Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Χατζηχρήστος, άφησε εποχή, «Αμ’ πώς;»

Ο πλέ­ον αξια­γά­πη­τος κωμι­κός, ο διά­ση­μος «βλά­χος», ο Θύμιος του θεά­τρου και κινη­μα­το­γρά­φου, ο Κώστας Χατζη­χρή­στος, έφυ­γε από τη ζωή, σε ηλι­κία 80 χρό­νων, στις 3 Οκτω­βρί­ου 2001.

Ο Κώστας Χατζη­χρή­στος κατα­γό­ταν από την Πόλη. Οι γονείς του μετά τον πρώ­το διωγ­μό εγκα­τα­στά­θη­καν στην Καβά­λα και ύστε­ρα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου γεν­νή­θη­κε ο Κ. Χατζη­χρή­στος (1921). Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’20 η πολύ­τε­κνη οικο­γέ­νεια έρχε­ται στην Αθή­να (Παγκρά­τι). Γεί­το­νες με τον Γιώρ­γο Οικο­νο­μί­δη, έγι­ναν από παι­διά φίλοι. Απο­φοί­τη­σε από τη Σχο­λή Ανθυ­πα­σπι­στών Σύρας, αλλά τον κέρ­δι­σε το θέα­τρο. Τελειώ­νο­ντας τη Σχο­λή ξέσπα­σε ο πόλε­μος. Η στρα­τιω­τι­κή καριέ­ρα τον απω­θεί και την εγκα­τα­λεί­πει, παρ’ ότι είχε υπο­βά­λει τα χαρ­τιά του για μονι­μό­τη­τα. Το 1942 παντρεύ­ε­ται στη Νάου­σα. Φεύ­γει για λίγο στη Βιέν­νη για να δου­λέ­ψει. Το 1943 επι­στρέ­φει και για να επι­ζή­σει μπαί­νει σε ένα θεα­τρι­κό μπου­λού­κι που πέρα­σε από τη Λάρι­σα. Ηταν η Σπε­ρά­τζα Βρα­νά, που για να τον καλύ­ψει από τους Γερ­μα­νούς που τον κυνη­γού­σαν, του έδω­σε ένα ρόλο. Μέχρι το 1948 περιο­δεύ­ει με μπου­λού­κια ανά την Ελλά­δα, κυρί­ως με τον Παρα­σκευά Οικονόμου.

Στην Αθή­να γνω­ρί­ζε­ται με την Κού­λα Νικο­λα­ΐ­δου, που τον προ­σλαμ­βά­νει στο βαριε­τέ της. Ο αδελ­φός της Κώστας Νικο­λα­ΐ­δης του γρά­φει ένα νού­με­ρο με ένα βλά­χο που ήρθε στην Αθή­να για να γίνει τρο­χο­νό­μος. Ηταν ο πρώ­τος «Θύμιος». Στο μετα­ξύ παντρεύ­ε­ται με την Μαί­ρη Νικο­λα­ΐ­δου και απο­κτά την κόρη του Τέτα (Φυσ­σούν).

Το 1952 προ­σλαμ­βά­νε­ται στο θία­σο του «Ακρο­πόλ». Παντρεύ­ε­ται τη δημο­φι­λή πρω­τα­γω­νί­στρια και μεγά­λη αγω­νί­στρια της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα. Παράλ­λη­λα πρω­τα­γω­νι­στεί σε πολ­λές ται­νί­ες. Περισ­σό­τε­ρες από 200 ται­νί­ες είχε στο ενερ­γη­τι­κό του.

Το 1960 μέχρι το 1966 κάνει δικό του θία­σο. Το 1961 ανα­κα­λύ­πτει μιαν «απο­θή­κη ιδιο­κτη­σί­ας του Πανά­γιου Τάφου», τη νοι­κιά­ζει και τη μετα­τρέ­πει σε «Θέα­τρο Χατζη­χρή­στου» (εγκαι­νιά­στη­κε το 1962). Η έξω­σή του από το θέα­τρο λίγο πριν πεθά­νει και η μετο­νο­μα­σία του σε θέα­τρο «Ορφέ­ας», τον πλή­γω­σε πολύ. Θα έπρε­πε, «τιμής ένε­κεν», να δια­τη­ρη­θεί το όνο­μα αυτού του μονα­δι­κής εμβέ­λειας και λαϊ­κό­τη­τας κωμικού.

Το 1964, στο θέα­τρο «Παρκ» παρου­σιά­ζει το μπα­λέ­το «Καζι­νό ντε Παρί», δου­λιά που του προ­κα­λεί οικο­νο­μι­κή κατα­στρο­φή. Ενα χολι­γου­ντια­νό κυριο­λε­κτι­κά υπερ­θέ­α­μα, με αυτο­κί­νη­τα πάνω στη σκη­νή, αερο­πλά­να, μπα­λέ­τα. «Εκα­τόν δεκα­ο­χτώ άτο­μα κάθε βρά­δυ να πλη­ρώ­νο­νται. Τα ’χε βάλει η Ντι­ρι­ντά­ουα κάτω με μολύ­βι και χαρ­τί και μου λέει: Κάθε βρά­δυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριά­ντα οχτώ χιλιά­ρι­κα», έλε­γε ο Κώστας Χατζηχρήστος.

Με την Κ. Ντι­ρι­ντά­ουα απο­κτά την κόρη του Μαρια­λέ­να. (Ο γάμος του με την Ντι­ρι­ντά­ουα έλη­ξε ορι­στι­κά το 1975).

Με το θάνα­το της τέταρ­της γυναί­κας του, στα 42 της χρό­νια, καταρ­ρέ­ει. Παρη­γο­ριά του το ποτό, το οποίο τον περι­θω­ριο­ποιεί για αρκε­τά χρό­νια. Τελευ­ταία του εμφά­νι­ση εκεί­νη την περί­ο­δο της απο­μό­νω­σής του ήταν στην επι­θε­ώ­ρη­ση «Ανδρέα προ­χώ­ρα, σε θέλει άλλη χώρα».

Τελι­κά απο­το­ξι­νώ­νε­ται με τη βοή­θεια φίλων και της τελευ­ταί­ας συζύ­γου του.

Από τις τελευ­ταί­ες του εμφα­νί­σεις είναι στο θέα­τρο «Χατζη­χρή­στου»: «Δεν ήξε­ρες δε ρώτα­γες» (1994–1995), «Τρε­λά­θη­κα και σώθη­κα» (1996).

Σχε­δόν όλες του οι ται­νί­ες «άφη­σαν επο­χή». Πρώ­τη του ται­νία ήταν «Ο πύρ­γος των ιππο­τών» (1952). Ακο­λου­θούν: «Οι τρεις ντε­ντέ­κτιβ», «Τσα­ρού­χι, πιστό­λι παπι­γιόν» (δικό του σενά­ριο), «Δια­κο­πές στην Κολο­πε­τι­νί­τσα», «Λαός και Κολω­νά­κι», «Ο Ηλί­ας του 16ου», «Ο μπα­κα­λό­γα­τος», «Της κακο­μοί­ρας», «Η Γκόλ­φω», «Ο άνθρω­πος που γύρι­σε από τα πιά­τα», «Μακρυ­κω­στέ­οι και Κοντο­γιώρ­γη­δες», «Ο Θύμιος τα ‘χει 400», «Ο απί­θα­νος», «Τι κάνει ο άνθρω­πος για να ζήσει» κ.ά. Ο ίδιος υπήρ­ξε παρα­γω­γός τριών ται­νιών και σκη­νο­θέ­τη­σε άλλες οκτώ.

Οι ατά­κες του «Τίπο­τας», «Ασου­πή», «Αμ’ πώς;», «Τ’ άκο­σες πολί μου», άφη­σαν εποχή.

-Πάω στο για­τρό τα ψώνια εγώ.
-Να πας στο καλό.

-Τηλε­φώ­νησ’ η γιατρέσσα.

-Να πας στο καλό.

-Εσύ θα κάτσεις εδώ πέρα, πάω γω, πάω γω που είμαι κι αδύ­να­τος κι ανε­βαί­νω και κατε­βαί­νω στα σκα­λιά κι έχω γίνει σα σου­γλί, κι εσύ σαι 800 κιλά αηδία. Συ να κάτσεις εδώ, πάω γω. Πάω στο για­τρό εγώ. Το μεγά­λο μισθό που παίρ­νω και τρέ­χω όλη μέρα στους δρό­μους. Μου κρα­τάς και το νΊΚΑ. Ποιος είν’ αυτός ο ΙΚΑς;

-Αυτό όλοι το πλη­ρώ­νου­νε, δεεεε…

-Δεν το πλη­ρών’ εγώ. Πώς να το πλη­ρώ­σω; Δε φτά­νει που δε με πλη­ρώ­νεις, θα πλη­ρώ­νω και το νΊΚΑ. Και μου λες όλο υπο­μο­νή, μη σε νοιά­ζει, θ’ αρρω­στή­σεις. Πότε θ’ αρρω­στή­σω εγώ;…

Στη μακρό­χρο­νη καριέ­ρα του συνερ­γά­στη­κε με κορυ­φαί­ους ηθο­ποιούς, όπως οι: Αυλω­νί­της, Σταυ­ρί­δης, Φωτό­που­λος, Ηλιό­που­λος, Βασι­λειά­δου, Ντι­ρι­ντά­ουα, Ρίζος, Βέγ­γος, Παπα­γιαν­νό­που­λος, Γκιω­νά­κης κ.ά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο