Ο Κ. Παπασταύρου αναφέρεται στην συνέντευξή του στο ΑΠΕ στην τοποθέτηση του ΚΚΕ σε ό,τι αφορά στη διαρκή και παγκοσμίου ενδιαφέροντος συζήτηση για την κλιματική αλλαγή, τονίζοντας, ότι όσο η σχετική συζήτηση ξεκινά «αφήνοντας απείραχτα το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους, το σκληρό μονοπωλιακό ανταγωνισμό, την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και τον σχεδιασμό που γίνεται με κριτήριο τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων είναι από τη φύση της υποκρισία».
Η κλιματική αλλαγή ήταν το κύριο ζήτημα της φετινής 74ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Πώς τοποθετείται το ΚΚΕ σε αυτή τη διαρκή και παγκοσμίου ενδιαφέροντος συζήτηση;
Απ.: Η επίδραση της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας στο περιβάλλον και το πώς αυτή έχει το δικό της ρόλο στην κλιματική αλλαγή, είναι ζήτημα που δικαίως προκαλεί ανησυχία, προβληματισμό και αγωνία σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο το πλανήτη, ιδιαίτερα στους ηλικιακά νεότερους. Όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι η όλη συζήτηση που γίνεται από καπιταλιστικά κράτη, μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, είναι υποκριτική και ταυτόχρονα έχει άλλες επιδιώξεις και όχι την ευαισθησία για το περιβάλλον. Πρώτα απ» όλα αφήνει απ» έξω το ζήτημα το ποια είναι η βαθύτερη αιτία για την καταστροφή στο περιβάλλον και τα οικοσυστήματα. Αυτή η αιτία συνδέεται άμεσα με μια παραγωγή που δεν μπορεί να παίρνει σχεδιασμένα υπόψη της την προστασία του περιβάλλοντος, γιατί αυτό δεν το επιτρέπει το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους, ο σκληρός μονοπωλιακός ανταγωνισμός, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, ο σχεδιασμός που γίνεται με κριτήριο τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Όσο αυτά μένουν απείραχτα, είναι αδύνατον να μπορέσει να υπάρξει πολιτική που θα συνδυάζει σταθερά και ολοκληρωμένα την οικονομική ανάπτυξη με την προστασία της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος. «Αρα λοιπόν μια συζήτηση που δεν ξεκινά απ» αυτό είναι από τη φύση της υποκρισία.
Όμως το ζήτημα δεν μένει μόνο εκεί. Ουσιαστικά πίσω από το όψιμο ενδιαφέρον και τις ευαισθησίες διάφορων ‑που δεν διστάζουν να αιματοκυλούν λαούς για τα κέρδη τους- υπάρχει ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός ανάμεσα σε κράτη και επιχειρήσεις που προτάσσουν τα σχέδια της «πράσινης ανάπτυξης», με χρήση δηλαδή εναλλακτικών των παραδοσιακών μορφών ενέργειας σε σχέση με κράτη και μονοπώλια που στηρίζονται στο πετρέλαιο, το λιγνίτη κλπ. Για τους πρώτους η αξιοποίηση αυτών των μορφών είναι ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των δεύτερων. Δεν είναι από μόνη της η μορφή ενέργειας που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της περιβαλλοντικής καταστροφής, αλλά το πλαίσιο, το ποιο είναι το κίνητρο ο σκοπός της παραγωγής. Για παράδειγμα στη χώρα μας έχουμε την εμπειρία ότι σε καμένες δασικές και αγροτικές εκτάσεις ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά ‑που κατατάσσονται στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας- είναι αυτό άραγε ένας σχεδιασμός που περιλαμβάνει την «προστασία του περιβάλλοντος»; Για αυτό έχει σημασία η ανησυχία και η αγωνία να μην αξιοποιηθεί στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς και να στραφεί απέναντι στον πραγματικό ένοχο, στην καπιταλιστική ανάπτυξη.