Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς //
Αναπαράσταση ενός χορευτικού δρώμενου στα Τζουμέρκα της Ηπείρου αποτελεί το βιβλίο του Ανδρέα Σπ. Ρίζου με τον τίτλο: «Το Διπλοκάγκελο στους Μελισσουργούς της Άρτας» (Εκδόσεις«Πέτρα»).
Ο συγγραφέας, με καταγωγή απ’ τους Μελισσουργούς –απέχει 72 χιλιόμετρα απ’ την Άρτα- σε συνεργασία με την Αδελφότητα του χωριού του συνέλεξε εξαιρετικό υλικό, που παραθέτει στις 95 σελίδες του βιβλίου, το οποίο πλαισιώνεται με 75 φωτογραφίες απ’ τους χορούς μετά τον πόλεμο.
Ο χορός ονομάζεται Διπλοκάγκελο ή καγκελάρης ή καγκελάρι ή κύκλες και χορεύεται σε πολλά χωριά των Τζουμέρκων. Οφείλει το όνομά του στα καγκέλια, το δίπλωμα δηλαδή του χορού. Οι χορευτές είναι πιασμένοι θηλυκωτά από το μπράτσο και παλαιότερα η διάταξή τους ήταν αυστηρά καθορισμένη, με τους γεροντότερους μπροστά.
Εξελίσσεται πάνω σε ένα τραγούδι, χωρίς ενόργανη συνοδεία, που το εκτελούν άντρες και γυναίκες. Οι γυναίκες μπήκαν αργότερα στο χορό. Στην αρχή τελευταίες μετά από τους άντρες και αργότερα σχημάτισαν ξεχωριστό κύκλο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τη λεζάντα μιας φωτογραφίας του 1930 στην οποία αναφέρεται: «Ήμασταν 400 άντρες στο διπλοκάγκελο. Θηλ’κός κανένας. Μετά από το βασίλειμα Ήλιο (σ.σ: ηλιοβασίλεμα) έρχονταν να δουν το διπλοκάγκελο».
Στους Μελισσουργούς το διπλοκάγκελο αποτελούσε το κορυφαίο γεγονός του τριήμερου πανηγυριού ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Άρχιζε με το ηλιοβασίλεμμα, όπως αποτυπώνεται και στα πρώτα λόγια του τραγουδιού: «Τώρα κι ήλιος έγειρε κι ο σταυραητός κουρνιάζει, τώρα κι ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει».
Η αναφορά στον ξένο έχει την έννοια της αποδοχής και της τιμής στον ξένο και εκφράζεται στο στίχο: «Είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να μολογώ».
Ο πρωτοχορευτής (ο μπαϊραχτάρης κατά το τραγούδι) ήταν ο καθοδηγητής του χορού. Μόλις δινόταν το πρόσταγμα «Συ που σέρνεις το χορό κάμε διπλοκάγκελο ή μπαϊραχτάρη του χορού κάμε διπλοκάγκελο» ο πρωτοχορευτής δίπλωνε τον χορό προς τα αριστερά και μέσα του κύκλου, έτσι ώστε οι χορευτές να έρχονται αντιμέτωποι. Στη συνέχεια ο πρωτοχορευτής δίπλωνε το χορό προς τα έξω και δεξιά, σχηματίζοντας τρεις σειρές χορευτών έτσι ώστε οι χορευτές της πρώτης σειράς να έχουν στραμμένα τα νώτα τους σ’ εκείνους της δεύτερης. Συνέχιζαν να ανοίγονται μέχρι που με το παράγγελμα «μπαϊραχτάρη του χορού τώρα σιάσε το χορό» επανέρχονταν και πάλι στον ανοιχτό κύκλο.
Στο βιβλίο υπάρχει μια ανέκδοτη περιγραφή του Διπλοκάγκελου το 1960 (απ’ το Χριστόφορο Κοντοχρήστο) με τη δύναμη της ιδιότυπης προφοράς της περιοχής: «Στο πανηγύρ’ όλ’ έμπαιναν στο χορό, φτωχοί και πλούσιοι, γυναίκες και άντρες, μικροί και τρανοί και τα παιδιά στο μπάτο, έμπαιναν στο χορό. Και λυπημέν’ ακόμα (όχι κι έγκαιρα) στο μεγάλο εννοείται το χορό. Έπαυαν τα βιολιά και με τ’ς γερόντ’ς μπροστά, με το στόμα πρώτα οι προεστοί και άειντε ύστερα όλος ο άλλος χορός παρακάτω. Κι ένα βήμα –το του διπλοκάγκελου, το πάηναν τρία βήματα σα μπρος κι ένα πίσω, δίχως μαντήλια, αλλά με τα χέρια αγκαλιασμένα και σταυρωμένα για την αγάπη του χωριού, ισιόκορμοι και ασπροντυμένοι, λές κι άγγελοι το χόρευαν κι νεραϊδοί οι άντρες!»
Στο βιβλίο υπάρχουν αναφορές για αγώνες που συνόδευαν το Διπλοκάγκελο. «Έριχναν το λιθάρι, αμπήδαγαν στις τρείς και κόσεβαν (σσ: έτρεχαν) και όλα στο ποιός θα βγεί πρώτος. Ήτανε δηλαδή του Σωτήρος και η ετήσια μέρα αγώνων» (Σελίδα 41).
Αντί επιλόγου
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο γράφων δούλευε στις οικοδομές, απέναντι απ’ το Πεντάγωνο, εκεί που κτίστηκαν οι κατοικίες των αξιωματικών.
Στο συνεργείο των μπετατζήδων τον πρώτο λόγο είχε ο Παναγιώτης, ο Σαλονικιός: Σκληροτράχηλος εργάτης. Με το Κου-Κου‑Ε και με τον ΠΑΟΚ. «Εγώ τώρα ορφάνεψα» μας είπε τη μέρα, που ο ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ Κώστας Ορφανός μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό. Αναπλήρωνε όμως την …ορφάνια του με το Ζαρκάδι, όπως έλεγε το Γιώργο Κούδα, που δεν έμεινε στο Λιμάνι.
Ο Παναγιώτης είχε μαζί του και το μπάρμπα-Κώστα από ένα χωριό των Τζουμέρκων για «να συμπληρώσει τα ένσημα και να πάρει τη σύνταξη».
Μόλις κάψωνε ο Παναγιώτης έκλεινε το μάτι στο μπάρμπα-Κώστα. Κι εκείνος έφευγε σφαίρα για το μπακάλικο για να επιστρέψει με δύο μπύρες για τον Παναγιώτη κι ένα «έτσι μ’ αρέσει» ‑όπως έλεγε τότε η διαφήμιση της μπύρας AMSTEL- για τον εαυτό του.
Ο μπάρμπα-Κώστας γνωρίστηκε με όλα τα συνεργεία. Γυρόφερνε και ήταν πάντα πρόθυμος να κάνει με χαρά θελήματα. Στο κολατσιό, αν ήταν παρών, τον ρωτάγαμε τι θα τον τρατάρουμε. Κι εκείνος άρχιζε να τραγουδά: «Σύ που σέρνεις το χορό κάμε διπλοκάγκελο» για να προσθέσει: «Ένα έτσι μ’ αρέσει»(!)
Παράγγελνε, δηλαδή, μπύρα και μας έλεγε ότι έπινε τη δεύτερη, αφού τον είχε κεράσει πιό πρίν κι ο Παναγιώτης. Κι ήταν πολλές οι φορές που απολαμβάνοντας το «έτσι μ’ αρέσει» ο μπάρμπα-Κώστας τραγουδούσε με παράπονο το στίχο: «Είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να μολογώ».
Να ‘ναι αλαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει
* Το βιβλίο περιλαμβάνει και CD με είκοσι τραγούδια απ’ το συγκρότητημα «Λαλητάδες», που ηχογραφήθηκε σε εκδήλωση που έγινε στους Μελισσουργούς το 2010.
Δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο χωριό Ρετσιανά Άρτας το 1958. Τελείωσε το εξατάξιο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Άρτας. Σπούδασε στο Τμήμα Οικονομικών Σπουδών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Για 28 χρόνια κάλυψε το υγειονομικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» του οποίου υπήρξε –όπως και στον «Οδηγητή»- μέλος της Συντακτικής Επιτροπής.
Μέχρι το 2021, και για 29 χρόνια, είχε την επιμέλεια της μηνιαίας εφημερίδας «Ο Συνταξιούχος του ΟΑΕΕ». Επίσης είχε την επιμέλεια του site www.posoaee.gr (2014–2021). Απ’ το 2019 είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής, που επανεξέδωσε τη μηνιαία εφημερίδα «Πανηπειρωτική», όργανο της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας (ΠΣΕ), στους κόλπους της οποίας δραστηριοποιούνται πάνω από 450 πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία (Αδελφότητες, Ενώσεις και Ομοσπονδίες). Το 2022 εκλέχτηκε και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΣΕ.
Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Το 2005 βραβεύτηκε απ΄ το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασ. Μπότση με το «Βραβείο Ανθρωπιστικού Ρεπορτάζ», για τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων Υγείας και Πρόνοιας από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη».
Συνταξιοδοτήθηκε απ’ το «Ριζοσπάστη» το 2015