Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Χατζηχρήστος: «Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι»

Από τους κορυ­φαί­ους κωμι­κούς της ανε­πα­νά­λη­πτης μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς, ο Κώστας Χατζη­χρή­στος θα γρά­ψει τη δική του λαμπρή ιστο­ρία, αλλά με φινά­λε που δεν είχε χάπι εντ. Ήταν 3 Οκτω­βρί­ου του 2001, όταν η είδη­ση του θανά­του του, συγκί­νη­σε ακό­μη και τους θια­σώ­τες του ευρω­παϊ­κού «ποι­η­τι­κού σινε­μά», έκα­νε εκα­τομ­μύ­ρια Έλλη­νες να κλαί­νε σαν να έχα­σαν το δικό τους άνθρω­πο. Δικαιο­λο­γη­μέ­να, για­τί ο περί­φη­μος «βλά­χος» του ελλη­νι­κού θεά­μα­τος, ζωντά­νε­ψε στο θέα­τρο και στη μεγά­λη οθό­νη τον «επαρ­χιώ­τη» που έρχε­ται στην πρω­τεύ­ου­σα για να «πιά­σει την καλή» ή έστω να βρει ένα μερο­κά­μα­το, μονα­δι­κά και ταυ­το­χρό­νως ανέ­δει­ξε την ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ένα σημα­ντι­κό μέρος της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας, τα υλι­κά με τα οποία χτί­στη­κε η κοι­νω­νία της Αθήνας.

Οι ναζί τον …ανεβάζουν στο θεατρικό σανίδι

Παι­δί μίας σού­περ πολύ­τε­κνης οικο­γέ­νειας, καθώς ήταν το ενδέ­κα­το παι­δί προ­σφύ­γων από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ‑όχι δεν ήταν από κάποιο χωριό της Ελασ­σό­νας ή της Μακρα­κώ­μης…- που γεν­νή­θη­κε το 1921, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και βρέ­θη­κε στο θεα­τρι­κό σανί­δι από μία κινη­μα­το­γρα­φι­κής έμπνευ­σης στιγ­μή. Ο Χατζη­χρή­στος, μετά την προ­τρο­πή της οικο­γε­νεί­ας του, θα μπει στη στρα­τιω­τι­κή σχο­λή της Σύρου. Εκεί θα τον βρει η εισβο­λή των Ιτα­λών το 1940 και θα βρε­θεί στο μέτω­πο. Θα συνε­χί­σει να μάχε­ται και στη γερ­μα­νι­κή εισβο­λή. Για κάτι που έκα­νε κατά των ναζί και πλέ­ον δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μάθου­με, θα βρε­θεί κυνη­γη­μέ­νος από τους Γερ­μα­νούς, να κρύ­βε­ται σε κάποια θεα­τρι­κή παρά­στα­ση, αλλά όχι ανά­με­σα στους θεα­τές. Το πηγαίο θεό­σταλ­το ταλέ­ντο του, θα τον βάλει ανά­με­σα στους ηθο­ποιούς, πάνω στη σκη­νή, να αυτο­σχε­διά­ζει όσο χρειά­ζε­ται μέχρι να φύγουν οι Γερ­μα­νοί. Αυτό ήταν. Ο Κώστας Χατζη­χρή­στος ανα­κα­λύ­πτει ότι το ταλέ­ντο του, η φύση του δεν είναι για στρα­τώ­νες, αλλά για το θεα­τρι­κό σανίδι.

Το ξεκίνημα και ο… «Θύμιος»

Η οικο­γέ­νεια είχε μετα­κο­μί­σει στο Παγκρά­τι και πλέ­ον μετά το τέλος της κατο­χής άρχι­σε να κάνει τα πρώ­τα του βήμα­τα, αρχι­κά σε μπου­λού­κια και πολύ γρή­γο­ρα να υπη­ρε­τεί το βαριε­τέ στο θρυ­λι­κό θέα­τρο του Πει­ραιά «Μισού­ρι». Θα συνε­χί­σει στο βαριε­τέ, για τα επό­με­να δυο χρό­νια και στο θέα­τρο «Βερ­ντέν» της Λεω­φό­ρου Αλε­ξάν­δρας θα κάνει την πρώ­τη του μεγά­λη επι­τυ­χία στο ρόλο του «βλά­χου», του περί­φη­μου «Θύμιου» που εμπνεύ­στη­κε ο αδελ­φός της τότε συζύ­γου του Μαί­ρης Νικο­λα­ΐ­δου, Κώστας, μέλος της συγ­γρα­φι­κής τριά­δας «Νικο­λα­ΐ­δης — Ελευ­θε­ρί­ου — Λυμπε­ρό­που­λος». Ο Χατζη­χρή­στος που θα υπη­ρε­τή­σει τον χαρα­κτή­ρα του «βλά­χου» σχε­δόν ως το τέλος της στα­διο­δρο­μί­ας του, θα απο­γειω­θεί όταν θα συστή­σει το δικό του θία­σο το 1952 και θα συνερ­γα­στεί με την Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα, μετέ­πει­τα σύζυ­γό του και τον μπρι­λά­ντε κωμι­κό Κού­λη Στο­λί­γκα. Πάνω σε αυτό το κύμα ενθου­σια­σμού που θα προ­κα­λέ­σει στο λαό με τους απί­θα­νους αυτο­σχε­δια­σμούς του θα έρθει και ο κινη­μα­το­γρά­φος. Αρχι­κά με σχε­τι­κά μικρούς ρόλους, αλλά τόσο χαρα­κτη­ρι­στι­κούς που ήταν μαγνή­της για το κοι­νό. Η πρώ­τη του εμφά­νι­ση ήταν στον «Πύρ­γο των Ιππο­τών» το 1952, ενώ το 1955 θα παί­ξει σε τέσ­σε­ρις ται­νί­ες, μετα­ξύ των οποί­ων στην «Γκόλ­φω» και στον «Αγα­πη­τι­κό της Βοσκοπούλας».

Τα γλέντια και η πληγή του Θεάτρου

Παρά την τερά­στια επι­τυ­χία του και ειδι­κά στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1950 και στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1960, ο Χατζη­χρή­στος δεν παρα­μέ­ρι­σε ποτέ το θέα­τρο. Μάλι­στα, το 1961 θα απο­κτή­σει και τη δική του θεα­τρι­κή στέ­γη, το περί­φη­μο «Θέα­τρο Χατζη­χρή­στου» στο οποίο απο­θε­ώ­θη­κε από πλή­θη θαυ­μα­στών, αλλά ταυ­τό­χρο­να έμε­λε να του δώσει τις μεγα­λύ­τε­ρες στε­να­χώ­ριες, να τον κατα­στρέ­ψει οικο­νο­μι­κά, να πλη­γεί θανά­σι­μα, όταν έμα­θε ότι το έχα­σε λόγω χρε­ών. Χρέη, όμως, που δεν προ­ήλ­θαν μόνο από τις θεα­τρι­κές του μεγα­λο­μα­νί­ες ‑όπως η κατα­στρο­φι­κή παρά­στα­ση του 1963 «Καζί­νο ντε Παρί», με τους 118 συντε­λε­στές!- αλλά και από την εμμο­νή του να καλο­πλη­ρώ­νει μέχρι τελευ­ταί­ας δεκά­ρας τους συνερ­γά­τες του, να τους τρα­πε­ζώ­νει καθη­με­ρι­νά, να βλέ­πει ευχα­ρι­στη­μέ­νους ανθρώ­πους δίπλα του. Τη ζωή του τη γλέ­ντη­σε, πήρε αγά­πη, αλλά δεν ήταν και λίγοι αυτοί που τον εκμεταλλεύτηκαν.

Αδικημένος

Όμως, ο Χατζη­χρή­στος απο­τε­λεί κι ένα ακό­μη παρά­δειγ­μα ηθο­ποιού, ενός απί­στευ­του ταλέ­ντου, που αδι­κή­θη­κε κατά­φω­ρα από το ελλη­νι­κό σινε­μά. Αν εξαι­ρέ­σου­με τις πέντε / δέκα καλές ται­νί­ες που γύρι­σε κυρί­ως την χρυ­σή πεντα­ε­τία 1958–1963 και άλλες τόσες που κυρί­ως βλέ­πο­νται λόγω της ύπαρ­ξής του σε αυτές, ο Χατζη­χρή­στος γύρι­σε πλή­θος από κακές ται­νί­ες, πολ­λές για να ξεπλη­ρώ­σει τα χρέη του στο θέα­τρο, φιλμ γυρι­σμέ­να στο «πόδι», δίχως σενά­ρια, σκη­νο­θε­σία εκ του προ­χεί­ρου, τεχνι­κά μη απο­δε­κτές. Ωστό­σο, ται­νί­ες όπως «Ο Ηλί­ας του 16ου», «Μακρυ­κω­σταί­οι και Κοντο­γιώρ­γη­δες», «Ο Σκλη­ρός Άνδρας», «Ο Κύριος Πτέ­ραρ­χος» ή «Ο Καζα­νό­βας» δεν είναι αμε­λη­τέο σκορ.

Της Κακομοίρας.… πραγματικά

Υπάρ­χει όμως και ο «Μπα­κα­λό­γα­τος» ή «Της Κακο­μοί­ρας», με τον περί­φη­μο Ζήκο. Εδώ θα στα­θού­με. Διό­τι είναι μια ται­νία, που γύρι­σε ο εξαί­ρε­τος, Ντί­νος Κατσου­ρί­δης το 1963, δια­σκευά­ζο­ντας το θεα­τρι­κό έργο των Χρή­στου και Γιώρ­γου Γιαν­να­κό­που­λου, που έπαι­ζε για χρό­νια στο θέα­τρο ο Χατζη­χρή­στος έχο­ντας δίπλα του τον Αυλω­νί­τη και τη Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου. Η επι­τυ­χία της ται­νί­ας βασί­ζε­ται εν πολ­λοίς στον Κατσου­ρί­δη, που περιό­ρι­σε τις υπερ­βο­λές των αυτο­σχε­δια­σμών ‑όσο είναι δυνα­τόν να γίνει αυτό με τον Χατζη­χρή­στο- που δεν περ­νά­νε στη μεγά­λη οθό­νη, έβα­λε σε τάξη τη δομή του έργου και απο­φεύ­γο­ντας τις παγί­δες που κρύ­βει πάντα μια ται­νία ερμη­νειών, παρέ­δω­σε την πιο ξέφρε­νη κωμω­δία, που μπο­ρού­με να χαι­ρό­μα­στε ακό­μη και σήμε­ρα. Ο Χατζη­χρή­στος στο ρόλο του επαρ­χιώ­τη μπα­κα­λό­γα­του που θέλει να βρει γυναί­κα, την λυγε­ρή Φιφί­κα, είναι πραγ­μα­τι­κά ανε­πα­νά­λη­πτος και κατα­γρά­φει μια ερμη­νεία ανε­ξί­τη­λη στον χρό­νο. Δίπλα του στο ρόλο του μεγα­λο­μπα­κά­λη και αφε­ντι­κό του Ζήκου, ο ερω­το­χτυ­πη­μέ­νος με τη νεα­ρά Λίτσα, ο μετρη­μέ­νος σε σχέ­ση με τον Αυλω­νί­τη και με τον χαρα­κτή­ρα του, ο θαυ­μά­σιος Κώστας Δού­κας, ενώ στο ρόλο της κου­τσο­μπό­λας προ­ξε­νή­τρας Βασι­λειά­δου, η απο­λαυ­στι­κή Μαρί­κα Νέζερ. Από κοντά και ο Νίκος Ρίζος, στο ρόλο του Κιτσά­ρα και ο Νίκος Φέρ­μας, ενώ τα δυο κορί­τσια του πόθου υπο­δύ­ο­νται οι Ντί­να Τριά­ντη και Νέλ­λη Παπ­πά. Μία ται­νία, που πέρα από τις δεκά­δες ατά­κες και τα γκαγκς, συμπυ­κνώ­νει το σημα­ντι­κό­τε­ρο μέρος της ιστο­ρί­ας των επαρ­χιω­τών που συνέ­θε­σαν την κοι­νω­νία της Αθή­νας, μια κωμω­δία που όσες φορές και να δεις πάντα θα κλαις από τα γέλια.

Το πικρό τέλος

Ο Κώστας Χατζη­χρή­στος, μετά από τις στιγ­μές δόξας και μιας ζωής γλε­ντιού και έρω­τος, θα ξεπέ­σει όταν θα χάσει την τέταρ­τη γυναί­κα του Ελέ­νη Παντα­ζή, σε μικρή ηλι­κία, αλλά το μεγα­λύ­τε­ρο πλήγ­μα ήταν όταν θα χάσει το «Θέα­τρο Χατζη­χρή­στου». Το πολύ ποτό και τα υπνω­τι­κά χάπια δεν θα τον βοη­θή­σουν, όπως και η συν­δρο­μή ορι­σμέ­νων πιστών θαυ­μα­στών που θα του προ­σφέ­ρουν του­λά­χι­στον τα βασι­κά, μια στέ­γη, ένα πιά­το φαί.…

Θα αφή­σει την τελευ­ταία του πνοή το πρω­ι­νό της Τετάρ­της, στις 3 Οκτω­βρί­ου του 2001, έπει­τα από νοση­λεία δυο μηνών σε νοσο­κο­μείο με λοί­μω­ξη του ανα­πνευ­στι­κού. Θα φύγει πικρα­μέ­νος από τα «κορά­κια» που του πήραν ακό­μη και το θέα­τρο, όλους αυτούς που κέρ­δι­ζαν από τις ται­νί­ες του, ενώ αυτός ζού­σε με δανει­κά, οι ευερ­γε­τη­θέ­ντες που τον ξέχα­σαν ή έμπη­ξαν κι αυτοί το μαχαί­ρι στο μικρο­κα­μω­μέ­νο κορ­μί του. Όπως είχε πει λίγα χρό­νια πριν πεθά­νει: «Το θέα­τρο και ο κινη­μα­το­γρά­φος μου άφη­σαν μια γεύ­ση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύ­τη­κα και την πίκρα».

Και παρα­φρά­ζο­ντας την αθά­να­τη ατά­κα «πολύ πιά­το η Αμε­ρι­κή»: «πολύ πίκρα το θέατρο…».

Πηγή: ΑΠΕ / Χ. Αναγνωστάκης

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο