Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Ταχτσής

Τριά­ντα χρό­νια συμπλη­ρώ­νο­νται φέτος από τον θάνα­το του Κώστα Ταχτσή (δολο­φο­νή­θη­κε τον Αύγου­στο του 1988 μέσα στο σπί­τι του) ενώ κανείς δεν έμα­θε ποτέ, κατά τη διάρ­κεια της τρια­κο­ντα­ε­τί­ας, ποιος και για ποιον λόγο απο­φά­σι­σε να βάλει τέρ­μα στη ζωή του: ζωή με πολ­λές δια­κυ­μάν­σεις και περι­πέ­τειες, που ξεκι­νά­ει τον Οκτώ­βριο του 1927, όταν ο Ταχτσής γεν­νιέ­ται στη Θεσσαλονίκη.

Στο μυθι­στό­ρη­μά του «Το τρί­το στε­φά­νι», ένα βιβλίο που διά­βα­σαν με ενθου­σια­σμό πολ­λές γενιές και το οποίο δεν έχει πάψει να προ­σελ­κύ­ει τους ανα­γνώ­στες και της δικής μας επο­χής, τον ρόλο της πρω­τα­γω­νι­στι­κής μορ­φής ανα­λαμ­βά­νει, κάθε άλλο παρά τυχαία, η για­γιά του. Οι γονείς του χώρι­σαν όταν ήταν σε ηλι­κία επτά ετών, οπό­τε και ανα­γκά­στη­κε να μετα­κι­νη­θεί στην Αθή­να για να μεί­νει μαζί της. Η για­γιά, όπως και ο χαμέ­νος αδελ­φός του, που πέθα­νε λίγο μετά τη γέν­νη­ση του ίδιου, στοί­χειω­σαν συγ­γρα­φι­κά τον Ταχτσή, ο οποί­ος ρίχτη­κε από τα νιά­τα του σε μιαν ατέ­λειω­τη περιπλάνηση.

Απο­τυγ­χά­νο­ντας να δώσει εξε­τά­σεις στη Σχο­λή Εμπο­ρο­πλοιάρ­χων (αρρώ­στη­σε από τυφοει­δή πυρε­τό), ο Ταχτσής φοι­τά για δύο χρό­νια στη Νομι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών και αφού πηγαί­νει φαντά­ρος, προ­σλαμ­βά­νε­ται ως βοη­θός του Αμε­ρι­κα­νού διευ­θυ­ντή στα έργα για το φράγ­μα του Λού­ρου. Εν συνε­χεία ζει για έναν χρό­νο στην Αγγλία και επι­στρέ­φει στην Αθή­να, όπου κερ­δί­ζει τον καθ’ ημέ­ραν βίο από τη διδα­σκα­λία των αγγλι­κών. Τον Μάρ­τιο του 1956 θα βρε­θεί στη Γερ­μα­νία, απ’ όπου και θα μπαρ­κά­ρει με δανέ­ζι­κο πλοίο ως καμα­ρό­τος. Επι­στρέ­φει για άλλη μια φορά στην Αθή­να και φεύ­γει για το Ναϊ­ρό­μπι, κατα­λή­γο­ντας στην Αυστρα­λία, όπου εργά­ζε­ται πρώ­τα σε πολυ­κα­τά­στη­μα και κατό­πιν ως σιδη­ρο­δρο­μι­κός υπάλ­λη­λος και τρα­πε­ζι­κό στέ­λε­χος. Γυρί­ζει εκ νέου στην Αθή­να και δια­τρέ­χει όλη την Ευρώ­πη με βέσπα, για να κατα­λή­ξει στο Εδιμ­βούρ­γο. Τότε γρά­φει και τα πρώ­τα κεφά­λαια από «Το τρί­το στε­φά­νι», το οποίο και εκδί­δει με δικά του έξο­δα το 1962.

Μετά την έκδο­ση του βιβλί­ου, ο συγ­γρα­φέ­ας εγκα­τα­στά­θη­κε μέχρι το 1964 στις ΗΠΑ. Επα­νερ­χό­με­νος στην Ελλά­δα, πρω­το­στά­τη­σε στον αγώ­να κατά της δικτα­το­ρί­ας των συνταγ­μα­ταρ­χών (με τη συμ­με­το­χή του στον αντι­δι­κτα­το­ρι­κό τόμο «18 κεί­με­να») ενώ στη μετα­πο­λί­τευ­ση έδω­σε μάχες για τα δικαιώ­μα­τα των ομο­φυ­λο­φί­λων. Την ίδια περί­ο­δο άρχι­σε να εκδί­δε­ται ως τρα­βε­στί. Στις 27 Αυγού­στου του 1988, η αδελ­φή του τον βρή­κε δολο­φο­νη­μέ­νο στο σπί­τι του στον Κολω­νό. Η αστυ­νο­μία δεν μπό­ρε­σε ποτέ να δια­λευ­κά­νει το έγκλη­μα ενώ από την ιατρο­δι­κα­στι­κή εξέ­τα­ση προ­έ­κυ­ψε ότι ο θάνα­τος προ­ήλ­θε από στραγγαλισμό.

«Το τρί­το στε­φά­νι», που μετα­φέρ­θη­κε με μεγά­λη επι­τυ­χία στην τηλε­ό­ρα­ση και το θέα­τρο, είναι γραμ­μέ­νο με μια γλώσ­σα που ανα­πα­ρι­στά με χυμώ­δη τρό­πο την καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Ο Ταχτσής θέλει να μιλή­σει για την Ελλά­δα πριν αλλά και μετά τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Ο Μακε­δο­νι­κός Αγώ­νας, οι Βαλ­κα­νι­κοί Πόλε­μοι, η Μικρά Ασία, ο ίδιος ο Β’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος και η Κατο­χή θα περά­σουν μπρο­στά από τα μάτια μας χωρίς πολι­τι­κές ή ιδε­ο­λο­γι­κές παρα­μορ­φώ­σεις, με ένα πνεύ­μα που ξέρει πώς να απο­κα­λύ­ψει τις πολ­λα­πλές πλευ­ρές της αλή­θειας, αλλά και πώς να προ­σαρ­μό­σει την όποια συλ­λο­γι­κή αλή­θεια στις ανά­γκες και τα κρυ­φά ή τα φανε­ρά πάθη του ατο­μι­κού βίου.

Εν ζωή ο Ταχτσής θα έχει μετα­πο­λι­τευ­τι­κά μόνο ένα βιβλίο, το «Η για­γιά μου η Αθή­να» (1979). Θα ακο­λου­θή­σουν πλή­θος μετα­θα­νά­τιες εκδό­σεις γεμά­τες συνε­ντεύ­ξεις, ανα­μνή­σεις, προ­σω­πι­κές αφη­γή­σεις και επι­στο­λές: «Από τη χαμη­λή σκο­πιά» (1992), «Συγ­γνώ­μην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;» (1994), «Τετρά­διον εκθέ­σε­ων Κωνστ. Γρη­γο­ρί­ου Ταχτσή. Τάξις Ζ’ Νέου Τύπου, Αθή­να 1945» (1996), «Ένας Έλλη­νας δρά­κος στο Λον­δί­νο» (2002). Αμέ­σως μετά τον θάνα­το του Ταχτσή θα δημο­σιευ­τεί και ένα αυτο­σύ­στα­το πλην ημι­τε­λές έργο: η μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή αυτο­βιο­γρα­φία «Το φοβε­ρό βήμα» (1989). Σε όλα αυτά τα βιβλία ο Ταχτσής θα επα­νέλ­θει στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα της μετα­πο­λε­μι­κής Ελλά­δας όπως την έζη­σε κατά τη διάρ­κεια των παι­δι­κών και των εφη­βι­κών του χρό­νων, για να την απο­τυ­πώ­σει με συναρ­πα­στι­κή ακρί­βεια και γλα­φυ­ρό­τη­τα όχι μόνο στο «Τρί­το στε­φά­νι», αλλά και στη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του «Τα ρέστα» (1972).

Αυτό που προ­κά­λε­σε και εξέ­πλη­ξε στο «Τρί­το στε­φά­νι» είναι ο αδιά­κο­πος μονό­λο­γος δύο γυναι­κών που εκπρο­σω­πούν τη μικρο­α­στι­κή τάξη. Η προ­φο­ρι­κό­τη­τα και η ζωντά­νια της γλώσ­σας του Ταχτσή, σε συν­δυα­σμό με τους εξαι­ρε­τι­κά ζωη­ρούς δια­λό­γους, απο­τέ­λε­σαν σημα­ντι­κή πρω­το­τυ­πία για τη λογο­τε­χνία της δεκα­ε­τί­ας του 1960. Και θα πρέ­πει να σημειώ­σου­με πως η προ­φο­ρι­κό­τη­τα του λόγου του δεν μετα­γρά­φει απλώς τη γλωσ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των μικρο­α­στών, αλλά κατορ­θώ­νει να μετα­τρα­πεί σε προ­ϊ­όν υψη­λής λογο­τε­χνι­κής επε­ξερ­γα­σί­ας χωρίς κανέ­ναν παλαιο­δη­μο­τι­κι­στι­κό περιορισμό.

Ο πιο εύστο­χος τρό­πος για να περι­γρά­ψου­με το επί­τευγ­μα του Ταχτσή στο «Τρί­το στε­φά­νι» είναι να θυμη­θού­με τις παρα­τη­ρή­σεις του Μένη Κου­μα­ντα­ρέα (επί­σης δολο­φο­νη­μέ­νου, πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα, μέσα στο σπί­τι του), από το βιβλίο του «Ξεχα­σμέ­νη φρου­ρά. Τα χαρ­τιά του συγ­γρα­φέα», που κυκλο­φό­ρη­σε το 2010: «Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χεί­μαρ­ρος λόγου και ελευ­θε­ριό­τη­τας, υιο­θέ­τη­σε και στο βιβλίο του τον τρό­πο αυτό. Ένα συνε­χές μουρ­μού­ρι­σμα δια­τρέ­χει όλο το κεί­με­νο, το ίδιο αυτό μουρ­μού­ρι­σμα που ο συγ­γρα­φέ­ας ήξε­ρε καλά από την οικο­γέ­νειά του και τα συγ­γε­νι­κά του πρό­σω­πα. Είναι οι ευχές, οι κατά­ρες, οι αφο­ρι­σμοί, που όλοι ακού­με στις οικο­γέ­νειές μας σε οποια­δή­πο­τε τάξη και αν ανή­κου­με. “Που να μη λιώ­σουν τα κόκα­λά σου!”, “Θου, Κύριε, φυλα­κήν τω στό­μα­τί μου”, “Αχ, βρε κερα­τά, Θεέ”, “Δεν έχεις πια καθό­λου τσί­πα επά­νω σου;”, “Σσσ! Κι οι τοί­χοι έχουν αυτιά!”, “Μύγα τσε-τσε σ’ έχει τσι­μπή­σει, κακό χρό­νο να ‘χεις;”, “Σκά­σε, κτή­νος”, και άλλα πολ­λά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφρά­σεις αυτές απο­κτούν μια ιδιαι­τε­ρό­τη­τα. Δεν είναι γαρ­νί­ρι­σμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώ­τος που έκα­νε ύφος με τη γλώσ­σα των μικρο­α­στών. Είχε την ευφυ­ΐα, αλλά και το ταλέ­ντο, να την ανα­πα­ρα­γά­γει σχε­δόν θεα­τρι­κά. Με την υπερ­βο­λή που διέ­κρι­νε και τον ίδιον (και χωρίς υπερ­βο­λή δεν κάνει κανείς τέχνη), αλλά και τη σοφία να ξέρει τι θ’ αφή­σει και τι θα κρα­τή­σει από το υλι­κό του».

Πηγή: Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ / Β. Χατζηβασιλείου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο