Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λάμπρος Κωνσταντάρας: Ο ζεν πρεμιέ που μας θυμίζει ότι «Υπάρχει και Φιλότιμο»

Υπήρ­ξε ένας από τους κορυ­φαί­ους και πιο αγα­πη­μέ­νους ηθο­ποιούς της χρυ­σής επο­χής του παλιού ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, που μπο­ρού­με να απο­λαμ­βά­νου­με σχε­δόν καθη­με­ρι­νά μέσα από τις ται­νί­ες που προ­βάλ­λο­νται — με την εγγυ­η­μέ­νη υψη­λή τηλε­θέ­α­ση — στην τηλε­ό­ρα­ση. Ο Λάμπρος Κων­στα­ντά­ρας, πανέ­μορ­φος, αθλη­τι­κός, με κατα­γά­λα­να μάτια, αρχο­ντι­κό παρου­σια­στι­κό, δια­θέ­το­ντας την ξεχω­ρι­στή άνε­ση ενός «μπον βιβέρ», θα φέρει το δικό του τύπο, ενός ζεν πρε­μιέ, που κρά­τη­σε για χρό­νια και είτε παράλ­λα­σε, είτε δια­κω­μω­δού­σε ως «Λαμπρού­κος».

Υπήρ­ξε, όμως κι ένας θεα­τράν­θρω­πος, που υπη­ρέ­τη­σε το σανί­δι για 40 χρό­νια, ερμή­νευ­σε πλή­θος χαρα­κτή­ρων μιας τερά­στιας γκά­μας θεα­τρι­κών ειδών, από κλα­σι­κό ρεπερ­τό­ριο μέχρι ελλη­νι­κές κωμω­δί­ες, κατα­φέρ­νο­ντας ανά­με­σα στα γυρί­σμα­τα των περί­που 80 ται­νιών που έκα­νε, να εμφα­νι­στεί και σε του­λά­χι­στον 190 έργα. Γνω­στός καρ­διο­κα­τα­κτη­τής και λάτρης των ερω­τι­κών περι­πε­τειών, θα παντρευ­τεί μόλις δυο φορές, θα απο­κτή­σει έναν γιο, ενώ από τις ερω­τι­κές του σχέ­σεις, που απα­σχό­λη­σαν την κοι­νή γνώ­μη, πιο γνω­στή ήταν εκεί­νη με την Άννα Καλου­τά, το παι­δί θαύ­μα, που εξε­λί­χθη­κε σε μία καλ­λο­νή και σε κορυ­φαία πρω­τα­γω­νί­στρια του μου­σι­κού θεάτρου.

Με αφορ­μή τα 110 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του (13 Μαρ­τί­ου 1913), θα θυμη­θού­με τα πρώ­τα του βήμα­τα, την κινη­μα­το­γρα­φι­κή του πορεία και τους ρόλους με τους οποί­ους απέ­δει­ξε ότι δεν ήταν μόνο ένας όμορ­φος και αξια­γά­πη­τος ηθο­ποιός, αλλά και ένας ερμη­νευ­τής αξιώ­σε­ων. Και βεβαί­ως το πάθος του για το ποδό­σφαι­ρο και την αγα­πη­μέ­νη του ΑΕΚ.

Κολωνάκι, Νέα Φιλαδέλφεια, Παρίσι, Αλβανία…

Ο Λάμπρος Κων­στα­ντά­ρας θα γεν­νη­θεί στο Κολω­νά­κι από γονείς με κατα­γω­γή την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και ρίζες από τη Σινώ­πη του Πόντου. Είχε δυο αδελ­φές, την Αλε­ξάν­δρα και την Μήτση, επί­σης ηθο­ποιό, που έπαι­ξε σε δεκά­δες ται­νί­ες δίπλα του. Από μικρός αγά­πη­σε τον αθλη­τι­σμό και ειδι­κά το ποδό­σφαι­ρο, παί­ζο­ντας, μάλι­στα, στη β’ ομά­δα της ΑΕΚ ως τερ­μα­το­φύ­λα­κας το 1930, ενώ αγω­νί­στη­κε και στον στί­βο. Η οικο­γέ­νειά του τού έκο­ψε την μπά­λα και τον έστει­λε, με το ζόρι, στη Σχο­λή Υπα­ξιω­μα­τι­κών Ναυ­τι­κού στην Κέρ­κυ­ρα, απ’ όπου δρα­πέ­τευ­σε κολυ­μπώ­ντας. Πάλι, με το ζόρι, η οικο­γέ­νειά του τον έστει­λε στο Παρί­σι να σπου­δά­σει χρυ­σο­χό­ος, με σκο­πό να ανα­λά­βει στο μέλ­λον το χρυ­σο­χο­είο, που δια­τη­ρού­σε στο κέντρο της Αθή­νας ο πατέ­ρας του. Θα εγκα­τα­λεί­ψει τις σπου­δές του στο Παρί­σι, για να βρε­θεί κομπάρ­σος σε μια ται­νία και εκεί να τον ανα­κα­λύ­ψει ο Γάλ­λος θεα­τράν­θρω­πος Λουί Ζου­βέ, θα τον πάρει στη δρα­μα­τι­κή σχο­λή του, στην οποία ο Κων­στα­ντά­ρας θα αρι­στεύ­σει. Προη­γου­μέ­νως, λόγω της ομορ­φιάς του, θα ποζά­ρει ως μοντέ­λο σε δια­φη­μί­σεις, μετα­ξύ των οποί­ων και του φημι­σμέ­νου Οίκου Καρ­τιέ. Όμως, η μπο­έ­μι­κη ζωή στην «Πόλη του Φωτός» θα τερ­μα­τι­στεί και θα έρθει η ώρα της στρα­τιω­τι­κής θητεί­ας. Θα βρε­θεί στην πρώ­τη γραμ­μή του πολέ­μου με την Ιτα­λία το ‘40 και θα τραυ­μα­τι­στεί σοβα­ρά στα βου­νά της Αλβα­νί­ας. Θα τον σώσει ο φίλος του Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, ενώ όταν επου­λώ­θη­καν τα τραύ­μα­τά του, ζήτη­σε να επι­στρέ­ψει στην πρώ­τη γραμμή.

Η Φωνή της Καρδιάς

Ευτυ­χώς, για τον ίδιο και για μας, οι συν­θή­κες δεν θα του επι­τρέ­ψουν να επι­στρέ­ψει στην πρώ­τη γραμ­μή, αλλά να γίνει ένας πρώ­της γραμ­μής ηθο­ποιός. Οι εμφα­νί­σεις του στο θέα­τρο δεν θα μπο­ρού­σαν να περά­σουν απα­ρα­τή­ρη­τες και γρή­γο­ρα άρχι­σε να παίρ­νει πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους. Θα παί­ξει σχε­δόν τα πάντα, δίπλα σε μορ­φές του ελλη­νι­κού θεά­τρου, αλλά θα γίνει πασί­γνω­στος μέσα από τις ται­νί­ες του, ξεκι­νώ­ντας με το φιλμ του Φίνου «Το Τρα­γού­δι του Χωρι­σμού» (1940). Θα ακο­λου­θή­σει «Η Φωνή της Καρ­διάς», την πρώ­τη επί­ση­μη ται­νία της Φίνος Φιλμ, καθώς και ακό­μη δέκα ται­νί­ες, παί­ζο­ντας ρόλους ζεν πρε­μιέ, λόγω της ακα­τα­μά­χη­της γοη­τεί­ας του.

Από εραστής «άτακτος» πατέρας

Το 1955, όταν έχει αρχί­σει να μπαί­νει σε επαγ­γελ­μα­τι­κά πρό­τυ­πα ο ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος, θα παί­ξει δίπλα στον Βασί­λη Λογο­θε­τί­δη στην τολ­μη­ρή, για την επο­χή της, ρομα­ντι­κή κομε­ντί του Αλέ­κου Σακελ­λά­ριου «Ούτε Γάτα, Ούτε Ζημιά», στο ρόλο ενός ερω­το­χτυ­πη­μέ­νου δαν­δή, ενώ τον επό­με­νο χρό­νο θα ντου­μπλά­ρει την επι­τυ­χία του στην έξο­χη κωμω­δία «Ο Ζηλια­ρό­γα­τος» και πάλι δίπλα στον Λογο­θε­τί­δη. Πάντα ως ζεν πρε­μιέ, θα παί­ξει το 1957 στο συμπα­θη­τι­κό «Μαρία Πεντα­γιώ­τισ­σα», υπο­δυό­με­νος τον ερω­τευ­μέ­νο με την νεό­τα­τη Αλί­κη Βου­γιου­κλά­κη, ενώ τον επό­με­νο χρό­νο θα μετα­τρα­πεί σε γοη­τευ­τι­κό ώρι­μο «ερω­τιά­ρη» πατέ­ρα, στην ται­νία «Δια­κο­πές στην Αίγι­να» και πάλι μαζί με την Αλί­κη. Η νέα γενιά ζεν πρε­μιέ έχει κάνει την εμφά­νι­σή της. Στην Αίγι­να θα είναι ο Μπάρ­κου­λης, σε άλλες ται­νί­ες οι Αλε­ξαν­δρά­κης, Παπα­μι­χα­ήλ κλπ.

Τη δεκα­ε­τία του ‘60, η υπο­κρι­τι­κή του ωρι­μό­τη­τα θα αρχί­σει να δεί­χνει τα σημά­δια της και στους ρόλους του. Ο τίτλος της ται­νί­ας «Ένας Δον Ζουάν για Κλά­μα­τα», με τον Κων­στα­ντά­ρα να είναι πλέ­ον ο μεσή­λι­κας, που ακό­μη το λέει η περ­δι­κού­λα του, τα λέει όλα. Με την έξο­χη κωμω­δία «Η Λίζα και η Άλλη» και την εμβλη­μα­τι­κή ρομα­ντι­κή κομε­ντί «Η Αλί­κη στο Ναυ­τι­κό», θα πάρει το ρόλο του πατέ­ρα της Βου­γιου­κλά­κη. Έναν χαρα­κτή­ρα που θα κρα­τή­σει για χρό­νια, είτε με την Αλί­κη, είτε με την Τζέ­νη Καρέζη.

ΑΕΚ για πάντα

Την Τζέ­νη, που θα την πάει και στο αγα­πη­μέ­νο του γήπε­δο, «στα Φιλα­δέλ­φεια», να δει μαζί του την «ΑΕΚά­ρα» του και παρα­λί­γο να παί­ξει ξύλο, για­τί η Καρέ­ζη δεν είχε κατα­λά­βει ποια ομά­δα έπρε­πε να υπο­στη­ρί­ξει. Άλλω­στε, ο Κων­στα­ντά­ρας έπαι­ζε και ξύλο για την ΑΕΚ, ενώ είχε πάντα ένα τραν­ζί­στορ στα καμα­ρί­νια για να ακού­ει τα παι­χνί­δια της. Μερι­κές φορές αργού­σε να βγει στη σκη­νή για να ακού­σει τα κατορ­θώ­μα­τα του Νεστο­ρί­δη ή του Παπαϊ­ω­άν­νου, ενώ στον πρώ­το του γάμο, είχε καθυ­στε­ρή­σει μία ώρα, για­τί άκου­γε στο ραδιό­φω­νο αγώ­να της Ένωσης!

Ένα κουρασμένο παλικάρι

Οι καλές ερμη­νεί­ες του στο σινε­μά ήταν πολ­λές, αν και από ένα σημείο και μετά οι αξιο­λά­τρευ­τες μανιέ­ρες του, που ακο­λού­θη­σαν πιστά ορι­σμέ­νοι ηθο­ποιοί της νεό­τε­ρης γενιάς, θα τον τυπο­ποι­ή­σουν. Ωστό­σο, αξέ­χα­στες θα μεί­νουν οι ερμη­νεί­ες του στις ται­νί­ες «Η Βίλα των Οργί­ων, «Κάτι Κου­ρα­σμέ­να Παλι­κά­ρια», «Η Γυναί­κα μου Τρε­λά­θη­κε», «Ο Στρί­γκλος που Έγι­νε Αρνά­κι». Ταυ­τό­χρο­να, συνέ­χι­σε μέχρι τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ‘60 να παί­ζει τους αξια­γά­πη­τους και εξαί­ρε­τους ρόλους του «μπα­μπά» σε γλυ­κύ­τα­τες κωμω­δί­ες, όπως «Τζέ­νη, Τζέ­νη», «Χτυ­πο­κάρ­δια στο Θρα­νίο», «Η Κόρη μου η Σοσια­λί­στρια» κλπ.

Ο υπουργός της καρδιάς μας

Ωστό­σο, το 1965 θα γυρί­σει την ται­νία της ζωής του, ερμη­νεύ­ο­ντας μονα­δι­κά τον Μαυ­ρο­για­λού­ρο. Πρό­κει­ται για την κωμω­δία «Υπάρ­χει και Φιλό­τι­μο», του Σακελ­λά­ριου, από τις ελά­χι­στες του παλιού ελλη­νι­κού σινε­μά που θίγουν το πολι­τι­κό κατε­στη­μέ­νο της χώρας, επι­κρί­νο­ντας τους πολι­τι­κούς, που ζουν στον κόσμο τους, τους κομ­μα­τάρ­χες και τα τρω­κτι­κά που βρί­σκο­νταν στα υπουρ­γι­κά και πολι­τι­κά γρα­φεία. Ο Κων­στα­ντά­ρας, έχο­ντας το φυσι­κό χάρι­σμα, θα κάνει μία αξιο­μνη­μό­νευ­τη ερμη­νεία, θα είναι από­λυ­τα πει­στι­κός — ειδι­κά ως πολι­τι­κός που ζει τον μύθο του, ενώ κατα­φέρ­νει να μη χάσει τον κωμι­κό χαρα­κτή­ρα του ακό­μη και όταν συνει­δη­το­ποιεί ότι είναι ανί­κα­νος να τα βάλει με τα κακώς κεί­με­να της ελλη­νι­κής πολιτικής.

Αξέχαστος

Ο Λάμπρος Κων­στα­ντά­ρας, θα αντι­με­τω­πί­σει προ­βλή­μα­τα υγεί­ας από το 1970 και συγκε­κρι­μέ­να από τον δια­βή­τη, τον οποίο δεν πρό­σε­ξε ποτέ. Το 1978 θα έχει ένα ελα­φρύ εγκε­φα­λι­κό, έπει­τα από μία δια­βη­τι­κή κρί­ση. Η υγεία του θα βελ­τιω­θεί, αλλά ποτέ δεν θα επα­νέλ­θει πλή­ρως. Το 1981 κι ενώ δεν έχει απο­κα­τα­στα­θεί πλή­ρως η υγεία του, θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην τελευ­ταία του ται­νία «Ο Λαμπρού­κος Μπα­λα­ντέρ», κάτι που θα τον ανα­νε­ώ­σει ψυχι­κά, θα ηχο­γρα­φή­σει και έναν δίσκο σε τρα­γού­δια του γιου του Δημή­τρη, αλλά το 1983 θα τον κτυ­πή­σει ακό­μη ένα εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο, το οποίο θα του στοι­χί­σει ακρι­βά. Ο γεμά­τος μπρίο ηθο­ποιός, με τις αδιόρ­θω­τες πλά­κες του, ο φωνα­κλάς, αθυ­ρό­στο­μος και με βαρύ χέρι — το κεφά­λι του Αλέ­κου Τζα­νε­τά­κου βού­ι­ζε μέχρι τέλους — θα καθη­λω­θεί στο κρε­βά­τι και θα μιλά μόνο με τα μάτια. Τα υπέ­ρο­χα γαλα­νά μάτια, που έκλει­σαν για πάντα στις 28 Ιου­νί­ου του 1985, συγκι­νώ­ντας το πανελ­λή­νιο για τελευ­ταία φορά. Βεβαί­ως, μας έχουν μεί­νει οι ται­νί­ες του και οι αξέ­χα­στες ερμη­νεί­ες του. Αυτό το κεφά­λαιο δεν θα κλεί­σει ποτέ…

Πηγή: ΑΠΕ / Χ. Αναγνωστάκης

 

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο