο της Άρτας και στο φτω­χι­κό σπί­τι της αδελ­φής του Μαρί­ας Κ. Βασιώ­τη, ο Κ. Κρυ­στάλ­λης , ένα 26χρονο μόλις  αγό­ρι  αδύ­να­μο και σκε­λε­τω­μέ­νο από τη φυμα­τί­ω­ση αφή­νει την τελευ­ταία του πνοή Μ. Πέμ­πτη του  1894 περι­μέ­νο­ντας τον πατέ­ρα του, τον άνθρω­πο που αγά­πη­σε όσο κανέ­ναν στη  σύντο­μη ζωή του.. Ο πατέ­ρας δεν πρό­λα­βε να έρθει…

ralis epitafeios

Πίνα­κας ζωγρα­φι­κής: Θεό­δω­ρος Ράλλης(1852–1909).-Τίτλος: Μ.Παρασκευή/Επιτάφιος.

 

Μ. Παρα­σκευή  22 του Απρί­λη 1894…. Κάπου στο­λί­ζουν επι­τά­φιους.. κάπου κτυ­πούν καμπά­νες.. όχι για τον επι­τά­φιο του Κυρί­ου  Ιησού Χριστού–έχει προη­γη­θεί η λει­τουρ­γία-αλλά λίγο μετά το μεση­μέ­ρι … κτυ­πούν για την κηδεία του Κώστα Κρυ­στάλ­λη… Είναι η ημέ­ρα που ο ποι­η­τής περ­νά για πάντα στην Αθανασία…

«Ζωή εν Τάφω» η ζωή του..

«Ο Κρυ­στάλ­λης είναι ο ποι­η­τής που βρί­σκε­ται και που γίνε­ται λαός και όχι ο λαός που βρί­σκε­ται ή γίνε­ται ποι­η­τής…. » ‚Κωστής Παλα­μάς & «Λίγα χρό­νια έζη­σε και ωστό­σο άνοι­ξε δρό­μο και πρώ­τος ένιω­σε και πρώ­τος μας είπε την ομορ­φιά του χωριού και της στά­νης», Γιάν­νης Ψυχάρης .

Κώστας Κρυ­στάλ­λης: ποι­η­τής, πεζο­γρά­φος, λαογράφος.Τίτλοι έργων του:

Ποί­η­ση : Αι σκιαί του Αδου (1887) Ο καλό­γε­ρος της Κλει­σού­ρας του Μεσο­λογ­γί­ου (1890) Αγρο­τι­κά (1891) Ο τρα­γου­δι­στής του χωριού και της στά­νης (1893) Πεζο­γρα­φία : Πεζο­γρα­φή­μα­τα (1894) .

Πηγή: Γιώρ­γου Βαλέ­τα: Κρυ­στάλ­λη Άπαντα/2τομο/Αθήνα 1959.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο