Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Ρηγόπουλος, στόλισε το ελληνικό θέατρο και τον ελληνικό κινηματογράφο

Ο Κώστας Ρηγό­που­λος γεν­νή­θη­κε στις 22 Νοεμ­βρί­ου 1930 στην Αθή­να όπου και πέθα­νε στις 14 Ιανουα­ρί­ου 2001.

Από­φοι­τος της Σχο­λής του Εθνι­κού Θεά­τρου το 1953, με 47 γόνι­μα χρό­νια στο θεα­τρι­κό σανί­δι, ο Κώστα­ςΡη­γό­που­λος είχε πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε αμέ­τρη­τα έργα και είχε την τύχη να παί­ξει ξεκι­νώ­ντας την καριέ­ρα του δίπλα σε σπου­δαί­ους ηθο­ποιούς. Μαθη­τής της σχο­λής έπαι­ξε ως κομπάρ­σος στις παρα­στά­σεις του Εθνι­κού Θεά­τρου. Ως ηθο­ποιός πρω­το­δού­λε­ψε στο Εθνι­κό Θέα­τρο το 1995 στην παρά­στα­ση «Σιω­πη­λή γυναί­κα», έκα­νε μια μικρή δια­κο­πή — 1996 — στο έργο «Καλη­νύ­χτα Μαρ­γα­ρί­τα» του Γερά­σι­μου Σταύ­ρου στο θέα­τρο «Κάπ­πα» και επέ­στρε­ψε και πάλι στο Εθνικό.

Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στη σκη­νή το 1954, στο θέα­τρο «Κυβέ­λη», δίπλα στον Γιώρ­γο­Παπ­πά, τον Δημή­τρη­Χορν, την Ελλη­Λα­μπέ­τη, στο έργο «Μια γυναί­κα χωρίς σημα­σία» του Ουάιλντ. Στην πορεία 8 χρό­νων που ακο­λού­θη­σαν έμα­θε — όπως ο ίδιος έλε­γε — «βλέ­πο­ντας από τις κουί­ντες να παί­ζουν ο Παπ­πάς, ο Χορν, η Λαμπέ­τη, η Κατε­ρί­να, ο Μάνος Κατρά­κης, ο Μίμης Φωτό­που­λος, ο Λυκούρ­γος Καλ­λέρ­γης και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας».

Θια­σάρ­χης από το 1963 με τη σύντρο­φό του Κάκια Ανα­λυ­τή, αρχι­κά στο θέα­τρο «Διά­να» και μετά στο «Ανα­λυ­τή», ανέ­βα­σε πάρα πολ­λά θεα­τρι­κά έργα, με τη μεγα­λύ­τε­ρη ίσως επι­τυ­χία στα χρο­νι­κά του ελλη­νι­κού θεά­τρου το έργο «Αγά­πη μου Ουά­ουα», που παι­ζό­ταν επί έξι συνε­χή χρό­νια (1967–1973), γεγο­νός που το ανέ­δει­ξε σε μία από τις εμπο­ρι­κό­τε­ρες επι­τυ­χί­ες του ελλη­νι­κού θεά­τρου. Επαι­ξε επί­σης στα έργα: «Από­ψε αυτο­σχε­διά­ζου­με» του Πιρα­ντέ­λο, «Ο επι­θε­ω­ρη­τής έρχε­ται» του Γκό­γκολ, «Φθι­νο­πω­ρι­νή ιστο­ρία» του Αρμπού­ζωφ, «Μία πόρ­τα δραχ­μές 500», «Η βίλα των οργί­ων», «Ο επι­θε­ω­ρη­τής έρχε­ται», «Δάφ­νες και πικρο­δάφ­νες», «Μια γυναί­κα χωρίς σημα­σία», «Ο κύκλος» κ.ά.

Στη θητεία των τελευ­ταί­ων χρό­νων του στο Εθνι­κό έπαι­ξε στα έργα: «Παρα­μύ­θι χωρίς όνο­μα» του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη, «Ωραία Φάση» του Λένου Χρη­στί­δη, «Βασι­λι­κός» του Αντω­νί­ου Μάτεση.

Ειλι­κρι­νής και αυθόρ­μη­τος ο Κώστα­ςΡη­γό­που­λος έλε­γε: «Εχω κάνει λάθη στην καριέ­ρα μου. Βιά­στη­κα να γίνω θια­σάρ­χης και μετά έκα­να λάθη στην επι­λο­γή των έργων. Θέλα­με να στα­θού­με πρώ­τα εμπο­ρι­κά και μετά να κάνου­με το ψώνιο μας με την καλή έννοια. Είναι λάθος δρό­μος. Επρε­πε να ακο­λου­θή­σω αυτά που πίστευα μέσα μου, το ψώνιο μου, και αυτό θα μου έφερ­νε και την εμπο­ρι­κό­τη­τα. Και από κει και πέρα θα ήμουν καθιε­ρω­μέ­νος σ’ αυτό το είδος του ποιο­τι­κού θεά­τρου». Δεν είχε όμως παρά­πο­νο για­τί ήταν πάντο­τε στην εκτί­μη­ση τόσο των κρι­τι­κών όσο και του κοινού.

Στον κινη­μα­το­γρά­φο έπαι­ξε στις ται­νί­ες: «Ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά», «Χωρίς ταυ­τό­τη­τα», «Ο κόσμος τρε­λά­θη­κε», «Δια­ζύ­γιο αλά ελλη­νι­κά», «Ο εχθρός του λαού», «Αγά­πη μου Ουά­ουα», ενώ βρα­βεύ­τη­κε με το βρα­βείο δεύ­τε­ρου ανδρι­κού ρόλου στο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου για την ται­νία «Το προ­ξε­νιό της Αννας» του Παντε­λή Βούλγαρη.

«Η ευγε­νι­κή του παρου­σία, το λεπτό του χιού­μορ, το καθά­ριο βλέμ­μα του στό­λι­ζαν για δεκα­ε­τί­ες το ελλη­νι­κό θέα­τρο και τον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο» έλε­γε στο συλ­λυ­πη­τή­ριο του ο ΣΕΗ. Θα τον θυμό­μα­στε πάντα.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο