Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστα Βάρναλη: «Ματωμένο Πάσχα»

Όλες οι μέρες του ελλη­νι­κού έθνους σ τους αιώ­νες της δου­λεί­ας του στα­θή­κα­νε μέρες δυστυ­χί­ας κι αίμα­τος. Ακό­μα κι οι μέρες του Πάσχα. Αυτές κυρί­ως τις άγιες ημέ­ρες διά­λε­ξε ο Αντί­χρι­στος για να χτυ­πή­σει τους Χρι­στια­νούς, είτε για να τους πετύ­χει αφύ­λα­χτους, είτε για να τους κάνει να νιώ­σου­νε την αιμο­βο­ρία του περισσότερο.

Ο εχθρός, ο Αντί­χρι­στος, δεν είναι μονά­χα μου­σουλ­μά­νοι: Τούρ­κοι, Μπαρ­μπε­ρί­νοι κι Αλτζε­ρί­νοι! Ίσως περισ­σό­τε­ρον αντί­χρι­στοι για τους Έλλη­νες στά­θη­καν οι Φρά­γκοι. «Οι Φρά­γκοι δεν πιστεύ­ου­νε αλη­θι­νό Χρι­στό και είναι Αντί­χρι­στοι» λέγει το «Χρο­νι­κό του Γαλα­ξι­διού» (17ος αιώνας).

***

Απ’ αυτό το «Χρο­νι­κό» ξεση­κώ­νου­με το ματω­μέ­νο Πάσχα του Γαλα­ξι­διού στα 1703. Κι όχι μόνο για την τρα­γι­κό­τη­τά του, αλλά περισ­σό­τε­ρο για τη λογο­τε­χνι­κή αξία του κει­μέ­νου. Η γλώσ­σα του είναι από τις καλύ­τε­ρες του δημο­τι­κού λόγου, το ύφος απλό και φυσι­κό κι όλα τα συμ­βά­ντα που ιστο­ρεί τα κινεί και τα ζωντα­νεύ­ει η ζεστή καρ­διά και φαντα­σία του χρονογράφου.

Το λοι­πόν, «εκεί­νους τους χρό­νους πολ­λοί κουρ­σά­ροι κατα­τρε­μέ­νοι από τα μέρη Μπαρ­μπα­ριάς και Αλτζέ­ρι, εμα­ζω­χτή­κα­σι στον Έπα­χτο. Ένας από τού­τους τους κουρ­σά­ρους, έχο­ντας μάνα Χρι­στια­νή και πατέ­ρα Τούρ­κο (τον ελέ­γα­σι Ντου­ραν­τζί­μπεη) είχε την αυθε­ντία του κόρ­φου και αυθέ­ντευε απά­νου σε ούλα τα καρά­βια του κόρ­φου με φερ­μά­νι βασιλικό.

Μιαν ημέ­ρα δυο γαλα­ξι­διώ­τι­κες γαλιό­τες, θελη­μα­τι­κώς ή ανή­ξε­ρα, δεν τον απο­χαι­ρε­τί­σα­σι στο πέλα­γος με σινιά­λο και κανο­νιές. Και αυτός, πολύ θυμω­μέ­νος, στέλ­νει απο­κρι­σά­ρη στο Γαλα­ξί­δι για να πάρει αυτές τις γαλιό­τες και να τες παρα­δώ­σει στα χέρια του πειράτου.

Οι Γαλα­ξι­διώ­τες δεν το επαραδεχτήκασι».

(Ο Ντου­ραν­τζί­μπε­ης τότε παίρ­νο­ντας δέκα γαλιό­τες «που είχα­σι όλο κανό­νια μπρού­τζι­να και φοβε­ρά», ήρθε από­ξω απ’ το λιμά­νι κι έγι­νε μάχη κι ο κουρ­σά­ρος νική­θη­κε κι έφυ­γε ντροπιασμένος).

«Εκεί­νες τις ημέ­ρες ήτα­νε μεγά­λη εβδο­μά­δα που κάθε Χρι­στια­νός, αφή­νο­ντας τις δου­λειές του και κάθε μετα­χεί­ρι­ση, πηγαί­νει με ευλά­βεια στες εκκλη­σί­ες να προσκυνήσει…

Ετό­τες γουν πιά­νει κι αρμα­τώ­νει ο Ντου­ρα­τζί­μπε­ης οχτώ γαλιό­τες και εμπαρ­κά­ρει ασκέ­ρι αρμα­τω­μέ­νο, όλο από άπι­στους μου­σουλ­μά­νους. Ετό­τες, έστο­ντας να εξη­με­ρώ­νει Κυρια­κή ημέ­ρα, που όλοι με χαρές και αγαλ­λί­α­ση γιορ­τά­ζου­σι την Ανά­στα­ση… από πρωί, σύντα­χα, δυο ώρες πριν να εξη­με­ρώ­σει οι Γαλα­ξι­διώ­τες επή­γα­σι στες εκκλη­σί­ες για να δοξά­σου­σι την Ανά­στα­ση και κανέ­νας δεν από­μει­νε στα σπί­τια και στα πλε­ού­με­να, για­τί όλοι, μικροί μεγά­λοι, άντρες, γέροι και γυναι­κό­παι­δα επή­γα­σι στες εκκλησίες…

Ετό­τες γουν ο πανά­πι­στος και μια­ρό­τα­τος πει­ρα­τος ξεμπαρ­κά­ρει το ασκέ­ρι του και με το σπα­θί στο χέρι εμπαί­νει στην πολι­τεία και καί­ο­ντας τα σπί­τια, μπλο­κά­ρει τες εκκλη­σί­ες και επέ­ρα­σε από σπα­θί­ου άντρες, γέρους και γυναι­κό­παι­δα, που ασκού­ζα­σι κι εβελάζασι.

Αμή εκεί­νος ο Αντί­χρι­στος κανέ­να έλε­ος και συμπά­θιο ευσπλα­χνί­ας δεν είχε. Και μέσα στες εκκλη­σί­ες εμπή­κε, κατα­μα­τω­μέ­νος και ξεσπα­θώ­νο­ντας, και εμπρο­στά στην Αγία Τρά­πε­ζα, ο παμ­μια­ρό­τα­τος Σατα­νάς έσφα­ξε δύο παπά­δες, τον Παπα­χρί­στο και τον Παπα­θα­νά­ση. Και ετό­τες εγέ­νη­κε σει­σμός μεγά­λος και έπε­σε η εκκλη­σία και εσκό­τω­σε πέντε κουρσάρους».

Αυτό το ματω­μέ­νο Πάσχα του Γαλα­ξι­διού στα 1703 ας στα­θεί πλάι στο Πάσχα του Μεσο­λογ­γιού στα 1826 και στο Πάσχα της Πόλης στα 1821.

(Αυγή 17/4/1955)

 

Το Πάσχα του Μεσο­λογ­γιού ανα­φέ­ρε­ται στην έξο­δο μετά την δεύ­τε­ρη πολιορ­κία της πόλης. Η έξο­δος έγι­νε Σάβ­βα­το του Λαζά­ρου ξημε­ρώ­νο­ντας Κυρια­κή των Βαΐων).

Το Πάσχα της Πόλης ανα­φέ­ρε­ται στο απαγ­χο­νι­σμό από τους Τούρ­κος  του Πατριάρ­χη Γρη­γο­ρί­ου Ε’ ως αντί­ποι­να για την κήρυ­ξη της Επα­νά­στα­σης του 1821.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο